Loading...
Latest news
Ιστορία και Πολιτισμός

Παναραβισμός και Πολιτικές Συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή κατά τη Δεκαετία του 1950

Γράφει ο Τιμόθεος Παπαθανασίου

Η Μέση Ανατολή είναι μια μεγάλη σε έκταση γεωγραφική περιοχή, η οποία κατέχει υψηλή γεωπολιτική και γεωοικονομική σπουδαιότητα. Αποτελεί έναν ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην Ευρώπη, την ανατολική Ασία και τη λεγόμενη Μαύρη Αφρική (Κεφαλά., 2021, σ. 35). Επιπλέον, οι Άραβες αποτελούν την κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα της Μέσης Ανατολής ή αλλιώς του Μασρέκ, με κοινή ιστορική, γλωσσική, πολιτιστική, θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική πορεία. Αρκετοί αρχαίοι πολιτισμοί άκμασαν στην ευρύτερη περιοχή, ιδίως σε εκείνη της «Εύφορης Ημισελήνου» (Σακκάς, 2018, σελ. 66). Στη σύγχρονη εποχή, η Μέση Ανατολή διατήρησε και ενίσχυσε τη σημασία της εξαιτίας της γεωπολιτικής βαρύτητας και των αποθεμάτων πετρελαίου που κατέχει. Περιφερειακές και παγκόσμιες υπερδυνάμεις επεδίωξαν τόσο να καταλάβουν αυτό το κρίσιμο υποσύστημα όσο και να ενισχύσουν τις σφαίρες επιρροής τους στην περιοχή. Παραδείγματα αυτού είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την περίοδο της ακμής της, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κατά τον Μεσοπόλεμο, και οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Κατά αυτόν τον λόγο, για μεγάλο μέρος της ιστορίας της η Μέση Ανατολή αποτέλεσε τμήμα ξένων δυνάμεων, περιορίζοντας την ανεξαρτησία των Αράβων. Κατά συνέπεια, η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτέλεσαν την αφορμή για την έξαρση του αραβικού εθνικισμού στη Μέση Ανατολή.

     Η ιδεολογία του αραβικού εθνικισμού ή παναραβισμού εμφανίστηκε, με μεγάλη καθυστέρηση στη Μέση Ανατολή, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, μέσω της άνθισης του αλφαβητισμού, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη θρησκεία και λιγότερη στη σημασία του κράτους, καθώς η έννοια του πολιτικού έθνους δεν υπήρχε στο Μασρέκ. Το γεγονός αυτό άλλαξε στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ένας κύκλος χριστιανών διανοούμενων από τη Συρία και τον Λίβανο, επηρεασμένος από τον δυτικό και ισλαμικό εθνικισμό και την προσπάθεια ανεξαρτησίας των χριστιανών λαών της Βαλκανικής χερσονήσου, υποστήριξε πως η αραβική ταυτότητα προσδιορίζεται κυρίως από την εθνότητα με τα επιμέρους στοιχεία της και όχι μόνο από τη θρησκεία, ενώ οι Άραβες θα έπρεπε να αποκτήσουν το δικό τους εθνικό κράτος (Σακκάς., 2018, σελ. 182-185).

Ο αραβικός εθνικισμός, κατά τη δεκαετία του 1950, βρέθηκε στο απόγειό του, εξαιτίας της επιρροής δυτικών ιδεολογιών στη διάρκεια του μεσοπολέμου και της επικείμενης αποχώρησης των ευρωπαϊκών δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή, ενώ είχε προηγηθεί  η αθέτηση τήρησης της συμφωνίας Μακ Μαόν-Χουσεΐν και των υποσχέσεων του Λονδίνου για τη σύσταση ανεξάρτητων αραβικών κρατών, η μυστική Συμφωνία Σάικς-Πικό το 1916, η Διακήρυξη Μπάλφουρ το 1917, καθώς και η ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948. Σημαντικότερος εκφραστής του παναραβισμού εκείνης της περιόδου ήταν ο Σύριος Σάτι αλ-Χούσρι, ο οποίος θεωρείται ο φιλόσοφος του αραβικού εθνικισμού, υποστηρίζοντας τη σύσταση ενός αραβικού έθνους με όλους τους αραβόφωνους πληθυσμούς, παραμερίζοντας τον παράγοντα της θρησκείας. Ο αραβικός εθνικισμός έλαβε τη μορφή εξεγέρσεων, κυρίως στο Ιράκ και στη Συρία, με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία να λαμβάνουν σκληρά μέτρα καταστολής (Σακκάς., 2018, σελ. 186-187).

