Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Project Law Greece

Η υπόθεση H.T. και λοιποί κατά Γερμανίας και Ελλάδας: Η επιστροφή αιτούντων άσυλο και οι εγγυήσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ

Γράφει η Στέλλα Μπουγιούκου

Την 15η Οκτωβρίου 2024, εκδόθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ), η απόφαση επί της υποθέσεως H.T. και λοιποί κατά Γερμανίας και Ελλάδας, η οποία αφορά την επιστροφή του προσφεύγοντος, υπηκόου Συρίας και αιτούντος άσυλο, από τη Γερμανία στην Ελλάδα στο πλαίσιο σχετικής συμφωνίας μεταξύ των δύο κρατών (European Court of Human Rights, 2024). Η υπόθεση αυτή έθεσε στο επίκεντρο σημαντικά ζητήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των κρατών ως προς την προστασία των αιτούντων άσυλο και τη συμμόρφωσή τους με τις εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ) για την απαγόρευση των βασανιστηρίων, της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης (FRA, 2019). Ειδικότερα, εν προκειμένω διάδικα μέρη υπήρξαν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ελληνική Δημοκρατία, ενώ ο προσφεύγων H.T., ισχυρίστηκε ότι η επιστροφή του πραγματοποιήθηκε χωρίς να εξεταστεί επαρκώς ο κίνδυνος έκθεσής του σε απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και κράτησης στην Ελλάδα (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 79).

Αρχικά, στις 30 Ιουνίου 2018, ο προσφεύγων έφτασε στη νήσο Μεγίστη στην Ελλάδα όπου και συνελήφθη (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 5). Στις 4 Ιουλίου 2018, οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν την επιστροφή του στην Τουρκία βάσει της Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, μιας συμφωνίας που επιτρέπει την επιστροφή των μεταναστών που εισέρχονται στην Ελλάδα παράνομα (European Council, 2016, EU-Turkey Statement). Ο προσφεύγων παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι τη μεταφορά του στην νήσο Λέρο στις 14 Ιουλίου 2018. Εκεί, υπέβαλε αίτηση χορήγησης ασύλου στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Λέρου, αλλά του επιβλήθηκε γεωγραφικός περιορισμός που τον εμπόδιζε να φύγει από το νησί  (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 7). Έπειτα, ο αιτών ανέφερε ότι οι συνθήκες διαβίωσης στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Λέρου ήταν μη αναμενόμενες βάσει των σχετικών υποχρεώσεων της χώρας λόγω υπερπληθυσμού και ανεπαρκών υποδομών, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το νησί. Ωστόσο, η αναχώρησή του από τη Λέρο ανέστειλε τη συνέχιση της διαδικασίας χορήγησης ασύλου, αφού οι σχετικές αιτήσεις από άτομα που υπόκεινται σε περιορισμούς μετακίνησης εξετάζονται μόνο από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου νησιού (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 8). Έτσι, στις 13 Αυγούστου 2018, η ελληνική Υπηρεσία Ασύλου διέκοψε τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του, καθώς δεν προσήλθε στην προγραμματισμένη συνέντευξη (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 9). Ο ίδιος αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα, καθώς, όπως υποστήριξε, αντιμετώπισε δυσκολίες κατά την διαδικασία υποβολής αίτησης ασύλου, ενώ φοβόταν ότι πιθανώς θα ακολουθούσε μία εκ νέου κράτηση και επιστροφή του στη Λέρο.

Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο προσφεύγων με τελικό προορισμό τη Γερμανία και αφού διέσχισε την Ουγγαρία και, στις 4 Σεπτεμβρίου 2018, προσπάθησε να εισέλθει στη χώρα (ήτοι στη Γερμανία) μέσω Αυστρίας με λεωφορείο. Κατά τη διάρκεια συνοριακού ελέγχου από τη γερμανική αστυνομία όμως, επιχείρησε να χρησιμοποιήσει πλαστή ταυτότητα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να τεθεί υπό προσωρινή κράτηση με την κατηγορία της παράνομης εισόδου και χρήσης πλαστών εγγράφων (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 11-12). Κατά τη διαδικασία της ανάκρισης, δήλωσε ότι επιθυμούσε να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση ασύλου στη Γερμανία και να ζήσει με τον αδελφό του στο Ντόρτμουντ (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 13). Ωστόσο, οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν την άμεση επιστροφή του στην Ελλάδα, επικαλούμενες τον Κανονισμό Δουβλίνου III (Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013), βάσει του οποίου υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης χορήγησης ασύλου, είναι το κράτος-μέλος όπου αυτή κατατέθηκε για πρώτη φορά. Δεδομένου δε ότι ο αιτών είχε ήδη υποβάλλει σχετική αίτηση στην Ελλάδα, οι αρμόδιες αρχές του γερμανικού κράτους θεώρησαν ότι δεν εδικαιούτο να καταθέσει νέα αίτηση εκεί (Regulation (EU) No 604/2013).

