Γράφει η Αθηνά Φατσέα
Στο παρόν κείμενο, θα εξεταστεί η υπόθεση Chowdury και λοιποί κατά Ελλάδας, και πιο συγκεκριμένα, θα επικεντρωθούμε στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, στη διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και στην προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Πρόκειται για μία υπόθεση η οποία έλαβε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε έντονα τόσο τον ελληνικό όσο και τον διεθνή τύπο. Ο εμβληματικός χαρακτήρας της απόφασης του ΕΔΔΑ δε, έγκειται στο γεγονός ότι συνιστά την πρώτη απόφαση στην οποία εξετάζεται η περίπτωση της εμπορίας ανθρώπων για σκοπούς εργασιακής εκμετάλλευσης στον αγροτικό τομέα.
Πιο αναλυτικά, από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Φεβρουάριο του 2013, μεγάλος αριθμός παράτυπων μεταναστών από το Μπαγκλαντές που διέμεναν στην Ελλάδα, προσελήφθησαν ως εποχιακοί εργάτες σε φυτείες φράουλας στην περιοχή της Μανωλάδας (ECRE, 2017). Οι εργοδότες τους, Τ.Α. και Ν.V., τούς είχαν υποσχεθεί μισθό 22 ευρώ για 7 ώρες εργασίας, 3 ευρώ για κάθε υπερωρία, πλην 3 ευρώ την ημέρα για τη σίτισή τους. Οι μετανάστες δούλευαν στα θερμοκήπια από τις 7 το πρωί έως τις 7 το απόγευμα κάθε ημέρα, υπό την επίβλεψη οπλισμένων επιστατών, ενώ ζούσαν σε παραπήγματα από χαρτοκιβώτια, νάιλον και μπαμπού, στερούμενοι χώρων υγιεινής και πρόσβασης σε νερό. Παράλληλα, οι εργοδότες δεν πλήρωναν τους υποσχόμενους μισθούς, ενώ τους απειλούσαν ότι θα πληρώνονταν μόνο εάν συνέχιζαν να εργάζονται (ECHR, 2017).
Έτσι, τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2013, οι εργαζόμενοι προχώρησαν χωρίς αποτέλεσμα σε απεργία, ζητώντας τα δεδουλευμένα τους. Στις 17 Απριλίου 2013, οι εργοδότες τους προσέλαβαν νέους μετανάστες από το Μπαγκλαντές. Φοβούμενοι ότι δεν θα πληρωθούν, 100 με 150 εργαζόμενοι άρχισαν να διαμαρτύρονται και κατευθύνθηκαν προς τους δύο εργοδότες τους, απαιτώντας την καταβολή των δεδουλευμένων τους. Ένας από τους οπλισμένους επιστάτες άνοιξε πυρ εναντίον τους, τραυματίζοντας σοβαρά 30 από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων 21 εκ των προσφευγόντων (ECRE, 2017), οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο και έπειτα πέρασαν από ανάκριση. Στις 18 και 19 Απριλίου 2013, οι δύο εργοδότες, ο επιστάτης που τραυμάτισε τους εργαζόμενους και ένας ακόμα οπλισμένος επιστάτης συνελήφθησαν, κατηγορούμενοι για απόπειρα ανθρωποκτονίας, η οποία στη συνέχεια μεταβλήθηκε σε κατηγορία για βαριά σωματική βλάβη και, μετά από αίτημα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε εκείνη της εμπορίας ανθρώπων, βάσει του άρθρου 323Α του Ποινικού Κώδικα (ECHRCaseLaw, 2018).
