Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Ιστορία και Πολιτισμός

Χολοντομόρ: η Ουκρανική Γενοκτονία

Γράφει ο Χάρης Χρυσανθόπουλος

Ο λιμός είναι η έκθεση ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού μιας περιοχής ή μιας χώρας σε σοβαρή και παρατεταμένη πείνα, λόγω  της αδυναμίας τροφοδοσίας του. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ο υποσιτισμός αυτού του τμήματος του πληθυσμού, τον οποίο ακολουθούν οι ασθένειες και ο θάνατος σε μεγάλη κλίμακα. Αφορμή για το τρομακτικό αυτό γεγονός, συνήθως, μπορεί να αποτελέσει  κάποια φυσική καταστροφή, όπως η ξηρασία, οι τυφώνες και διάφορες ασθένειες που μπορεί να προσβάλουν τα φυτά. Δεν είναι λίγες, ωστόσο, οι περιπτώσεις των ανθρωπογενών λιμών, των λιμών δηλαδή που  προκλήθηκαν από την ανθρώπινη δράση (Kaushik Basu,1998). Αυτές οι περιπτώσεις διαχωρίζονται σε αυτές που είναι αποτέλεσμα κάποιου πολέμου, καθώς και σε αυτές οι οποίες είναι αποτέλεσμα κάποιας λανθασμένης ή και στοχευμένης πολιτικής. Οι ταραχώδες συνθήκες του 20ου αιώνα προκάλεσαν  διάφορους τέτοιους ανθρωπογενείς λιμούς, οι οποίοι κόστισαν την ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι ιστορικοί, χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό, μαρτυρίες και καταθέσεις, είναι σε θέση να εντοπίσουν αυτές τις περιπτώσεις, να τις αναλύσουν και να κατανοήσουν τις καταστάσεις οι οποίες τις προκάλεσαν. Για την φονικότητα του, ξεχωρίζει η περίπτωση του λιμού στην σοβιετική Ουκρανία, την περίοδο 1932-1933. Το Χολοντομόρ, ένας από τους τρεις γνωστούς λιμούς που έπληξαν την Σοβιετική Ένωση στην 70ετη περίοδο ύπαρξης της, υπήρξε ένας από τους πιο θανατηφόρους στην Ευρωπαϊκή ιστορία. Προκειμένου κάποιος να κατανοήσει το τραγικό γεγονός του Χολοντομόρ, πρέπει πρώτα να εξετάσει το περιβάλλον καθώς και τις ραγδαίες μεταρρυθμίσεις τις οποίες βίωνε η Σοβιετική Ένωση, από την δημιουργία της μέχρι το ξέσπασμα του λιμού.

