Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Κρίσεις και Ζητήματα Ασφαλείας

Υεμένη: Μια χώρα βυθισμένη στον εμφύλιο πόλεμο, στις πολιτικές εντάσεις και στη ξένη επιρροή

Γράφει η Αντωνία Πετρολέκα

Μια από τις πιο σφοδρές, πολύπλοκες και παρατεταμένες εμφύλιες συγκρούσεις του 21ου αιώνα συνεχίζει να μαίνεται από το 2014 στην Υεμένη. Οι ρίζες του εμφύλιου πολέμου της Υεμένης εντοπίζονται στις μακροχρόνιες πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις της χώρας, με τη σύγκρουση να εξελίσσεται σε μια πολυδιάστατη διαμάχη με τη συμμετοχή εγχώριων, περιφερειακών και διεθνών δρώντων. Ειδικότερα, η τρέχουσα σύγκρουση πηγάζει, ως επί το πλείστον, από τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε η Υεμένη ως ανεξάρτητο κράτος, τη μεταχείρισή της υπό τη βρετανική αποικιοκρατία, τον ρόλο της κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και, πλέον, τη θέση της ως πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν.

Με στόχο την καλύτερη κατανόηση της κατάστασης και των ισορροπιών στη χώρα μια σύντομη ιστορική αναδρομή κρίνεται αναγκαία. Συγκεκριμένα, μετά την αποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1918, συστάθηκε το Βασίλειο των Μουταγουακιλιτών της Υεμένης, ένα αυταρχικό και θεοκρατικό κράτος σιιτών Ζαΐντί, το οποίο διοικούνταν ως απόλυτη μοναρχία υπό τον Ιμάμη Yahya Muhammad. (Caldararo, 2016) Το 1962, στρατιωτικοί αξιωματικοί, επηρεασμένοι από τον παναραβισμό και τον νασσερισμό, ανέτρεψαν το καθεστώς, οδηγώντας σε έναν αιματηρό εμφύλιο (1962-1970) μεταξύ των υποστηρικτών του Ιμάμη και των επαναστατών, με την Αίγυπτο να στηρίζει τους δεύτερους και τη Σαουδική Αραβία τους πρώτους. Η δημιουργία της Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης το 1962 στα εδάφη που κατείχαν οι επαναστάτες και η ολοκληρωτική τους νίκη σε όλο το βόρειο τμήμα της χώρας το 1970, οδήγησαν στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. (Ρούμκος, 2020)

Παράλληλα, το νότιο κομμάτι της χώρας είχε τεθεί υπό Βρετανικό έλεγχο μετά την κατάληψη του Aden το 1839 και μέσα από μια σειρά συμφωνιών με τοπικούς Σουλτάνους είχε δημιουργηθεί ένα προτεκτοράτο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η ανάπτυξη ενός σφοδρού αντιαποικιακού κλίματος οδήγησε στην επίσημη αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από το νότιο τμήμα το 1967, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία της κουμμουνιστικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Υεμένης, η οποία είχε αναπτύξει στενές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ). Τον Νοέμβριο του 1989, ο  Ali Abdullah Saleh, ηγέτης της Βόρειας Υεμένης, και ο Ali Salem al Beidh , ηγέτης της Νότιας, αποδέχθηκαν από κοινού ένα ενωτικό νομοσχέδιο που είχε καταρτιστεί το 1981, και ένα χρόνο αργότερα, και σε συνδυασμό με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, πραγματοποιήθηκε η ενοποίηση της Υεμένης με Πρόεδρο τον Saleh και Αντιπρόεδρο τον Beidh. Ωστόσο, οι εντάσεις και ρωγμές στη συμμαχία δεν άργησαν να φανούν. Συγκεκριμένα, στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές το 1993, οι πολιτικές και κοινωνικές διαφορές, καθώς και οι διαμάχες για την εξουσία και τους πόρους, οδήγησαν στην εμφύλια σύγκρουση του 1994 και στην αυτοεπιβαλλόμενη εξορία του Αντιπρόεδρου Beidh. Η εμφύλια διαμάχη διήρκησε περίπου 2 μήνες και κατέληξε σε ήττα των αποσχιστικών δυνάμεων του νότου. (Britannica, n.d.)