Επιπλέον, ο αραβικός εθνικισμός απέκτησε αντιιμπεριαλιστική και αντιαποικιακή χροιά, ο οποίος άρχισε να εξαπλώνεται στα ανεξάρτητα αραβικά κράτη του Βασιλείου της Υεμένης, του Ιράκ, της Αιγύπτου, της Συρίας, του Λιβάνου και της Ιορδανίας. Ορόσημο για τον παναραβισμό αποτελεί η ίδρυση του Αραβικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπάαθ στη Συρία το 1953, μετά τη συγχώνευση του κόμματος Μπάαθ και του Συριακού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Οι αρχές του ήταν η ενότητα των αραβικών χωρών, η πολιτική ελευθερία, η ανεξαρτησία και ο σοσιαλισμός (Encyclopaedia Britannica, 2024). Παρακλάδια του κόμματος ιδρύθηκαν και σε άλλες αραβικές χώρες, με ισχυρότερη παρουσία στη Συρία και το Ιράκ, όπου και ανέλαβε την εξουσία τα επόμενα χρόνια.

Η δεκαετία του 1950 ήταν μια περίοδος έντονης πολιτικής αναταραχής και ανακατάταξης στη Μέση Ανατολή, η οποία ενίσχυσε την ιδεολογία του παναραβισμού. Αρχικά, η διαδικασία της αποαποικιοποίησης από το Μασρέκ δημιούργησε κενά εξουσίας. Η ήττα των Αράβων στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο το 1948-1949 αποτέλεσε σοβαρή πρόκληση για τα αραβικά καθεστώτα, ιδίως της Αιγύπτου και της Συρίας. Το 1952 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα στην Αίγυπτο από το κίνημα των «Ελεύθερων Αξιωματικών». Ο επικεφαλής του κινήματος, συνταγματάρχης Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, ήταν ένθερμος υποστηρικτής του παναραβισμού, του σοσιαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού, ενώ μέσα σε λίγα χρόνια κατέστησε την Αίγυπτο ηγέτιδα δύναμη όλου του Αραβικού κόσμου. Το 1954 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα και στη Συρία. Προοδευτικά ο Νάσερ κατάφερε να εδραιώσει την επιρροή του στην περιοχή, συσφίγγοντας θεαματικά τις σχέσεις του με την ΕΣΣΔ, ερχόμενος πολλάκις σε ρήξη με τη Δύση. Το καλοκαίρι του 1956, ο Νάσερ προχώρησε στην εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, ενός καίριου σημείου με υψηλή γεωπολιτική και γεωοικονομική σημασία, γεγονός που οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Αιγύπτου, Ισραήλ, Αγγλίας και Γαλλίας. Ολοκληρώθηκε με την πολιτική νίκη της Αιγύπτου, καθιστώντας το Κάιρο και τον Νάσερ ηγετικές δυνάμεις ολόκληρου του αραβικού κόσμου.

Το παραπάνω γεγονός ενθάρρυνε την εθνικιστική κυβέρνηση της Ιορδανίας να επιδιώξει τη σύσταση ενός ομόσπονδου αραβικού κράτους με την Αίγυπτο και τη Συρία. Παρόλα αυτά, η εμπλοκή του Βασιλιά Χουσεΐν και της Δύσης απέτρεψαν αυτήν την εξέλιξη. Στη συνέχεια, η Συρία, μια χώρα με πολιτική αστάθεια στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, ενίσχυσε σημαντικά τις σχέσεις της με την ΕΣΣΔ, προκαλώντας αντιδράσεις από τη Δύση, η οποία επιθυμούσε να αποτρέψει τη δημιουργία ενός σοβιετικού δορυφόρου. Το καλοκαίρι του 1957, οι σχέσεις Δαμασκού-Ουάσιγκτον επιδεινώθηκαν σημαντικά. Η σοβιετική στήριξη οδήγησε στη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων στα σύνορα με τη Συρία και την αποστολή αιγυπτιακών δυνάμεων για τη στήριξη του συριακού καθεστώτος, γεγονός που έθεσε τα θεμέλια για την πρώτη απόπειρα ένωσης αραβικών κρατών (Σακκάς., 2012, σελ. 67-74).

