Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Αμερικανικές Στρατιωτικές Βάσεις στην Ελλάδα: Ιστορία & Καθεστώς

Γράφει η Σίλεια Σκάρα

Οι στενές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής χρονολογούνται από το 1947, όταν η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία ανακοινώνει στον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ George Marshall, ότι πλέον δεν είναι σε θέση να συνεισφέρει οικονομικά και στρατιωτικά στην Ελλάδα. Τον Φεβρουάριο του 1947 η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ εγκαθίσταται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Η πρώτη συμφωνία για την ανάπτυξη και το καθεστώς των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα υπογράφεται τον Οκτώβριο του 1953, ένα χρόνο μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952), από την κυβέρνηση Παπάγου. Σύμφωνα με αυτή τη συμφωνία, οι ΗΠΑ αποκτούσαν το δικαίωμα να εγκαταστήσουν όσες και όποιες στρατιωτικές βάσεις ήθελαν, οι οποίες ήταν τέσσερις : Ελληνικό, Νέα Μάκρη, Σούδα και Ηράκλειο, να διακινούν ελεύθερα όποια και όσα στρατεύματα ήθελαν, χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο, και να έχουν, επιπλέον, το δικαίωμα της ετεροδικίας. Ωστόσο, αυτή η συμφωνία δεν συνέβαλε στην ελληνική άμυνα, καθώς η Ελλάδα δεν λάμβανε στρατιωτική βοήθεια, ούτε οι Έλληνες αξιωματούχοι είχαν πρόσβαση στις πληροφορίες που συλλέγονταν στις βάσεις.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1974, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφασίζει την έναρξη διαλόγου για την επαναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος του 1953, με κύριο στόχο να τεθούν οι ελληνοαμερικάνικες σχέσεις σε μια πιο ισότιμη βάση, από την οποία θα ωφελούνταν και τα δύο μέρη. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί πως το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφτασε στην αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (Αττίλας ΙΙ), κίνηση κυρίως πολιτική, η οποία στόχευε στο να ικανοποιηθεί το έντονο αίσθημα αντιαμερικανισμού που διέπνεε την ελληνική κοινωνία, και παράλληλα να καταδείξει στη Δύση την απογοήτευση της ελληνικής πλευράς για τον τρόπο που ουσιαστικά δεν αντέδρασε η πρώτη στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Παρά τα παραπάνω όμως, ‘‘ανήκομεν εις την Δύσην’’,  έλεγε ο Κ. Καραμανλής, τονίζοντας πως οι ελληνο-αμερικανικές σχέσεις στηρίζονται πλέον σε μία αμοιβαία αλληλεξάρτηση, στοχεύοντας στην προώθηση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, δηλαδή στην προστασία από ενδεχόμενες επεκτατικές ή επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας.  Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν το 1976 στη Συμφωνία Μπίτσιου – Kissinger, ένα Κείμενο Αρχών στο οποίο για πρώτη φορά δηλώνεται ρητά ότι στο Σύμφωνο Αμυντικής Συνεργασίας (DCA) θα τονίζεται πως η αμερικανική παρουσία στο ελληνικό έδαφος θα προάγει πλέον τα συμφέροντα και των δύο μερών της συμφωνίας (Άρθρο 2). Σιγά-σιγά άρχισε να διαφαίνεται και στην πράξη η πρόθεση της κυβέρνησης Καραμανλή οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις να ξεφύγουν από την εξαρτησιακή λογική που τις χαρακτήριζε στο παρελθόν, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση κατάφερε να συνδέσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία με την διατήρηση της ισορροπίας ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς η παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Ελλάδα συνδέθηκε άμεσα με την  παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Τουρκία. Και έτσι καθιερώθηκε η περίφημη αναλογία 7:10, η οποία αναφερόταν στην στρατιωτική βοήθεια που παρείχαν οι ΗΠΑ σε Ελλάδα και Τουρκία, που ανερχόταν στα $700εκατ. για την Ελλάδα και στα $1δις για την Τουρκία. Εκτός από το κείμενο αρχών του 1976, εξίσου ουσιώδη ρόλο διαδραμάτισε η αλληλογραφία  Μπίτσιου – Kissinger, στην οποία για πρώτη φορά η ελληνική πλευρά έλαβε γραπτή εγγύηση πως καμία αλλαγή του status quo στην περιοχή δεν θα τύγχανε αποδοχής από τις ΗΠΑ. Η DCA, όμως, δεν επικυρώθηκε από την ελληνική πλευρά λόγω της άρσης του εμπάργκο που είχε επιβληθεί από τις ΗΠΑ ενάντια της Τουρκίας το 1975.

