Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
Ο κουρδικός λαός αποτελεί έναν από τους αρχαιότερους αυτόχθονες λαούς της Μέσης Ανατολής, για τον οποίο όμως δεν έχει σχηματιστεί ανεξάρτητο κράτος. Η περιοχή του Κουρδιστάν, στην οποία κατοικούν περισσότεροι από 30 εκατομμύρια Κούρδοι, βρίσκεται στην Βόρεια Μεσοποταμία και σύμφωνα με τον σύγχρονο διαχωρισμό των κρατών έχει χωριστεί ανάμεσα στην Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ και την Συρία. Από την στιγμή διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ζήτημα δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους απασχολεί τα κράτη της Μέσης Ανατολής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση των Κούρδων της Τουρκίας.
Οι Κούρδοι είναι ένας αρχαίος λαός που ζούσε κυρίως σε ορεινές περιοχές. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής της περιοχής, οι Κούρδοι κατάφεραν να δημιουργήσουν αυτόνομα πριγκιπάτα, τα οποία επιβίωσαν για περίπου τριακόσια έως τετρακόσια χρόνια, ως τα μέσα του 19ου αιώνα (Bengio, 2017, σελ. 10). Τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέμειναν σχεδόν αναλλοίωτα για πολλούς αιώνες, έως την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, η οποία σήμανε τον διαμελισμό της Αυτοκρατορίας σε πολλά μικρότερα κράτη (Τζιάρρας, 2020, σελ 81). Η διάλυσή της επισημοποιήθηκε την 10η Αυγούστου του 1920 με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Σύμφωνα με το άρθρο 62 της Συνθήκης, οι Κούρδοι θα ευνοούνταν μέσω της παραχώρησης μιας τοπικής αυτονομίας, ενώ ταυτόχρονα το άρθρο 64 παρείχε το δικαίωμα δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κράτους για τον κουρδικό λαό μέσα σε ένα χρόνο από την στιγμή επικύρωσης της Συνθήκης (Συνθήκη των Σεβρών, 1920). Η παραχώρηση αυτή έγινε δυνατή χάρη στην κουρδική πολιτική κινητοποίηση την εποχή εκείνη, καθώς και χάρη στην υποστήριξη των Βρετανών (Yavuz, 2001, σελ. 6).
Παρά την υπογραφή της Συνθήκης από τρεις Τούρκους πληρεξούσιους στην Γαλλία, οι όροι της δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, καθώς ο Σουλτάνος είχε καταλύσει την Βουλή, η οποία ήταν απαραίτητη για την επικύρωση της Συνθήκης (Mango, 2002, σελ. 285). Για την πραγματοποίηση νέων εκλογών, αναγκαία ήταν η συνεργασία με τους τούρκους εθνικιστές, πρωτοστάτης των οποίων ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ύστερα από ισχυρές πιέσεις, ο Ατατούρκ κατόρθωσε να ακυρωθεί η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και να θεωρηθούν προδότες του έθνους οι πληρεξούσιοι που την υπέγραψαν (Mango, 2002, σελ. 286).
Σύμφωνα με τον Loizides (2010, σελ. 514-515), η ακύρωση της Συνθήκης των Σεβρών μπορεί να αποδοθεί σε πλήθος παραγόντων. Από τη μία, το ζήτημα ίδρυσης ενός κουρδικού κράτους είχε χάσει την διεθνή υποστήριξη. Από την άλλη, οι Κούρδοι δεν είχαν καταφέρει να αποκτήσουν ισχυρή εθνική ταυτότητα, όπως συνέβη με άλλες εθνικότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λόγου χάρη οι Έλληνες και οι Αρμένιοι. Τα κουρδικά φύλα διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά, ομιλώντας πολλές διαφορετικές διαλέκτους, αλλά επιπλέον η περιοχή του Κουρδιστάν δεν έχει κανένα σημαντικό λιμάνι ή κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο, ώστε να συγκεντρωθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού της περιοχής. Απεναντίας, αρκετοί Κούρδοι που διέμεναν στη τουρκική αυτοκρατορία, απαρνιόταν την κουρδική ταυτότητά τους, θεωρώντας τους Τούρκους και τους Κούρδους ταυτόσημα έθνη. Ως απότοκο, όταν στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία δεν αναγνώριζε καμία εδαφική αυτονομία ή ανεξαρτησία για τον κουρδικό λαό (Συνθήκη της Λωζάνης, 1923).
