Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Η Τούρκικη Εξωτερική Πολιτική στην Κεντρική Ασία μέσα από την εργαλειοποίηση της εκπαίδευσης- Μέρος 1ο

Γράφει η Φωτεινή Διακουμάκου

Εισαγωγή

  Μια βαθιά θρησκευτική οθωμανική αντίληψη, το Kizil Elma (Κόκκινο Μήλο ή Μηλιά), η οποία υπονοεί την παγκόσμια κυριαρχία της μουσουλμανικής Τουρκίας, αναβίωσε ως γεωπολιτικό όραμα στη μεταψυχροπολεμική εποχή από τις τουρκικές εθνικιστικές ελίτ. Το Κόκκινο Μήλο αποτελεί παλαιό σύμβολο κατάκτησης και οι ρίζες του απαντώνται στις τουρκικές νομαδικές φυλές. Τον 15ο αιώνα, το Kizil Elma συμβόλιζε την Κωνσταντινούπολη, τον τελευταίο προμαχώνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1453. Η Ρώμη, η οποία σύμφωνα με την τουρανική παράδοση, ονομαζόταν αρχικά Kizil Elma και η Βιέννη θεωρήθηκαν, επίσης, Κόκκινα Μήλα. Το Kizil Elma έγινε μοτίβο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μετά τον Οζάλ, και υπό τη διακυβέρνηση του AKP  έχει μετατοπιστεί ψηλά στην πολιτική ατζέντα.

  Η Τουρκία προσπάθησε να θέσει τα νεοσύστατα, μετά την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ., κράτη της Κεντρικής Ασίας υπό τη σφαίρα επιρροής της, εκμεταλλευόμενη το κενό ισχύος που δημιουργήθηκε την επαύριον της λήξης του Ψυχρού Πολέμου. Η επιδίωξη αυτή συνδέεται με τη θεωρία του Τουρκικού Ευρασιανισμού και σχετίζεται με την ανάγκη της Άγκυρας να αποτελέσει αξιόλογη περιφερειακή δύναμη στην περιοχή. Πρόκειται για την ενσάρκωση του οράματος του Αχμέτ Νταβούτογλου, όπως ο ίδιος περιγράφει στο βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος». Βασικός πυλώνας του Δόγματος είναι η παραδοχή ότι η Τουρκία αποτελεί κομβική χώρα, χάριν στη γεωπολιτική της θέση μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.

Ιδεολογίες Διαμόρφωσης της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής

  • Τουρκικός Ευρασιανισμός

  Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ευρασιανισμός εμφανίστηκε ως αποκύημα μιας ομάδας Ρώσων διανοούμενων.  Πρόκειται για τον αντίποδα του δυτικο-κεντρικού οράματος, εφόσον κύριο χαρακτηριστικό του αποτελεί η διάσταση από το πνεύμα της Δύσης. Οι Ευρασιανιστές θεωρούν τους εαυτούς τους Ασιάτες και όχι Ευρωπαίους. Ειδικότερα, η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας διέπεται ενίοτε από τις αρχές του εν λόγω κινήματος, υπό το πρίσμα ότι τόσο η ίδια όσο και τα κράτη επιρροής της, διαδραματίζουν ηγετικό ρόλο στην ενδιάμεση περιοχή της Ευρώπης και της Ασίας. Η θεωρία του Ευρασιανισμού στηρίζεται στην ύπαρξη εθνών και εθνοτήτων που ζουν στην περιοχή κι έχουν κοινή πολιτισμική ταυτότητα.

  Τούρκοι μελετητές συνέδεσαν τη μεταψυχροπολεμική στροφή της Άγκυρας προς την εξεταζόμενη περιοχή με μια νέα γεωπολιτική τάση. Πρόκειται για τον «Τουρκικό Ευρασιανισμό», όπου πηγάζει από την επιδίωξη της παγίωσης του τουρκικού οικονομικού και πολιτικού μοντέλου στις νεοσύστατες χώρες. Με αυτόν τον τρόπο, η Άγκυρα θεωρεί ότι θα αναβαθμιστεί η γεωστρατηγική της σημασία στους κόλπους του Δυτικού κόσμου. Όμως, ο συγκεκριμένος συλλογισμός φαίνεται να έχει χάσει τη δυναμική του τα τελευταία χρόνια. Αν και ο Ευρασιανισμός ήταν και παραμένει ένας τρόπος άσκησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, οι αποτυχίες της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύουν πως η επέκταση της επιρροής της  δεν συνεπάγεται την υποστήριξη αλλά ούτε και τη θετική διάθεση της Δύσης. Σύμφωνα με τους εκφραστές της ιδεολογίας του Παντουρκισμού, άλλωστε, στην Ευρασία ζουν λαοί τουρκικοί, με κοινό ιστορικό παρελθόν μεταξύ τους. Επομένως, η Τουρκία δικαιούται να επικρατήσει και η Ρωσία αποτελεί ανταγωνιστή της. 

