Γράφει η Ηώ Πασίδη-Κροντήρη
Κατά τη δεκαετία του 1950, οι εθνικές πολιτικές απελευθέρωσης της εμπορικής δραστηριότητας επικεντρώθηκαν πρωτίστως στο εμπόριο των αγαθών, ενώ η σπουδαιότητα του τομέα των υπηρεσιών αναδείχθηκε μετά τη δεκαετία του 1980. Μάλιστα, αυτό αντικατοπτρίζεται και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτέλεσε μία από τις πρώτες θεμελιώδεις ελευθερίες που αναπτύχθηκαν κατά τα αρχικά στάδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η εφαρμογή της ήταν άμοιρη δυσκολιών, καθώς σταδιακά εμφανίστηκαν πολυάριθμα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη της εν λόγω θεμελιώδους ελευθερίας έδωσε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη δυνατότητα να διαμορφώσει σημαντική νομολογία, η οποία συνέβαλε στη διευκρίνιση των κρίσιμων δογματικών ζητημάτων που ανέκυπταν κατά καιρούς.
Από νομική άποψη, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία, αλλά και την ανάπτυξη της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Η εν λόγω ελευθερία κατοχυρώνεται στα άρθρα 28-37 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποσκοπεί στην άρση των περιορισμών του εμπορίου μεταξύ των κρατών – μελών. Ειδικότερα, ισοδυναμεί με την κατάργηση όλων των περιορισμών στις εισαγωγές και εξαγωγές εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επίτευξη του παραπάνω στόχου προϋποθέτει την εξάλειψη όλων των δασμών ή των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος και των επιβαρύνσεων φορολογικού χαρακτήρα, καθώς και την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα, αναφορικά με τα διακινούμενα εντός της εσωτερικής αγοράς προϊόντα, την καθιέρωση κοινού εξωτερικού δασμολογίου και τη διαμόρφωση κοινής εμπορικής πολιτικής έναντι τρίτων κρατών.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 28 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρεται στην τελωνειακή ένωση, η οποία αποτέλεσε τη θεμελιώδη και πρωταρχική συνιστώσα της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, καλύπτοντας το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών (Κυμπουροπούλου Σ., 2024, σελ. 21-22). Σε αντίθεση με τον χώρο του ελεύθερου εμπορίου, η τελωνειακή ένωση παρουσιάζει έναν προχωρημένο βαθμό ενοποίησης, καθώς περιλαμβάνει εκτός από την εσωτερική πτυχή, δηλαδή την απαγόρευση εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών – μελών, και μια εξωτερική πτυχή, δηλαδή την υποχρεωτική υιοθέτηση ενός κοινού δασμολογίου στις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες. Οι δύο αυτές πτυχές της τελωνειακής ένωσης εξειδικεύονται στα άρθρα 30-33 της εν λόγω Συνθήκης (Κυμπουροπούλου Σ., 2024, σελ. 24-25).
Η τελωνειακή ένωση είναι μεν αναγκαία, όχι, όμως, και ικανή συνθήκη με στόχο την πλήρη υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 26 της Συνθήκης. Για τον λόγο αυτό, στη Συνθήκη περιλαμβάνεται και ένας ακόμη συνδυασμός διατάξεων των άρθρων 34-35 αυτής, που απαγορεύουν τους ποσοτικούς περιορισμούς, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος τόσο επί των εισαγωγών όσο και επί των εξαγωγών μεταξύ των κρατών – μελών.