Η τσαρική Ρωσία εισήλθε στον 20ο αιώνα με ένα εξαιρετικά απαρχαιωμένο σύστημα, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Παραδοσιακά, η τσαρική εξουσία ήταν ανεξέλεγκτη. Ο  τσάρος ενεργούσε όπως ο ίδιος και η αυλή του έκριναν σωστά, περιορίζοντας τις ατομικές ελευθερίες και τον πολιτικό εκσυγχρονισμό, σε μια περίοδο όπου η συνταγματική εξουσία είχε θεμελιωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες προσέφεραν εύφορο έδαφος για ριζοσπαστικοποίηση, την οποία ενίσχυσε περισσότερο η είσοδος της αυτοκρατορίας στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο το 1914 (Μαλιγκούδη,2012,σ.25). Η καταστροφική για την ρωσική αυτοκρατορία έκβαση του πολέμου, για την οποία υπεύθυνη κατά μεγάλο βαθμό υπήρξε η τσαρική κυβέρνηση, οδήγησε σε κοινωνική αναταραχή και επανάσταση. Ύστερα από έντονες πιέσεις, ο Τσάρος Νικόλαος, αναγκάστηκε τον Μάρτιο του 1917 να παραιτηθεί από τον θρόνο, στην αυγή της περιόδου που αργότερα ονομάστηκε ως Ρωσική Επανάσταση. Την τσαρική απολυταρχία αντικατέστησε μια βραχύβια δημοκρατική περίοδος (Μαλιγκούδη,2012,σ.42). Τον Οκτώβρη του 1917, το κόμμα των κομμουνιστών μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Βλαντιμίρ Λένιν,  πραγματοποίησε πραξικόπημα, παίρνοντας υπό τον έλεγχό του σημαντικό μέρος της ρωσικής επικράτειας (Μαλιγκούδη,2012,σ.57). Ακολούθησε ένας εξαιρετικά άγριος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των μπολσεβίκων και των αντεπαναστατών, κατά την διάρκεια του οποίου η χώρα υπέστη περισσότερες απώλειες από όσες είχε στον πρώτο παγκόσμιο. Η ανικανότητα των εχθρών των μπολσεβίκων να προβούν σε αποτελεσματική συνεργασία, καθώς και  η ταχεία οργάνωση ενός τεράστιου μπολσεβικικού κόκκινου στρατού, οδήγησε στην νίκη των μπολσεβίκων και στην ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1922. Η Σοβιετική Ένωση καθ΄όλη  την περίοδο ύπαρξης της υπήρξε δικτατορία, με το κομμουνιστικό κόμμα να αποτελεί την κυβέρνηση.

Ωστόσο, ύστερα από σχεδόν μια δεκαετία πολέμου, η οικονομία είχε υποστεί τρομακτικές ζημιές και οι απώλειες σε ζωές και υλικά αγαθά ήταν σχεδόν ανυπολόγιστες. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα αυτή, οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν προσωρινά τα σχέδιά τους για παγκόσμια επανάσταση και την δημιουργία κομμουνιστικής ουτοπίας (Hobsbawm,1994,σ.483). Ο Λένιν εγκαινίασε, με την λήξη του εμφυλίου το 1922, μια πολιτική ανοίγματος στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, επιτρέποντας έτσι σταδιακά την οικονομική ανάκαμψη, παρά τις αντιρρήσεις πολλών κομματικών στελεχών. Τον θάνατο του μπολσεβίκου ηγέτη το 1924, ακολούθησε μια σκληρή μάχη για την διαδοχή του. Η μάχη διαδραματίστηκε κυρίως μεταξύ του παλαίμαχου ηγέτη του κόκκινου στρατού, Λέον Τρότσκι, και του γενικού γραμματέα του κόμματος, Ιωσήφ Στάλιν. Ο Στάλιν κατόρθωσε να νικήσει τους πολίτικους αντιπάλους του και να αναδειχθεί ως ο απόλυτος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, το 1929 (Kersaw,2016,σ.161). Η Σοβιετική Ένωση επρόκειτο να εισέλθει στην πιο κλασική της περίοδο, την Σταλινική. Ο Στάλιν ήταν πλέον ελεύθερος να εφαρμόσει τις πολιτικές που  ήθελε.