Από τα ανωτέρω γίνονται φανερές οι έκδηλες αντιθέσεις μεταξύ του βορρά και του νότου, οι οποίες αποτελούν απότοκο θρησκευτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών αντιθέσεων, αλλά και της βρετανικής αποικιοκρατίας, της σοβιετικής επιρροής. H θρησκευτική διαίρεση και η ανάπτυξη του «θρησκευτικού ριζοσπαστισμού» βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της συνεχούς σύγκρουσης στη χώρα. Ειδικότερα, τα κύρια θρησκευτικά μουσουλμανικά δόγματα στην Υεμένη είναι το σουνιτικό και αυτό των σιιτών Ζαΐντί. Οι σουνίτες κατά προσέγγιση αποτελούν το 65% του πληθυσμού της χώρας και κατοικούν κυρίως στις κεντρικές, τις νότιες και τις παράκτιες περιοχές, ενώ τον Ζαϊντισμό ασπάζεται περίπου το 30- 35% του πληθυσμού και βρίσκονται εγκατεστημένοι στο βόρειο τμήμα της χώρας. Αυτός ο διακριτός θρησκευτικός διαχωρισμός μεταξύ βορρά και νότου, οδήγησε στην ανάδειξη των Χούθι, ενός θρησκευτικού κινήματος, τη δεκαετία του 1990 με στόχο την αναβίωση της περιθωριοποιημένης παράδοσης του σιιτικού ζαϊντισμού, από τον Hussein al-Houthi, από τον οποίο και πήρε το όνομά του. (Ρούμκος, 2020, Tactics Institute, 2022)

Αρχικά, ο Πρόεδρος Saleh αντιμετώπισε θετικά το κίνημα των Χούθι, ωστόσο, δεν άργησε να το θεωρήσει απειλή για την εξουσία του, με αποτέλεσμα η σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών να κλιμακωθεί τη δεκαετία του 2000. Εφαλτήριο της σύγκρουσης μεταξύ άλλων αποτέλεσαν: η στήριξη και η συνεργασία του Saleh και των Η.Π.Α παρά την επέμβαση τους στο Ιράκ το 2003, η συνεργασία του με τη Σαουδική Αραβία, και η σύλληψη και η δολοφονία του ηγέτη των Χούθι, μετά από μια σειρά διαδηλώσεων τους στη Sana’a, από κυβερνητικές δυνάμεις το 2004. (Boucek, 2010) Παρ’ όλα αυτά, ο θάνατος του ηγέτη τους δεν τερμάτισε τις δράσεις του κινήματος, το οποίο συνέχισε να αναπτύσσεται ραγδαία. Παράλληλα, το 2007-2008, στο νότιο τμήμα της Υεμένης αναδύθηκε το λεγόμενο «Κίνημα του Νότου», το οποίο εξέφραζε μια γενικευμένη δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική του Προέδρου Saleh, αλλά και τάσεις αυτονομίας με αιτήματα για την ανεξαρτησία της περιοχής. (Ρούμκος, 2020)

Η γενικευμένη δυσαρέσκεια στο πρόσωπο του Προέδρου Saleh ενισχυόταν από τη δεινή οικονομική κατάσταση της πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας. Επομένως, δεν προκαλούν έκπληξη οι επιπτώσεις του κύματος των διαδηλώσεων της «Αραβικής Άνοιξης». Από τις 29 Δεκεμβρίου 2010, ξέσπασαν διαδηλώσεις στην Υεμένη όταν το κυβερνών κόμμα, το «Γενικό Λαϊκό Συνέδριο», προσπάθησε να θεσμοθετήσει την ισόβια παραμονή του Saleh στην προεδρία. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2011, οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα, με αιτήματα που αφορούσαν οικονομικά ζητήματα, αλλά και την αποχώρηση του Saleh και πολλών συγγενικών του προσώπων από σημαντικές θέσεις εξουσίας. Τις ήδη αυξανόμενες εσωτερικές εντάσεις επιδείνωσε η συνεχιζόμενη παρουσία και εμπλοκή των Η.Π.Α. στο εσωτερικό της χώρας, στο πλαίσιο του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας». Βέβαια, οι εξελίξεις στην Υεμένη προκάλεσαν ανησυχία στις αραβικές χώρες του Κόλπου, ιδιαίτερα στη Σαουδική Αραβία, η οποία ήταν βασικός σύμμαχος του Saleh. (Britannica, n.d.)