Το νεοσύστατο κράτος της Τουρκικής Δημοκρατίας υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ έθεσε ως πρωταρχικό ρόλο την τουρκοποίηση του κράτους (Smith, 2021, σελ. 230; Gourlay, 2020, σελ. 21). Μέχρι τότε, ο διαχωρισμός των πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν γινόταν με βάση το έθνος, αλλά με βάση το θρήσκευμα (Mango, 2002). Ο χαρακτηρισμός «Τούρκος» χρησιμοποιούταν κυρίως υπονομευτικά για τους χωρικούς που μιλούσαν την τουρκική γλώσσα (Gourlay, 2020, σελ. 19). Αντίθετα, όταν το 1924 διακηρύχθηκε το πρώτο Σύνταγμα της Τουρκίας, η τουρκική ταυτότητα αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ιδιότητας του πολίτη, ανεξαρτήτου θρησκευτικών πεποιθήσεων (Kadirbeyoğlu, 2010, σελ. 2). Ωστόσο, πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η νέα τουρκική υπηκοότητα ήταν ανοιχτή μόνο σε όσους αφομοιώνονταν πολιτιστικά και γλωσσικά τον τουρκικό πολιτισμό (Kadirbeyoğlu, 2010, σελ. 2). Σε ομιλίες του, ο Ατατούρκ δήλωνε ότι ο εθνικά Τούρκος θα έπρεπε να ομιλεί την τουρκική γλώσσα (Gourlay, 2020, σελ. 62) και να πιστεύει στο Ισλάμ (Yavuz, 2001, σελ. 5-7). Άλλωστε, λίγα χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση της Τουρκίας, οι μη-μουσουλμανικοί πληθυσμοί που είχαν μείνει στο νεοσύστατο κράτος ήταν ελάχιστοι ύστερα από τον εκτοπισμό των Αρμενίων στη Συρία και την Μεσοποταμία, καθώς και μετά την ανταλλαγή ορθόδοξων και μουσουλμανικών πληθυσμών ανάμεσα στο τουρκικό και το ελληνικό κράτος, όπως προβλέπονταν από την Συνθήκη της Λωζάνης (Yavuz, 2001, σελ. 5-7). Οι Κούρδοι, ως η μεγαλύτερη μειονότητα πληθυσμιακά, ήταν αυτοί οι οποίοι δέχθηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα από τις νέες μεταρρυθμίσεις. Από τη μία, η μουσουλμανική τους ταυτότητα δεν τους επέτρεψε να διαφοροποιηθούν επαρκώς από τον τουρκικό πληθυσμό και να διεκδικήσουν την εθνική τους ταυτότητα, ενώ, από την άλλη, η μητρική τους γλώσσα υποβαθμιζόταν διαρκώς από την κυβέρνηση (Smith, 2021, σελ. 230-232).
Αν και στις αρχές του 20ου αιώνα ο κουρδικός εθνικισμός δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρός, οι υποσχέσεις για δημιουργία ενός κουρδικού ανεξάρτητου κράτους και η επακόλουθη αποτυχία της προσπάθειας αυτής ενίσχυσαν σημαντικά τα εθνικιστικά τους συναισθήματα (Rubin, 2016,σελ. 11). Σε περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, όπου κατοικούσαν μεγάλοι πληθυσμοί Κούρδων άρχισαν να λαμβάνουν χώρα εξεγέρσεις – συνολικά, τουλάχιστον δεκαέξι επαναστάσεις έγιναν στην νοτιοανατολική Τουρκία μέχρι το 1938 (Gourlay, 2020, σελ. 22). Η επανάσταση του 1925 με αρχηγό τον Σεΐχη Σαΐντ αποτέλεσε την πρώτη εθνο-θρησκευτική εξέγερση των Κούρδων. Ο Σεΐχης Σαΐντ παρακίνησε τους Κούρδους της περιοχής να εγκαθιδρύσουν ένα ανεξάρτητο Χαλιφάτο (Σκριπ, 1925), βάζοντάς τους στο στόχαστρο της τουρκικής κυβέρνησης (Yavuz, 2011, σελ. 7-8). H τελευταία δημιούργησε σταδιακά την ρητορική ότι ο κουρδικός λαός ήταν «αντιδραστικός, οπισθοδρομικός και επικίνδυνος», ενώ αντίθετα η ίδια ήταν «σύγχρονη, κοσμική και προοδευτική» (Yavuz, 2011, σελ. 7-8).
