Γράφει η Ελένη Πατλάκα
Εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες, το Κόσοβο προσπαθεί να συγκροτήσει το δικό του Έθνος και να χαράξει τον δρόμο του προς τον εκσυγχρονισμό με την είσοδό του στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Οι προσπάθειες του, όμως, έχουν μείνει στάσιμες ως συνέπεια της άρνησης αναγνώρισης του κράτους από την Ελλάδα και από άλλα κράτη του ΟΗΕ.
Το Κόσοβο ή αλλιώς Κοσσυφοπέδιο κήρυξε την ανεξαρτησία του από την Σερβία στις 17 Φεβρουαρίου 2008. Ήδη από τη δεκαετία του 1990 προσπαθούσε να ανεξαρτητοποιηθεί από την Σερβία και να ακολουθήσει τη δική του πορεία. Το 1996, η Δημοκρατική Λίγκα Κοσόβου οργάνωσε δημοψήφισμα με σκοπό την ανεξαρτησία του και στο οποίο η πλειοψηφία των Αλβανών Κοσοβάρων τάχθηκε υπέρ. Η κυβέρνηση της Σερβίας, θεωρώντας παράνομο το δημοψήφισμα, διαφώνησε. Τότε, δημιουργήθηκε κυβέρνηση Κοσόβου στα Τίρανα και ξεκίνησαν οι επαφές του προέδρου της δημοκρατίας για την απόκτηση διεθνούς αναγνώρισης. Οι συγκρούσεις των δύο χωρών κλιμακώθηκαν, με αποκορύφωμα τον πόλεμο του Κοσόβου το 1998 μεταξύ του Απελευθερωτικού στρατού του Κοσόβου και των Γιουγκοσλαβικών αρχών που ήλεγχαν τη περιοχή. Οι συγκρούσεις οδήγησαν στην επέμβαση του ΝΑΤΟ και στους βομβαρδισμούς του το 1999 για την λήξη των εχθροπραξιών.
Μετά το 1999, λειτουργούσε ως διεθνές προτεκτοράτο. Αν και ανήκε εδαφικά στη Σερβία, τον πλήρη έλεγχο του κράτους κατείχε η απεσταλμένη προσωρινή διοίκηση του ΟΗΕ. Το 2002, ο επικεφαλής της UNMIK, Μάρττι Αχτισάαρι, πρότεινε την εφαρμογή οκτώ κριτηρίων πριν από τον καθορισμό τελικού καθεστώτος. Σ‘ αυτό περιλαμβάνονταν ζητήματα οικονομικής ανασυγκρότησης, θεσμικής ενίσχυσης, προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επικοινωνίας με το Βελιγράδι. Το 2008 κήρυξε ομόφωνα την ανεξαρτησία του, την ίδια στιγμή που η Σερβία την αμφισβήτησε νομικά. Το δικαστήριο της Χάγης αποφάνθηκε ότι η ανεξαρτησία του Κοσόβου δεν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και ότι αποτελούσε μία μεμονωμένη περίπτωση.
Έκτοτε, το Κόσοβο αποτελεί ένα de facto κράτος, η κυβέρνησή του ελέγχει την περιοχή και ασκεί διακυβέρνηση, όμως, δεν είναι αναγνωρισμένο βάσει του διεθνούς δικαίου. Για να μετατραπεί σε de jure κράτος, χρειάζεται να διαθέτει κυβέρνηση, μόνιμο πληθυσμό, να λειτουργεί εντός μια οριοθετημένης επικράτειας, να ασκεί κυριαρχία σε αυτήν και στο λαό του και συνάμα να είναι αναγνωρισμένο από τους κατοίκους αλλά και από άλλα κράτη. Το Κόσοβο, αν και εκπληρώνει τις αρχικές προϋποθέσεις, αντιμετωπίζει προβλήματα στην νομιμοποίηση του καθεστώτος. Σήμερα, η χώρα είναι αναγνωρισμένη από 98 κράτη, εκ των οποίων απουσιάζουν 5 Ευρωπαϊκά : η Ελλάδα, η Ρουμανία, Σλοβακία, Ισπανία, Κύπρος. Στο εσωτερικό της, δεν είναι αναγνωρισμένη από τον σερβικό βορρά, οι κάτοικοι του οποίου επιθυμούν την ένωση με την Σερβία.