Στις 19 Απριλίου 2013, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Αμαλιάδας άσκησε ποινική δίωξη κατά των τεσσάρων υπόπτων για απόπειρα ανθρωποκτονίας και πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης καθώς και, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για εμπορία ανθρώπων (ΕΣΠ, 2014). Η κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας μετατράπηκε στη συνέχεια, σε κατηγορία για βαριές σωματικές βλάβες. Στις 22 Απριλίου 2013, ο εισαγγελέας Αμαλιάδας αναγνώρισε ότι 35 εργάτες, οι οποίοι είχαν όλοι τραυματιστεί κατά το συμβάν, ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων. Κατόπιν τούτου, χορηγήθηκε άσυλο στους εν λόγω εργάτες, κάτι που κατέστησε νόμιμη την παραμονή τους στη χώρα.
Στις 8 Μαΐου 2013, άλλοι 120 εργάτες, μεταξύ των οποίων και 21 από τους προσφεύγοντες που δεν είχαν τραυματιστεί, υπέβαλαν μήνυση, κάνοντας λόγο περί εμπορίας ανθρώπων και καταναγκαστικής εργασίας, και συγχρόνως ανέφεραν πως ήταν παρόντες στη σκηνή του περιστατικού της 17ης Απριλίου 2013, απαιτώντας την καταβολή των απλήρωτων μισθών τους. Στις 4 Αυγούστου 2014, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Αμαλιάδας απέρριψε το αίτημα των 120 εργατών. Στις 28 Ιανουαρίου 2015, ο εισαγγελέας εφετών Πατρών αποφαινόμενος σε δεύτερο βαθμό, απέρριψε την έφεση των 120 ισχυριζόμενος ότι τα στοιχεία που υπήρχαν στην δικογραφία δεν ήταν επαρκή προκειμένου να στοιχειοθετηθούν τα αδικήματα για τα οποία έκαναν λόγο οι ενδιαφερόμενοι και ότι αυτοί επιχείρησαν να εμφανισθούν ως θύματα εμπορίας ανθρώπων, προκειμένου να λάβουν άδειες διαμονής στη χώρα (ECHR, 2017).
Οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δική ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου στην Πάτρα. Μόνο ο ένας εργοδότης αντιμετώπιζε την κατηγορία του αυτουργού του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων, ενώ οι άλλοι τρεις κατηγορούμενοι θεωρήθηκαν συνεργοί. Με την απόφαση της 30ής Ιουλίου 2014, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο τούς αθώωσε όσον αφορά την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων, για τον λόγο ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος δεν πληρούνταν εν προκειμένω. Καταδίκασε τον ένοπλο φρουρό και έναν από τους εργοδότες για βαριά σωματική βλάβη και παράνομη οπλοχρησία, σε ποινές κάθειρξης δεκατεσσάρων ετών και επτά μηνών, και οκτώ ετών και επτά μηνών, αντίστοιχα. Το δικάσαν δικαστήριο μετάτρεψε τις απαγγελθείσες ποινές σε χρηματικές προς 5 ευρώ ανά ημέρα κράτησης ενώ οι δύο καταδικασθέντες κλήθηκαν να καταβάλουν το ποσό των 1.500 ευρώ στους 35 εργάτες οι οποίοι αναγνωρίστηκαν ως θύματα (ήτοι περίπου 43 ευρώ ανά άτομο) (ECHRCaseLaw, 2018). Την ίδια ημέρα, ασκήθηκε έφεση κατά της προαναφερόμενης απόφασης η οποία εκδικάστηκε στις 18 Νοεμβρίου 2019 από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών. Το τελευταίο δε, καταδίκασε εκ νέου τον φυσικό αυτουργό σε οκτώ χρόνια κάθειρξη (Δασκαλοπούλου, 2019).
Στις 21 Οκτωβρίου 2014, οι δικηγόροι των εργατών κατέθεσαν αίτηση για άσκηση αναίρεσης εκ μέρους του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της απόφασης του Εφετείου. Στην αίτησή τους, υποστηρίζαν ότι το δικάσαν δικαστήριο δεν είχε εξετάσει επαρκώς την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων. Στις 27 Οκτωβρίου 2014, ο εισαγγελέας αρνήθηκε να ασκήσει αναίρεση αναφέροντας μόνο ότι δεν υφίστατο οι απαιτούμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις για την άσκησή της. Κατά αυτό τον τρόπο, το τμήμα της απόφασης της 30ής Ιουλίου 2014 που σχετίζεται με την εμπορία ανθρώπων κατέστη αμετάκλητο (ECHRCaseLaw, 2018).