Η αντιμετώπιση της κουρδικής επαναστατικότητας από το τουρκικό κράτος ενίσχυσε τον κουρδικό εθνικισμό, με αποτέλεσμα το 1936 να εμφανιστεί το πρώτο κείμενο της ολοκληρωμένης κουρδικής ιστορίας (Loizides, 2010, σελ. 515-516). Η σημαντικότερη μορφή του κουρδικού εθνικισμού είναι αναμφισβήτητα ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ένας Κούρδος από την νοτιοανατολική Τουρκία ο οποίος ίδρυσε το 1978 το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) (Smith, 2021, σελ. 225). Ο Οτσαλάν δανείστηκε σε ιδεολογικό επίπεδο στοιχεία του μαρξισμού-λενινισμού, οικοδομώντας μία οργάνωση η οποία επιδίωκε την ίδρυση ενός ανεξάρτητου, σοσιαλιστικού κράτους στην περιοχή: το Κουρδιστάν (Στέλγιας, σελ. 107). Ο Οτσαλάν αποδείχθηκε ανάλγητος ηγέτης, που δεν δίσταζε να στραφεί εναντίον όχι μόνο των Τούρκων αντιπάλων του, αλλά και εναντίον ατόμων που βρίσκονταν στην ίδια του την οργάνωση (Smith, 2021, σελ. 225).
Το 1980, ο Οτσαλάν κατέφυγε στην Συρία για να αποφύγει την φυλάκισή του, γεγονός που του έδωσε μία ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί και να οργανωθεί από καινούργια βάση (Rubin, 2016, σελ. 15). Έχοντας πλέον μια νέα βάση στην Δαμασκό, ο Οτσαλάν ξεσήκωσε τους Κούρδους της περιοχής να κατευθυνθούν προς την Τουρκία και να πολεμήσουν (Kaya & Lowe, 2017, σελ. 277). Η σύγκρουση ανάμεσα στις κουρδικές ανταρτικές ομάδες και την τουρκική κυβέρνηση οδήγησε στον θάνατο περισσότερων από σαράντα χιλιάδων ατόμων, τόσο Κούρδων όσο Τούρκων, μέσα στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν (Bengio, 2017, σελ. 18).
Το 1980 έλαβε χώρα στην Τουρκία στρατιωτικό πραξικόπημα και η νέα κυβέρνηση απαγόρευσε με τον νόμο 2932 την ομιλία οποιασδήποτε μειονοτικής γλώσσας από το 1983 έως το 1991 (Human Rights Watch, 1999). Συνεπώς, οι κουρδικοί πληθυσμοί περιορίστηκαν πολιτισμικά και θρησκευτικά λόγω της απαγόρευσης της κουρδικής μουσικής, των παραδοσιακών ενδυμάτων, των θρησκευτικών κηρυγμάτων και των κουρδικών εορτών, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίστηκε η πρόσβαση στην παιδεία, εφόσον απαγορεύτηκε η έκδοση βιβλίων και εφημερίδων, καθώς και η μετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών (Loizides, 2010, σελ. 514, Bengio, 2017, σελ. 25). Ως αποτέλεσμα, ο κουρδικός πληθυσμός της Τουρκίας αφομοίωσε σταδιακά την τουρκική γλώσσα ως δεύτερη μητρική, χωρίς όμως να ενσωματώνεται με τον τουρκικό λαό (Smith, 2021, σελ. 230-232).
Την ίδια περίοδο, η Τουρκία θέλοντας να παραμείνει δημοκρατική στα μάτια της Δύσης, επέτρεψε στα κουρδικά κόμματα να συμμετέχουν στις εκλογές, όμως έθεσε τις ελάχιστες απαιτούμενες ψήφους για να μπει ένα κόμμα στο κοινοβούλιο στο 10% των εθνικών ψήφων, με σκοπό να αποτρέψει την ανάδειξη οποιουδήποτε φιλοκουρδικού κόμματος (Bengio, 2017, σελ. 25). Ο νόμος ίσχυε από το 1983 μέχρι το 2022, οπότε και το ποσοστό μειώθηκε στο 7% (Reuters, 2022).
Αποτέλεσμα όλων των προαναφερόμενων περιορισμών ήταν η περαιτέρω άμβλυνση του εθνικισμού των Κούρδων. Έτσι, το 1984 ξέσπασε ένοπλος αγώνα του PKK ενάντια στο τουρκικό κράτος, με σκοπό την διεκδίκηση των πολιτισμικών και πολιτικών του δικαιωμάτων. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα επίπεδα βίας ανάμεσα στους Τούρκους και τους Κούρδους αυξήθηκαν κατακόρυφα και, μετά από παρότρυνση της τουρκικής κυβέρνησης, το PKK κατηγορήθηκε ως τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ το 1997 και την ΕΕ το 2002 (Bengio, 2017, σελ. 26-27).