Ωστόσο, παρά το γεγονός πως οι προαναφερθείσες διατάξεις απαγορεύουν ένα μεγάλο μέρος των πιθανών μέτρων διάκρισης που θα μπορούσαν να επιβάλουν τα κράτη – μέλη, δεν καλύπτουν τις απειράριθμες εμπορευματικές συναλλαγές, ούτε διασαφηνίζουν απόλυτα κρίσιμες έννοιες που αναφέρονται σε αυτές. Επίσης, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο για την επεξήγηση βασικών εννοιών των σχετικών άρθρων της Συνθήκης, όπως των περιορισμών στο εμπόριο, όσο και για τη διαμόρφωση των ορίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Ειδικότερα, οι υποθέσεις Dassonville, Cassis de Dijon και Keck and Mithouard είναι βαρύνουσας σημασίας για την κατανόηση της εξέλιξης της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην υπόθεση Dassonville (1974), το Δικαστήριο ερμήνευσε για πρώτη φορά την έννοια των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, δηλώνοντας ότι : «όλοι οι εμπορικοί κανόνες που τίθενται σε εφαρμογή από τα κράτη – μέλη, οι οποίοι μπορούν να παρεμποδίσουν, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο πρέπει να θεωρούνται μέτρα τα οποία έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους ποσοτικούς περιορισμούς». Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε διατάξεις της βελγικής νομοθεσίας, βάσει των οποίων απαιτούνταν αυστηρές διατυπώσεις πιστοποίησης, και συγκεκριμένα επίσημο πιστοποιητικό προέλευσης, για την εισαγωγή ουίσκι (Brati O., 2020, σελ. 195). Το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιου είδους μέτρα αναφορικά με τα εισαγόμενα προϊόντα συνιστούν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, θέτοντας, έτσι, ένα πολύ ευρύ πλαίσιο για τον ορισμό των περιορισμών. Τόνισε, μάλιστα, ότι το σημαντικότερο στοιχείο, για να καθοριστεί εάν ένα εθνικό μέτρο εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 34 της Συνθήκης, αναφορικά με τους ποσοτικούς περιορισμούς και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, είναι το αποτέλεσμα που αυτό επιφέρει. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι ο σχετικός καθοριστικός παράγοντας για τον χαρακτηρισμό ή μη ενός μέτρου ως (μέτρου) ισοδυνάμου αποτελέσματος δεν είναι αποκλειστικά το εάν εισάγει διάκριση μεταξύ εθνικών και εισαγόμενων προϊόντων (ΔΕΕ, Απόφαση 11.07.1974, C-74/82, Procureur du Roi v Benoît and Gustave Dassonville, σκέψεις 2 και 3 και συμπέρασμα).
Στη συνέχεια, η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Cassis de Dijon (1979) δέχθηκε ότι ενδέχεται να υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών – μελών, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν πολυάριθμα εμπόδια στις μεταξύ τους συναλλαγές. Επιπλέον, επιβεβαίωσε ότι η ως άνω αναφερόμενη απαγόρευση του άρθρου 34 της Συνθήκης, όπως αυτή ερμηνεύθηκε και στην υπόθεση Dassonville, θα μπορούσε να καλύπτει και εθνικά μέτρα που εφαρμόζονται εξίσου σε εθνικά και σε εισαγόμενα αγαθά, χωρίς, δηλαδή, το στοιχείο της διάκρισης. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας, οι οποίες απαγόρευαν την πώληση λικέρ με χαμηλή περιεκτικότητα, δηλαδή κάτω του 25%, σε αλκοόλ (Brati O., 2020, σελ. 196). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω μέτρο συνιστούσε έναν ρυθμιστικό περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, εκτός εάν δικαιολογούνταν από «επιτακτικές ανάγκες», όπως η προστασία της δημόσιας υγείας ή των καταναλωτών. Παράλληλα, με την εν λόγω υπόθεση εισήχθη η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, σύμφωνα με την οποία ένα προϊόν που παράγεται και κυκλοφορεί νόμιμα σε ένα κράτος – μέλος, πρέπει να επιτρέπεται να κυκλοφορεί ελεύθερα και στα υπόλοιπα κράτη – μέλη. Η εξέλιξη αυτή απέδωσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην υπό ανάλυση αρχή και περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τα περιθώρια των κρατών – μελών να επιβάλλουν μονομερείς περιοριστικές ρυθμίσεις (ΔΕΕ, Απόφαση 20.02.1979, C-79/42, Rewe-Zentral AG v Bundesmonopolverwaltung für Branntwein, σκέψεις 3,4 και 5).
Περίπου είκοσι χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης επί της υπόθεσης Dassonville, το Δικαστήριο θεώρησε απαραίτητο να επισημάνει ορισμένους περιορισμούς σχετικά με τα «μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος» του άρθρου 34 της Συνθήκης. Με την υπόθεση Keck and Mithouard (1993) παρατηρήθηκε στροφή στη νομολογία του Δικαστηρίου, καθώς εισήχθη η διάκριση μεταξύ των «κανόνων που αφορούν το προϊόν» και των «κανόνων πώλησης». Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανόνες που ρυθμίζουν τις συνθήκες πώλησης των εμπορευμάτων, όπως η απαγόρευση πωλήσεων κάτω του κόστους, δεν συνιστούν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, εκτός εάν έχουν ως συνέπεια τη διαφορετική μεταχείριση εθνικών και εισαγόμενων αγαθών. Έτσι, με αυτήν την απόφαση περιορίστηκε σημαντικά η ευρύτητα του ορισμού των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος που είχε δοθεί με την απόφαση Dassonville, γεγονός που παρείχε μια επιπλέον δικλείδα ασφαλείας στις επιχειρήσεις και στα κράτη – μέλη της Ένωσης (ΔΕΕ, Απόφαση 24.11.1993, C-267/91 και C-268/91, Criminal proceedings against Bernard Keck and Daniel Mithouard, σκέψη 4).