Το 1980 η Ελλάδα επιστρέφει στον στρατιωτικό βραχίονα του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, όμως οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ παγώνουν, διότι προγραμματίζονται εθνικές εκλογές στην Ελλάδα, στις οποίες υπήρχαν βάσιμες ενδείξεις για νίκη του ΠΑΣΟΚ. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 1981 ο ελληνικός λαός εκλέγει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ανήλθε στην εξουσία με το χαρακτηριστικό αντιαμερικανικό σύνθημα ‘‘Έξω οι βάσεις τους θανάτου’’. Ωστόσο, παρά τις αντιαμερικανικές διακηρύξεις του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν ανέλαβε την εξουσία συνειδητοποίησε πως μία πιθανή ρήξη με την Αμερική θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τα εθνικά συμφέροντα, αφού η Ελλάδα θα έχανε την αποτρεπτική δύναμη που της προσέφερε η αμερικανική παρουσία, πιθανότατα θα υπήρχε μεγάλη μείωση της παροχής στρατιωτικής βοήθειας κάτω από την αναλογία 7:10, ενώ θα επέρχονταν πλήγματα και στην οικονομία. Έτσι, στην προσπάθειά του να συγκεράσει τις επιταγές του διεθνούς συστήματος με τα αντιαμερικανικά αισθήματα της ελληνικής κοινωνίας, ο Α.Παπανδρέου στηρίχθηκε στη συμφωνία Μπίτσιου-Kissinger με μία, όμως, σημαντική προσθήκη: να καθοριστεί ένα χρονοδιάγραμμα για την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα. Έπειτα από δύο χρόνια διαπραγματεύσεων, κατά τα οποία οι δύο πλευρές είχαν διαφωνήσει σε πολλά, οι ΗΠΑ κάνουν αιφνιδιαστική διπλωματική επίθεση στην Ελλάδα, αναγγέλλοντας πως η βοήθεια που θα δινόταν στην Ελλάδα θα παρέμενε ίδια, ενώ η αντίστοιχη βοήθεια στην Τουρκία θα διπλασιαζόταν. Η Ελληνική Κυβέρνηση, λοιπόν, δε μπορούσε παρά να αποδεχθεί τη Συμφωνία Αμυντικής και Οικονομικής Συνεργασίας (DECA) που υπογράφηκε στις 14 Ιουλίου 1983, η οποία αποτελεί και μία από τις πιο πολυσυζητημένες συμφωνίες λόγω του Άρθρου 12, το οποίο περιλαμβάνει τη ρήτρα τερματισμού της λειτουργίας των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων σε ελληνικό έδαφος.

Το Άρθρο 12 στο ελληνικό κείμενο παρατίθεται ως εξής: ‘‘Η Συμφωνία αυτή τερματίζεται μετά από πέντε χρόνια με γραπτή προειδοποίηση από κάθε μέρος που θα δοθεί πέντε μήνες πριν από την ημερομηνία που θα επέλθει ο τερματισμός της’’, ενώ στο αγγλικό:  ‘‘This agreement is terminable after five years upon written notice by either party to be given five months prior to the date upon which termination is to take effect’’. Η DECA (1983) είναι η μόνη διμερής συμφωνία στην οποία τα δύο κείμενα, το αγγλικό και το ελληνικό, δεν συνάδουν. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ελληνική απόδοση, η DECA θα τερματιζόταν μετά από πέντε χρόνια, ενώ σύμφωνα με το αγγλικό κείμενο η DECA δύνατο να τερματισθεί. Αυτή η διαφορετική απόδοση της ρήτρας τερματισμού τονίζει την προσπάθεια του Α. Παπανδρέου να συγκεράσει την εσωτερική κοινή γνώμη, η οποία ικανοποιήθηκε από το γεγονός ότι οι βάσεις το 1988 θα έφευγαν, με τη διεθνή κοινότητα, η οποία είχε κατανοήσει το Άρθρο 12 με τελείως διαφορετικό τρόπο, δηλαδή ότι οι αμερικανικές βάσεις θα παρέμεναν μέχρι το 1988 και μετέπειτα θα υπήρχε η δυνατότητα για συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας. Τελικά, η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν έδειξε καμία διάθεση για την έναρξη της διαδικασίας απομάκρυνσης των βάσεων· αντιθέτως, τον Μάρτιο του 1986 ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ George Shultz σε επίσκεψή του στην Αθήνα ανακοινώνει πως επετεύχθη συμφωνία με τον Α. Παπανδρέου για την έναρξη συνομιλιών για να λυθεί «έγκαιρα, πολύ πριν τον Δεκέμβρη του 1988» το θέμα του μέλλοντος των βάσεων. Το 1990, όμως, τα ηνία της ελληνικής κυβέρνησης αναλαμβάνει η Νέα Δημοκρατία με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στις 8 Ιουλίου 1990 υπογράφεται η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, το κείμενο της οποίας είχε ήδη συμφωνηθεί επί Παπανδρέου με την προσθήκη ενός νέου χαρακτηριστικού: την κατ’ έτος ανανέωσή της, γεγονός που συνεχιζόταν έως  και το 2021.

Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ διατηρούν πλέον ενεργή μόνο τη βάση της Σούδας και αποσύρονται από τις βάσεις του Ελληνικού, της Νέας Μάκρης και του Ηρακλείου. Τελευταία ημερομηνία σταθμός σε αυτή την ιστορική αναδρομή είναι η 13η Ιουνίου 2001, ημέρα υπογραφής από τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου και τον Αμερικανό ομόλογό του Colin Powell της συμπληρωματικής συμφωνίας με τίτλο ‘‘Συνολική Τεχνική Συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής’’ (CTA).  Βάσει της CTA, και συγκεκριμένα του Άρθρου 4, καθιερώνεται καθεστώς γενικευμένης ετεροδικίας για το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό των ΗΠΑ. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως οι κρατικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ οι οποίοι είναι αποσπασμένοι στην Ελλάδα δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων.

Το 2019 Υπογράφεται η τροποποίηση του Παραρτήματος της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας, με βάση την οποία οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις αποκτούν επισήμως πρόσβαση σε ακόμη δύο στρατιωτικές βάσεις: στην Αεροπορική Βάση Λάρισας και στη Βάση Αεροπορίας Στρατού Στεφανοβικείου (Βόλου), ενώ παράλληλα ‘‘χορηγείται στην Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών καθεστώς προτεραιότητας (ανεμπόδιστη πρόσβαση και χρήση)’’ και στο Λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Τον Οκτώβριο του 2021 υπογράφεται στην Washington  νέα τροποποιητική συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, στην οποία αναβαθμίζεται ο ρόλος της βάσης στο Λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες συμφωνίες, έχει πενταετή διάρκεια, ενώ αφού παρέλθει αυτό το χρονικό διάστημα μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου. 

Ποια είναι, όμως, η σημασία των αμερικανικών βάσεων για την Ελλάδα;

Οι στρατιωτικές βάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας τους  συνεισφέρουν στην αποτροπή και στη θωράκιση της Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας, η οποία ήδη από την Προεδρία Trump δέχεται μικρότερη αμερικανική βοήθεια σε σχέση με την Ελλάδα. Αναλυτικότερα, τονίζεται η ουσιώδης γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας, προστατεύεται η εδαφική της ακεραιότητα, ενώ παράλληλα δέχεται διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν στην Τουρκία να επιτεθεί στην Ελλάδα· ωστόσο, δεν υπάρχει στην Ελληνοαμερικάνικη Συμφωνία ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής παρόμοια εκείνης του Άρθρου 2 της Ελληνογαλλικής Συμφωνίας του 2021. Επιπλέον, όπως διαφαίνεται από την επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως  ‘‘περιφερειακός ηγέτης’’ και ‘’πυλώνας σταθερότητας’’ στην ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα, με την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης ασκούνται έντονες πιέσεις στην τουρκική πλευρά, η οποία ήδη έχει εκφράσει την εναντίωσή της σε αυτή την κίνηση του Αμερικανού Προέδρου με τον Recep Tayyip Erdoğan να δηλώνει πως η συγκεκριμένη βάση ‘‘ενοχλεί εμάς και τον λαό μας’’ , καθώς πλέον οι Αμερικάνοι παρακάμπτουν τα στενά των Δαρδανελίων και παράλληλα επιδεικνύουν τη βούλησή τους να συμβάλουν στη διατήρηση της ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αφού θα υπάρχει η δυνατότητα προώθησης των δυνάμεών τους προς τις συνορεύουσες με τη Ρωσία χώρες. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να σημειωθεί πως η Ελλάδα, προκειμένου να ενισχύσει τις αμυντικές της δυνατότητες και την αποτρεπτική ισχύ της, φτάνει σε μία τρόπον τινά αλλοίωση της εθνικής της κυριαρχίας, με κίνδυνο να στραφούν εναντίον της οι εχθροί των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως θα ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας η απομάκρυνση των βάσεων, ενώ ήδη υπάρχουν πληροφορίες για τη μελλοντική λειτουργία επιπλέον βάσεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