Η άρνηση του Saleh να παραιτηθεί, αρχικά, οδήγησε σε συνεχείς διαδηλώσεις και συγκρούσεις στη Sana’a, με τη χώρα να βρίσκεται στα πρόθυρα  της εμφύλιας σύγκρουσης για άλλη μια φορά. Κομβικό σημείο αποτέλεσε η απόπειρα δολοφονίας του Saleh στις 3 Ιουνίου του 2011, όταν τραυματίστηκε σοβαρά από έκρηξη στο προεδρικό παλάτι και μεταφέρθηκε στη Σαουδική Αραβία για περίθαλψη. Η φυγή του μείωσε την ένταση των διαδηλώσεων, και τελικά, τον Νοέμβριο του 2011, ύστερα από έντονες πιέσεις, ο Saleh συμφώνησε να μεταβιβάσει την εξουσία και παραιτήθηκε. Το Φεβρουάριο του 2012, διεξήχθησαν εκλογές με τον πρώην Αντιπρόεδρο Abdrabbuh Mansur Hadi ως μοναδικό υποψήφιο, γεγονός που προκάλεσε νέες διαδηλώσεις, ιδιαίτερα στο νότο. (Ρούμκος, 2020)

Παράλληλα, το κίνημα Χούθι ενισχυμένο από τις εξεγέρσεις της «Αραβικής Άνοιξης», απαιτούσε την αποχώρηση της προηγούμενης διεφθαρμένης πολιτικής ελίτ, και κατάφερε να κερδίσει σημαντικό έδαφος, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της βόρειας επαρχίας Saada. (Boucek, 2010) Το 2014, οι Χούθι απέκτησαν τον έλεγχο ορισμένων περιοχών της πρωτεύουσας, Sana’a, και το 2015 εισέβαλαν στο προεδρικό μέγαρο, ξεκινώντας έτσι έναν ακόμα εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη, ο οποίος μαίνεται μέχρι και σήμερα. (Aljazeera, n.d.)

Ο Πρόεδρος Hadi, χωρίς να δηλώσει την παραίτηση του, διέφυγε από την Υεμένη, βρίσκοντας καταφύγιο στη Σαουδική Αραβία, και την ίδια ημέρα το Ριάντ εξαπόλυσε τη στρατιωτική επιχείρηση «Αποφασιστική Καταιγίδα» εναντίον των ανταρτών Χούθι. Στην επίθεση συμμετείχαν τα σουνιτικά κράτη Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Κατάρ και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ τα σιιτικά κράτη της περιοχής, Συρία και Ιράν, ζητούσαν άμεση παύση πυρός. (Nasser, 2025) Στην αντίπερα όχθη, οι Χούθι και το Ιράν, λόγω της θρησκευτικής τους εγγύτητας, έχουν αναπτύξει μια συμμαχική σχέση, με το Ιράν να αποτελεί έναν από τους βασικούς τους υποστηρικτές. Παράλληλα, η συμμαχία μεταξύ των Χούθι και του πρώην προέδρου της Υεμένης, Saleh, ήταν καθοριστική για την πορεία του εμφυλίου πολέμου, αλλά ήρθε σε αιματηρό τέλος το 2017, όταν ο Saleh επιχείρησε να διαπραγματευτεί με τη Σαουδική Αραβία και δολοφονήθηκε από τους Χούθι. (Council on Foreign Relations, 2025)

Συνεπώς, όπως και έχει καταστεί σαφές, το πεδίο της σύγκρουσης δεν περιορίζεται μόνο στην αντιπαράθεση μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των Χούθι, αλλά περιλαμβάνει διάφορους εσωτερικούς και εξωτερικούς δρώντες, καθιστώντας την Υεμένη πεδίο γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Η εμπλοκή μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων, όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, τα Η.Α.Ε. και οι Η.Π.Α. έχει ενισχύσει τη σύγκρουση, καθιστώντας τη ως μια γενικευμένη «σύγκρουση δι’ αντιπροσώπων». Η αισθητή εξωτερική εμπλοκή στην περιοχή πηγάζει και από τη γεωγραφική θέση της Υεμένης, που την καθιστά στρατηγικής σημασίας, καθώς συνδέει την Ερυθρά Θάλασσα με την Αραβική Θάλασσα, που είναι κρίσιμες για τις διεθνείς θαλάσσιες διαδρομές και το διεθνές εμπόριο.