Επί του παραδεκτού, το ΕΔΔΑ εξέτασε τους ισχυρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Ειδικότερα, η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε πως οι αιτιάσεις των προσφευγόντων βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στο εσωτερικό δίκαιο και πως οι ίδιοι δεν αναφέρθηκαν στο Άρθρο 4 της Σύμβασης σε κανένα σημείο της διαδικασίας ώστε να δοθεί η δυνατότητα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να εξετάσουν την υπόθεση υπό το πρίσμα των διατάξεων της Σύμβασης. Το Δικαστήριο, αφού τόνισε ότι ο κανόνας της εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων στο πλαίσιο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να εφαρμόζεται με ευελιξία και χωρίς υπέρμετρη τυπολατρία, έκρινε ως παραδεκτή την προσφυγή, εφόσον πληρούνταν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του Άρθρου 35 της ΕΣΔΑ (ECHR, 2017).
Επί της ουσίας, οι προσφεύγοντες, εκπροσωπούμενοι από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) και την Open Society Justice Initiative, υποστήριξαν ότι τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης καταδεικνύουν σαφώς την ύπαρξη καταναγκαστικής εργασίας και ότι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του σε μια πολύ στενή ερμηνεία του όρου «εμπορία ανθρώπων», ασυμβίβαστη με αυτήν της καταναγκαστικής εργασίας, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4 της ΕΣΔΑ και σε άλλα διεθνή κείμενα. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, επίσης, ότι η καθ’ ης η προσφυγή κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε με τη θετική υποχρέωση για την πρόληψη περιπτώσεων καταναγκαστικής εργασίας ως μορφή εκμετάλλευσης, σύμφωνα με το άρθρο 323Α του Ποινικού Κώδικα, και τους ορισμούς που δίνονται στα άρθρα 3Α του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο και 4Α της Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατηγόρησαν, επίσης, τις αρχές πως αδρανούσαν ενώ γνώριζαν τις συνθήκες εργασίας των μεταναστών. Προς επίρρωσιν τούτου, ο Συνήγορος του Πολίτη είχε υποβάλει εκθέσεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και την εκμετάλλευση των εργαζομένων στην περιοχή, ενώ το ζήτημα είχε λάβει περαιτέρω διαστάσεις στον εθνικό τύπο. Ακόμα, υποστήριξαν πως οι ελληνικές αρχές απέτυχαν να διενεργήσουν αποτελεσματική έρευνα, καθώς και να τιμωρήσουν τους αυτουργούς (ECHRCaseLaw, 2018).
Από τη μεριά της, η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες σε καμία περίπτωση δεν ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων, καθώς δεν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται, είχαν τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν τους όρους εργασίας τους, και ήταν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν την εργασία τους και να αναζητήσουν άλλη. Παράλληλα, υποστήριξε πως ανταποκρίθηκε στις θετικές υποχρεώσεις της αναφορικά με την πρόληψη περιπτώσεων καταναγκαστικής εργασίας που συνιστούν εμπορία ανθρώπων, καθώς δεν προκύπτει ότι οι αρχές γνώριζαν και σκοπίμως ανέχονταν την εν λόγω κατάσταση, αφού οι προσφεύγοντες δεν είχαν προηγουμένως εκφράσει κανένα παράπονο για τις συνθήκες εργασίας τους (ECHR, 2017).