Τον Φεβρουάριο του 1958, ιδρύεται η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (ΗΑΔ) με την ένωση της Αιγύπτου και της Συρίας, με τον Νάσερ να αυξάνει τη δύναμη του, αποτελώντας απειλή για τις υπόλοιπες αραβικές μοναρχίες (Σπυρόπουλος., 2011, σελ. 247-254). Εξαιτίας αυτού, γεφυρώθηκε το χάσμα μεταξύ των Οίκων Σαούντ και Χασεμιτών, οι οποίοι μέχρι τότε αποτελούσαν άσπονδους εχθρούς. Στον αντίποδα, τα φιλοδυτικά Χασεμιτικά Βασίλεια ίδρυσαν λίγο αργότερα την Αραβική Ομοσπονδία του Ιράκ και της Ιορδανίας. Παρά ταύτα, η ένωση τους διαλύθηκε λίγους μήνες αργότερα με τη διεξαγωγή πραξικοπήματος στο Ιράκ, σηματοδοτώντας και το τέλος της Χασεμιτικής κυριαρχίας. Επιπλέον, τον Μάρτιο του 1958 σε μια πολιτική και συμβολική κίνηση, ιδρύθηκε η συνομοσπονδία των Ηνωμένων Αραβικών Κρατών, με το Βασίλειο της Υεμένης να ακολουθεί την πορείας της ΗΑΔ. Ωστόσο, η ΗΑΔ αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα λόγω του ηγεμονισμού του Νάσερ, ο οποίος μετέφερε αιγυπτιακό πληθυσμό στη Συρία και επέβαλε αιγυπτιακές οικονομικές και πολιτικές πρακτικές, περιορίζοντας τη συριακή αυτονομία και οικονομία. Τον Σεπτέμβριο του 1961, πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα στη Συρία, η οποία αποχώρησε από την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία και από τα Ηνωμένα Αραβικά Κράτη, με τον παναραβισμό να χάνει τη δυναμική που είχε αποκτήσει (Σπυρόπουλος, 2011, σ. 279-282).

Ο παναραβισμός, παρά την κοινωνική απήχηση του, απέκτησε περιορισμένη πολιτική δυναμική. Αυτό οφείλεται σε δύο κύριους παράγοντες, αφενός στις ετερογένειες που επικρατούν στη φαινομενικά ομοιογενή περιοχή του Μασρέκ και αφετέρου, στους ενδοαραβικούς ανταγωνισμούς, οι οποίοι ενισχύθηκαν κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας και του Ψυχρού Πολέμου. Αρχικά, τα αραβικά κράτη δεν έγιναν ταυτόχρονα ανεξάρτητα από τις αποικιακές δυνάμεις, αλλά σε διαφορετικά διαστήματα. Επιπλέον, στον χώρο του Μασρέκ κυριαρχεί, μέχρι και σήμερα, το φυλετικό σύστημα, όπου κάθε φυλή προσπαθεί να επιβληθεί έναντι της άλλης και όχι να συνεργαστεί. Συμπληρωματικά, η πλειοψηφία των αραβικών κρατών κυβερνάται από αυταρχικά καθεστώτα και διαφορετικά πολιτεύματα, τα οποία προσπαθούν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα αραβικά κράτη ήταν σε διαφορετικά στρατόπεδα, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ τους και επιδιώκοντας την αστάθεια του αντιπάλου τους για να ηγηθούν στην ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη πλευρά, οι Υπερδυνάμεις ενίσχυαν σε σημαντικό βαθμό τους συμμάχους τους στην περιοχή, προκαλώντας ασσυμετρία ισχύος. Επίσης, στο Μασρέκ υπάρχουν διαφορετικές θρησκείες, όπως ο Χριστιανισμός, και διάφορα δόγματα του Ισλάμ, τα οποία επηρεάζουν τις διακρατικές σχέσεις. Μια άλλη σημαντική διαφορά που υπάρχει στα αραβικά κράτη είναι οι άνισα κατανεμημένοι φυσικοί πόροι, όπως τα αποθέματα νερού και πετρελαίου, οι οποίοι οξύνουν την κατάσταση, ιδίως όταν βρίσκονται κοντά σε συνοριακές γραμμές και επηρεάζουν σημαντικά την οικονομία, την ισχύ και τις βλέψεις των κρατών. Τέλος, με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αποχώρηση των αγγλογάλλων, έγινε αναγκαία η σύσταση μίας νομικής και πολιτικής οντότητας για την άσκηση εξουσίας. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι Άραβες έπρεπε να αποκτήσουν εθνική ταυτότητα, αντικαθιστώντας έτσι την κοινή αραβική, με τις διοικητικές περιφέρειες να γίνονται ανεξάρτητα κράτη. Επιπλέον, τα σύνορα της Μέσης Ανατολής, και της Βόρειας Αφρικής, χαράχτηκαν από ευρωπαϊκά κράτη, αγνοώντας πληθώρα ζητημάτων, ενώ η κατάσταση δυσχεραίνεται από εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, που κατόρθωσαν μάλιστα να κυβερνήσουν με σιδηρά πυγμή τις πλειονότητες (Κεφαλά., 2021, σ. 40-48, 80-85).

