Γράφει η Ηώ Πασίδη Κροντήρη
Σύμφωνα με τον Adam Smith «Κάθε άνθρωπος, στον βαθμό που δεν καταπατά τους κανόνες δικαίου, είναι απόλυτα ελεύθερος να επιδιώκει με τον δικό του τρόπο το δικό του συμφέρον και να ρίχνει την εργατικότητά του και το κεφάλαιο του στον ανταγωνισμό με εκείνα κάθε άλλου ανθρώπου ή τάξης ανθρώπων». Στις φιλελεύθερες οικονομίες, οι κανόνες του ανταγωνισμού διαμορφώνουν το θεσμικό πλαίσιο που εξασφαλίζει την επικράτηση της καλύτερης προσφοράς στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα συνιστούν μέσο προστασίας του καταναλωτή και των επιχειρήσεων από αυθαίρετες πρακτικές που ενδέχεται να ανακύψουν στον χώρο της αγοράς. Επιπλέον, αποτελούν κίνητρο για δημιουργικότητα στις μεθόδους παραγωγής και προώθησης των προϊόντων και των υπηρεσιών, για βελτίωση της ποιότητας αυτών με παράλληλη μέριμνα για την αύξηση της απασχόλησης και την προστασία του περιβάλλοντος.
Με το πέρασμα των χρόνων, η ανάπτυξη του διακρατικού εμπορίου και η σύσταση υπερεθνικών οργανισμών κρατών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατέστησαν αναγκαία τη διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου, το οποίο θα καθορίζει τους όρους του ανταγωνισμού, διασφαλίζοντας συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού εντός των ορίων της Ε.Ε. και πέραν των συνόρων των κρατών – μελών αυτής.
Η διασφάλιση συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού αποτέλεσε τη βάση, στην οποία στηρίχθηκε ολόκληρη η οικονομία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Με τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Συνθ. Ε.Ο.Κ.), τα συμβαλλόμενα κράτη αποφάσισαν τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου, της Κοινής Αγοράς, εντός της οποίας θα κινούνταν ελεύθερα εμπορεύματα, υπηρεσίες, πρόσωπα και κεφάλαια. Επίσης, στόχευαν στη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αγοράς, μιας αυτόνομης περιφερειακής οικονομικής ένωσης, που θα μπορούσε να προστατεύσει από τον εξωτερικό ανταγωνισμό παραγωγούς και καταναλωτές, μέσω της ενοποίησης και του προσπορισμού αποκλειστικών εμπορικών ωφελημάτων, τα οποία θα προέρχονταν, κυρίως, από την κατάργηση των οικονομικών συνόρων και του κόστους αυτών, αλλά και από την κατά ενιαίο τρόπο αντιμετώπισή τους (Σκανδάμης Νίκος, 2003, σελ. 66).
Η δημιουργία της Κοινής Αγοράς προβλέφθηκε για πρώτη φορά στα άρθρα 37,85,86 και 90 της Συνθήκης της Ρώμης, η οποία υπογράφηκε στις 25 Μαρτίου 1957 (Δελούκα-Ιγγλέση Κορνηλία, 1994, σελ. 22-23). Στη συνέχεια, στις 7 Φεβρουαρίου 1992 υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία απαγορεύθηκε άμεσα και γενικά οποιοσδήποτε περιορισμός στην κίνηση των κεφαλαίων και των πληρωμών μεταξύ αποκλειστικά κρατών – μελών. Την 1η Μαΐου 1997 τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία τροποποίησε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποσκοπώντας, κυρίως, στην ενοποίηση των ενωσιακών εξουσιών και αναγνωρίζοντας επίσημα το φιλελεύθερο οικονομικό καθεστώς (Κοτσίρης Λάμπρος, 2001, σελ. 378).
Οι ενωσιακοί κανόνες του ανταγωνισμού (άρθρα 101-106 ΣΛΕΕ) επιτελούν κατ’ αρχήν μια λειτουργία αντίστοιχη με αυτήν των εθνικών νομοθεσιών του ανταγωνισμού και συγκεκριμένα του Ν. 3959/2011. Αποσκοπούν, δηλαδή, στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και της ελευθερίας στη διαμόρφωση των βασικών μεγεθών της ζήτησης και της προσφοράς. Παράλληλα, αποτελούν βασικό μοχλό για τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και το αναγκαίο συμπλήρωμα των θεμελιωδών ενωσιακών ελευθεριών της κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων.
