Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Ιστορία και Πολιτισμός

Η Ostpolitik Της Δικτατορίας Των Συνταγματαρχών Με Τα Κράτη Του Ανατολικού Συνασπισμού

Γράφει ο Αλέξανδρος Ζύκας

Το γεγονός πως η Ελλάδα είχε αποβληθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1969, με τη διαδικασία σύνδεσης της χώρας με τα κράτη της ΕΟΚ να είχε διακοπεί με την επιβολή της δικτατορίας, η τελευταία επέλεξε να στραφεί προς τα κράτη του “υπαρκτού σοσιαλισμού’’ προκειμένου να βρει ερείσματα διπλωματικής αναγνώρισης. Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, τόσο η έντονη πρόσδεση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ όσο και το δίλημμα του “από βορρά κινδύνου’’, δεν έδιναν καμία πιθανότητα συνεννόησης με την ανατολή (Βαλντέν, 2009, σσ. 56-57). Σταδιακά όμως, αυτό αλλάζει για δύο βασικούς λόγους: αρχικά, η ίδια η πολιτική της προεδρίας Νίξον -σε συνεργασία με τον ΥΠΕΞ Χ. Κίσινγκερ- αποσκοπούσε στη γενικότερη δημιουργία ενός πολυπολικού συστήματος, που σήμαινε ότι η Σοβιετική Ένωση (με τους δορυφόρους της) αποτελούσαν ισότιμα μέρη του διεθνούς συστήματος (Χατζηβασιλείου, 2019, σ. 235). Αυτό έδινε τη κατάλληλη αφορμή για να προωθηθούν περαιτέρω οι σχέσεις των ανατολικών με τους δυτικούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ostpolitik του Δυτικογερμανού Καγκελάριου Βίλλυ Μπράντ, η οποία εφαρμόστηκε αυτή τη περίοδο και κορυφώθηκε με την υπογραφή της Βασικής Συνθήκης του 1972 ανάμεσα σε Δυτική και Ανατολική Γερμανία, που παγίωνε και τυπικά την ύπαρξη δύο γερμανικών κρατών (Χατζηβασιλείου, 2019, σ. 252). Ο δεύτερος λόγος ήταν η χρήση των σχέσεων με την ανατολή ως διαπραγματευτικό χαρτί με τους δυτικούς, προκειμένου είτε να προπαγανδίσει σχετικά με τη μη-απομόνωσή της είτε να παρουσιάσει ότι το καθεστώς δεν είναι δικτατορικό από τη στιγμή που υπήρχαν σχέσεις με τα καθεστώτα-πρότυπα των υπό διωγμό κομμουνιστών (Βαλντέν, 2009, σ. 57).

Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκαν και τα ανατολικά κράτη, καθώς από τη μία είχαν μια αποστροφή προς το καθεστώς που ήταν μέλος του ΝΑΤΟ, από την άλλη όμως τα νέα δεδομένα, σε συνδυασμό με την ευκαιρία προπαγάνδισης περί πολιτικού ανοίγματος, έδωσε την ίδια κατάλληλη αφορμή και για τα κράτη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (Βαλντέν, 2009, σσ. 58-59). Η επιλογή των προς εξέταση κρατών έγινε αποκλειστικά με βάση μια πιο ενεργή διπλωματία, καθώς η δικτατορία διατήρησε ένα σχετικά υψηλό επίπεδο εμπορικών συναλλαγών με τα κομμουνιστικά κράτη (Βαλντέν, 2009, σ. 57), ενώ παράλληλα υπήρχαν οι τυπικές έστω διπλωματικές σχέσεις με τη Βουλγαρία και η Σοβιετική Ένωση (Βαλντέν, 2009, σ. 59). Με βάση τα παραπάνω, οι προς εξέταση χώρες της παρούσας εισήγησης θα επικεντρωθούν στη Ρουμανία, την Αλβανία και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Ξεκινώντας με τη Ρουμανία, θα πρέπει να σημειωθεί πως στη χώρα αυτή είχε ήδη εγκατασταθεί η ηγεσία του ΚΚΕ, από όπου -στο Βουκουρέστι- συντόνιζε τις δραστηριότητες των Ελλήνων κομμουνιστών. Η σοβιετική εισβολή όμως του 1968 στη Πράγα, οδήγησε το ΚΚΕ σε εσωτερική ρήξη ανάμεσα σε όσους διαφωνούσαν με τη γραμμή της Μόσχας (και το δόγμα Μπρέζνιεφ) και σε όσους ακολουθούσαν τις κατευθύνσεις του ΚΚΣΕ. Οι δύο πλευρές μάλιστα, πέραν των εσωτερικών διαφωνιών, προσπάθησαν να κερδίσουν την εύνοια του Τσαουσέσκου, με τον Ρουμάνο ηγέτη να επιλέγει να στηρίξει τους διαφωνούντες με τη Μόσχα, ώστε να υποστηρίξει το επιχείρημα περί αυτονομίας από τη Μόσχα. Η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ που στήριζε τη Μόσχα κατέφυγε στην Βουδαπέστη, με αποτέλεσμα να παραμείνει στο Βουκουρέστι η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ που θα δημιουργούσε το ΚΚΕ Εσωτερικού (Pechlivanis, 2021, σσ. 602-603).

Σε επίπεδο διμερών σχέσεων, η Ελλάδα σύνηψε διπλωματικές σχέσεις με τη Ρουμανία το 1956, χωρίς να προχωρήσει σε μια περαιτέρω ενισχυμένη συνεργασία. Αυτό όμως θα αλλάξει με την επιβολή της δικτατορίας, καθώς η ελληνική πλευρά θα επιχειρήσει ένα διπλωματικό άνοιγμα προς το Βουκουρέστι, πιέζοντας μάλιστα για ένα περαιτέρω άνοιγμα. Μέχρι και το 1973, τα καλέσματα της δικτατορίας για την ανάγκη περαιτέρω βαλκανικής συνεννόησης, βρήκαν ευήκοα ώτα στη Ρουμανία, καθώς ο Τσαουσέσκου έβλεπε θετικά τη συνεργασία με τη δικτατορία, παρά το γεγονός πως κατηγορούσε το καθεστώς ως «δικτατορικό, υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ». Μέχρι και το 1972, η Αθήνα και το Βουκουρέστι είχαν αναπτύξει πολύ στενές επαφές, με τον ίδιο τον Τσαουσέσκου μάλιστα να προτίθεται να επισκεφθεί την Αθήνα.  Οι προειδοποιήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ Εσωτερικού σε συνδυασμό με τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, οδήγησε στη διαρραγή της εικόνας της δικτατορίας ως ενός ισχυρού καθεστώτος για τη ρουμανική πλευρά (Pechlivanis, 2021, σσ. 604-608).

Το πιο σημαντικό βήμα που έκανε η δικτατορία ήταν η επανέναρξη διπλωματικών σχέσεων με την Αλβανία. Μέχρι και την επιβολή της δικτατορίας, οι δύο χώρες διατηρούσαν μια έντονη επιφυλακτικότητα η μία προς την άλλη λόγω της ύπαρξης του εμπολέμου, των ελληνικών διεκδικήσεων προς τη Βόρεια Ήπειρο καθώς και λόγω των γενικότερων μικροσυμπλοκών στα σύνορα (Σφέτας, 2018, εφ. Η Καθημερινή). Η ρήξη όμως της Αλβανίας με το ανατολικό μπλοκ και τη Σοβιετική Ένωση, θεωρήθηκε από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ως μια καλή ευκαιρία προσέγγισης της Αλβανίας. Οι ελληνικές διεκδικήσεις έναντι της Βορείου Ηπείρου σε συνδυασμό με τις έντονες αντιδράσεις των βορειοηπειρωτικών συλλόγων στο ενδεχόμενο ελληνοαλβανικής προσέγγισης, οδηγούσαν τα Τίρανα προς την άρνηση. Ακόμη όμως και μετά την άνοδο των συνταγματαρχών στην εξουσία το 1967, οι διμερείς σχέσεις ήταν ακόμη σε χαμηλό επίπεδο για περίπου δύο χρόνια. Έγινε όμως μια πρώτη προσπάθεια από τους πραξικοπηματίες για να προσεγγίσουν την Αλβανία, με τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών Παύλο Οικονόμου-Γκούρα να κάνει λόγο για προσπάθεια επανεκκίνησης του διαλόγου με την Αλβανία. Αυτή η προσπάθεια διαλόγου ξεκίνησε σε ένα πρώτο επίπεδο ως προς τα οικονομικά ζητήματα κι ειδικότερα αυτό της δημιουργίας οικονομικών επιμελητηρίων εκατέρωθεν. Το στρατιωτικό καθεστώς δεν είχε πολλά περιθώρια αντίδρασης, καθώς ναι μεν θα μπορούσε να θίξει ζήτημα καταπάτησης των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Αλβανίας στον ΟΗΕ, αλλά θα λειτουργούσε αντίστροφα, λόγω του ότι κι αυτό έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα στο εσωτερικό με τους αντιφρονούντες.

Για να μην υπάρχουν προβλήματα, επιχείρησαν να διαλύσουν τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους, ενώ δημιουργήθηκαν σύλλογοι που ήταν πλήρως ελεγχόμενοι από τη χούντα (Ντάγιος, 2015, σ. 267). Η εξέλιξη όμως που θα διευκόλυνε τη διαπραγμάτευση ήρθε από τρίτο παράγοντα. Αυτός ήταν ο Αμερικανός πρόεδρος Νίξον, ο οποίος στο Βουκουρέστι τον Αύγουστο του 1969 έκανε λόγο για “ειρήνη και προσέγγιση’’ με τον ανατολικό συνασπισμό. Η κυβέρνηση των Αθηνών βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει δίχως πρόβλημα τη διαδικασία επανέναρξης, καθώς οι ίδιοι οι Αμερικανοί θεωρούσαν πως από τη στιγμή που η Αλβανία είχε απομακρυνθεί από τη σοβιετική σφαίρα επιρροής, η Ελλάδα δεν διέτρεχε κίνδυνο από τον βορρά (Ντάγιος, 205, σσ. 273-274). Τελικά, η Αθήνα και τα Τίρανα ήλθαν αρχικά σε εμπορική συμφωνία τον Ιανουάριο του 1970, με την οριστική επανέναρξη να έρχεται στις 6 Μαΐου 1971, οπότε και συμφωνήθηκε η ανταλλαγή πρεσβευτών (Σφέτας, 2021, σσ. 173-174). Σταδιακά, οι δύο πλευρές γνώρισαν μια περίοδο ηρεμίας και σταθερότητας, με το Βορειοηπειρωτικό θέμα να γίνεται πλέον μειονοτικό ζήτημα.

