Γράφει η Λυδία Νίκα
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ) υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, αλλά στο μέλλον επρόκειτο να υιοθετηθούν πολυάριθμα Πρωτόκολλα αυτής για την περαιτέρω διασφάλιση της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι μεταξύ άλλων η αρχή ne bis in idem ήτοι το δικαίωμα εκάστου προσώπου να μη δικάζεται 2 φορές για το ίδιο αδίκημα. Η προαναφερόμενη δε από κοινού με το τεκμήριο αθωότητας, τίθεται στο επίκεντρο της προσφάτως δημοσιευθείσας απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) επί της υποθέσεως Συλάκος κατά Ελλάδος, η οποία παρουσιάζεται και αναλύεται εκτενώς κατωτέρω.
Πιο συγκεκριμένα, στην παρούσα υπόθεση, το ΕΔΔΑ κλήθηκε να εξετάσει την προσφυγή του κ. Συλάκου ο οποίος αναφέρθηκε σε παραβίαση τόσο του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ όσο και του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, αναφορικά με την αρχή ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητάς του ως συστατικού στοιχείου του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, αντιστοίχως (European Court of Human Rights, 2025). Ειδικότερα, ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1954 και ζει στην Καρδίτσα και στις 8 Ιουλίου 2002 το Τελωνείο της πόλης του διαπίστωσε ότι ήταν υπεύθυνος για τη διάπραξη του αδικήματος της λαθρεμπορίας βάσει των σχετικών διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (European Court of Human Rights, 2025, par. 1-2). Το παρόν συνέβη κατόπιν της αγοράς στην Ολλανδία και της κυκλοφορίας στην Ελλάδα ενός οχήματος το οποίο είχε εισαχθεί στη χώρα, χωρίς να έχει προηγηθεί η πληρωμή των απαιτούμενων φόρων και δασμών. Συγχρόνως, είχε παραποιηθεί ο αριθμός πλαισίου, εφόσον είχε αντικατασταθεί από εκείνον αντίστοιχα ενός νομίμως ταξινομηθέντος οχήματος (European Court of Human Rights, 2025, par. 2, Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας, 2007). Συνεπώς, με σχετική απόφαση επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο (πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας) ύψους 128.102,85 ευρώ πλέον χαρτοσήμου 3.074,47 ευρώ, ενώ ο αιτών προσέφυγε κατά αυτής ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων (European Court of Human Rights, 2025, par. 3).
Εντούτοις, προ της ενάρξεως των διαδικασιών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ο κ. Συλάκος αθωώθηκε με την υπ’ αριθ. 224/2005 απόφαση του Εφετείου Λάρισας η οποία κατέστη αμετάκλητη, εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση κατά αυτής και την οποία επικαλέστηκε ο προσφεύγων ενώπιον τόσο του Διοικητικού Πρωτοδικείου όσο και του Διοικητικού Εφετείου (European Court of Human Rights, 2025, par. 4). Όμως, στην υπ’ αριθ. 16/2008 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Τρικάλων που δίκασε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό, τονίστηκε ότι ελήφθη υπόψη μεν η ανωτέρω αναφερομένη αθωωτική απόφαση, δεν δεσμεύει την κρίση των διοικητικών δικαστηρίων δε βάσει του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (European Court of Human Rights, 2025, par. 5). Αντιθέτως, κατά την ίδια διάταξη, όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, δεσμευτικές για τα διοικητικά δικαστήρια είναι αποκλειστικά οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων. Εν προκειμένω δε, κρίθηκε ότι υφίστατο ευθύνη του προσφεύγοντος για τέλεση λαθρεμπορίας ενώ η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και με την υπ’ αριθ. 323/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείο Λάρισας που απέρριψε την έφεση επί της ουσίας για τους ίδιους λόγους (European Court of Human Rights, 2025, par. 5).
Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 1879/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ), απερρίφθη η αίτηση αναιρέσεως του κ. Συλάκου ως απαράδεκτη βάσει του άρθρου 12 Ν. 3900/2010. Σύμφωνα με την παρ. 3 αυτού δε, προβλέπεται ότι η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως είναι επιτρεπτή μόνο όταν προβάλλεται εκ μέρους του διαδίκου με συγκεκριμένους ισχυρισμούς εντός του εισαγωγικού δικογράφου, ότι είτε δεν υφίσταται γενικώς νομολογία του προαναφερόμενου δικαστηρίου για το εκάστοτε εξεταζόμενο ζήτημα είτε ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι αντίθετη προς τη νομολογία του ΣτΕ, έτερου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (European Court of Human Rights, 2025, par. 6, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 2010). Εν προκειμένω δε, το ΣτΕ διαπίστωσε ότι εν αντιθέσει προς τα επιχειρήματα του αιτούντος, υφίστατο προγενέστερη νομολογία του δικαστηρίου περί των τιθέμενων ζητημάτων -αναφορικά με την παραβίαση της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας- με την οποία η προσβαλλομένη απόφαση δεν ερχόταν σε αντίθεση. Παρόλα αυτά, η αίτηση αναιρέσεως εξετάστηκε υπό αυτό το πρίσμα και το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν προέκυψε από την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας ότι είχε αθωωθεί αμετακλήτως ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων ενώ ο προσφεύγων ενώπιον του ΣτΕ δεν ανέφερε ότι είχε αποδειχθεί ο προαναφερόμενος ισχυρισμός κατά την εκδίκαση της υπόθεσης από το Διοικητικό Εφετείο (European Court of Human Rights, 2025, par. 6). Κατόπιν τούτων δε, ασκήθηκε η εδώ εξεταζόμενη προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί σε σχέση με την αρχή ne bis in idem ότι σύμφωνα με αυτή ένα πρόσωπο δεν δύναται να διωχθεί ή να καταδικαστεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί αμετακλήτως από το ίδιο κράτος (Πετρόπουλος Β., 2021, σελ. 1169). Η εν λόγω αρχή, όπως αυτή κατοχυρώνεται στην επίμαχη διάταξη του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, αναφέρεται σε 2 διαφορετικές διαδικασίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα και πάντως, έχουν αμφότερες ποινικό χαρακτήρα (Πετρόπουλος Β., 2021, σελ. 1169). Η έννοια της ποινικής διαδικασίας δε, ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτόνομο από το ΕΔΔΑ, βάσει της επίσης αυτόνομης ερμηνείας της ποινής, σύμφωνα με τα κριτήρια Engel (Πετρόπουλος Β., 2021, σελ. 1170). Κατά τα τελευταία, προκειμένου να γίνει λόγος περί «ποινής», κρίνονται ιδιαιτέρως σημαντικά τα εξής στοιχεία: ο χαρακτηρισμός και η φύση της επίμαχης συμπεριφοράς ως διοικητικής παράβασης ή ποινής κατά το εγχώριο δίκαιο και ο τρόπος με τον οποίο εισπράττεται η συγκεκριμένη κύρωση από το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται, λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό βαρύτητάς της η οποία αξιολογείται σύμφωνα με το ανώτερο όριο της εκάστοτε κύρωσης. Τα προαναφερόμενα κριτήρια δε, μπορούν να συντρέχουν είτε σωρευτικά είτε διαζευκτικά (Πετρόπουλος Β., 2021, σελ. 1176-1178, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2015, παρ. 52, European Court of Human Rights, 1976, par. 80-85). Ασφαλώς, πλην αυτών (ήτοι των προαναφερομένων κριτηρίων) εξετάζεται και η φύση της παραβατικής συμπεριφοράς, κυρίως σε σχέση με το εκάστοτε προστατευόμενο έννομο αγαθό μέσω της σχετικής απαγορευτικής διάταξης. Ακόμη, ιδιαίτερης σημασίας κρίνεται και ο γενικός χαρακτήρας μίας διάταξης, ήτοι όταν αυτή απευθύνεται σε όλους τους πολίτες εν συνόλω και όχι σε μία συγκεκριμένη ομάδα (Πετρόπουλος Β., 2021, σελ. 1177). Τέλος, η αρχή ne bis in idem αποτελεί μία δικονομική αρχή που εντάσσεται στο πλαίσιο εκείνης αντίστοιχα (της αρχής) της δίκαιης δίκης ενώ συνιστά «το αποτέλεσμα της στάθμισης της αρχής της ασφάλειας δικαίου για τον κατηγορούμενο από τη μία και της απόδοσης ουσιαστικής δικαιοσύνης από την άλλη (Πετρόπουλος Β., 2021, σελ. 1171). Για αυτό το λόγο, φαίνεται να εντάσσεται μάλλον στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ περί του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και όχι στο άρθρο 7 έχοντας περισσότερο δικονομικό παρά ουσιαστικό περιεχόμενο (Πετρόπουλος Β., 2021, σελ. 1171).
