Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, η απαγορευμένη αντιανταγωνιστική συμπεριφορά και τα κριτήρια απαλλαγής

Γράφει η Νικολέτα Παναγιωτοπούλου

Η εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται μείζονος σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Με την εφαρμογή αυτού όχι μόνον αποτρέπονται πρακτικές που επιφέρουν επιβλαβή αποτελέσματα στους καταναλωτές αλλά επιπλέον περιορίζεται η δημιουργία στρεβλώσεων όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Πιο συγκεκριμένα, στο επίκεντρο της εν λόγω ρύθμισης βρίσκεται το άρθρο 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΣΛΕΕ), σύμφωνα με το οποίο απαγορευτικές καθίστανται συμφωνίες ή αποφάσεις επιχειρήσεων καθώς και πρακτικές των ιδίων που αποσκοπούν στη νοθεία ή στον τεχνητό περιορισμό του ανταγωνισμού σε βάρος του γενικού συμφέροντος και της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (Αυγερινός, 2011).

Εν συνεχεία, το περιεχόμενο της απαγόρευσης εξειδικεύεται στην παράγραφο 1 του προαναφερθέντος άρθρου της ΣΛΕΕ. Μέσω αυτής, καθίσταται εναργές ότι όλες οι συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων καθώς και οι πρακτικές εναρμόνισης -που δυνητικά θα επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών-μελών και οι οποίες έχουν ως απώτερο σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού με τρόπο μη συμβατό με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς-, είναι απαγορευτικές κατά την Ευρωπαϊκή Ένωση (Τριανταφυλλάκης, 2020). Ο καθορισμός των τιμών αγοράς και πώλησης, άμεσος ή έμμεσος, καθώς και άλλοι ειδικότεροι όροι, με τους οποίους επιτυγχάνονται οι συναλλαγές, ή κοινοί όροι διάθεσης και παραγωγής, επενδύσεων και εφοδιασμού, συντελούν στη διαμόρφωση ανισοτήτων, με τους αντισυμβαλλόμενους τελικούς αποδέκτες των προϊόντων ή των υπηρεσιών να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, χωρίς ευχέρεια επιλογής (Ζευγώλης, 2022). Οι ανωτέρω πρακτικές, μεταξύ άλλων, οδηγούν στη δημιουργία των λεγόμενων καρτέλ, σε μία, δηλαδή, συντονισμένη συμπεριφορά επιχειρήσεων προς έλεγχο της αγοράς και περιορισμό του όποιου ανταγωνισμού.

Ωστόσο, καμία νομική ρύθμιση δεν στερείται εξαιρέσεων, με το ίδιο να ισχύει και για τον κανόνα του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ, η τρίτη παράγραφος του οποίου προβλέπει τη δυνατότητα κατ’ εξαίρεση αποδοχής εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων συμφωνιών. Ειδικότερα, στην εν λόγω διάταξη προβλέπονται ορισμένοι όροι, με την εφαρμογή των οποίων πρακτικές ή συμφωνίες των επιχειρήσεων δύνανται να επιτραπούν, εφόσον διαπιστωθεί ότι η εσωτερική αγορά επωφελείται (Αυγερινός, 2011). Θα πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, ότι η εξαίρεση αυτή δεν συνιστά έρεισμα για αντιανταγωνιστικές πρακτικές, με απαραίτητη προϋπόθεση τα κάτωθι 4 κριτήρια, τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, προκειμένου η πρώτη παράγραφος του άρθρου να μην παραβιάζεται: αρχικά, οι συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων οφείλουν να αποβλέπουν αποδεδειγμένα στη βελτίωση της ποιότητας και της διανομής των αγαθών και των υπηρεσιών, σε αυξημένη παραγωγικότητα καθώς επίσης και σε καινοτόμες προτάσεις, όσον αφορά την τεχνολογία και την οικονομία (Τριανταφυλλάκης, 2020). Εν συνεχεία, σημαντικός παράγοντας είναι τα θετικά αποτελέσματα των συνεργασιών αυτών να αντανακλώνται και σε απτά οφέλη για τους καταναλωτές. (Ζευγώλης, 2022). Οι τυχόν, δηλαδή, βελτιώσεις της παραγωγής δεν νοείται να αποβλέπουν αποκλειστικά στην ενίσχυση της επιχειρηματικής θέσης, αλλά θα πρέπει να διασφαλίζεται η συνεπακόλουθη ωφέλεια των καταναλωτών, μέσω της πρόσβασής τους σε ποιοτικώς καλύτερα αγαθά ή χαμηλότερης τιμής. Η τρίτη παράμετρος επιτάσσει να περιλαμβάνονται στις συμφωνίες μόνο απολύτως αναγκαίοι και αναλογικοί περιορισμοί, ώστε να διασφαλίζεται η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος (Αυγερινός, 2011). Πιο συγκεκριμένα, ο περιορισμός αυτός πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή, να είναι αναγκαίος και κατάλληλος και να μην είναι υπερβολικός και δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, όπως παραδείγματος χάριν μια συμφωνία όρων που περιορίζει αδικαιολόγητα επιχειρήσεις να εισέλθουν στην αγορά. Επίσης, το ενωσιακό δίκαιο απορρίπτει ως αβάσιμη τη δικαιολόγηση περιοριστικών πρακτικών με το πρόσχημα της διατήρησης σταθερής ποιότητας των προϊόντων. Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό η υπόθεση Metro SB-Großmärkte κατά Επιτροπής (C-26/76), κατά την οποία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπρεπε να εξετάσει αν αποτελεί δικαιολογημένο περιορισμό του ανταγωνισμού, η επιλογή από μία εταιρεία συγκεκριμένων μεταπωλητών προϊόντων βάσει ορισμένων κριτηρίων (Ζευγώλης, 2022). Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 101 ΣΛΕΕ αναφέρεται η απαγόρευση των επιχειρήσεων να εφαρμόζουν στρατηγικές, οι οποίες αν και συμβατές με το δίκαιο, επιφέρουν στην πράξη αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα (Τριανταφυλλάκης, 2020). Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Προκειμένου να κριθεί αν μια συμφωνία συντελεί στη δημιουργία μονοπωλίων ή καρτέλ, εξετάζεται το μέγεθος της αγοράς στην οποία το προϊόν απευθύνεται αλλά και ο αριθμός των συμμετεχουσών επιχειρήσεων. Επιβάλλεται, επομένως, προς τούτο να εξετάζονται τα οικονομικά αποτελέσματα μιας συμφωνίας και όχι απλώς η νομική της μορφή (Αυγερινός, 2011).

