Γράφει η Φωτεινή Κάρτσακλα
Ο «εκτοπισμός» των ανθρώπων ο οποίος συνδέεται με την κλιματική αλλαγή αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, το 2022 σχεδόν 32 εκατομμύρια άτομα εκτοπίστηκαν, εντός της επικράτειας της χώρας τους, από ακραία καιρικά φαινόμενα, ενώ το 2023 οι παγκόσμιες θερμοκρασίες έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα (UNHCR, 2024). Σε πολλές χώρες εκτός Ευρώπης, μάλιστα, οι συνθήκες διαβίωσης αναμένεται ότι θα καταστούν αδύνατες, όπως π.χ. στα νησιά Κιριμπάτι του Ειρηνικού, όπου η στάθμη της θάλασσας υπολογίζεται ότι θα ανέβει τόσο, ώστε να εξαφανίσει ολόκληρο το κράτος της Δημοκρατίας του Κιριμπάτι. Επίσης, πολλές αφρικανικές χώρες διατρέχουν τον κίνδυνο εκτεταμένης ξηρασίας. Λόγω της ραγδαίας αύξησης της θερμοκρασίας που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή ξηραίνονται και καταστρέφονται οι καλλιέργειες των πληθυσμών της περιοχής. Δεδομένου ότι οι καλλιέργειες αποτελούν βασική πηγή εσόδων για συγκεκριμένους ανθρώπους, τότε η ξηρασία, ως βασική συνέπεια της κλιματικής αλλαγής, ωθεί τους πληγέντες πληθυσμούς στη μετανάστευση (Be Safe Net, 2024). Όπως είναι κατανοητό, τίθενται ζητήματα ανιθαγένειας, συντονισμένης μαζικής επανεγκατάστασης και απορρόφησης των ανθρώπων αυτών σε νέα κράτη υπό συγκεκριμένο νομικό καθεστώς.
Τα κράτη της Ευρώπης αναμένεται ότι θα αποτελέσουν χώρο υποδοχής αυτών των ατόμων. Η Ευρώπη, λοιπόν, καλείται να ανταποκριθεί σε αυτή την σύγχρονη πρόκληση δημιουργώντας μηχανισμούς και στρατηγικές απορρόφησης των εκτοπισμένων πληθυσμών. Ειδικότερα, η μετανάστευση υπόκειται σε εθνικούς κανόνες οι οποίοι διαφέρουν από κράτος σε κράτος. Συγχρόνως, δεν έχει θεσπιστεί ακόμη, ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο προστασίας για τα άτομα που εκτοπίζονται λόγω της κλιματικής αλλαγής που να δίνει κατευθυντήριες γραμμές στα ευρωπαϊκά κράτη (Pijnenburg κ.ά., 2020). Σε αντίθεση με τους πολιτικούς πρόσφυγες που προστατεύονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, η απουσία ενός αυτόνομου καθεστώτος νομικής προστασίας στερεί από τους εκτοπισμένους το δικαίωμα να εισέλθουν νόμιμα στο έδαφος άλλου κράτους με σκοπό την επανεγκατάσταση (Lewis, 2018) Η φυγή και η συνακόλουθη διασυνοριακή κινητικότητα των εκτοπισμένων λόγω της κλιματικής αλλαγής αποτελεί, συνεπώς, ένα νομικό κενό (Rosignoli, 2022). Η εν λόγω έλλειψη εμποδίζει την υπαγωγή των θυμάτων του εκτοπισμού λόγω κλιματικής αλλαγής στο κατάλληλο νομικό καθεστώς.