Όσον αφορά τους τρίτους παρεμβαίνοντες, ήτοι τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Lund, τη Διεθνή Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία, την Οργάνωση Anti-Slavery International και το Κέντρο AIRE, συλλήβδην έκαναν λόγο για ανάγκη επαναπροσέγγισης των εννοιών που περιλαμβάνονται στο Άρθρο 4 της ΕΣΔΑ, για κατάχρηση της αδυναμίας των εργαζομένων και για έλλειψη του αναγκαίου θεσμικού πλαισίου για την καταναγκαστική εργασία στην ελληνική έννομη τάξη (ECHR, 2017).
Στην απόφαση της 30ήςΜαρτίου 2017, το ΕΔΔΑ αρχικά επεσήμανε ότι η εμπορία ανθρώπων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, καθώς και ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 4Α της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων, η εκμετάλλευση μέσω της εργασίας συνιστά μια μορφή εμπορίας (ECHR, 2017). Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, το γεγονός ότι το ΕΔΔΑ μνημόνευσε τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων ως πηγή διαμόρφωσης των θετικών υποχρεώσεων της Ελλάδας, παρότι κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται τα πραγματικά περιστατικά, η συγκεκριμένη σύμβαση δεν είχε ακόμα τεθεί εν ισχύι στην Ελλάδα —τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2014.
Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν ερμηνεύσει και εφαρμόσει την έννοια της εμπορίας ανθρώπων με πολύ περιορισμένο τρόπο, παρομοιάζοντάς την με τη δουλεία. Ακόμα, τόνισε πως οι κρατικές αρχές είχαν γνώση των σοβαρών μορφών κακοποίησης που υπέστησαν οι παράνομοι μετανάστες εργαζόμενοι στις καλλιέργειες φράουλας στη Μανωλάδα, όπως και ότι ο εργοδότης των συγκεκριμένων αιτούντων αρνείτο να καταβάλει τα ημερομίσθιά τους. Δεδομένης δε της προαναφερόμενης γνώσης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης εκ μέρους των κρατικών αρχών, θα έπρεπε οι τελευταίες να είχαν λάβει τα μέτρα που προβλέπονται από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων. Υπό αυτή την έννοια, το Δικαστήριο αξιολόγησε την απάντηση των εθνικών αρχών για τις καταχρήσεις των κατηγορουμένων ως ανεπαρκή (ECHR, 2017).
Σχετικά με τους προσφεύγοντες οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη διαδικασία ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου καθώς είχε απορριφθεί η μήνυσή τους, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παραλείποντας να ελέγξει αν οι ισχυρισμοί των εν λόγω προσφευγόντων ήταν βάσιμοι, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Αμαλιάδας δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να διενεργήσει έρευνα, και μέσω της απόρριψης της προσφυγής τους —εξαιτίας της καθυστέρησης αναφοράς του περιστατικού στις αστυνομικές αρχές— δεν είχε δράσει με βάση το κανονιστικό πλαίσιο για την εμπορία ανθρώπων (ECHR, 2017). Σύμφωνα με το Άρθρο 13 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Εμπορίας των Ανθρώπων, προβλέπεται μια περίοδος ανάκαμψης και προβληματισμού, τουλάχιστον ενός μήνα, έτσι ώστε ο ενδιαφερόμενος να μπορέσει να ανακάμψει, να αποστασιοποιηθεί από την επιρροή των διακινητών και να αποφασίσει να συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές.
Τούτων δοθέντων, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ εκ μέρους της Ελλάδος αναφορικά με την εμπορία ανθρώπων και την καταναγκαστική εργασία (ECHR, 2017). Συγκεκριμένα, η Ελλάδα καταδικάσθηκε για παραβίαση των θετικών της υποχρεώσεων, που προκύπτουν από το Άρθρο 4 της Σύμβασης, σχετικά με τη λήψη προληπτικών μέτρων, τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας, καθώς και την παράλειψη των ελληνικών αρχών να αποτρέψουν τη συγκεκριμένη κατάσταση, να προστατέψουν τα θύματα, και να τιμωρήσουν τους δράστες.