Τα αραβικά κράτη παρουσιάζουν πληθώρα κοινών χαρακτηριστικών, αλλά και σημαντικές διαφορές που δημιουργούν ένα αγεφύρωτο χάσμα, ενισχύοντας τους ενδοαραβικούς ανταγωνισμούς. Οι ενδοαραβικοί ανταγωνισμοί έχουν επηρεάσει σημαντικά τον αραβικό εθνικισμό, ενώ οι προσπάθειες ένωσης στα πλαίσια του παναραβισμού δεν ευδοκίμησαν, με τα κράτη να απομακρύνονται από αυτό το εγχείρημα. Η ένωση των αραβικών κρατών αποδείχτηκε πολύπλοκη διαδικασία, με τις βαθιές πολιτικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1950 να παίζουν ρόλο βαρύνουσας σημασίας. Την ένωση των αραβικών κρατών αντικατέστησαν διεθνείς περιφερειακοί Οργανισμοί, όπως ο Σύνδεσμος Αραβικών Κρατών και το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, αλλά και διακρατικές συμφωνίες μεταξύ των κρατών ευνοώντας τον εμπορικό, οικονομικό και επιστημονικό κλάδο. Πλέον, τα αραβικά κράτη επικεντρώνονται περισσότερο στην εθνική ανάπτυξή τους και την αντιμετώπιση περιφερειακών προκλήσεων, που κάθε άλλο παρά λίγες είναι στο εύθραυστο υποσύστημα του Μασρέκ, μιας περιοχής που παρομοιάζεται ως συγκοινωνούντα δοχεία.

Βιβλιογραφία

  1. Κεφαλά Β. (2021). Διεθνής Πολιτική στη Μέση Ανατολή και Ανεπίλυτες Συγκρούσεις, Παλαιστίνη, Λίβανος, Συρία, Ιράκ. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
  2. Σακκάς Ι. (2012). Η Ελλάδα, το Κυπριακό και ο Αραβικός Κόσμος 1947-1974. Εκδόσεις Πατάκη.
  3. Σακκάς Ι. (2018). Οι Άραβες στη νεότερη και σύγχρονη εποχή. Εκδόσεις Πατάκη.
  4. Σπυρόπουλος Γ. (2011). Μέση Ανατολή: Αραβο – Ισραηλινή Διένεξη. Εκδόσεις Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
  5. Encyclopaedia Britannica. 2024. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/topic/Baath-Party.

Πηγή εικόνας

Al Jazeera. (2008). The language of pan-Arabism. Διαθέσιμο σε: https://www.aljazeera.com/news/2008/1/28/the-language-of-pan-arabism.