Η σταλινική περίοδος εγκαινιάστηκε με την στρατηγική εκδίωξη της τάξης των κουλάκων, των ευκατάστατων αγροτών δηλαδή (Μαλιγκούδη,2012,σ. 143-144). Οι κουλάκοι κατηγορήθηκαν από το καθεστώς ως εχθροί του λαού, οι οποίοι συσσώρευαν πλούτο εις βάρος των φτωχότερων αγροτών. Στην πραγματικότητα, ο όρος κουλάκος δεν περιλάμβανε μόνο τους πραγματικά εύπορους αγρότες. Με την πάροδο των χρόνων, ο όρος εξελισσόταν διαρκώς από τις σοβιετικές αρχές, έτσι ώστε στους διωγμούς να συμπεριληφθούν όσοι χρησιμοποιούσαν μισθωτούς εργάτες στα κτήματά τους, όσοι συμμετείχαν σε τοκογλυφικές διαδικασίες, καθώς ακόμα και φτωχοί άνθρωποι οι οποίοι αντιστέκονταν ή εξέφραζαν δημόσια την δυσαρέσκεια τους στις πολιτικές της κολεκτιβοποίησης. Ακόμα και ολόκληρες εθνοτικές ομάδες, όπως οι Γερμανοί του Βόλγα, διώχθηκαν εντός της κρατικής εκστρατείας κατά των κουλάκων. Η μοίρα που περίμενε τους κουλάκους, ήταν σε κάθε περίπτωση διαφορετική, ανάλογα με το βάρος της κατηγορίας. Άλλοι εκτελέστηκαν  , άλλοι εξορίστηκαν σε πιο απομονωμένα και αφιλόξενα εδάφη της αχανούς σοβιετικής επικράτειας, ενώ σε ορισμένους δόθηκε η ευκαιρία να παραμείνουν στον τόπο καταγωγής τους, σε σημείο με πιο άγονο έδαφος (Mazower,1998, σ.124). Σε κάθε περίπτωση, η περιουσία των κουλάκων λεηλατήθηκε και οι άνθρωποι αυτοί απέκτησαν κοινωνικό στίγμα. Στην  πραγματικότητα επρόκειτο για τα πιο παραγωγικά μέλη της αγροτικής κοινωνίας, ο διωγμός των οποίων ζημίωσε την ήδη προβληματική αγροτική παραγωγή. Η μάχη κατά των κουλάκων ήταν μόνο η αρχή της διαδικασίας της κολεκτιβοποίησης.

Στον αγροτικό τομέα, ο Στάλιν επρόκειτο να επιβάλει τρομακτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες προέβλεπαν στον ολοκληρωτικό κρατικό έλεγχο της αγροτιάς. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1929, συστάθηκε ειδική επιτροπή η οποία στόχευε την συγκέντρωση του τεράστιου αγροτικού πληθυσμού της χώρας σε 240.000 κολχόζ (Μαλιγκούδη,2012, σ.143). Το κολχόζ ήταν ουσιαστικά μια τεράστια αγροτική κολεκτίβα, τον έλεγχο της οποίας είχε εξ ολοκλήρου το σοβιετικό κράτος. Οι στόχοι της παραγωγής, καθώς και η μετέπειτα κατανομή των αγροτικών προϊόντων, σχεδιάζονταν από το κράτος. Τα κολχόζ, ωστόσο, υπήρξαν χαμηλής παραγωγικότητας και το διοικητικό προσωπικό τους επιλεγόταν, κατά κύριο λόγο, με κομματικά κριτήρια. Η έλλειψη εξειδίκευσης, καθώς και επαρκούς και αξιόλογου εξοπλισμού, προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή. Επιπλέον, ο ζήλος των αγροτών, οι οποίοι  αναγκάζονταν να εργαστούν σε κρατικά αγροκτήματα, εισπράττοντας σε αντάλλαγμα ένα μικροσκοπικό εισόδημα, ήταν φυσικά πολύ χαμηλός.

Φυσικά στις πολιτικές της κολεκτιβοποίησης, οι οποίες στερούσαν τους αγρότες από τα υπάρχοντά τους, υπήρξε αντίδραση εκ μέρους του αγροτικού πληθυσμού. Μόνο  τους πρώτους μήνες του 1930, σημειώθηκαν σε ολόκληρη την σοβιετική επικράτεια περισσότερες από 2 χιλιάδες μικροεξεγέρσεις και αναταραχές (Μαλιγκουδη,2012,σ.147). Επιπλέον, πολλοί ιδιοκτήτες ζώων προτίμησαν να σφαγιάσουν και να φάνε τα ζώα τους, παρά να τα δουν να περνούν στον έλεγχο του κράτους. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής, υπήρξε η ραγδαία μείωση της κτηνοτροφίας  (Μαλιγκουδη,2012, σ. 134). Η σκληρή επίταξη από τις αρχές καθώς και η κακή τροφοδοσία από το κράτος ξεκίνησε να προκαλεί περιστατικά λιμοκτονίας.