Η αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών – μελών έχει διασφαλιστεί και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η οποία καθιέρωσε τις αρχές της υπεροχής και της άμεσης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου (Μπεσίλα-Βήκα Ευρυδίκη, 1998, σελ. 111). Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ήδη το 1969, στην υπ’ αρ. 14/68 Απόφαση Walt Wilhelm και λοιποί κατά Bundeskartellamt, ότι κατ’ αρχήν οι εθνικές αρχές μπορούν να λάβουν μέτρα κατά μιας συμπράξεως επιχειρήσεων, ακόμη κι αν εκκρεμεί διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής προς εξέταση της συμβατότητας της συμπράξεως με το ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτή του εθνικού δικαίου δεν δύναται να παραβλέψει την απεριόριστη και ενιαία εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται προς εφαρμογή του.
Ουσιαστικά, το ενωσιακό δίκαιο συνιστά μια αυτοτελή έννομη τάξη που διακρίνεται από τις έννομες τάξεις των κρατών – μελών. Σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου, οι διατάξεις που ρυθμίζουν τους περιορισμούς του ανταγωνισμού και εισάγουν τις βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου είναι αυτές των άρθρων 101-106 ΣΛΕΕ, ενώ σε επίπεδο δευτερογενούς δικαίου, οι Κανονισμοί και οι Οδηγίες της Επιτροπής συμπληρώνουν με πιο εξειδικευμένες ρυθμίσεις το εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο. Από τη διατύπωση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι εν λόγω κανόνες, όταν δεν επηρεάζεται το μεταξύ των κρατών – μελών εμπόριο, αλλά παράγονται αποτελέσματα μόνο στον χώρο ενός κράτους – μέλους, οπότε και εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού (Ηλιόπουλος Κωνσταντίνος, 2006, σελ. 10).
Σύμφωνα με το άρθρο 101, παρ. 1 ΣΛΕΕ : «Είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται: α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού, δ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, ε) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.»
Η ανωτέρω διάταξη κηρύσσει απαγορευμένες συγκεκριμένες συμπράξεις, δηλαδή συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών – μελών, νοθεύοντας την υγιή λειτουργία του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, με αποκλειστικό στόχο να θέσει εμπόδιο στην προσπάθεια των συμπραττουσών επιχειρήσεων να νοθεύσουν τον λειτουργικό ανταγωνισμό, ώστε να αποκομίσουν αυξημένα οφέλη, μέσω της αύξησης της τιμής σε επίπεδο ανώτερο και παράλληλης μείωσης της παραγωγής σε επίπεδο κατώτερο αυτού που επικρατεί σε ανταγωνιστικές συνθήκες (Κοτσίρης Λάμπρος, 2011, σελ.1).
Αξίζει να σχολιαστούν από νομικής άποψης οι βασικές έννοιες που οδηγούν σε μία απαγορευμένη σύμπραξη κατά το Δίκαιο της ΕΕ, όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω.
Όσον αφορά στις συμφωνίες επιχειρήσεων, πρόκειται κατ’ αρχήν για διμερείς ή πολυμερείς δικαιοπραξίες, που περιέχουν δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσότερων προσώπων, που εκκινούν από διαφορετική κατεύθυνση και συμπίπτουν ως προς το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα και με τις οποίες καθένα εκ των συμβαλλομένων μερών υποχρεούται σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή (Αθανασίου Λία, 2013). Τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια προσδίδουν, μάλιστα, εκτεταμένο εύρος στην έννοια της συμφωνίας, με αποτέλεσμα να θεωρείται πως υπάρχει συμφωνία, όταν οι οικείες επιχειρήσεις έχουν εκφράσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφερθούν στην αγορά με καθορισμένο τρόπο. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, όταν τα εμπλεκόμενα μέρη συναινούν ως προς την πιστή εφαρμογή ενός σχεδίου που συρρικνώνει τα περιθώρια της κοινής τους ελευθερίας, καθορίζοντας μεταξύ τους το πλαίσιο της αμοιβαίας δράσης τους ή αποχής τους από δράση στην αγορά (Π.ΕΚ., Απόφαση 26.10.2000, Τ-41/96, Bayer κατά Επιτροπής, σκέψη 67).
Κατά την παραπάνω προσέγγιση, η απόδειξη ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων στηρίζεται στην άμεση ή έμμεση διαπίστωση του υποκειμενικού στοιχείου της συμπτώσεως των βουλήσεων των επιχειρηματιών, όσον αφορά στη θέση σε εφαρμογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής, και αρκεί ότι κάθε μέρος αναλαμβάνει εκούσια να περιορίσει την ελευθερία του προς δράση σε σχέση με το άλλο μέρος. Η μονομερής συμπεριφορά μιας επιχείρησης δεν συνιστά συμφωνία, ελλείψει πλειόνων υποκειμένων. Ωστόσο, μονομερείς πρακτικές που μεθοδεύονται στο πλαίσιο διαρκών συμβατικών σχέσεων και αποσκοπούν στην τήρηση των συμπεφωνημένων σχετικά με τον περιορισμό του ανταγωνισμού υπάγονται στην έννοια της συμφωνίας. Πρόκειται, ιδίως, για μέτρα και πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό και τα οποία, παρόλο που λαμβάνονται φαινομενικά μονομερώς, τυγχάνουν της έστω και σιωπηρής συναινέσεως της άλλης πλευράς (ΔΕΕ, Απόφαση 13.07.2006, C-74/04 P, Volkswagen AG, σκέψη 14).
