Γράφει ο Δημήτρης Καραντώνης
Η πρόσφατη κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης αποτελεί γεγονός που δεν επηρεάζει μόνο την εσωτερική πολιτική της χώρας, αλλά και την ευρύτερη ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή. Αυτό συμβαίνει, επειδή η πολιτική αστάθεια που έχει προκύψει από την πτώση της κυβέρνησης του Olaf Scholz αποτυπώνει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων. Εξετάζοντας το πλαίσιο, τις αιτίες και τις συνέπειες της κατάρρευσης, αναδεικνύεται μια πολυδιάστατη εικόνα γεμάτη προκλήσεις για το μέλλον της Γερμανίας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πτώση της κυβέρνησης του Olaf Scholz , που ηγήθηκε μιας τριμερούς συμμαχίας μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων Δημοκρατών (FDP), ήταν αναμενόμενη. Πιο συγκεκριμένα, η συμμαχία αυτή, που σχηματίστηκε το 2021, θεωρήθηκε ως μια πρωτοποριακή αλλά ευάλωτη συνεργασία (AP News, 2024). Οι διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις των εταίρων προκάλεσαν συνεχείς εντάσεις, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση για τη διαχείριση του κρατικού προϋπολογισμού. Επιπλέον, η απόφαση του Scholz να απομακρύνει τον Υπουργό Οικονομικών Christian Lindner, αρχηγό του FDP, αποτέλεσε την τελική ρήξη που οδήγησε στην απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (The Guardian, 2024). Παράλληλα, η αποτυχία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά της προβλήματα, συνδέεται στενά με την απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου να ακυρώσει τη μεταφορά 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, αρχικά προορισμένων για την πανδημία, σε άλλες πολιτικές προτεραιότητες. Ως αποτέλεσμα, αυτό το γεγονός επιδείνωσε τις ήδη υπάρχουσες εντάσεις σχετικά με το δημοσιονομικό φρένο της Γερμανίας, έναν θεσμό που επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στις κρατικές δαπάνες και έχει κατηγορηθεί για την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης (CNN, 2024). Η πτώση της κυβέρνησης ενισχύθηκε επίσης από την απογοήτευση των ψηφοφόρων. Παρά τις αρχικές ελπίδες, η συμμαχία απέτυχε να δώσει λύσεις σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η οικονομική ανάπτυξη, η ενεργειακή μετάβαση και η μετανάστευση, ενώ οι διαρροές στον Τύπο και οι ενδοκυβερνητικές συγκρούσεις συνέβαλαν στη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κόσμου (CNN, 2024).
Η διάλυση του κυβερνητικού σχήματος, ωθεί πλέον την Γερμανία σε καθεστώς υπηρεσιακής κυβέρνησης έως τις πρόωρες εκλογές, που έχουν προγραμματιστεί για τις 23 Φεβρουαρίου 2025 (The Conversation, 2024). Αν και η υπηρεσιακή κυβέρνηση είναι λειτουργική σε καθημερινά ζητήματα, δεν μπορεί να λάβει σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, γεγονός που αφήνει τη χώρα εκτεθειμένη σε κρίσιμες προκλήσεις, όπως η αναβάθμιση της άμυνας και η αντιμετώπιση των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης. Η πολιτική αστάθεια αποτελεί σοβαρό πλήγμα για τη φήμη της Γερμανίας, μιας χώρας όπου στα παρελθόν διακρινόταν για τις σταθερές κυβερνήσεις και την ικανότητα για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Σε αυτό το κλίμα, οι επερχόμενες εκλογές αναμένεται να είναι σκληρά αμφίρροπες, με την παραδοσιακή Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), υπό την ηγεσία του Friedrich Merz, να εμφανίζεται ως το φαβορί. Ο Merz έχει δεσμευτεί να αναθεωρήσει το δημοσιονομικό φρένο, κάτι που μπορεί να προσφέρει νέα ώθηση στην οικονομία (The Conversation, 2024). Επιπλέον, η πτώση της κυβέρνησης ενδέχεται να ανοίξει τον δρόμο για μια πιο προοδευτική δημοσιονομική πολιτική, που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην οικονομία. Η αναθεώρηση του δημοσιονομικού φρένου είναι κεντρικό ζήτημα στη συζήτηση, καθώς πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι έχει περιορίσει τις δημόσιες επενδύσεις (Reuters, 2024). Η πιθανότητα μεγαλύτερων δαπανών έχει ήδη επηρεάσει θετικά τις αγορές, με τον δείκτη DAX της Γερμανίας να ξεπερνά άλλους ευρωπαϊκούς δείκτες μετά την πτώση της κυβέρνησης (Reuters, 2024). Ωστόσο, η δημοσιονομική χαλάρωση αντιμετωπίζει προκλήσεις. Ο Friedrich Merz έχει δηλώσει ότι θα υποστηρίξει αλλαγές στο “debt brake” μόνο αν οι πρόσθετες δαπάνες επενδυθούν σε αναπτυξιακά προγράμματα και όχι σε κοινωνικές παροχές. Οι συζητήσεις για το μέλλον του δημοσιονομικού φρένου αναμένεται να κυριαρχήσουν στην προεκλογική περίοδο, ενώ η αβεβαιότητα για το αν η επόμενη κυβέρνηση θα μπορέσει να συμφωνήσει σε μια φιλόδοξη στρατηγική επενδύσεων παραμένει (CNN, 2024).
Παρ’ όλα αυτά, παραμένει αβέβαιο κατά πόσο η επόμενη κυβέρνηση θα καταφέρει να σχηματίσει έναν σταθερό συνασπισμό, καθώς κανένα κόμμα δεν αναμένεται να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία. Επιπλέον, οι ακροδεξιές και ακροαριστερές παρατάξεις ενισχύονται. Συγκεκριμένα, το “Alternative für Deutschland” (AfD) σημειώνει άνοδο στις δημοσκοπήσεις, εκμεταλλευόμενο τη δυσαρέσκεια για τη διαχείριση της μετανάστευσης και της οικονομίας (The Guardian, 2024). Παρόλο που τα παραδοσιακά κόμματα αποκλείουν συνεργασία με το AfD, η άνοδός του αντανακλά μια διεύρυνση του πολιτικού χάσματος. Την ίδια στιγμή, η «Συμμαχία Sahra Wagenknecht » (BSW) αποκτά δυναμική στην ακροαριστερά του πολιτικού φάσματος, προσελκύοντας δυσαρεστημένους ψηφοφόρους από την Αριστερά και τη Σοσιαλδημοκρατία. Οι θέσεις της BSW για περιορισμό της μετανάστευσης και αυξημένα κοινωνικά μέτρα φαίνεται να αντηχούν ιδιαίτερα στην Ανατολική Γερμανία.
Παράλληλα, η πτώση της γερμανικής κυβέρνησης έχει ευρύτερες συνέπειες και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς συνοδεύτηκε από αντίστοιχη κρίση στη Γαλλία. Η Γερμανία και η Γαλλία αποτελούν τους κινητήριους μοχλούς της ΕΕ, και η ταυτόχρονη αποδυνάμωση των ηγεσιών τους προκαλεί κενό εξουσίας στην «γηραιά» ήπειρο (The New York Times, 2024). Η απουσία ισχυρής ηγεσίας καθιστά δύσκολη τη λήψη αποφάσεων για σημαντικά θέματα, όπως η ενεργειακή ασφάλεια, η στρατιωτική ενίσχυση και η οικονομική ανάκαμψη. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς καλείται να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που προκαλούν η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις της εκλογής του Donald Trump στις Ηνωμένες Πολιτείες (The New York Times, 2024). Η πιθανή αποδυνάμωση της διατλαντικής συνεργασίας και η ανάγκη για αύξηση των αμυντικών δαπανών αναδεικνύουν την ανάγκη για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ενότητα. Ωστόσο, η πολιτική αβεβαιότητα στη Γερμανία δυσχεραίνει αυτή την προοπτική. Παράλληλα, η οικονομική στασιμότητα της Γερμανίας, που μόλις απέφυγε την ύφεση, αποτελεί σοβαρή ανησυχία. Ως αποτέλεσμα, η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει την πίεση από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και την ανάγκη για εκσυγχρονισμό της υποδομής και της βιομηχανικής της βάσης (The New York Times, 2024). Μια πιθανή αλλαγή στην οικονομική στρατηγική της Γερμανίας θα μπορούσε να δώσει ώθηση και σε ολόκληρη την ΕΕ, δημιουργώντας ευκαιρίες για πιο στενή συνεργασία και κοινές επενδύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων. Πρώτον, η ανάγκη για αναβάθμιση της στρατιωτικής ικανότητας της Γερμανίας είναι πιο φανερή από ποτέ, δεδομένων των εξελίξεων στην Ουκρανία και της αυξανόμενης πίεσης για ανεξαρτησία από την αμερικανική αμυντική υποστήριξη. Δεύτερον, η επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε δημοσιονομική πειθαρχία και επενδυτική ώθηση αποτελεί πρόκληση, ειδικά υπό το φως των αυξανόμενων κοινωνικών απαιτήσεων και των προκλήσεων που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού. Τρίτον, το ζήτημα της ενίσχυσης της εσωτερικής συνοχής παραμένει κρίσιμο, καθώς η αυξανόμενη δημοφιλία κομμάτων που βρίσκονται στα πολιτικά άκρα, όπως το AfD στα δεξιά και το Sahra Wagenknecht Alliance στα αριστερά, απειλεί την παραδοσιακή σταθερότητα του γερμανικού πολιτικού συστήματος (CNN, 2024). Η ανικανότητα των παραδοσιακών κομμάτων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτές τις προκλήσεις όχι μόνο θα περιπλέξει τις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία κυβερνήσεων, αλλά ενδέχεται να επηρεάσει και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η εκλογική διαδικασία που προγραμματίζεται για τον Φεβρουάριο του 2025, ενώ παρέχει ελπίδες για ανανέωση και σταθερότητα, ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Τα αποτελέσματα πιθανότατα θα καταδείξουν την έντονη πολιτική πολυδιάσπαση, δυσχεραίνοντας τη δημιουργία μιας σταθερής κυβέρνησης. Ωστόσο, η ανάγκη για αποτελεσματική ηγεσία και λειτουργική συνεργασία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι πιο κρίσιμη από ποτέ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σύνθετες προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
Συνοψίζοντας, η κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης υπό τον Olaf Scholz αποτελεί ένα σημείο καμπής για τη Γερμανία και την Ευρώπη συνολικά, καθώς αποκαλύπτει τις δυσκολίες της σύγχρονης πολιτικής διακυβέρνησης σε ένα περιβάλλον αυξημένων οικονομικών, γεωπολιτικών και κοινωνικών πιέσεων. Η αστάθεια που προέκυψε από τη διάλυση της τριμερούς συμμαχίας εγείρει ερωτήματα για την ανθεκτικότητα των πολιτικών συστημάτων της Ε.Ε., ενώ οι ευρύτερες προεκτάσεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την ασφάλεια και την ανταγωνιστικότητα είναι κρίσιμες. Ποιος είναι ο ρόλος της Γερμανίας ως ηγέτιδας δύναμης της Ε.Ε. σε έναν κόσμο όπου οι εξωτερικές απειλές εντείνονται και οι εσωτερικές διαιρέσεις βαθαίνουν; Μπορεί η Ευρώπη να επαναπροσδιορίσει την πολιτική και οικονομική της στρατηγική εν μέσω αυτών των αναταράξεων, ή θα διολισθήσει σε μια περίοδο παρατεταμένης αβεβαιότητας; Τέλος, οι επερχόμενες εκλογές αποτελούν μια ευκαιρία για ανανέωση ή κινδυνεύουν να βαθύνουν τις πολώσεις που ήδη διαφαίνονται στην κοινωνία και την πολιτική σκηνή της Γερμανίας; Αυτά τα ερωτήματα δημιουργούν μια κατάσταση προβληματισμού, προσκαλώντας σε αναλογισμό σχετικά με τις βαθύτερες συνέπειες της πολιτικής αστάθειας στη Γερμανία, αλλά και τις ευρύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Βιβλιογραφία
AP News. (2024). “Five Things to Know about Germany’s Government Crisis.” AP News. Διαθέσιμο σε : https://apnews.com/article/germany-politics-government-collapse-new-elections-a316c7317ae47a3c6320c6902846f574
Connolly, K. (2024). “Why Has Germany’s Government Collapsed and What Happens Next?” The Guardian. Διαθέσιμο σε : www.theguardian.com/world/2024/nov/07/why-germany-government-collapsed-what-happens-next.
Ehl, D. (2024). “What next for Germany after Government Collapse? A Timeline.”, Deutsche Welle. Διαθέσιμο σε : www.dw.com/en/what-next-for-germany-after-government-collapse-a-timeline/a-70729309.
Karcher, K. (2024). “Why the German Government Collapsed and What to Expect Now.” The Conversation. Διαθέσιμο σε : https://theconversation.com/why-the-german-government-collapsed-and-what-to-expect-now-243164.
Schuetze, C., F, and Tankersley, J. (2024). “German Government Collapses as Chancellor Olaf Scholz Loses Confidence Vote.” The New York Times. Διαθέσιμο σε : www.nytimes.com/2024/12/16/world/europe/germany-confidence-vote-scholz-snap-election.html.
Shukla, S. (2024). “Germany’s Scholz Has Lost a Confidence Vote. Here’s What Comes Next.” CNN. Διαθέσιμο σε : https://edition.cnn.com/2024/12/16/europe/germany-scholz-election-government-collapse-intl/index.html.
Tanno, S., Shukla, S. and Dmitracova, O. (2024). “Germany’s Normally Stable Government Has Collapsed. Here’s Why.” CNN. Διαθέσιμο σε : https://edition.cnn.com/2024/11/07/europe/germany-government-collapse-explainer-intl/index.html.
Yoruk Bahceli, I, S., & Masoni, D. (2024). German government collapse could have silver lining for Europe’s markets. Reuters. Διαθέσιμο σε :https://www.reuters.com/world/europe/german-government-collapse-could-have-silver-lining-europes-markets-2024-11-12/
Πηγή Εικόνας
News.az. (2025). “Germany’s SPD has once again nominated Olaf Scholz as its candidate for chancellor”. News.az. Διαθέσιμο σε : https://news.az/news/germany-s-spd-has-once-again-nominated-olaf-scholz-as-its-candidate-for-chancellor