Την άνοιξη του 1932, μια μικρή ομάδα δυσαρεστημένων με τις σταλινικές πολιτικές κομματικών στελεχών υπό την ηγεσία του Μαρτεμιάν Ριούτιν, εξοστρακισμένου από το κόμμα δυναμικού πολέμιου του Στάλιν, συνέταξε μια αντιπολιτευτική προκήρυξη. Η «πλατφόρμα του Ριούτιν», κατήγγειλε την βιαιότητα της κολεκτιβοποίησης και τα καταστροφικά της αποτελέσματα στον πληθυσμό της υπαίθρου και καλούσε σε ανοιχτό πόλεμο κατά της δικτατορίας του Στάλιν. Ο Ριούτιν συνελήφθη και εκτελέστηκε μαζί με άλλα 21 άτομα. Στην συνέχεια εκτελέστηκε και η σύζυγός του και οι δυο γιοι του. Αυτή η περίπτωση υπήρξε ένα μόνο παράδειγμα της θηριωδίας της σταλινικής καταστολής (Applebaum, 2017, σ. 180).

Η επιστολή του Ριούτιν δεν ήταν το μοναδικό παράδειγμα αντίστασης πολίτικων αξιωματούχων στην σκληρότητα της κολεκτιβοποίησης. Από μετέπειτα μαρτυρίες της συζύγου του, γνωρίζουμε ότι ο κομισάριος Γεωργίας της Ουκρανικής ΣΣΔ, Αλεξάντρ Βασίλεβιτς, αναγνώριζε την σκληρότητα των μέτρων του Στάλιν, καθώς και τον αποδεκατισμό της ουκρανικής υπαίθρου από αυτά (Doroshko,2020,σ.15).

Την άνοιξη του 1932, ξεκίνησαν να γίνονται αναφορές για ολοένα και περισσότερους θανάτους από λιμοκτονία, στην περιοχή του Βόλγα, στο Καζακστάν και στον Καύκασο (Applebaum, 2017, σ. 162). Στην Ουκρανία η OGPU( Κοινή Πολιτική Διεύθυνση του Κράτους), η μυστική αστυνομία, η οποία είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης, ανέφερε παρόμοιες περιπτώσεις θανάτων ανθρώπων αλλά και ζώων, τα κουφάρια των οποίων έσπευδαν να καταβροχθίσουν οι πεινασμένοι αγρότες αδιαφορώντας για τις ασθένειες (Applebaum, 2017, σ.163). Εκείνη την περίοδο ήταν που για πρώτη φορά οι μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποίησαν τον όρο λιμό για να περιγράψουν την κατάσταση (Applebaum, 2017, σ.164).

Για τις τραγικές αποτυχίες στην Ουκρανία, η σοβιετική διοίκηση κατηγόρησε το κίνημα της ουκρανοποίησης και του ουκρανικού εθνικισμού γενικότερα, ο οποίος εναντιωνόταν στις σοβιετικές πολιτικές. Το φθινόπωρο του 1932, ξεκίνησαν μαζικές εκκαθαρίσεις ουκρανών ακαδημαϊκών, δασκάλων, συγγραφέων και γενικότερα οποιουδήποτε είχε συσχετιστεί με την ουκρανοποίηση (Applebaum, 2017, σ. 199). Επιπλέον, επιβλήθηκε η χρήση της ρωσικής γλώσσας στην εκπαίδευση και το κλείσιμο πολλών ουκρανικών οργανισμών (Applebaum, 2017, σ.199).