  • Παντουρκισμός

  Η εν λόγω ιδεολογία εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, αποτελώντας τον αντίλογο στο κίνημα του Πανσλαβισμού.  Βρίσκει απήχηση κυρίως στους οπαδούς του εθνικισμού και πρεσβεύει την ενότητα και την αλληλεγγύη των Τούρκων Ανατολής και Δύσης, μέσα από την προώθηση της γλώσσας, της σκέψης και της δράσης. Την πεποίθηση αυτή ασπάστηκε ο Ismail Gaspirali, ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του Παντουρκισμού σε ρωσικό έδαφος. Ανέλαβε πρωτοβουλίες στον τομέα της εκπαίδευσης και της γλώσσας, ενώ σύμφωνα με τον ίδιο, ο Παντουρκισμός θα ενσαρκωθεί μέσα από τη γλωσσική και πνευματική ενότητα του τουρκικού στοιχείου ως αποτέλεσμα της επέκτασης της εκπαίδευσης στον λαό.

  Ο Ζιγιά Γκιοκάλπ, ως ένθερμος υποστηρικτής της ιδεολογίας, ήταν τόσο βαθιά πεπεισμένος για την πραγματοποίηση της ένωσης των Τούρκων, ώστε δήλωνε: «η ένωση 100.000.000 Τούρκων, υπό τη μορφή ενός έθνους, είναι για τους Τουρκιστές η πιο ισχυρή πηγή ενθουσιασμού. Εάν δεν υπήρχε το ιδανικό του Τουράν, ο τουρκισμός δεν θα είχε διαδοθεί τόσο γρήγορα». Ο ίδιος υποστήριζε μία πολιτισμική ένωση όλων των τουρκόφωνων λαών της Ασίας ως πολιτική ένωση βασισμένη στην κουλτούρα. Στα τέλη του 1980, ο Παντουρκισμός βρίσκει εύφορο έδαφος στο πρόσωπο του Προέδρου Οζάλ, οποίος στην προσπάθειά του να προωθήσει τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας, προέβη στην εργαλειοποίηση της εκπαίδευσης ως μέσο επιβολής ήπιας ισχύος.

  • Νέο-οθωμανισμός

  Ο Νέο-Οθωμανισμός έχει συνδεθεί με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αποβλέπει στην προώθηση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας σε χώρες που προηγουμένως βρίσκονταν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή των οποίων ο πολιτισμός και η ιστορία τους συνδέονται με αυτήν. Ως δόγμα συμπλέει με την ίδρυση «μιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης, παρόμοιας με της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

  Ο Αχμέτ Νταβούτογλου αποδέχεται τη Νέο-Οθωμανική Τουρκία ως τη μόνη εθνοκρατική οντότητα, πολιτικά και εθνοτικά. Καθοριστική συμβολή στον παγκόσμιο πολιτισμό θα αποτελέσει το «πολιτισμικό άνοιγμα της νέας Τουρκίας», ώστε να πάψει η γεωπολιτισμική της απόρριψη. Η Τουρκία κατέχει, λόγω της «ιστορικής της κληρονομιάς» από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, «γεωγραφικό βάθος». Θεμέλιοι λίθοι του δόγματος του Νταβούτογλου αποτελούν οι οντότητες του ιστορικού, γεωγραφικού και πολιτισμικού βάθους, το οποίο αποκτά έντονη γεωστρατηγική διάσταση. Ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης αναφέρεται κυρίως σε δύο άξονες ως προς την άσκηση της τουρκικής γεωστρατηγικής επιρροής: τον οικονομικό ή ενεργειακό και τον πολιτιστικό. Στο πλαίσιο του πολιτισμικού, θα προωθηθεί και ο πολιτικός. 

Η Εξωτερική Τουρκική Πολιτική Μεταψυχροπολεμικά

  Ως συνέπεια της κατάρρευσης της Ε.Σ.Σ.Δ. διαμορφώνονται νέοι στόχοι στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Παράγοντας του σχεδιασμού της από το 1992 και εξής είναι η φιλοδοξία να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στην Κεντρική Ασία, επιδιώκοντας ρόλο κύριου συντονιστή και διαμεσολαβητή. Οι απαρχές της προσέγγισης εντοπίζονται στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Οζάλ και στη συνέχεια  του Ερμπακάν, στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