Τον Μάρτιο του 1993, οι δύο πλευρές έφτασαν πολύ κοντά στο να δεχτούν μια κατάπαυση του πυρός για διαπραγμάτευση, όμως ο αιφνίδιος θάνατος του τότε Τούρκου Προέδρου Τουργκούτ Οζάλ αναχαίτισε αυτή την προσπάθεια και ακόμα σκληρότερες μάχες ακολούθησαν (Gunter, 2013, σελ. 102).
Το 1998, η πολυετής συμμαχία του PKK με το συριακό κράτος και τον Πρόεδρο Άσαντ έληξε απότομα, όταν η Τουρκία απείλησε να επιτεθεί στην Συρία (Smith, 2021, σελ. 236). Η λήξη της συμμαχίας αυτής ανάγκασε τον Οτσαλάν να φύγει από την χώρα, μία ενέργεια που οδήγησε στην σύλληψή του στο Ναϊρόμπι της Κένυας τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς (Smith, 2021, σελ. 236).
Το 1999 υπήρξε μία προσωρινή παύση πυρός, οι εχθροπραξίες όμως συνεχίστηκαν το 2004, αυξάνοντας κατακόρυφα τις ανάγκες επίλυσης του ζητήματος (Gourlay, 2020, σελ. 11). Την ίδια χρονική περίοδο, σημειώθηκε στην Τουρκία μια ακόμα ύψιστης σημασίας πολιτική εξέλιξη: η ανάδειξη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως πολιτικού ηγέτη της Τουρκίας με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) το 2002 (Gourlay, 2020, σελ. 11). Οι βλέψεις του νέου ηγέτη για εισδοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον ανάγκασαν να εξασφαλίσει στους Κούρδους ορισμένα δικαιώματα (Smith, 2021, σελ. 239-241). Ωστόσο, αν και τα δικαιώματα των Κούρδων πολιτών έχουν βελτιωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει να λειτουργεί με γνώμονα την ενσωμάτωση των Κούρδων στην τουρκική κοινωνία, και όχι την αυτονόμησή τους. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται τόσο το κυβερνών AKP, όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης (Στέλγιας, 2017, σελ. 108-111).
Οι πρώτες συζητήσεις επίλυσης του Κουρδικού ζητήματος έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια του περίφημου «κουρδικού ανοίγματος», που έλαβε χώρα από το 2009 μέχρι το 2011 στο Όσλο, ανάμεσα στο AKP του Ερντογάν και το κουρδικό PKK (Gourlay, 2020, σελ. 11). Κατά την διάρκεια αυτών των συζητήσεων όμως, η τουρκική κυβέρνηση συνέλαβε πάνω από 10 χιλιάδες άτομα κουρδικής εθνικότητας (Bengio, 2017, σελ. 28). Ο δεύτερος κύκλος ειρηνευτικών συνομιλιών συνέβη το 2013 μεταξύ της Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών της Τουρκίας (MIT) και του PKK, και οδήγησε σε ανακωχή των εχθροπραξιών (Gourlay, 2020, σελ. 11). Ωστόσο, η εισδοχή του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), ενός κουρδικού κόμματος, για πρώτη φορά στο τουρκικό Κοινοβούλιο δύο χρόνια αργότερα, σε συνδυασμό με την σύσταση μιας κουρδικής οντότητας στην Συρία, οδήγησαν τον Ιούλιο 2015 σε καινούργια σύρραξη, με περισσότερες από 3.500 ανθρώπινες απώλειες (Bengio, 2017, σελ. 24).