Σε καμία άλλη περιοχή της ΕΣΣΔ, τα προγράμματα της κολεκτιβοποίησης του Στάλιν δεν  επηρέασαν την αγροτιά, όσο στην Ουκρανία, κάτι που ήταν σαφώς αναμενόμενο. Η Ουκρανία υπήρξε παραδοσιακά ο σιτοβολώνας της ρωσικής αυτοκρατορίας, λόγω των εξαιρετικά εύφορων πεδιάδων της, θέση την οποία διατήρησε στην σοβιετική περίοδο. στον ρωσικό εμφύλιο, η περιοχή είχε αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης για πολλούς στρατούς, διαφορετικής ιδεολογικής προέλευσης, με τον κόκκινο στρατό να επικρατεί τελικά το 1921. Ωστόσο, το εθνικιστικό στοιχείο παρέμενε ακόμα έντονο στην σταλινική περίοδο. Την αγροτική κολεκτιβοποίηση στην Ουκρανία συνόδευσε και η καταπολέμηση της θρησκείας από το καθεστώς, η οποία υπήρξε στην ΕΣΣΔ μέχρι και τη διάλυση της και στην σταλινική περίοδο έφτασε στο απόγειό της. Ναοί έκλεισαν και λεηλατήθηκαν, θρησκευτικές εορτές καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέες σοβιετικές, ιερείς εκδιώχθηκαν και πολλές φορές υπέστησαν φρικαλεότητες και η συνολική επιρροή της εκκλησίας στην κοινωνία μειώθηκε δραματικά. Ο βαθιά θρησκευόμενος πληθυσμός της Ουκρανίας υποβλήθηκε αναγκαστικά σε αυτήν την διαδικασία (Applebaum, 2017, σ.127).

Έκθεση της OGPU , που συντάχθηκε τον Δεκέμβριο του 1931, αναφέρει μια γενική μη επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων παραγωγής σιταριού στην Ουκρανία, το φθινόπωρο εκείνου του έτους, συνοδευόμενη από μια σημαντική ανησυχία του πληθυσμού με την κατάσταση τροφοδοσίας (Manning, 2001, σ.218–19, 221–23).

Η σταλινική κυβέρνηση, ωστόσο, ήταν αποφασισμένη να επιτευχθούν οι στόχοι. Οι πολιτικές της το φθινόπωρο του 1932, αποτέλεσαν την πυροδότηση του Χολοντομόρ. Διατάχθηκε η επίταξη όλων των αποθεμάτων σιτηρών, μαζί και αυτών που οι αγρότες φυλούσαν για τους ιδίους και τις οικογένειές τους προκειμένου να περάσουν τον χειμώνα, καθώς και των σπόρων της επόμενης σποράς (Applebaum, 2017, σ. 183). Όσοι πιάνονταν να αποθηκεύουν τρόφιμα, κατηγορούνταν για παράβαση του νόμου, καθώς “έκλεβαν κρατική περιουσία”, και συλλαμβάνονταν (Applebaum, 2017, σ.184).

Πλήθος Ουκρανών αγροτών εγκατέλειπε τον τόπο του προκειμένου να γλιτώσει από την πείνα, περνώντας στην Πολωνία ή σε γειτονικές περιοχές της ΕΣΣΔ, όπου η κατάσταση με την τροφοδοσία ήταν καλύτερη, όπως η Ρωσία. Τοπικοί αξιωματικοί στην Ρωσία και στην Λευκορωσία έστελναν επιστολές στην κυβέρνηση στις οποίες παραπονιόντουσαν για μαζική εισροή πεινασμένων και εξαθλιωμένων Ουκρανών (Applebaum, 2017,σ.190). Τον Ιανουάριο του 1933, διατάχθηκε από τον Στάλιν το κλείσιμο των ουκρανικών συνόρων (Mazower,1998, σ.125). Τους επόμενους μήνες ο ουκρανικός πληθυσμός υπόμεινε στιγμές φρίκης και κοινωνικής απόγνωσης. Χιλιάδες πτώματα μαζεύονταν καθημερινά από τους δρόμους της χώρας. Οι άνθρωποι έτρωγαν οτιδήποτε προκειμένου να επιβιώσουν, με τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις κανιβαλισμού να είναι αρκετές (Applebaum, 2017, σ. 248). Τα περιστατικά κανιβαλισμού μάλιστα συνέχιζαν να καταγράφονται από την OGPU μέχρι και το 1934, μαρτυρώντας την πλήρη επίγνωση της σοβιετικής ηγεσίας για την γενικότερη κατάσταση (Applebaum, 2017, σ. 251).