Την ίδια ημέρα, στις 4 Σεπτεμβρίου 2018, ο αιτών επαναπροωθήθηκε αεροπορικώς στην Αθήνα, βάσει της Διοικητικής Διευθέτησης μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας (2018). Σύμφωνα με αυτή, οι αιτούντες άσυλο που έχουν καταγραφεί προηγουμένως στην Ελλάδα μπορούν να επιστρέφονται άμεσα από τη Γερμανία, εφόσον εντοπίζονται στα σύνορά της (Ministry for Migration Policy, 2018). Το σχετικό έγγραφο περί άρνησης εισόδου ανέφερε ότι είχε συλληφθεί στα σύνορα Γερμανίας-Αυστρίας και ότι, σύμφωνα με το σύστημα Eurodac, της κεντρικής ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων, είχε ήδη καταθέσει αίτηση ασύλου στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2018 (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 15).  Αρχικά, εκδόθηκε απόφαση περί άρνησης εισόδου βάσει του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, ο οποίος ρυθμίζει τους ελέγχους στα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα της ΕΕ (Regulation (EU) 2016/399). Ωστόσο, λίγο πριν την αναχώρησή του, η ίδια αντικαταστάθηκε από ειδική απόφαση περί άρνησης εισόδου για αιτούντες άσυλο, σύμφωνα με το άρθρο 18(2), σημείο 2 του Γερμανικού Νόμου περί Ασύλου. Η εν λόγω διάταξη επιτρέπει την επιστροφή αιτούντων άσυλο στην χώρα όπου έχουν ήδη καταγραφεί, εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η χώρα αυτή είναι υπεύθυνη για την εξέταση της αίτησής τους (Bundesministerium der Justiz, n.d.). Η εν λόγω απόφαση συνοδευόταν από έντυπο ενημέρωσης σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής, το οποίο μπορούσε να ασκήσει ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου του Μονάχου εντός διαστήματος δύο εβδομάδων.

Ο ίδιος, ωστόσο, παρουσίασε διαφορετική εκδοχή των γεγονότων. Υποστήριξε ότι ήδη από την ανάκριση είχε εκφράσει ρητώς την πρόθεσή του να αιτηθεί τη χορήγηση ασύλου στη Γερμανία, αλλά το αίτημά του δεν καταγράφηκε ποτέ, κάτι που, όπως ισχυρίστηκε, παραβιάζει τις υποχρεώσεις της χώρας βάσει της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Η Σύμβαση αυτή, που αποτελεί τη βασική διεθνή συνθήκη για την προστασία των δικαιωμάτων των προσφύγων, υποχρεώνει τα κράτη να εξετάζουν επαρκώς τις αιτήσεις ασύλου και να μην επαναπροωθούν άτομα σε χώρες όπου πιθανώς κινδυνεύουν (United Nations High Commissioner for Refugees [UNHCR], 1951). Επιπλέον, ανέφερε ότι ειπώθηκε πως η επιστροφή του στην Ελλάδα θα γινόταν ανεξαρτήτως της θέλησής του, γεγονός που του δημιούργησε σύγχυση και μία αίσθηση αδυναμίας προστασίας των δικαιωμάτων του (European Court of Human Rights 2024, παρ. 17). Τέλος, επεσήμανε ότι δεν είχε πρόσβαση σε δικηγόρο και εν γένει δεν απόλαυσε το δικαίωμα παροχής νομικής συνδρομής, τόσο σε σχέση με το ζήτημα της επαναπροώθησής του όσο και με τη διαδικασία που κινήθηκε εναντίον του για παράνομη είσοδο. Παράλληλα, δεν υπήρχε διαθέσιμη μετάφραση στα αραβικά, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη μη κατανόηση της διαδικασίας και των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος εν γένει (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 18-19). Μετά την επαναπροώθησή του στην Ελλάδα στις 4 Σεπτεμβρίου 2018, ο προσφεύγων συνελήφθη στο αεροδρόμιο της Αθήνας και τέθηκε υπό κράτηση στη Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής, με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης απέλασής του. Η εν λόγω απόφαση ερειδόταν στις διατάξεις των Ν. 3386/2005, 3907/2011 και 4375/2016 με το σκεπτικό ότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος λόγω παραβίασης των όρων διαμονής του στη χώρα και έλλειψης νομιμοποιητικών εγγράφων (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 21).