Όπως καθίσταται αντιληπτό, η συμβολή της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εξέλιξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Η απόφαση επί της υπόθεσης Cassis de Dijon, για παράδειγμα, αφενός ενίσχυσε την αλληλεπίδραση μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και αφετέρου μείωσε το χάσμα μεταξύ των κρατών – μελών. Παράλληλα, μέσω της απόφασης επί της υπόθεσης Keck and Mithouard εξασφαλίστηκε μεγαλύτερη σαφήνεια όσον αφορά την έννοια των περιορισμών του εμπορίου, με ταυτόχρονη μείωση των περιπτώσεων ασαφών όρων, που οδηγούσαν σε νομικές αβεβαιότητες (Regan D., 2010, σελ. 465-468). Ωστόσο, οι προκλήσεις στο πεδίο αυτό παραμένουν. Η ενίσχυση της περιβαλλοντικής προστασίας, οι ανησυχίες για τη δημόσια υγεία, αλλά και οι κοινωνικές αξίες εν γένει εξακολουθούν να δοκιμάζουν την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας του εμπορίου και της εθνικής κυριαρχίας των κρατών – μελών. Σε αυτό το πολυσύνθετο πλαίσιο, το Δικαστήριο αντιμετωπίζει ουκ ολίγες φορές δύσκολα διλήμματα, όπως είναι για παράδειγμα η ανάγκη ενίσχυσης της βιωσιμότητας, χωρίς να θίγεται η οικονομική ενοποίηση της Ένωσης. Επιπλέον, η πανδημία COVID-19 δημιούργησε νέα εμπόδια, καθώς ορισμένα κράτη – μέλη υιοθέτησαν μονομερή μέτρα, περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, για λόγους υγείας. Όλες αυτές οι εξελίξεις επαναφέρουν στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη σημασία των εξαιρέσεων από τους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αλλά και για την ανάγκη ισχυρότερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών – μελών.
Κλείνοντας, στο μέλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συνεχίσει να προσαρμόζεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, αναδεικνύοντας την ευελιξία και την καινοτομία ως βασικά χαρακτηριστικά της. Παράλληλα, οφείλει να ενισχύσει την ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία του εμπορίου και στις εθνικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές προτεραιότητες, ώστε να εξασφαλίσει ότι η ενιαία εσωτερική αγορά συνιστά ένα μέσο όχι μόνο οικονομικής ανάπτυξης αλλά και κοινωνικής συνοχής και ευημερίας.
Πηγές
- Κυμπουροπούλου Σ. (2024). Ελεύθερη κυκλοφορία Εμπορευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σελ. 18-30. Διαθέσιμο σε : https://polynoe.lib.uniwa.gr/xmlui/bitstream/handle/
- Brati O. (2020). Dassonville and Cassis de Dijon – as the basic jurisprudence of the free movement of goods. Academic Journal of Business, Administration, Law and Social Sciences. Διαθέσιμο σε : https://iipccl.org/wp-content/uploads/2021/08/Olsa-Brati-AJBALS.pdf
- Regan D. (2010). An Outsider’s View of Dassonville and Cassis de Dijon : On Interpretation and Policy. Διαθέσιμο σε : https://repository.law.umich.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=3321&context=articles
- Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. (2024). Θεματολογικά δελτία για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Διαθέσιμο σε :https://www.europarl.europa.eu/factsheets/el/sheet/
- ΔΕΕ (1974) Απόφαση 11.07.1974. Διαθέσιμη σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/ALL/?uri=CELEX%3A61974CJ0008
- ΔΕΕ (1984) Απόφαση της 31.1.1984. Διαθέσιμη σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/ALL/?uri=CELEX%3A61974CJ0008
- ΔΕΕ (1979) Απόφαση της 20.02.1979. Διαθέσιμη σε : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/ALL/?uri=CELEX%3A61978CJ0120
- ΔΕΕ (1993) Απόφαση της 24.11.1993. Διαθέσιμη σε : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A61991CJ0267
Πηγή εικόνας: me4eueu4me (2020) Chapter 1-Free Movement of Goods. Διαθέσιμη σε : https://www.eu.me/en/poglavlje-1-sloboda-kretanja-robe