Μέχρι το καλοκαίρι του 1933, τα αποτελέσματα του λιμού ήταν καταστροφικά. Ο ακριβής αριθμός των θανάτων είναι δύσκολο να υπολογισθεί. Οι περισσότερες αξιόλογες έρευνες συγκλίνουν σε έναν αριθμό περίπου 4μιση εκατομμύρια απωλειών, μόνο στην Ουκρανία (Mazower,1998, σ.125). Πρόκειται για τρομακτικά νούμερα, με τον πληθυσμό της ουκρανικής ΣΣΔ να ανέρχεται σε περίπου 30 εκατομμύρια στις αρχές των προγραμμάτων κολεκτιβοποίησης (Applebaum, 2017,σ. 270). Στην πραγματικότητα, το Χολοντομόρ αποτελούσε μόνο μέρος ενός γενικότερου λιμού που χτύπησε την Σοβιετική Ένωση τα έτη 1932 και 1933. Στο Καζακστάν οι θάνατοι από λιμό ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο (Werth,2008).

Ύστερα από το καλοκαίρι του 1933, η σοβιετική κυβέρνηση μαλάκωσε την στάση της απέναντι στην Ουκρανία, βάζοντας χαμηλότερους στόχους στην συγκέντρωση σιτηρών και εγκαταλείποντας ορισμένες σκληρές τεχνικές για την επίτευξη των πολιτικών τους (Applebaum, 2017, σ.274-275).

Σε αντίθεση με την βιομηχανία, στην οποία επιτεύχθηκαν αλματώδεις ρυθμοί ανάπτυξης, η πολιτική της κολεκτιβοποίησης, πέρα από το τεράστιο κόστος που προκάλεσε σε ανθρώπινες ζωές, χαρακτηρίστηκε από μη επίτευξη των στόχων της και την δραματική μείωση της συνολικής αγροτικής παραγωγής. το 1928, οι ιδιώτες κάλυπταν το 97%των καλλιεργήσιμων γαιών, ενώ μέχρι το 1936, το 90% των αγροτικών νοικοκυριών είχε περάσει σε κολεκτιβοποίηση (Berend,2016, σ 231). Το 1938, μόνο το 2,6% της καλλιεργούμενης γης ήταν στην κατοχή ιδιωτών ( Μαλιγκούδη, 2012, σ.147). η κολεκτιβοποίηση κατάφερε να φτάσει τα επίπεδα της δεκαετίας του 1920 στην παραγωγή το 1940, ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος χτύπησε την ΕΣΣΔ όσο καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, προκάλεσε ξανά μείωση. η παραγωγή έφτασε τα επίπεδα της ΝΕΠ ξανά το 1950 (Hobsbawm,1994, σ.491).

Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να αποκρύψουν το σκέλος της καταστροφής του λιμού. Παράλληλα, οι ξένες δυτικές κυβερνήσεις παρέμειναν σιωπηλές μπροστά στην τραγωδία, παρόλο που επίγνωση για το Χολοντομόρ υπήρχε στο εξωτερικό της ΕΣΣΔ. Η στάση αυτή πιθανόν να έκρυβε πολιτικά κριτήρια (Applebaum, 2017, 295-296).

Στην Σοβιετική Ένωση συζητήσεις για τον λιμό απαγορεύτηκαν. Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον λιμό, οι περισσότερες μαρτυρίες για αυτόν προέρχονταν από επιζώντες οι οποίοι είχαν κατορθώσει να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, ο λιμός αναγνωρίστηκε επίσημα τον Δεκέμβριο του 1987, από τον γενικό γραμματέα του ουκρανικού κομμουνιστικού κόμματος, Σερμπίτσκι (Werth,2008).