Βασικό επιχείρημα εναντίον της ανεξαρτησίας του Κοσόβου είναι ότι το κράτος δημιουργήθηκε μετά τον ακρωτηριασμό της Σερβίας, έπειτα από την επέμβαση του ΝΑΤΟ, γεγονός το οποίο καταπατά το απαραβίαστο των συνόρων. Η Ελλάδα αρνείται να αποδεχθεί την αναγνώριση του, φοβούμενη την αναγνώριση του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους, την διατάραξη των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με την Σερβία, την δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας, αλλά και τον κίνδυνο αυτονομίας του τουρκόφωνου μουσουλμανικού πληθυσμού που βρίσκεται βορειοανατολικά της Ελλάδας. Παράλληλα, το διάστημα αυτό ήρθε αντιμέτωπη με τις επιθέσεις της Τουρκίας, τα άλυτα ζητήματα με την Αλβανία καθώς και με το ζήτημα της ονομασίας της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, με αποτέλεσμα η πολιτική της ατζέντα και ο ρόλος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να μην είναι στραμμένα προς το Κόσοβο.
Η Ελλάδα μέχρι και το 1995 διακατέχονταν από ένα αίσθημα ανασφάλειας με αποτέλεσμα να προσανατολίζεται στα οικονομικά της προβλήματα και την πολιτική της αστάθεια, παραβλέποντας ζητήματα των γειτονικών της χωρών. Στην συνέχεια, ανέλαβε δραστικότερο ρόλο στην εξωτερική της πολιτική, προσπαθώντας να βοηθήσει τον δυτικό προσανατολισμό των κρατών των Βαλκανίων μέσω του ρόλου της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, γεγονός που είχε σημαντικό στρατηγικό ρόλο και για την ίδια την χώρα. Η στάση της στο ζήτημα του Κοσόβου παρέμενε σε πρώτο στάδιο ανύπαρκτη λόγω των σχέσεων που είχε συνάψει με το καθεστώς του Μιλόσεβιτς. Έτσι, βρέθηκε αντιμέτωπη με τον πόλεμο του Κοσόβου και τις επιδράσεις που αυτός άσκησε στην περιοχή, αλλά και με τα πολιτικά συμφέροντα της χώρας και τον ρόλο της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Παρόλο που ελληνικοί προπαγανδιστικοί και συντηρητικοί κύκλοι από τον χώρο του ελληνικού κοινοβουλίου, των ΜΜΕ και της εκκλησίας επηρέαζαν την κοινή γνώμη, αφήνοντας να εννοηθεί πως η Σερβία αποτελούσε θύμα του ΝΑΤO, η ελληνική κυβέρνηση παρείχε βοήθεια στα νατοϊκά στρατεύματα και συμμετείχε σε νατοϊκές περιπολίες στην Αδριατική. Οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν εποικοδομητικές. Έλληνες πολιτικοί και αξιωματούχοι επισκέπτονταν το Κόσοβο και αντίστοιχα Κοσοβάροι την Ελλάδα με σκοπό την ειρηνευτική λύση του ζητήματος. Οι σχέσεις διαταράχθηκαν εξαιτίας του φόβου που δημιούργησε η εμφάνιση του Απελευθερωτικού στρατού Κοσόβου, ο οποίος προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις σερβικές δυνάμεις. Σε γενικές γραμμές πάντως βοήθησε στη σταθεροποίηση της χώρας και στην περιφερειακή της ανάπτυξη.
Στα τέλη της δεκαετίας εκείνης, η Ελλάδα επιχείρησε αφενός να εξασφαλίσει την τήρηση συγκεκριμένων αρχών και αφετέρου των προώθηση των συμφερόντων της. Πρωτεύον στόχος ήταν η επίλυση του ζητήματος, καθώς οποιοδήποτε περαιτέρω στρατιωτικό εγχείρημα θα έβλαπτε την περιοχή μέσω της αποσταθεροποίησής της. Παράλληλα, προωθούσε τις αρχές του διεθνούς δικαίου με την υποστήριξη του σεβασμού των ατομικών και μειονοτικών δικαιωμάτων, του απαραβίαστου των συνόρων και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Την περίοδο εκείνη, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης υπέβαλε σχέδιο με σκοπό την οικονομική ανοικοδόμηση της περιοχής. Τέλος, παρείχε ανθρωπιστική βοήθεια λόγω του μεγάλου κύματος προσφύγων, η οποία περιλάμβανε την οικονομική και επισιτιστική τους βοήθεια αλλά και την δημιουργία καταυλισμών για την στέγασή τους.