Από την άλλη πλευρά, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων, η οποία, χωρίς να έχει φτάσει στη σύναψη συμφωνίας, αντικαθιστά σκοπίμως τους κινδύνους ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ των συμμετεχόντων, η οποία καταλήγει σε όρους ανταγωνισμού που δεν ανταποκρίνονται στους συνήθεις όρους της αγοράς. Η συντονισμένη δράση των επιχειρήσεων πρέπει και σε αυτήν την περίπτωση να συνοδεύεται από την πρόθεσή τους να παραμερίσουν τον κίνδυνο που δημιουργεί η αβεβαιότητα του ανταγωνισμού, υποκαθιστώντας την από τη βεβαιότητα και την ασφάλεια της συνεργασίας (Αθανασίου Λία, 2013, σελ. 223).
Η διάταξη του άρθρου 101, παρ. 1 ΣΛΕΕ κηρύσσει απαγορευμένες εκείνες τις συμπράξεις επιχειρήσεων, που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Ως παρεμπόδιση νοείται η δημιουργία απόλυτου εμποδίου στον ελεύθερο ανταγωνισμό, ως περιορισμός νοείται η συρρίκνωση των εναλλακτικών ευχερειών των συμμετεχόντων στην αγορά και των τρίτων και ως νόθευση νοείται η πρόκληση συνθηκών συναλλαγής που δεν θα υφίσταντο υπό ανταγωνιστικές συνθήκες. Η σπουδαιότητα της εν λόγω διάταξης ώθησε τους συντάκτες της Συνθήκης να προβλέψουν ρητώς στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου ότι : «Οι απαγορευμένες δυνάμει του παρόντος άρθρου συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες». Η ακυρότητα, δηλαδή, επέρχεται αμέσως και αυτοδικαίως, χωρίς να εξαρτάται από άλλη διαδικασία, διαπίστωση ή δικαστική απόφαση, και εφόσον τα εμπλεκόμενα μέρη δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παρ. 3 της ως άνω αναφερόμενης διάταξης. Συνεπεία της ακυρότητας, οι απαγορευμένες συμφωνίες ή αποφάσεις, παρότι έγιναν, δεν παράγουν τα επιδιωκόμενα από τα μέρη αποτελέσματα.
Παρόλα αυτά, τίθεται θέμα ως προς την αποκατάσταση τυχόν ζημίας που υπέστησαν τρίτοι από την απαγορευμένη και συνακόλουθα, άκυρη σύμπραξη. Η αξίωση αποζημίωσης των ζημιωθέντων τρίτων αναγνωρίζεται από τα Δικαστήρια της Ένωσης ως «επιπλέον τμήμα του μηχανισμού καταπολέμησης των αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών και απαραίτητο συμπλήρωμα της ακυρότητας», το οποίο κρίνεται αναγκαίο για την πληρέστερη προστασία τους (Αθανασίου Λία, 2013, σελ. 1286).
Στην παρ. 3 της ανωτέρω διάταξης προβλέπεται εξαίρεση άμεσης εφαρμογής από τις προαναφερθείσες έννομες συνέπειες της παρ. 1. Συμπράξεις που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 3 είναι αυτοδικαίως έγκυρες και εκτελεστές, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής απόφασης. Η χορήγηση της εξαίρεσης αυτής εξαρτάται από τη συνδρομή τεσσάρων ουσιαστικών προϋποθέσεων, οι οποίες πρέπει να πληρούνται σωρευτικά: α) η σύμπραξη πρέπει να συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, β) πρέπει να εξασφαλίζει συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τίμημα από το όφελος που προκύπτει, γ) δεν πρέπει να επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων και δ) δεν πρέπει να παρέχει σ’ αυτές τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων. Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η εξαίρεση ισχύει και δεν μπορεί να εξαρτηθεί από καμία άλλη προϋπόθεση (Λιάσκος Ευάγγελος, 2008, σελ. 77).
Επιτρέπονται, δηλαδή, συμφωνίες και πρακτικές, όταν τα πλεονεκτήματα που συνεπάγονται υπερτερούν των ενδεχόμενων αρνητικών συνεπειών. Επιπλέον, από τον συνδυασμό των παρ. 1 και 3 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, γίνεται αντιληπτό πως θα πρέπει είτε να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 1, είτε να πληρούνται αυτές της παρ. 3, προκειμένου να μην εφαρμοστεί το πλέγμα συνεπειών της διάταξης του εν λόγω άρθρου.