Εν κατακλείδι, Υεμένη παραμένει ασταθής, με βαθιές κοινωνικοοικονομικές, θρησκευτικές και πολιτικές αντιθέσεις, που τροφοδοτούν αυτή τη συνεχιζόμενη εμφύλια σύγκρουση, η οποία δεν διαφαίνεται να επιλύεται στο άμεσο μέλλον. Από την ενοποίηση της χώρας και ύστερα η κατάσταση που επικρατεί χαρακτηρίζεται από μια παρατεταμένη πολιτική, κοινωνική και οικονομική αστάθεια, σοβαρή ανθρωπιστική κρίση και την ανικανότητα της Κυβέρνησης να ελέγξει πλήρως το έδαφος της, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στον χαρακτηρισμό της χώρας ως “failed state”. Ταυτόχρονα, οι ξένες επεμβάσεις συνεχίζονται, και κορυφώθηκαν ύστερα από τις πρόσφατες αεροπορικές επιδρομές των Η.Π.Α. στη χώρα, αποδεικνύοντας το γεγονός ότι οι διεθνείς προσπάθειες μεσολάβησης ενισχύουν, παρά εξομαλύνουν, την περιφερειακή αστάθεια στη Μέση Ανατολή.

Πηγές:

Ακαδημαϊκές Πηγές

Ρούμκος, Θεόδωρος (2020), Διπλωματική Εργασία: Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη: Ιστορικές διαστάσεις και πολιτικές πολυπλοκότητες, Διαθέσιμο εδώ: https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/25002/3/RoumkosTheodorosMsc2020.pdf

Boucek, Cristhopher, 2010. War in Saada, From Local Insurrection to National Challenge. Carnegie Papers, Middle East Program, Number 110, April 2010. Washington DC: Carnegie Endowment for International Peace. Διαθέσιμο στο: https://carnegieendowment.org/files/war_in_saada.pdf

Caldararo, Niccolo, 2016. “Ancient Yemen, Iran, Cairo, Saudi Arabia and the Struggle for Modernity in the Arabian Peninsula”. Journal of Anthropology, 2016, Vol. 4, Issue 3, σελ. 1-5. https://doi.org/10.4172/2332-0915.1000171

Αρθρογραφία

Aljazeera, A timeline of Yemen’s slide into conflict and war, Διαθέσιμο εδώ: https://www.aljazeera.com/news/2023/4/11/a-timeline-of-yemens-slide-into-conflict-and-war

Aljazeera, Yemen: Who was Ali Abdullah Saleh?, Διαθέσιμο εδώ: https://www.aljazeera.com/news/2017/12/5/yemen-who-was-ali-abdullah-saleh

Britannica, The unification of Yemen, Διαθέσιμο εδώ: https://www.britannica.com/summary/Yemen

Britannica, Yemeni Civil War, Διαθέσιμο εδώ: https://www.britannica.com/event/Yemeni-Civil-War

Council on Foreign Relations, (2025) ,Conflict in Yemen and the Red Sea, Διαθέσιμο εδώ: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/war-yemen

Nasser Afrah, Arab Center in Washington DC, (2025), A Decade after the Saudi Military Intervention in Yemen: An Assessment, Διαθέσιμο εδώ: https://arabcenterdc.org/resource/a-decade-after-the-saudi-military-intervention-in-yemen-an-assessment/

Tactics Institute for Security and Counter-Terrorism, (2022), Who are Yemen’s Houthis?, Διαθέσιμο εδώ: https://tacticsinstitute.com/middle-east/who-are-yemens-houthis/

Πηγή εικόνας

Osamah Yahya/dpa/Getty, The New Yorker, Διαθέσιμο εδώ: https://www.newyorker.com/news/daily-comment/the-risks-in-attacking-the-houthis-in-yemen