Συνοψίζοντας, το κουρδικό ζήτημα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας, από την ίδρυση του τουρκικού κράτους έως σήμερα. Η αποτυχία της Συνθήκης της Λωζάνης να ορίσει ένα ανεξάρτητο κράτος για τον κουρδικό λαό, καθώς και η καταπίεση των δικαιωμάτων τους μέσα στα τουρκικά σύνορα, οδήγησε στην αύξηση των εθνικιστικών αισθημάτων των Κούρδων και σε εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων. Η ίδρυση του PKK από τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν έδωσε νέες διαστάσεις στον κουρδικό αγώνα για ανεξαρτητοποίηση, αυξάνοντας κατακόρυφα τις επιθέσεις, οι οποίες έδωσαν στο PKK τον χαρακτηρισμό της τρομοκρατικής οργάνωσης. Παρά τις συνομιλίες που διεξήχθησαν ανάμεσα σε Τούρκους και Κούρδους το 2009 και το 2013, η κατάσταση επιδεινώθηκε το 2015 και οι εχθροπραξίες αναζωπυρώθηκαν. Έκτοτε, το ζήτημα έχει διεθνοποιηθεί με την επίθεση της Τουρκίας στην Βόρεια Συρία, καθώς και την εμπλοκή του Ισλαμικού κράτους (ISIS) και των ΗΠΑ (Gourlay, 2017, σελ. 158), γεγονότα τα οποία πρόκειται να αναλυθούν στο δεύτερο μέρος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βιβλία:
Gourlay, W. (2020). The Kurds in Erdogan’s Turkey. Edinburgh University Press.
Mango, A. (2002). Atatürk: The Biography of the Founder of Modern Turkey. Overlook Press. Ανακτήθηκε από: https://archive.org/details/ataturk00andr/
Rubin, M. (2016). Who Are the Kurds? In Kurdistan Rising?: Considerations for Kurds, Their Neighbors, and the Region (pp. 5–18). American Enterprise Institute. Ανακτήθηκε από: http://www.jstor.org/stable/resrep03254.4
Smith, H. L. (2021). Η άνοδος του Ερντογκάν, Κίνδυνος για την Ευρώπη. (Ε. Τζιγκουνάκης, Μετ.). Αθήνα: Gutenberg.
Στέλγιας, Ν. (2017). Η Ανελεύθερη Τουρκική Δημοκρατία. Εκδόσεις Παπαζήση.
Τζιάρρας, Ζ. (2020). Διεθνής Πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο. Ινστιτούτο Διεθνών
Οικονομικών Σχέσεων.
Άρθρα από ακαδημαϊκές πηγές:
Loizides, N. G. (2010). State Ideology and the Kurds in Turkey. Middle Eastern Studies Vol. 26 (4), σελ. 513-527. Ανακτήθηκε από: https://www.jstor.org/stable/20775053
Bengio, O. (2017). The Kurds in a Volatile Middle East. Mideast Security and Policy Studies No. 130. Begin-Sadat Center for Strategic Studies. Ανακτήθηκε από: https://besacenter.org/wp-content/uploads/2017/02/MSPS130web.pdf
Gunter, M. M. (2013). The Turkish-Kurdish Peace Process. Georgetown Journal of International Affairs, Vol. 14, No.1, pp. 101-111. Ανακτήθηκε από: https://www.jstor.org/stable/43134390
Yavuz, M. H. (2001). Five stages of the construction of Kurdish nationalism in Turkey. Nationalism and Ethnic Politics. Vol. 7, 3. Ανακτήθηκε από: https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/13537110108428635
Πρωτογενείς πηγές:
Human Rights Watch (1999). Restrictions on the use of the Kurdish language. Ανακτήθηκε από: https://www.hrw.org/reports/1999/turkey/turkey993-08.htm
Kadirbeyoğlu, Z. (2009). Report on Turkey. Robert Schuman Centre for Advanced Studies. Ανακτήθηκε από: https://cadmus.eui.eu/bitstream/handle/1814/19640/Turkey.pdf?sequence=1
Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και Συνασπισμένων Δυνάμεων και της Τουρκίας (Συνθήκη των Σεβρών). (1920).
Συνθήκης της Λωζάνης. (1923).
Ειδησεογραφικές πηγές:
Reuters (2022). Turkish parliament passes law reducing required votes threshold to 7%. Ανακτήθηκε από: https://www.reuters.com/world/middle-east/turkish-parliament-passes-law-reducing-required-votes-threshold-7-2022-03-31/
Σκριπ (1925). Η επανάστασις των Κούρδων επεξετάθη. Ανακτήθηκε από: http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=123&pageid=-1&id=54739&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=ARmASXASlASZASMASXASR&CropPDF=0
Πηγή εικόνας:
Abdallah, A., Keuchkerian, K. (English adaptation) (2024). Longing for independence: The Kurdish ‘struggle’ in Iraq. Ανακτήθηκε από: https://www.lbcgroup.tv/news/news-bulletin-reports/760852/longing-for-independence-the-kurdish-struggle-in-iraq/en