Το ερώτημα, συνεπώς, που τίθεται, είναι πώς μπορούν τα ευρωπαϊκά κράτη να αντιμετωπίσουν τη διασυνοριακή εκτόπιση πληθυσμών λόγω του κλίματος; Το ερώτημα είναι διττό και αφορά αφενός, τη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου ώστε να μπορούν να απορροφηθούν ήδη πληγέντες εκτοπισμένοι πληθυσμοί και αφετέρου, τα μέτρα τα οποία μπορούν να υιοθετήσουν τα κράτη για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, ώστε να αποτρέψουν μελλοντικές διασυνοριακές μετακινήσεις. Τα ερωτήματα αυτά απαντώνται διαδοχικά.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος, ακόμα και χωρίς ένα ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο αποκλειστικά προσανατολισμένο στην προστασία των εκτοπισμένων από το κλίμα, η Ευρώπη περιλαμβάνει ορισμένους παρεμφερείς μηχανισμούς προστασίας στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν πυλώνες και βασικές αρχές του νέου αυτόνομου καθεστώτος. Σημαντική είναι η θεωρία ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης μπορεί να εφαρμοστεί και σε περιπτώσεις ανθρώπων-θυμάτων του εκτοπισμού λόγω της κλιματικής αλλαγής. Αυτό σημαίνει ότι σύμφωνα με μια τέτοια ερμηνεία της αρχής αυτής τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν θετική υποχρέωση απέναντι στα θύματα του εκτοπισμού. Απαγορεύεται, δηλαδή, να επιστρέψουν τους ανθρώπους πίσω στις χώρες τις οποίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν επειδή οι συνθήκες διαβίωσης εκεί έχουν καταστεί αδύνατες ή πρόκειται να καταστούν με μεγάλη βεβαιότητα. Κάτι τέτοιο θεωρείται ότι συνιστά απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή ακόμα και απειλή για τη ζωή κατά παράβαση του άρθρου 2 της ίδιας σύμβασης. Αυτή η κατεύθυνση απαντά εν μέρει στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος, ωστόσο δε νομιμοποιεί την είσοδο των πληθυσμών αυτών στην επικράτεια κάποιου ευρωπαϊκού κράτους. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να σταθεί μόνη της και να αποτελέσει μηχανισμό παροχής πλήρους προστασίας. Κρίσιμο είναι, συνεπώς, τα ευρωπαϊκά κράτη να συνεχίσουν να διαμορφώνουν το νέο αυτόνομο προστατευτικό καθεστώς, προσανατολισμένο στις ανάγκες των θυμάτων του διασυνοριακού εκτοπισμού, το οποίο οφείλουν επίσης να ενσωματώσουν στις εσωτερικές έννομες τάξεις τους.
Την απάντηση στο δεύτερο υποερώτημα, δηλαδή του πώς μπορούν να αποφευχθούν μελλοντικές τέτοιες διασυνοριακές μετακινήσεις, δίνει σε μεγάλο βαθμό το ψήφισμα 2307 της Γενικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (2019), με τίτλο «Ένα νομικό καθεστώς για τους πρόσφυγες του κλίματος». Αν και στερείται δεσμευτικής ισχύς οι κατευθυντήριες γραμμές που δίνει είναι σημαντικές για να αντιμετωπιστεί η αδυναμία απορρόφησης εκατοντάδων ανθρώπων από τα ευρωπαϊκά κράτη. Ειδικότερα, το εν λόγω ψήφισμα αποτελείται από τρία διακριτά κύρια μέρη. Πρώτον, θίγει ζητήματα ορολογίας, δεύτερον, τονίζεται η σημασία μιας προληπτικής προσέγγισης, και τρίτον, εξετάζονται στοιχεία που συμβάλλουν στη δημιουργία του κατάλληλου νομικού πλαισίου προστασίας. Όσον αφορά το κομμάτι της ορολογίας, χρησιμοποιεί μεν τον όρο «κλιματικοί πρόσφυγες», χωρίς ωστόσο να προωθεί την καθιέρωση αυτού ως επίσημη και δεσμευτική ορολογία. Ας σημειωθεί ότι δεν υπάρχει, ακόμη, επίσημη και νομικά δεσμευτική ορολογία για να περιγράψει το φαινόμενο των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για λόγους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Συνεπώς, παρά τη χρήση του όρου «κλιματικός πρόσφυγας» στο ψήφισμα, στο παρόν άρθρο γίνεται αναφορά στο φαινόμενο ως «εκτοπισμός που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή» για να περιγραφεί η φύση του φαινομένου και να δοθεί έμφαση στον εξαναγκασμό των ανθρώπων να μετοικήσουν λόγω της κλιματικής αλλαγής, χωρίς ωστόσο να συσχετίζονται τα θύματα του εκτοπισμού λόγω της κλιματικής αλλαγής με το καθεστώς του «πρόσφυγα» (Feijen, 2012). Το ψήφισμα, αναγνωρίζοντας την έλλειψη ενός δεσμευτικού όρου, καλεί τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να συνεργαστούν με σκοπό τη δημιουργία ενός νομικού καθεστώτος για τους εκτοπισμένους παρά την απουσία ενός δεσμευτικού ορισμού (Cubie, 2018). Στόχος είναι να αποφευχθεί η καθυστέρηση της εγκαθίδρυσης ενός νομικά δεσμευτικού πλαισίου προστασίας των εκτοπισμένων, ιδίως διότι το ζήτημα χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.