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει σε ένα ζήτημα που αναφέρθηκε και παραπάνω και αυτό δεν είναι άλλο από τα καρτέλ. Τα τελευταία, αποτελούν επιζήμιες μορφές ανταγωνιστικής συμπεριφοράς, κατά παράβαση της εξαιρετικά βαρυνούσης σημασίας θεμελιώδους αρχής του ελεύθερου ανταγωνισμού. Βάσει της τελευταίας δε, οι τιμές της αγοράς πρέπει να διαμορφώνονται μέσα από τον ανταγωνισμό και όχι μεταξύ των ανταγωνιστών (Ζευγώλης, 2022). Η λειτουργία των καρτέλ, μπορεί να επιτευχθεί με ποικίλους τρόπους με επικρατέστερους τον καθορισμό των τιμών και τη διατήρησή τους σε υψηλά επίπεδα, τον περιορισμό της παραγωγής, προκειμένου να δημιουργηθεί τεχνητή έλλειψη και να αυξηθούν οι τιμές, καθώς την οριοθέτηση της δραστηριοποίησης σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή συγκεκριμένο προφίλ πελατών (Τριανταφυλλάκης, 2020). Εκτός των προβλημάτων που ανακύπτουν, όπως η αύξηση της τιμής και ο περιορισμός της καινοτομίας, τα καρτέλ ενεργούν και αποθαρρυντικά για νέες επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά και παράλληλα υπονομεύονται οι σχέσεις μεταξύ των καταναλωτών και των εταιρειών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει μεριμνήσει διαθέτοντας ισχυρά μέσα προκειμένου το φαινόμενο αυτό ολοένα και να περιορίζεται. Ειδικότερα, διενεργούνται αιφνιδιαστικοί έλεγχοι σε γραφεία επιχειρήσεων (dawn raids), όταν υπάρχουν ενδείξεις για σύναψη συμφωνίας μέσω των οποίων προωθούνται οι πρακτικές οι σχετιζόμενες με καρτέλ, επιβάλλονται υψηλά πρόστιμα, τα οποία μπορεί να φτάνουν έως και 10% του συνολικού τζίρου τους, ενώ παράλληλα, στο πλαίσιο περιορισμού τους, υφίστανται μηχανισμοί επιείκειας για τις επιχειρήσεις που καταγγέλλουν δραστηριότητες όπως οι προαναφερόμενες. Μέσω των μηχανισμών αυτών, οι επιχειρήσεις τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης υπό τη μορφή απαλλαγής ή μείωσης των προβλεπόμενων προστίμων. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα καρτέλ, είναι εκείνο της λυσίνης, ενός αμινοξέος που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ζωοτροφών, με πολυεθνικές να συνεννοούνται για τον καθορισμό της τιμής, κάτι το οποίο αποκαλύφθηκε μέσω ανώνυμου καταγγέλλοντος, ενώ κατόπιν τούτων, επιβλήθηκαν υψηλά πρόστιμα εναντίον των εμπλεκομένων (Τριανταφυλλάκης, 2020).