  Αν και ο Ερντογάν, τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, εκφράζει την ένταξη στην Ε.Ε. ως κύριο στόχο, εντούτοις τα ευρωπαϊκά κράτη επιδεικνύουν ιδιαίτερη ανησυχία από το φιλο-ισλαμικό πνεύμα του ΑΚΡ. Αποτέλεσμα της επανειλημμένης απογοήτευσης από τους δυτικούς συμμάχους της, ήταν να επιδιώξει η Άγκυρα μια εναλλακτική κατεύθυνση. Όπως προαναφέρθηκε, κρίσιμη στη νέα πολιτική του ΑΚΡ υπήρξε η συμβολή του δόγματος του Αχμέτ Νταβούτογλου, το οποίο προώθησε την έννοια του «στρατηγικού βάθους» και «του εκμηδενισμού των προβλημάτων με τα γειτονικά κράτη». Η κύρια θέση του είναι ότι το στρατηγικό βάθος προϋποθέτει γεωγραφικό και ιστορικό βάθος. Υπό αυτό το πρίσμα, η Τουρκία, ως φορέας της ιστορικής κληρονομιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαθέτει ένα καθόλου αμελητέο γεωγραφικό βάθος. Η γεωπολιτισμική επιρροή σχετίζεται με τις σημερινές πολιτιστικές ομοιότητες με τον «μετά τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας» κόσμο, που προκύπτουν από αυτή την κοινή κληρονομιά. Η γεωοικονομική σημασία σχετίζεται με την κεντρική θέση της Τουρκίας ως χώρα διέλευσης προς την Ευρώπη, αλλά και τη δυναμικά αναπτυσσόμενη τουρκική αγορά εξαγωγών σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ρωσία.   

  Τούρκοι πολιτικοί, οι οποίοι ενστερνίστηκαν το όραμα του νέο-οθωμανισμού, θέλουν μία Τουρκία ισχυρή, παγκόσμια δύναμη μέχρι το 2023, το έτος όπου συμπληρώνονται τα εκατό χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Πλέον, ο ενοποιητικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως ηγεμόνευε στο παρελθόν, με όχημα τις μουσουλμανικές αξίες, την ιστορική συγγένεια και τα κοινά πολιτιστικά στοιχεία μεταξύ των τουρκόφωνων κρατών, χαρακτηρίζουν την ατζέντα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

Στρατηγική προσέγγισης των κρατών της Κεντρικής Ασίας

  Η πολιτική και οικονομική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αποτέλεσε έναυσμα για οικονομικό «άνοιγμα» της Τουρκίας στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου. Ο Τούρκος πρόεδρος Οζάλ, αναγνωρίζοντας την ευκαιρία, έρχεται σε επαφή με τις ηγεσίες των νεοσύστατων κρατών, αφού πρώτα έχει κερδίσει την εύνοιά τους μέσω της αναγνώρισης των εν λόγω χωρών ως ανεξάρτητες. Η δημιουργία οργανισμών συνεργασίας αποτελεί τον πρόδρομο της συνένωσης των τουρκόφωνων κρατών στα πλαίσια μιας Τουρκικής Κοινοπολιτείας, ισχυρής στο διεθνές στερέωμα, όπως την οραματιζόταν ο Οζάλ.  Ωστόσο, οι πρώην σοβιετικοί λαοί δεν αποδέχονται την ιστορική συνέχεια που προβάλλει η Άγκυρα, μιας και δεν αποτελούσαν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι διάλεκτοι που χρησιμοποιούν καθώς και το κυριλλικό αλφάβητο δεν ταυτίζονται απόλυτα με τον όρο κοινή τουρκική γλώσσα.

  Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιωάννη Μάζη, ο Αχμέτ Νταβούτογλου επικρίνει τη στάση της Τουρκίας, η οποία δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου, μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου. Η προσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής στα πλαίσια ενός δυναμικού πολύπλευρου διεθνούς συστήματος δεν έγινε εγκαίρως, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος. Ο ίδιος αναφέρει, μάλιστα, ότι κλειδί στη διαμόρφωση της ασιατικής στρατηγικής πρέπει να αποτελέσουν οι στενές σχέσεις μεταξύ της Άγκυρας και των κρατών της Κεντρικής Ασίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την παγκόσμια δραστηριότητα της πρώτης.

  Ο Ερντογάν, ήδη από τα πρώτα χρόνια της εκλογής του, επαναπροσδιορίζει το τουρκικό ενδιαφέρον για την περιοχή, πραγματοποιώντας επισκέψεις που σκοπό είχαν να καταστήσουν έκδηλα τα κοινά συμφέροντα μεταξύ των μερών, καθώς και την αμέριστη συμπαράσταση από την πλευρά της Τουρκίας προς ικανοποίηση αυτών των συμφερόντων. Φροντίζει να εξυψώνει τους μεταξύ τους γλωσσικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς, προσφεύγοντας στην τακτική της εργαλειοποίησης των κοινών συνεκτικών στοιχείων, προς όφελος του τουρκικού εθνικού συμφέροντος.