Το Δικαστήριο, λοιπόν, σύμφωνα με το Άρθρο 41 της ΕΣΔΑ, επιδίκασε χρηματική αποζημίωση 16.000 ευρώ, για υλική και ηθική βλάβη σε κάθε πολιτικώς ενάγοντα ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, και σε κάθε άλλον προσφεύγοντα που δεν συμμετείχε στη διαδικασία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, καθώς δεν είχε αναγνωριστεί ως θύμα, 12.000 ευρώ για όλες τις ζημίες που υπέστη, καθώς και 4.363 ευρώ για δικαστικά έξοδα από κοινού στους προσφεύγοντες (ECHR, 2017).
Κλείνοντας, μέχρι πρότινος, το Δικαστήριο έκανε σπάνια επίκληση στο Άρθρο 4 της Σύμβασης, καθώς τα φαινόμενα δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας, με την παραδοσιακή τους έννοια, είχαν σχεδόν εκλείψει. Εντούτοις, τελευταία, παρατηρείται μια τάση ανάδυσης νέων μορφών εργασιακής εκμετάλλευσης, που καθιστά αναγκαία την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του κανονιστικού περιεχομένου του συγκεκριμένου Άρθρου, προκειμένου να λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα για την προσωπική ελευθερία των προσφευγόντων (Καραβίας στο Σισιλιάνος, 2013, σ. 163). Η απόφαση Chowdury και λοιποί κατά Ελλάδας συνιστά ένα ορόσημο, καθώς για πρώτη φορά το Δικαστήριο κρίνει ότι η εκμετάλλευση της μετανάστευσης για εργασιακούς λόγους. αποτελεί μορφή καταναγκαστικής εργασίας και εμπορίας ανθρώπων (GNCHR, 2018, σ. 8-9).
Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση ρίχνει φως στο φαινόμενο της καταναγκαστικής εργασίας, διευκρινίζοντας ότι η έννοια αυτή αφορά, μεταξύ άλλων, τις συνθήκες εκμετάλλευσης σε εργασιακά περιβάλλοντα. Διευκρινίζει, επίσης, ότι η αρχική συγκατάθεση όσον αφορά την εκτέλεση της εργασίας, μπορεί να περιοριστεί, σε περίπτωση που ενυπάρχουν τέτοιες συνθήκες και αθετούνται οι όροι της αρχικής συμφωνίας, όπως η παροχή καταλύματος και η καταβολή ημερομίσθιου. Σε αυτό συνηγορεί και η τρωτότητα της κατάστασης των μεταναστών, δεδομένης της παράνομης διαμονής και εργασίας τους στην Ελλάδα εν προκειμένω, καθώς και κατ’ επέκταση του κινδύνου σύλληψης, κράτησης και απέλασής τους. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η απαγόρευση της ελεύθερης μετακίνησης δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τον χαρακτηρισμό μιας κατάστασης ως καταναγκαστικής εργασίας ή ακόμα ως εμπορίας ανθρώπων. Τέλος, η εν λόγω απόφαση συμβάλλει στην ενίσχυση της τήρησης των θετικών υποχρεώσεων των κρατών, σύμφωνα με το Άρθρο 4 της ΕΣΔΑ (Stoyanova 2018, σ. 3-10).
Βιβλιογραφία
Καραβίας, Μ. (2017). Άρθρο 4: Απαγόρευση της Δουλείας και των Καταναγκαστικών Έργων, στο Σισιλιάνος Λ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 152-163.
Σισιλιάνος, Λ. (2010). Η Ανθρώπινη Διάσταση του Διεθνούς Δικαίου, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 82-95.
Πρωτογενείς πηγές
Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες. Μανωλάδα: Χρονικό μιας δικαστικής αποτυχίας. Διαθέσιμο στο: https://www.gcr.gr/el/ekdoseis-media/ypotheseis- edda/ypotheseis-apofaseis-edda/item/414-manwlada-dikastiki-apotuxia, (Ημερομηνία πρόσβασης: 13/8/24).