Στην περίπτωση που διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, δίνεται συγκεκριμένη προθεσμία, ώστε να παρασχεθούν οι απαραίτητες πληροφορίες, ενώ παρέχεται και άδεια σε εξουσιοδοτημένα από την Επιτροπή πρόσωπα να διενεργήσουν ελέγχους στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στις απαγορευμένες συμπράξεις, να ερευνήσουν τα αρχεία που τηρούνται και να λάβουν αντίγραφα αυτών, όλα τα παραπάνω για τις ανάγκες της έρευνας που διεξάγεται (Κοτσίρης Λάμπρος, 2015, σελ. 614-622).
Οι κυρώσεις που ακολουθούν συνίστανται, συνήθως, στην επιβολή ορισμένου προστίμου στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στις απαγορευμένες συμπράξεις και αποσκοπούν αφενός στην «τιμώρηση» των επιχειρήσεων αυτών και αφετέρου στον παραδειγματισμό των λοιπών επιχειρήσεων, ώστε να μην προβούν στις ίδιες ή παρόμοιες ενέργειες μελλοντικά. Για τον υπολογισμό του εκάστοτε προστίμου λαμβάνονται υπόψη διαφορετικοί παράγοντες, όπως η βαρύτητα της παράβασης και η διάρκεια αυτής. Παρόλα αυτά, το πρόστιμο δεν μπορεί να ξεπερνάει ορισμένα ανώτατα όρια, καθώς σκοπός δεν είναι η εξάλειψη της επιχείρησης από την αγορά, αλλά η τιμωρία της για την παραβίαση των διατάξεων του ανταγωνισμού και η διασφάλιση της συμμόρφωσής της με το συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο στο εξής (Κοτσίρης Λάμπρος, 2015, σελ. 630-634).
Όπως γίνεται αντιληπτό, μόνο μέσω μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για τον ανταγωνισμό, η οποία περιλαμβάνει τη θέσπιση κανονιστικού πλαισίου αλλά και την εξασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του, με την πρόβλεψη ενός οργάνου ελέγχου και επιβολής κυρώσεων, μπορεί να επιτευχθεί η οικονομική ολοκλήρωση, η συνεχής οικονομική ανάπτυξη και πρόοδος και τέλος, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
ΒΙΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αθανασίου Λία. (2013). Το αντικείμενο της απαγόρευσης : Μορφές συμπράξεων, σε Δ. Τζουγανάτος (επιμ.), Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού. Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη.
- Δελούκα-Ιγγλέση Κορνηλία.(1994). Εισαγωγή στο δίκαιο του ανταγωνισμού : Δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και Δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
- Ηλιόπουλος Κωνσταντίνος. (2006). Η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού στην Ελλάδα (1981-2005) – Ο Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 και ο Ν. 3373/2005. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
- Κοτσίρης Λάμπρος. (2001). Δίκαιο Ανταγωνισμού (Αθέμιτου και Ελεύθερου). 4η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Κοτσίρης Λάμπρος. (2011). Δίκαιο Ανταγωνισμού (Αθέμιτου και Ελεύθερου). 6η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Κοτσίρης Λάμπρος. (2015). Δίκαιο Ανταγωνισμού (Αθέμιτου – Ελεύθερου. Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) 7η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Λιάσκος Ευάγγελος. (2008). Το Νέο Σύστημα Εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου Ανταγωνισμού. Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας.
- Μπεσίλα-Βήκα Ευριδίκη. (1998). Η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας : (κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) : ο ελεύθερος ανταγωνισμός και οι περιορισμοί του. Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Σκανδάμης Νίκος. (2003). Ευρωπαϊκό Δίκαιο – Ι Θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκουλα.
- ΔΕΕ, Απόφαση 13.07.2006, C-74/04 P, Commission of the European Communities v. Volkswagen AG, σκέψη 14. Διαθέσιμη σε : CURIA – List of results (europa.eu)
- ΔΕΕ, Απόφαση 13.02.1969, C-14/68,Walt Wilhelm and others v. Bundeskartellamt. Διαθέσιμη σε : CURIA – List of results (europa.eu)
- Π.ΕΚ. Απόφαση 26.10.2000, Τ-41/96, Bayer AG v. Commission of the European Communities. Διαθέσιμη σε : CURIA – List of results (europa.eu)
- Εικόνα : Accounting Freedom Ltd. Staying Competitive in Business. Διαθέσιμη σε : https://www.accountingfreedom.com/staying-competitive-in-business/