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2018, κατέθεσε αίτηση για τη συνέχιση της διαδικασίας χορήγησης ασύλου ενώ στις 12 Σεπτεμβρίου η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε τη μη ανάκληση της σχετικής απόφασης περί διακοπής της διαδικασίας χορήγησης ασύλου, καθώς παρήλθε άπρακτη η προθεσμία προσφυγής 5 ημερών κατά αυτής. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στη Λέρο, όπου κρατήθηκε για πάνω από 2 μήνες, είτε στο αστυνομικό τμήμα είτε στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, υπό αμφισβητούμενες συνθήκες κράτησης. Ο ίδιος υποστήριξε ότι βρισκόταν σε πλήρη απομόνωση, χωρίς πρόσβαση σε εξωτερικό χώρο, κατάλληλο φωτισμό, καθαριότητα ή τακτική ιατρική περίθαλψη, γεγονός που είχε ως συνέπεια την επιδείνωση της ψυχικής του υγείας (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 37). Στις 11 Οκτωβρίου 2018, εξετάστηκε από ψυχίατρο και διαγνώστηκε με αγχώδη-καταθλιπτική διαταραχή. Παρότι στις 12 Οκτωβρίου 2018 η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) τον αναγνώρισε ως άτομο που ανήκει σε ευάλωτη ομάδα βάσει του Ν. 4375/2016 (United Nations High Commissioner for Refugees, 2016), οι ελληνικές αρχές δεν προχώρησαν άμεσα στην αποφυλάκισή του μέχρι τις 27 Νοεμβρίου 2018, οπότε και αφέθηκε ελεύθερος. Έτσι, στις 7 Απριλίου 2020 αναγνωρίστηκε τελικά ως πρόσφυγας από τις ελληνικές αρχές (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 35).

Οι συνθήκες κράτησής του στην Ελλάδα αποτέλεσαν το κύριο επιχείρημα αναφορικά με την αμφισβήτηση της νομιμότητας της μεταφοράς του από τη Γερμανία, καταθέτοντας σχετική προσφυγή  στις 9 Νοεμβρίου. Ειδικότερα, αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της επαναπροώθησής του, υποστηρίζοντας ότι στερήθηκε το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή. Αναφερόμενος στο άρθρο 4 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και στο άρθρο 3 ΕΣΔΑ, ισχυρίστηκε ότι η επιστροφή του στην Ελλάδα είχε ως συνέπεια να υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση, λόγω των συνθηκών κράτησης και φιλοξενίας των αιτούντων άσυλο στη χώρα (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 45).

Η υπόθεση εξετάστηκε από το Ομοσπονδιακό Γραφείο Μετανάστευσης και Προσφύγων της Γερμανίας, το οποίο το 2022 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτών δεν έπρεπε να επιστραφεί στην Ελλάδα, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης που θα αντιμετώπιζε εκεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας, τον εξέθεταν σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση. Η απόφαση αυτή ερείδεται στην απόφαση επί της υποθέσεως Ibrahim και λοιποί κατά Γερμανίας (C-297/17) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην οποία έγινε λόγος περί απαγόρευσης επιστροφής αιτούντων άσυλο σε κράτος-μέλος όπου οι συνθήκες διαβίωσης δύνανται να οδηγήσουν σε παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους (Court of Justice of the European Union, 2019). Η μακρά καθυστέρηση όσον αφορά την έκδοση της απόφασης στη Γερμανία, καταδεικνύει την ύπαρξη συστημικών προβλημάτων σχετικά με την εφαρμογή του Κανονισμού Δουβλίνο III, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικής προσφυγή σε περιπτώσεις επαναπροώθησης αιτούντων άσυλο.

Ακόμη, η υπόθεσή του και οι δυσμενείς συνθήκες κράτησής του στην Ελλάδα, μετά την επαναπροώθησή του, αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για την ανάδειξη των σοβαρών ζητημάτων σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες διαβιώνουν ή κρατούνται οι αιτούντες άσυλο. Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε εκφράσει σχετικές ανησυχίες ενώ παράλληλα, η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων διαπίστωσε ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι συνθήκες κράτησης αλλοδαπών συχνά δεν ήταν σύμφωνες με  τα προβλεπόμενα πρότυπα (Council of Europe, 2019).  Αντίστοιχες παρατηρήσεις διατύπωσαν η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών και ο Έλληνας Συνήγορος του Πολίτη, επισημαίνοντας την αδυναμία προστασίας των ευάλωτων ατόμων που αιτούνται τη χορήγηση ασύλου (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 69-73). Οι διαπιστώσεις αυτές ελήφθησαν υπόψη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης από το ΕΔΔΑ, το οποίο κλήθηκε να αξιολογήσει κατά πόσο η μεταχείριση του προσφεύγοντος από τις ελληνικές και γερμανικές αρχές συνιστούσε παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του. Συγχρόνως, το ΕΔΔΑ απέρριψε το αίτημα της γερμανικής κυβέρνησης να διαχωριστεί η υπόθεση και να κριθεί χωριστά η προσφυγή εναντίον της (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 74-76).

Αναφορικά με την Ελλάδα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνθήκες κράτησης του προσφεύγοντος στη Λέρο είχαν ως συνέπεια την παραβίαση της απαγόρευσης απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείριση, του άρθρου 3 ΕΣΔΑ. Παρότι η Ελλάδα είχε δεσμευτεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των αιτούντων άσυλο, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι ελλείψεις στις υποδομές και η αδυναμία παροχής βασικών υπηρεσιών εξακολουθούσαν να υφίστανται  (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 83-85). Όσον αφορά το άρθρο 5 παρ. 1 ΕΣΔΑ, βάσει του οποίου διασφαλίζεται η προστασία του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία του ατόμου η κράτηση του οποίου είναι επιτρεπτή μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση του προσφεύγοντος ήταν νόμιμη, καθώς ερειδόταν σε απόφαση απέλασης που είχε εκδοθεί από τις ελληνικές αρχές (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 91 & 98). Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ διότι αυτός (ήτοι ο προσφεύγων) δεν είχε τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών εντός ευλόγου χρόνου, προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κράτησής του (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 108-109).

Σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η επιστροφή του προσφεύγοντος στην Ελλάδα έγινε κατά παράβαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι γερμανικές αρχές δεν αξιολόγησαν επαρκώς τον κίνδυνο που διέτρεχε ο προσφεύγων να υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση κατά την κράτησή του ή να στερηθεί του δικαιώματος πρόσβασης σε μια αποτελεσματική διαδικασία χορήγησης ασύλου (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 150). Υπογράμμισε μάλιστα, ότι η σχετική συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ώστε να αποφευχθούν τα προαναφερόμενα (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 149).  Επιπλέον, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην έλλειψη ενημέρωσης του προσφεύγοντος για τα ένδικα μέσα που είχε στη διάθεσή του στη Γερμανία, καθώς και στην απουσία πρόσβασης σε δικηγόρο και εν γένει την απόλαυση του δικαιώματος παροχής νομικής συνδρομής, γεγονός που συνετέλεσε στην αδυναμία του να αμφισβητήσει την απόφαση επιστροφής του (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 152-154). Τέλος, το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα αποζημίωση για ηθική βλάβη ύψους 6.500 ευρώ για τη μεταχείριση που υπέστη στην Ελλάδα και 8.000 ευρώ για τις παραβιάσεις διαδικαστική φύσεως που πραγματοποιήθηκαν εκ μέρους της Γερμανίας (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 158 & 161).

Συμπερασματικά, η απόφαση αυτή ανέδειξε τα υπάρχοντα προβλήματα σε σχέση τόσο με τη διαδικασία χορήγησης ασύλου όσο και τις συνθήκες κράτησης στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης ενώ επισημάνθηκε και η γερμανική πρακτική επαναπροώθησης βάσει διμερών συμφωνιών που παρέκαμπταν τις εγγυήσεις του Κανονισμού Δουβλίνο III. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι τα κράτη δεν μπορούν να επιστρέφουν αιτούντες άσυλο χωρίς να διασφαλίζουν προηγουμένως την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, όπως προβλέπεται σχετικά και στο άρθρο 3 ΕΣΔΑ. Επιπλέον, μέσω της εδώ εξεταζόμενης υπόθεσης, υπογραμμίστηκε η σημασία της πρόσβασης σε δικηγόρο και εν γένει του δικαιώματος παροχής νομικής συνδρομής, αλλά και της δυνατότητας προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών σε περίπτωση κράτησης ενός ατόμου, εφόσον εν προκειμένω έγινε λόγος και περί παραβίασης του σχετικού δικαιώματος, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ. Κλείνοντας, είναι σαφές ότι η μεταναστευτική πολιτική του εκάστοτε κράτους δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά τέτοιο τρόπο που να έχει ως συνέπεια παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενώ όσον αφορά τις επαναπροωθήσεις ατόμων, θα πρέπει να θεσμοθετηθούν αυστηρότερα κριτήρια στο πλαίσιο των σχετικών διμερών συμφωνιών στην Ε.Ε.

 

Πηγές:

Πρωτογενείς πηγές-Νομοθεσία

Bundesministerium der Justiz. (n.d.). Asylum Act (AsylG) §18(2) – Tasks of the Border Authority. Gesetze im Internet. Διαθέσιμο στο: https://www.gesetze-im-internet.de/asylvfg_1992/__18.html

Council of Europe. (2019). Report of the European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment: Greece following the visit from 10 to 19 April 2018 (CPT/Inf (2019) 4). Council of Europe. Διαθέσιμο στο: https://rm.coe.int/1680930c9a

EU Agency for Fundamental Rights. (2019). Annual report 2019. Asylum, Visas, Migration, Borders and Integration. Διαθέσιμο στο: https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/fra-2019-fundamental-rights-report-2019_en.pdf

European Council. (2016). EU-Turkey statement, 18 Μαρτίου 2016. Διαθέσιμο στο: https://www.consilium.europa.eu/en/press/press-releases/2016/03/18/eu-turkey-statement/

Regulation (EU) No 604/2013 establishing the criteria and mechanisms for determining the Member State responsible for examining an application for international protection (Dublin III Regulation). (2013). Official Journal of the European Union, 29 Ιουνίου, σελ. 31–59. Διαθέσιμο στο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A32013R0604

Regulation (EU) 2016/399 on a Union Code on the rules governing the movement of persons across borders (Schengen Borders Code). (2016). Official Journal of the European Union, 23 Μαρτίου, σελ. 1–52. Διαθέσιμο στο: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A32016R0399

Ministry for Migration Policy (2018). Agreement between Germany and Greece on the return of persons seeking protection at the border between Germany and Austria. Διαθέσιμο στο: https://embed.documentcloud.org/documents/5427859-Abkommen-Mit-Griechenland/?embed=1

United Nations High Commissioner for Refugees [UNHCR]. (1951). Convention relating to the status of refugees, Article 33: Prohibition of expulsion or return (“refoulement”). Διαθέσιμο στο: https://www.unhcr.org/3b66c2aa10

United Nations High Commissioner for Refugees (UNHCR). (2016). Greece: Law No. 4375/2016: Article 60(4). Refworld. Διαθέσιμο στο: https://www.refworld.org/legal/legislation/natlegbod/2016/en/110141

Νομολογία

Court of Justice of the European Union. (2019). Ibrahim and Others (C-297/17). Judgment of the Court (Grand Chamber). 19 Μαρτίου. Διαθέσιμο στο: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=211801&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1553938

European Court of Human Rights (ECHR). (2024). Case of H.T. v. Germany & Greece (Application no. 13337/19). 15 Οκτωβρίου. Διαθέσιμο στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-237290

 

Πηγή Εικόνας:

EUNews. (2024). Commission’s unwarranted optimism about rule of law alarms human rights experts. Διαθέσιμο στο: https://www.eunews.it/en/2024/10/14/commissions-unwarranted-optimism-about-rule-of-law-alarms-human-rights-experts/