Ίδρυση της Τουρκικής Υπηρεσίας Συνεργασίας και Συντονισμού (TIKA)

  Τα κράτη που προέκυψαν από την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ. είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Η Τουρκική Υπηρεσία Συνεργασίας και Συντονισμού ιδρύθηκε το 1992, ως όργανο συντονισμού της τουρκικής βοήθειας προς αυτά. Από το 1995 και εξής, δραστηριοποιήθηκε κυρίως σε ζητήματα εκπαίδευσης και πολιτισμού, μέσω της δημιουργίας σχολείων, βιβλιοθηκών και ενίσχυσης των εξοπλιστικών αναγκών των Πανεπιστημίων. Μέλημά της καθίσταται η προώθηση της διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της τουρκικής πολιτικής στην εν λόγω περιοχή. 

  Επικουρικά λειτούργησε και ο οργανισμός TURKSOY (International Organization of Turkic Culture), οποίος δημιουργήθηκε για να ενισχύσει τις δραστηριότητες της Τουρκικής Υπηρεσίας Συνεργασίας και Συντονισμού (TIKA) στον τομέα της προώθησης της γλωσσικής πολιτικής, αλλά και για να ενισχύσει το αίσθημα των τουρκόφωνων λαών ότι πολιτιστικά δεν διαφοροποιούνται από τους Τούρκους. Ο TURKSOY συστάθηκε στην πόλη Αλμάτι του Καζακστάν το 1993 και αποστολή του είναι η προβολή του τουρκικού στοιχείου μέσα από πολιτιστικές δράσεις. Επιπλέον, προάγει την αντικατάσταση του κυριλλικού αλφαβήτου από το λατινικό.

Ίδρυση Τουρκικού Συμβουλίου ( TURKKON)

  Το 2006, στην Αττάλεια, ο Ερντογάν, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην 8η Σύνοδο Φιλίας, Αδελφότητας και Συνεργασίας των τουρκόφωνων κρατών, αναφέρεται στη δημιουργία μιας  ένωσης με χαρακτηριστικά γλωσσικής και θρησκευτικής κοινότητας. Το επόμενο έτος, στη Σύνοδο που έλαβε χώρα στο Αζερμπαϊτζάν, συμμετείχαν η Τουρκική Υπηρεσία Συνεργασίας και Συντονισμού (TIKA) και το ίδρυμα Κοινοτήτων Φιλίας, Αδελφοσύνης, Συνεργασίας των τουρκικών κρατών (TUDEV), δίνοντας έτσι το έναυσμα για την αναγκαιότητα της στενής συνεργασίας μεταξύ τους.

  Η ίδρυση του Τουρκικού Συμβουλίου (TURKKON) επιτυγχάνεται μέσω της πεποίθησης της τουρκικής ηγεσίας ότι ο πολιτισμός και το κοινό ιστορικό παρελθόν δύναται να αποτελέσουν συντελεστές ισχύος, προκειμένου η Άγκυρα να επιτύχει τους εθνικούς της σκοπούς. Το Ισλάμ, επιπλέον, θα ενισχύσει την αίσθηση του “ανήκειν” στις μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στην εν λόγω περιοχή. Πρόκειται για το Συμβούλιο Συνεργασίας Τουρκικών Ομιλούμενων Κρατών, οργανισμό με χαρακτηριστικά Διεθνούς, μέλη του οποίου είναι το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, η Τουρκία, το Ουζμπεκιστάν, ενώ η Ουγγαρία διαδραματίζει ρόλο παρατηρητή. Δημιουργήθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 2009 και οι δραστηριότητές του συντονίζονται  από τη Γραμματεία του Συμβουλίου που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη.   Η Άγκυρα, ως μέλος του Συμβουλίου, προωθεί συνεργατικές δράσεις σε διακρατικό επίπεδο στον τομέα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Οι δράσεις αυτές, μάλιστα, λαμβάνουν χώρα εντός του θεσμικού πλαισίου που διέπει τον οργανισμό, με αποτέλεσμα να αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα. Στη δεύτερη Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στο Κιργιστάν, το 2012, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαιδευτική, επιστημονική και πολιτιστική συνεργασία. Ο ίδιος ο Νταβούτογλου τόνισε την αναγκαιότητα να δοθεί προτεραιότητα στην κοινή πολιτιστική κληρονομιά μεταξύ των τουρκόφωνων κρατών. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου, οι πολιτικοί αρχηγοί των κρατών μελών συμφώνησαν την ίδρυση της Τουρκικής Ακαδημίας και του Οργανισμού Τουρκικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

  • Βιβλιογραφία:
  • Τύπος:

Πηγές Φωτογραφιών: