Γράφει ο Αναστάσιος Μπίρτσιος
Η πολιτική του Ντόναλτ Τραμπ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κεφάλαια στις εξωτερικές υποθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (εφεξής ΗΠΑ). Αυτό, αποδεικνύεται από την πρώτη του κιόλας θητεία, η οποία χαρακτηρίζεται από τολμηρές αλλά και πολλές φορές πρωτοφανείς αποφάσεις. Μία παρόμοια προσπάθεια άσκησης εξωτερικής πολιτικής επιχειρεί να εφαρμόσει ξανά στην περιοχή στη δεύτερη θητεία του. Παρόλα αυτά, δεν είναι ακόμα εξ ολοκλήρου εμφανείς οι νέοι στρατηγικοί στόχοι του Αμερικανού προέδρου.
Η πρώτη θητεία του Τραμπ είχε ως κύριους στόχους τον απομονωτισμό και την όσο το δυνατό λιγότερη παρέμβαση των ΗΠΑ σε εξωτερικές υποθέσεις. Παράλληλα, αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες με τη διαχείριση της πανδημίας του Covid-19, γεγονός που τον ανάγκασε να απεμπλακεί σταδιακά από τη στρατηγική περιοχή της Μέσης Ανατολής (Kepel G., 2021, σελ. 16-18). Η πολιτική αποφυγής στρατιωτικών συγκρούσεων, κυρίως σε Συρία και Ιράκ, αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της κυβέρνησης του. Συγκεκριμένα, το 2019 αυτή η πολιτική πραγματοποιήθηκε με την απόσυρση των αμερικανών στρατιωτών από το πεδίο της Συρίας, παρά τις έντονες ενστάσεις της κουρδικής πλευράς, η οποία είχε υποστεί μεγάλες ανθρώπινες απώλειες (Kepel G., 2021,σελ. 30-34). Η εισροή μαχητών του Ισλάμ, οι οποίοι απομακρύνονταν από το Ιντλίπ και περνούσαν στην Τριπολίτιδα, έφερε τη δημιουργία μίας διεθνικής σύγχρονης τζιχαντιστικής ομάδας υπό την ηγεσία του Ερντογάν. Η κατάσταση αυτή φάνηκε να μην ωφελεί τις ΗΠΑ, καθώς προσέφερε στη Ρωσία την ευκαιρία να προστατέψει τα δικαιώματα των Κούρδων. Παράλληλα, η Τουρκία προχώρησε σε επιθετικές επιχειρήσεις ενάντια τόσο των Κούρδων, όσο και του καθεστώτος Άσαντ (Kepel G., 2021, σελ. 76-78).
Όσον αφορά τις σχέσεις Ιράν-ΗΠΑ υπό την προεδρία του Τραμπ, κάθε άλλο παρά ομαλές ήταν. Όλα ξεκίνησαν όταν λήφθηκε η απόφαση, από πλευράς ΗΠΑ, για την απόσυρση από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης, γνωστό και ως Πυρηνική Συμφωνία με το Ιράν. Η εν λόγω συμφωνία είχε υπογραφεί από τον Μπαράκ Ομπάμα και στόχευε στον περιορισμό του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος σε συνδυασμό, όμως, με την εξάλειψη οικονομικών κυρώσεων από την Αμερική (Τριανταφύλλου Δ., 2025). Ο Τραμπ, πιστεύοντας πως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί εγγύηση για την παύση της δημιουργίας πυρηνικών όπλων από το Ιράν, αποφάσισε την κατάργηση της συμφωνίας. Επίσης, η συνεχιζόμενη στήριξη της σε τρομοκρατικές οργανώσεις προκάλεσε την ακύρωση της συμφωνίας (Kepel. G., 2021, 95-98). Αποκορύφωμα αυτών των κινήσεων αποτέλεσε η δολοφονία του Ιρανού στρατηγού, Κασλέμ Σουλειμανί, και του υπεύθυνου για το πυρηνικό πρόγραμμα των Ιρανών, Μοχσέν Φαχριζαντέχ. Έτσι, επήλθαν αυστηρά οικονομικά μέτρα από τις ΗΠΑ, κάτι που διατήρησε την ένταση στην Μέση Ανατολή. Αυτά τα μέτρα αφορούσαν κυρίως φραγμούς στις εξαγωγές πετρελαίου, στις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές και στην εφοπλιστική δραστηριότητα του ιρανικού καθεστώτος. Συγκεκριμένα, το 2019 πουλούσε πια μόνο 651.000 βαρέλια τη μέρα κάτι που έφερε τη συρρίκνωση του ΑΕΠ στο 7,6% το 2019 κάτι που συνεχίστηκε και το 2020 (Kepel G., 2021, σελ. 98-101).
Η διαμεσολάβηση του Τραμπ, με σκοπό την εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (εφεξής ΗΑΕ) και Ισραήλ τον Αύγουστο του 2020 διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για τις σχέσεις των κρατών στην περιοχή. Επιπλέον, την ίδια χρονική περίοδο, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών επιδίωκε να μεσολαβήσει ο ίδιος μεταξύ του Ιρακινού πρωθυπουργού και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για να λυθεί η διαμάχη μεταξύ των δύο. Διαμάχη, που είχε ξεσπάσει λόγω του θανάτου Ιρακινών αξιωματικών από τουρκικά drones. Αυτή η κίνηση αποσκοπούσε στη συνδρομή των ΗΠΑ στο Ιράκ, με απώτερο στόχο να απαλλαγεί το τελευταίο από την ιρανική κηδεμονία (Λάβδας. Κ. Α., 2025).
Στις 27 Οκτωβρίου του 2020, η δολοφονία του Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάτι, από αμερικανική επιχείρηση, έδωσε την ευκαιρία στον Τραμπ να ενδυναμώσει εκ νέου την θέση των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Με αυτό τον τρόπο πέτυχε να εξισορροπήσει τον διεθνή απόηχο, που προκάλεσε η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το συριακό έδαφος (Kepel G., 2021, σελ. 141-143).
Αδιαμφισβήτητα, μία από τις σπουδαιότερες επιτυχίες της εξωτερικής πολιτικής Τραμπ ήταν η Συμφωνία του Αβραάμ το 2020, η οποία προσυπέγραφε τη συμφιλίωση μεταξύ Ισραήλ, Αραβικών Εμιράτων και Μπαχρέιν. Αυτή η συμφωνία τόνωσε τόσο τις οικονομικές όσο και τις στρατηγικές σχέσεις μεταξύ των χωρών (Kepel G., 2021, σελ. 68-71). Ιδιαίτερα, ΗΑΕ και Ισραήλ προχώρησαν σε εκ νέου συμφωνίες για συνεργασία σε τεχνολογία, τουρισμό και ασφάλεια. Η επικύρωση αυτής της συμφωνίας αποτελεί μία σπουδαία διπλωματική επιτυχία της κυβέρνησης Τραμπ, καθώς πέρα από την προώθηση ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, πέτυχε να μειώσει σημαντικά την επιρροή του Ιράν (Γαραντζιώτη Γ., 2024).
Μία αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας σύμβαση αποτελεί η Συμφωνία της Ντόχας, που συνομολογήθηκε τον Φεβρουάριο του 2020. Η συμφωνία υπεγράφη ανάμεσα στους Ταλιμπάν και τις ΗΠΑ και σήμανε σταδιακά τη λήξη του εικοσαετούς πολέμου στο Αφγανιστάν. Το κυριότερο μέρος του κειμένου προέβλεπε την αποχώρηση του αμερικανικού στρατού σε συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο. Δηλαδή, απομάκρυνση 5.000 στρατιωτών τις πρώτες 135 μέρες και έκτοτε την ολική απομάκρυνση των Αμερικανών με τη συμπλήρωση 14 μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας. Από τη μεριά τους οι Ταλιμπάν υποχρεώνονταν να εμποδίσουν τη δράση της Αλ Κάιντα στην περιοχή, καθώς επίσης και να έρθουν σε συμβιβασμό με την αφγανική κυβέρνηση (Kepel G., 2021, σελ. 49-54). Η προσπάθεια του Τραμπ, αντικατόπτριζε τον στόχο εκείνης της περιόδου, ο οποίος ήταν η απεμπλοκή από όσο το δυνατό περισσότερες συγκρούσεις. Παρόλα αυτά, η υλοποίηση των ανωτέρω δεσμεύσεων αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα, με ζητήματα που συνεχίζουν να αποτελούν ανεπίλυτα προβλήματα στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Στην παρούσα στιγμή, με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό να εντείνεται στην περιοχή, το μόνο σίγουρο είναι πως στη δεύτερη θητεία του ο αμερικανός πρόεδρος θα επαναπροσδιορίσει τις πολιτικές με τα υπόλοιπα κράτη (Γαραντζιώτη Γ., 2024).
Ο Ντόναλντ Τραμπ, από τις πρώτες κιόλας μέρες στη νέα του θητεία, κάνει προσπάθεια να ανατρέψει τα ισχύοντα δεδομένα και να χαράξει μία νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην περιοχή. Συγκεκριμένα, η στρατηγική του φάνηκε στοχευόμενη, καθώς πρότεινε την αναγκαστική μετακίνηση των Παλαιστινίων από τη Λωρίδα της Γάζας προς όμορα αραβικά κράτη, όπως η Ιορδανία και η Αίγυπτος. Σε συνέχεια αυτού, προτάθηκε η ανοικοδόμηση της Γάζας, από τις ΗΠΑ. Δεν δίστασε μάλιστα να χαρακτηρίσει την εμπόλεμη ζώνη ως η μελλοντική «Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής», πολώνοντας το κλίμα με άλλες χώρες (Salem P., 2025). Όπως είναι φυσικό, τα αραβικά κράτη δείχνουν απροθυμία να εντάξουν στα εδάφη τους τα πιθανά προσφυγικά ρεύματα Παλαιστινίων, διότι ανησυχούν για την ύπαρξη κοινωνικής αποδιοργάνωσης στα εδάφη τους. Αυτό φαίνεται να ήταν και ο στόχος του Αμερικανού προέδρου, δηλαδή, να εκθέσει την ασυνέπεια του αραβικού κόσμου αποδεικνύοντας ότι μόνο οι ΗΠΑ προχωρούν σε πράξεις προς το συμφέρον του παλαιστινιακού λαού (Λάβδας Κ. Α., 2025).
Η αμφιλεγόμενη αυτή στρατηγική του Τραμπ επηρεάζει έντονα τις ισραηλινοπαλαιστινιακές σχέσεις, ενώ παράλληλα φαίνεται να επωφελείται από αυτές ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου. Μάλιστα, αξιοποίησε την υπάρχουσα κατάσταση ως μέσο για εντονότερη πίεση στο πεδίο των μαχών, παρά για την υιοθέτηση μίας ειρηνικής επίλυσης. Στα παραπάνω συνηγορεί η στενή σχέση μεταξύ Ισραήλ-ΗΠΑ, αλλά και οι ενέργειες του προέδρου της, όπως η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, αποδεικνύοντας τη φιλοισραηλινή πολιτική. Όλα τα παραπάνω δυσχεραίνουν την εύρεση άμεσης λύσης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης (Guyer J., 2025).
Η εκ νέου αποσταθεροποίηση της Συρίας, η αναθέρμανση του Κουρδικού, η επιθυμία της Τουρκίας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη της περιοχής και η ασταθής κατάσταση στο Ιράν προσθέτουν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό προκλήσεων στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (Τριανταφύλλου Δ., 2025). Επιπλέον, το Ιράν εντείνει τη δυσχέρεια επίλυσης των ζητημάτων με τη συνέχιση του αγώνα για πυρηνικά. Μία πιθανή λύση για τη βελτίωση των σχέσεων Ιράν-ΗΠΑ θα μπορούσε να ήταν η υπογραφή μίας νέας συμφωνίας στα πρότυπα αυτής του Ομπάμα, αλλιώς υπάρχει η πιθανότητα για μεγαλύτερη όξυνση στις σχέσεις των δύο κρατών (Λάβδας Κ. Α., 2025).
Συνοψίζοντας, η αμερικανική εξωτερική πολιτική στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, υπό την προεδρία Τραμπ, δε φαίνεται ότι θα περιοριστεί μόνο σε αλλαγή πολιτικής, αλλά θα επιχειρήσει να επιβληθεί μέσω πιέσεων και παράτολμων αποφάσεων. Μια τέτοια πολιτική, αντί να προσφέρει λύσεις, περιπλέκει όλο και περισσότερο τα τεκταινόμενα, ενισχύοντας το αίσθημα αβεβαιότητας σε όλη τη διεθνή κοινότητα. Αυτό φυσικά εγκυμονεί κινδύνους και πιθανές ανατροπές στα σχέδια των κρατών της πολύπαθης Μέσης Ανατολής.
Βιβλιογραφία/Πηγές
Kepel G. (2021). Συμμαχίες και ρήξεις. Εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Guyer J. (2025). The Trump Factor in the Middle East. The American Prospect. Διαθέσιμο σε: https://prospect.org/world/2025-03-31-trump-factor-middle-east/
Salem P. (2025). The first two months of Trump 2.0 in the Middle East: Hard push for elusive breakthroughs. Middle East Institute. Διαθέσιμο σε: https://www.mei.edu/publications/first-two-months-trump-20-middle-east-hard-push-elusive-breakthroughs
Γαραντζιώτη Γ. (2024). Ποια η πολιτική του Τραμπ στη Μέση Ανατολή – Τα συμφέροντα και η αναζήτηση διπλωματικών επιτυχιών. CNN Greece. Διαθέσιμο σε: https://www.cnn.gr/kosmos/story/447772/poia-i-politiki-tou-tramp-sti-mesi-anatoli-ta-symferonta-kai-i-anazitisi-diplomatikon-epityxion
Λάβδας Κ. Α. (2025). Πώς και γιατί ανακατεύει ο Τραμπ την τράπουλα στη Μ. Ανατολή – Τα «χαρτιά» Ερντογάν. Liberal. Διαθέσιμο σε: https://www.liberal.gr/synenteyxeis/pos-kai-giati-anakateyei-o-tramp-tin-trapoyla-sti-m-anatoli-ta-hartia-erntogan
Τριανταφύλλου Δ. (2025). Εποχή Τραμπ: Πώς στήνεται η σκακιέρα σε Μ. Ανατολή, Ευρώπη και Μεσόγειο. Liberal. Διαθέσιμο σε: https://www.liberal.gr/synenteyxeis/epohi-tramp-pos-stinetai-i-skakiera-se-m-anatoli-eyropi-kai-mesogeio
Πηγή εικόνας: Foer F. (2025). How Netanyahu misread his relation with Trump. The Atlantic. Διαθέσιμο σε: https://www.theatlantic.com/international/archive/2025/01/how-netanyahu-misread-trump-before-gaza-ceasefire/681330/