Σχετικά με την προληπτική προσέγγιση του ζητήματος που προτείνει, το ψήφισμα αυτό θίγει όχι μόνο παρούσες κλιματικές απειλές, αλλά λαμβάνει υπόψιν του και μελλοντικές περιβαλλοντικές προκλήσεις, όπως π.χ. την ως άνω αναφερόμενη περίπτωση βύθισης των νησιών Κιριμπάτι. Το ψήφισμα, δηλαδή, τονίζει τη σημασία αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής σε πρώιμο στάδιο, δίνοντας έμφαση στη λήψη μέτρων ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των τοπικών κοινοτήτων. Ενδεικτικά προτείνει να δοθεί έμφαση σε μέτρα πρόληψης καταστροφών που σχετίζονται με το νερό και ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού καθώς και να ενθαρρυνθεί το μοντέλο της βιώσιμης ανάπτυξης (Crnčević κ.ά., 2018). Επίσης, η βελτίωση συστημάτων εποπτείας και έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με τους κινδύνους μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη καταστροφών. Με τον τρόπο αυτόν, δύναται να αποτραπεί η κλιμάκωση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
Συνολικά, το Συμβούλιο της Ευρώπης προκρίνει τη σημασία των εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών του, παρά τα πρακτικά εμπόδια που αναγνωρίζει ότι υπάρχουν στις εσωτερικές έννομες τάξεις του εκάστοτε κράτους. Προτρέπει τα κράτη να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις με εμπεριστατωμένη έρευνα και συνεχή συνεργασία. Η επίτευξη των στόχων αυτών, όμως, όχι μόνο θα προστατεύσει τα δικαιώματα των θυμάτων του εκτοπισμού λόγω της κλιματικής αλλαγής αλλά θα ενισχύσει τη δέσμευση της Ευρώπης απέναντι στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την απειλή της κλιματικής αλλαγής και του επακόλουθου διασυνοριακού εκτοπισμού.
Πηγές
Be Safe Net. (2024). Φυσικοί Κίνδυνοι Ξηρασία και Απερήμωση. Διατίθεται σε: https://besafenet.net/el/hazards/drought-and-desertification/.
Crnčević, T., & Lovren, V. O. (2018). Displacement and climate change: improving planning policy and increasing community resilience. International Journal of Climate Change Strategies and Management, 10(1), 105–120. https://doi.org/10.1108/ijccsm-05-2017-0103.
Cubie, D. (2018). Human rights, environmental displacement and migration. Routledge eBooks (329–341). https://doi.org/10.4324/9781315638843-26.
Feijen, L. (2012). Jane McAdam – Climate change, forced migration, and International Law. Utrecht Journal of International and European Law, 28(75), 61. https://doi.org/10.5334/ujiel.bh.
Lewis, B. (2018). Environmental human rights and climate change. Springer eBooks. https://doi.org/10.1007/978-981-13-1960-0.
Pijnenburg, A., & Rijken, C. (2020). Moving beyond refugees and migrants: reconceptualising the rights of people on the move. Interventions, 23(2), 273–293. https://doi.org/10.1080/1369801x.2020.1854107.
Rosignoli, F. (2022). Environmental justice for climate refugees. Routledge. https://doi.org/10.4324/9781003102632.
UNHCR. (2024). How climate change impacts refugees and displaced communities. Διατίθεται σε: https://www.unrefugees.org/news/how-climate-change-impacts-refugees-and-displaced-communities/.
Πηγή εικόνας: Οικονομικός Ταχυδρόμος. (2021). Κλιματική μετανάστευση: Τι γνωρίζουν οι νέοι στην Ελλάδα για το νέο «φαινόμενο». Διατίθεται στη διεύθυνση: https://www.ot.gr/2021/04/23/green/klimatiki-metanasteysi-ti-gnorizoun-oi-neoi-stin-ellada-gia-to-neo-fainomeno/.