Ακόμη, χρήζει αναφοράς, ο καθοριστικός ρόλος που έχει διαδραματίσει στην ερμηνεία του άρθρου 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση C-67/13 P, Cartes Bancaires. Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι τα νέα μέτρα τιμολόγησης που εισήγαγε η κοινοπραξία τραπεζών CB, απέβλεπαν στην αποθάρρυνση νέων επιχειρήσεων για την είσοδό τους στην αγορά των τραπεζικών καρτών. Παρόλο που από την κοινοπραξία υποστηρίχθηκε ότι τα μέτρα αυτά απέβλεπαν στη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το ΔΕΕ έκρινε ότι αποσκοπούσαν στον περιορισμό του ανταγωνισμού και στην ενίσχυση της θέσης των υφιστάμενων τραπεζών, κάτι το οποίο παραβίαζε το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αξίζει, βέβαια, να επισημανθεί ότι η υπόθεση CB δεν αφορούσε τυπικό καρτέλ, αλλά αναδείκνυε έναν τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο κυρίαρχες επιχειρήσεις απέκλειαν νεοεισερχομένους από την αγορά (Ζευγώλης, 2022).

Σε σχέση με την προαναφερόμενη υπόθεση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια πρακτική ή συμφωνία δύναται να θεωρηθεί περιοριστική «εκ του αντικειμένου», υπό την προϋπόθεση ότι η επίδρασή της κρίνεται ζημιογόνα για την αγορά. Η δε ανάλυση των πραγματικών επιπτώσεών της, καθίσταται περιττή. Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, αντιτίθεται στη γενικότερη προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία χαρακτηρίζει μία συμφωνία ως αντιανταγωνιστική, χωρίς ενδελεχή εξέταση του πλαισίου του οποίου εντάσσεται. Το ΔΕΕ, ακολούθως, επαναβεβαίωσε την επιτακτική ανάγκη της τυπικής ερμηνείας της έννοιας του περιορισμού «εκ του αντικειμένου», εστιάζοντας στη ζημιογόνο φύση της συμφωνίας. Μάλιστα, μέσω της ελληνικής βιβλιογραφίας αναδεικνύεται η ανάγκη της αποτροπής αυθαίρετων χαρακτηρισμών πρακτικών ως αντιανταγωνιστικών. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι μέσω της σχετικής αποφάσεως του ΔΕΕ, καθίσταται σαφές ότι οι παρεμβάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να γίνονται υπό αυστηρές προυποθέσεις, καθώς ο πρόωρος και αβέβαιος χαρακτηρισμός πρακτικών ως καρτέλ δύναται να επιφέρει υπέρμετρο περιορισμό του ελεύθερου επιχειρείν (Ζευγώλης, 2022).

Συνοψίζοντας, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ αποτελεί θεμέλιο λίθο του δικαίου του ανταγωνισμού, που αποβλέπει στη διατήρηση ενός ανταγωνιστικού και αδιάβλητου αγοραστικού περιβάλλοντος. Η εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς κι η νομολογία του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ανταγωνιστική πολιτική την οποία διαμορφώνουν, συντελούν στην ομαλή λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Το ερώτημα, ωστόσο, που προκύπτει είναι το εξής: επαρκούν τα μέσα που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταπολέμηση αυτών των πρακτικών ή μήπως απαιτείται η θεσμοθέτηση πιο αυστηρών ρυθμίσεων και ενισχυμένων μηχανισμών;

 

Πηγές:

Βιβλιογραφία

Αυγερινός, Γ.Β. (2011). Εισαγωγή στο Δίκαιο Ανταγωνισμού της ΕΕ. Εκδόσεις Σάκκουλα.

Τριανταφυλλάκης, Γ. (2020). Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού. Νομική Βιβλιοθήκη.

Ζευγώλης, Ν. (2022). Το Καρτέλ στο Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού. 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.

 

Αρθρογραφία

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. (2000). Η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο στις ADM, Ajinomoto και σε άλλες επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο καρτέλ της λυσίνης. Διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/ip_00_589

Christia Scheinert. (2024). Πολιτική Ανταγωνισμού. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/factsheets/el/sheet/82/competition-policy

EUR-Lex. (2020). Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 81 παράγραφος 3 ΣΕΚ). Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/EL/legal-content/summary/guidelines-on-the-application-of-article-101-3-tfeu-formerly-article-81-3-tec.html

Law spot. (2009). Άρθρο 101 – Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαθέσιμο σε: https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/slee/arthro-101-synthiki-gia-ti-leitoyrgia-tis-eyropaikis-enosis

 

Πρωτογενείς Πηγές

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. (1977).  ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 25ης Οκτωβρίου 1977 στην υπόθεση 26/76. Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:61976CJ0026

Curia Europa. (2014). ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ NILS WAHL της 27ης Μαρτίου 2014 (1) Υπόθεση C‑67/13 P Groupement des cartes bancaires (CB) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Διαθέσιμο σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?cid=10198&dir=&docid=149943&doclang=EL&mode=req&occ=first&pageIndex=0&part=1&text=

 

Πηγή Φωτογραφίας:

Geralt. (2021). Law Justice. Pixabay. Διαθέσιμη σε: https://pixabay.com/illustrations/law-justice-flag-europe-6598281/