Τέλος, με αφορμή και την ελληνο-αλβανική προσέγγιση, η Αθήνα αποφάσισε να επιδιώξει την εξομάλυνση των σχέσεων και με την Λαϊκή Κίνα. Σε αυτή την εξέλιξη βασικό ρόλο έπαιξε το διεθνές πολιτικό πλαίσιο, καθώς από τη μία πλευρά η Αλβανία θεωρούταν ως ένα προκεχωρημένο κινεζικό φυλάκιο, ενώ από την άλλη υπήρχε το γενικότερο θετικό κλίμα λόγω και της σινο-αμερικανικής προσέγγισης. Ενώ στο αρχικό στάδιο των διαπραγματεύσεων, η διαδικασία κινούταν με αργούς ρυθμούς καθώς η Λαϊκή Κίνα πίεζε την Αθήνα να διακόψει πλήρως τις σχέσεις της με τη Ταϊβάν, η επίσκεψη του Νίξον στο Πεκίνο επιτάχυνε τις διαδικασίες. Τελικά, στις 19 Μαΐου 1972 οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην έναρξη διπλωματικών σχέσεων, με την Αθήνα να προβαίνει σε αναγνώριση της Λαϊκής Κίνας ως της νόμιμης εκπροσώπου της Κίνας στον ΟΗΕ και να “λαμβάνει υπόψη’’ τη θέση του Πεκίνου πως η Ταϊβάν αποτελεί κινεζική επαρχία. Οι βασικοί λόγοι που έγινε τελικά η συνεννόηση είναι αρχικά ο κοινός αντίπαλος που ήταν η Σοβιετική Ένωση -για την Κίνα από τη δεκαετία του 1960- καθώς κι οι μεγάλες εμπορικές δυνατότητες που θα έδιναν την απαιτούμενη ώθηση στις ελληνικές εμπορικές εξαγωγές. Εν τούτοις, η διαδικασία αυτή έμεινε σχετικά στάσιμη, καθώς προχωρούσε με αργούς ρυθμούς, μέχρι και τα γεγονότα στη Πλατεία Τιεναμέν το 1989 (Χουρχούλης, 2019, εφ. Η Καθημερινή).

Συμπερασματικά, ο χαρακτηρισμός των σχέσεων της δικτατορίας με τον ανατολικό συνασπισμό ως “παράταιροι εταίροι’’ -όπως θα έλεγε κι ο Σωτήρης Βαλντέν- είναι σωστός. Η διπλωματική απομόνωση της δικτατορίας από τον δυτικό κόσμο σε συνδυασμό με τη γενικότερη προσέγγιση των ΗΠΑ με την Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της, και κυρίως με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, άλλαξαν τα δεδομένα. Ενδεικτικά, η διεθνής συγκυρία ώθησε την Αθήνα να εξομαλύνει τις διπλωματικές της σχέσεις με την Αλβανία και τη Λαϊκή Κίνα, βρίσκοντας παράλληλα στο πρόσωπο του Τσαουσέσκου τον σύμμαχο εκείνο με τον όποιο είχε παρόμοιους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς.

 

Βιβλιογραφία

Σωτήρης Βαλντέν. (2009). Παράταιροι εταίροι: ελληνική δικτατορία, κομμουνιστικά καθεστώτα και Βαλκάνια 1967-1974.  Εκδόσεις Πόλις.

Ευάνθης Χατζηβασιλείου. (2019). Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου. Εκδόσεις Πατάκη.

Paschalis Pechlivanis (2021) An Uneasy Triangle: Nicolae Ceaușescu, the Greek Colonels and the Greek Communists (1967-1974), The International History Review, 43:3, 598-613, DOI: 10.1080/07075332.2020.1764609

Χουρχούλης, Δ. (2019). Διπλωματικές σχέσεις Αθήνας-Πεκίνου. Η Καθημερινή.

Ντάγιος, Σ. (2015). Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι διμερείς σχέσεις και η ελληνική εθνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου 1945-1991. Εκδόσεις Literatus.

Σφέτας, Σ. (2021). Η αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών διπλωματικών σχέσεων (1970-1971). Στο Ν. Μαραντζίδης & Η. Σκουλίδας (Επιμ.), Ελλάδα και Αλβανία στον Ψυχρό Πόλεμο: Πολιτικές, ιδεολογίες, νοοτροπίες (σσ. 165-182). Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Σφέτας, Σ. (2018). Οι σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας. Η Καθημερινή.