European Council on Refugees and Exiles. (2017). ECtHR: Greece failed to protect migrant workers from labour exploitation. Διαθέσιμο στο: https://www.ecre.org/ecthr-greece-failed-to-protect-migrant-workers-from-labour-exploitation/ (Ημερομηνία πρόσβασης: 12/8/24).
Greek National Commission for Human Rights. (2018). ECtHR, Chowdury and Others v. Greece. Recommendations for the full compliance of the Greek State. Διαθέσιμο στο: https://www.nchr.gr/images/English_Site/TRAFFICKING/GNCHR%20Recommendations%20on%20the%20Manolada%20case.pdf (Ημερομηνία πρόσβασης: 12/8/24).
Greek National Commission for Human Rights. (2020). Communication on the assessment of the level of compliance of the Greek State with GNCHR’s recommendations on ECtHR judgment Chowdury and Others v. Greece (Manolada- case), σ. 3-31.
Νομολογία
European Court of Human Rights. (2017). Case of Chowdury and others v. Greece, σ. 1-41.
Αρθρογραφία
Δασκαλοπούλου, Ντ. (2019). Δικαίωση για τη Μανωλάδα …έστω και με ποινή – χάδι. Εφημερίδα των Συντακτών. Διαθέσιμο σε: https://www.efsyn.gr/ellada/dikaiosyni/219709_dikaiosi-gia-ti-manolada-esto-kai-me-poini-hadi (Ημερομηνία πρόσβασης: 19/9/24).
Σταυρόπουλος, Γ. (2017). Η επίδραση της ΕΣΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη. Constitutionalism. Διαθέσιμο στο: https://www.constitutionalism.gr/stavropoulos- esda-elliniki-ennomi-taxi/ (Ημερομηνία πρόσβασης: 18/8/24).
ECHRCaseLaw. (2018). Σύγχρονες μορφές δουλείας και η υποχρέωση των κρατών να μην μετατρέπεται σε «έγκλημα χωρίς τιμωρία». Διαθέσιμο στο: https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/kat-arthro/arthro-4/sygxrones-morfes- douleias-kai-h-upoxreosh-ton-kraton-na-mh-metatrepetai-se-egklhma-xoris-timoria/ (Ημερομηνία πρόσβασης: 13/8/24).
Smith, H. (2014). Greece’s migrant fruit pickers: ‘They kept firing. There was blood everywhere’. The Guardian, Διαθέσιμο στο: https://www.theguardian.com/world/2014/sep/01/greece-migrant-fruit-pickers-shot- they-kept-firing (Ημερομηνία πρόσβασης: 12/8/24).
Smith, H. (2017). Bangladeshi fruit pickers shot at by Greek farmers win human rights case. The Guardian, Διαθέσιμο στο: https://www.theguardian.com/world/2017/mar/30/bangladeshi-strawberry-pickers- shot-at-by-greek-farmers-win-european-rights-case (Ημερομηνία πρόσβασης: 20/8/24).
Stoyanova, V. (2018). Sweet Taste with Bitter Roots: Forced Labour and Chowdury and Others v Greece. European Human Rights Law Review, 1, σ. 67-75.
Stoyanova, V. (2018). Chowdury and Others v. Greece: Further Integration of the Positive Obligations under Article 4 of the ECHR and the CoE Convention on Action against Human Trafficking. Strasbourg Observers. Διαθέσιμο στο: https://strasbourgobservers.com/2017/04/28/chowdury-and-others-v-greece-further- integration-of-the-positive-obligations-under-article-4-of-the-echr-and-the-coe- convention-on-action-against-human-trafficking/ (Ημερομηνία πρόσβασης: 15/8/24).
Πηγή εικόνας: Guilini, S. (2017). Manolada: The Story Behind the 2 euros/kg Strawberries. Generation 2.0. Διαθέσιμο στο: https://g2red.org/manolada-story-behind-2-euroskg-strawberries/ (Ημερομηνία πρόσβασης: 23/8/24).πρόσβασης: 23/8/24).