Το πρώτο βιβλίο για τον λιμό στην αγγλική γλώσσα, το The Harvest of Sorrow : Soviet Collectivization and the Terror Famine, δημοσιεύτηκε μόλις το 1986, περισσότερο από 50 έτη μετά το γεγονός. Μάλιστα, το έργο του συγγραφέα, Robert Conquest, ήταν αρκετά δύσκολο επίτευγμα, δεδομένου ότι η ΕΣΣΔ υπήρχε ακόμα, και τα κρατικά αρχεία για τον λιμό δεν ήταν προσβάσιμα για τους δυτικούς ερευνητές (Vsetecka,2021, σ.60). Από την δεκαετία του 1980 και μετά, νέες έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί, ρίχνοντας περισσότερο φως στο τραγικό αυτό γεγονός. Η πιθανή πολιτική σκοπιμότητα που κρύβεται πίσω από το Χολοντομόρ αποτελεί θέμα συζητήσεων μέχρι και σχεδόν έναν αιώνα μετά το γεγονός. Αν και πολλοί έχουν χαρακτηρίσει το γεγονός ως ανάλογο του ολοκαυτώματος ή της αρμένικης γενοκτονίας, η μορφή της καταστροφής και ο μηχανισμός με τον οποίο επεκτάθηκε διαφέρει εντελώς και από τις δυο περιπτώσεις (Werth 2008). Το γεγονός αποτελεί ακόμα σημαντική πηγή τριβών μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων εθνικιστών.

Πηγές

Βιβλία:

Μαλιγκούδη Γ. Κατσόβσκα. (2012). Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Εκδόσεις Gutenberg

Applebaum A. (2017). O κόκκινος λιμός. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Berend T. Ivan. (2016). Οικονομική ιστορία του ευρωπαϊκού 20ου αιώνα, τα οικονομικά συστήματα από το laissez-faire στην παγκοσμιοποίηση. Εκδόσεις Gutenberg

Hobsbawm J. Eric. (1994). Age of extremes–the short twentieth century (1914-1991). Εκδόσεις Θεμέλιο

Kershaw I. (2016). Στην κόλαση των δύο πολέμων Ευρώπη, 1914-1949. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Mazower Mark. (1998). Σκοτεινή ήπειρος, ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 

Ακαδημαϊκές πηγές:

Doroshko M. (2020). The Ruling Stratum in the Ukrainian SSR during the Holodomor of 1932–33. Δοκίμιο. Διαθέσιμο σε:  https://holodomor.ca/wp-content/uploads/2020/04/Doroshko_TranslatedArticle.pdf

Vsetecka J. (2021) Toward a Social History of the Holodomor and its Aftermath: Famine Survivor Testimonies in the Archive of the US Commission on the Ukraine Famine. Διαθέσιμο σε:   https://utppublishing.com/doi/10.3138/ukrainamoderna.30-31.059

Manning V. Danilov (2001) In Tragediia sovetskoi derevni . Excerpts, pp. 218–19, 221–23. Διαθέσιμο σε: https://holodomor.ca/wp-content/uploads/2020/04/From-a-summary-report-by-the-UkrSSR-GPU-On-the-Course-of-Grain-Procurement-in-Ukraine.pdf

 

Ειδησεογραφικές πηγές, άρθρα:

Werth N. (2008) The Great Ukrainian Famine of 1932-33. Διαθέσιμο σε:  https://www.sciencespo.fr/mass-violence-war-massacre-resistance/fr/document/great-ukrainian-famine-1932-33.html

Kaushik B. (1998). Famine. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/science/famine

 

Πηγή εικόνας: https://www.cde.state.co.us/holocaust-and-genocide-themes-for-images/survival-2