Σήμερα, παρόλο που η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει επισήμως το Κόσοβο, εξακολουθεί να διατηρεί καλές σχέσεις μαζί του. Έχει ψηφίσει υπέρ του αιτήματος ένταξής του στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα και σε λοιπούς διεθνείς οργανισμούς και έχει αναγνωρίσει τα διαβατήρια που έχουν εκδοθεί από την Δημοκρατία Κοσόβου. Το 2015, το Κόσοβο είχε την ένθερμη υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης για την ένταξη του σε διεθνής φορείς και οργανισμούς ασφαλείας με πρωτοστάτη τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά. Ωστόσο, στην πορεία αποσύρθηκε από την ψηφοφορία πιθανότατα λόγω της εμπλοκής της Σερβίας, αφού ο Σέρβος πρωθυπουργός Αλεξάνταρ Βούτσιτς ζήτησε από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα που βρισκόταν στην κυβέρνηση να καταψηφίσει την αίτηση. Κατά συνέπεια, προσπαθεί να διατηρήσει μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ Σερβίας- Κοσόβου. Μακροπρόθεσμα, η μη επίλυση του ζητήματος μπορεί να αποσταθεροποιήσει την περιοχή λόγω της εκμετάλλευσης του Κοσόβου από εξωτερικούς κρατικούς και μη δρώντες. Την κατάσταση αυτή εντείνει η έξαρση του σερβικού και αλβανικού εθνικισμού, αλλά και η ριζοσπαστικοποίηση του μουσουλμανικού πληθυσμού.
Η Ελλάδα δεν αποκλείει την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου στο μέλλον. Θεωρεί ότι κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες με την σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων, αλλά και τον πολιτικό διάλογο το ζήτημα αυτό μπορεί να επιλυθεί. Η χώρα τονίζει τη σημαντικότητα του σεβασμού και της προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των μειονοτήτων και της πολιτισμικής κληρονομιάς. Έτσι, διατηρεί μια μετριοπαθή πολιτική στάση προσπαθώντας, παρά τη μη αναγνώρισή του, να έχει μια εποικοδομητική και συλλογική στάση απέναντι του.
Το Κόσοβο, 23 χρόνια μετά τις βίαιες συγκρούσεις με τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις και 13 μετά την υποβολή αίτησης αναγνώρισης, εξακολουθεί να βρίσκεται στο μεταίχμιο. Το διάστημα αυτό, η Ελλάδα εμφανίζεται ιδιαιτέρως ευνοϊκή απέναντι του, παρά το γεγονός ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια είναι ισχνή. Η χώρα, αν και θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο μέσω της αναγνώρισης του, αναλώνεται στα δικά της εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, αδυνατώντας να δείξει τον στρατηγικό ρόλο που μπορεί να έχει στη περιοχή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεώργιος Ε. Χρηστίδης, Η Σερβική Πολιτική στο Κόσοβο, Ιούνιος 1999-2016, 2017.
Ιωάννης Αρμακόλας- Θάνος Π. Ντόκος (επιμ.), Από τα Βαλκάνια στη νοτιοανατολική Ευρώπη : προκλήσεις και προοπτικές στον 21ο αιώνα, 2013, Σιδέρη.
Rod Hague, Martin Harrop, John McCormick, Συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση, 2020, Κριτική.
The Republic of Kosovo- The Ministry of Foreign Affairs and Diaspora, International recognitions of the Republic of Kosovo, available at: https://www.mfa-ks.net/en/politika/483/njohjet-ndrkombtare-t-republiks-s-kosovs/483 (last access 9/10/2021)
Hellenic Republic Ministry of Foreign Affairs. n.d. https://www.mfa.gr/en/blog/greece-bilateral-relations/pristina/ (last access 9/10/2021).
Eraldin Fazliu, recognition denied: Greece, 07.11.2016 available at https://kosovotwopointzero.com/en/recognition-deniedgreece/?fbclid=IwAR0RZFXkwu1K5D6ma41n8w05PelTQV-MRkofyHXBZJY9po7IAJpyNRei-io (last access 9/10/2021)
Alush Gashi, A partnership short of recognition, 27.06.2021 available at https://www.ekathimerini.com/opinion/1163490/a-partnership-short-of-recognition/ (Last access 9/10/2021)