Επιπλέον, σε σχέση με το τεκμήριο αθωότητας, είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι το παρόν συνιστά μία εκ των θεμελιωδέστερων αρχών της ποινικής δίκης και ασφαλώς, εν γένει αναπόσπαστο στοιχείο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (Βογιατζής, 2017, σελ. 301). Συγχρόνως, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δύναται να προσβληθεί ακόμη και εάν όλες οι υπόλοιπες αρχές της δίκαιης δίκης έχουν γίνει σεβαστές στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (Βογιατζής, 2017, σελ. 301). Ειδικότερα, η διαδικαστική εγγύηση του επίμαχου άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, παραβιάζεται σε περίπτωση αντιμετώπισης του κατηγορουμένου ως ενόχου από το δικαστήριο εν μέσω εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας και παρά το γεγονός ότι δεν υφίσταται αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση εναντίον του (Βογιατζής, 2017, σελ. 301). Επίσης, το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί συστατικό στοιχείο της τιμής και της υπόληψης του κατηγορουμένου ενώ μέσω της ΕΣΔΑ διασφαλίζεται η αυτόνομη προστασία του (Βογιατζής, 2017, σελ. 301). Σημειωτέον ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του εν λόγω τεκμηρίου, συνιστά ασφαλώς η ύπαρξη «κατηγορίας ποινικής φύσης» κατά του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 6 ΕΣΔΑ ενώ είναι πιθανό να ανακύψουν ζητήματα κατά την εφαρμογή του, μεταξύ άλλων, σε πειθαρχικές ή διοικητικές διαδικασίες που σχετίζονται με αυτές αντίστοιχα ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Είναι κατανοητό δε, ότι τυχόν διαφορετική κρίση του πειθαρχικού οργάνου ή του διοικητικού δικαστηρίου δεν συνιστά αυτομάτως προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας (Βογιατζής, 2017, σελ. 302, 309). Εντούτοις, εάν αμφισβητηθεί εκ μέρους του διοικητικού δικαστηρίου προηγούμενη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου –λόγω των αμφιβολιών που διέλαβαν την κρίση του- για περιστατικά παρόμοια με εκείνα που αποτελούν το αντικείμενο της διοικητικής δίκης, τότε γίνεται λόγος περί παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ (Βογιατζής, 2017, σελ. 309-310).
Στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση ο κ. Συλλάκος άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ, επικαλούμενος, όπως προαναφέρθηκε, ότι είχε παραβιαστεί τόσο η αρχή ne bis in idem -διότι τα διοικητικά δικαστήρια επικύρωσαν το επιβληθέν διοικητικό πρόστιμο για λαθρεμπορία τη στιγμή που αθωώθηκε για το συγκεκριμένο αδίκημα από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο- όσο και το τεκμήριο αθωότητάς του (European Court of Human Rights, 2025, par. 11). Η Κυβέρνηση από την πλευρά της υποστήριξε ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα, εφόσον ο αιτών αφενός δεν είχε συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αναίρεσής του κατά το προαναφερόμενο άρθρο 12 Ν. 3900/2010 και αφετέρου δεν είχε αποδείξει ότι η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου είχε καταστεί αμετάκλητη, αποστερώντας τόσο από το Διοικητικό Εφετείο όσο και από το ΣτΕ τη δυνατότητα να την κρίνουν ως τέτοια (European Court of Human Rights, 2025, par. 8). Αντιθέτως, ο προσφεύγων από την πλευρά του ανέφερε ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνταν να ελέγξουν τα ίδια το αμετάκλητο της απόφασης. Τελικώς, το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι καίτοι το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη βάσει του άρθρου 12 Ν. 3900/2010, είχε προηγουμένως εξετάσει τη βασιμότητα των ισχυρισμών του προσφεύγοντος (European Court of Human Rights, 2025, par. 9-10). Συγχρόνως, εφόσον ο κ. Συλάκος επικαλέστηκε και υπέβαλλε τη συγκεκριμένη αθωωτική απόφαση, εναπόκειτο στην κρίση των διοικητικών δικαστηρίων να αποφασίσουν εάν αυτή θα ασκούσε επιρροή ενόψει της εκκρεμμούσας διαδικασίας ενώπιόν τους βάσει της αρχής ne bis in idem και συνεπώς, ο προαναφερόμενος ισχυρισμός της κυβέρνησης απερρίφθη από το Δικαστήριο (European Court of Human Rights, 2025, par. 10).
Το ΕΔΔΑ, αφού έκρινε παραδεκτή την προσφυγή και λαμβάνοντας υπόψη την προγενέστερη νομολογία του στην απόφαση Zolotukhin κατά Ρωσίας και A & B κατά Νορβηγίας που αποτελούν δύο εκ των πλέον χαρακτηριστικών αποφάσεων για τα εδώ εξεταζόμενα ζητήματα, διαπίστωσε ότι πράγματι είχε παραβιαστεί το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, όπως ακριβώς συνέβη και στην προγενέστερη καταδικαστική απόφαση επί της υποθέσεως Καπετάνιος κατά Ελλάδος (European Court of Human Rights, 2025, par. 13-15). Ειδικότερα, επισημάνθηκε ότι αμφότερες οι διαδικασίες ενώπιον τόσο των διοικητικών όσο και των ποινικών δικαστηρίων που αφορούσαν το ίδιο ζήτημα, είχαν ποινικό χαρακτήρα, όπως αυτός διαμορφώνεται βάσει των ανωτέρω αναφερομένων κριτηρίων Engel, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του διοικητικού προστίμου και τον αποτρεπτικό χαρακτήρα αυτού (European Court of Human Rights, 2025, par. 16). Ο προσφεύγων, όπως επισημάνθηκε και ανωτέρω, έχοντας αθωωθεί ενώπιον του Εφετείου Λάρισας –και χωρίς να ακολουθήσει η άσκηση εφέσεως υπέρ του νόμου-, επικαλέστηκε και υπέβαλλε τη σχετική απόφαση, η οποία πλέον είχε καταστεί αμετάκλητη, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων όλων των βαθμίδων, ακόμη και στο ΣτΕ (European Court of Human Rights, 2025, par. 17). Συνεπώς, βάσει και της προγενέστερης νομολογίας του ΕΔΔΑ, κρίθηκε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες εναπόκειτο στην κρίση των διοικητικών δικαστηρίων να αξιολογήσουν τυχόν επιρροή της αθωωτικής απόφασης στο πλαίσιο της εκκρεμούσης διαδικασίας ενώπιόν τους βάσει της αρχής ne bis in idem, η οποία τελικώς δεν ελήφθη υπόψη (European Court of Human Rights, 2025, par. 17-18).
Τέλος, σχετικά με τη φερόμενη παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ περί μη σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητάς του εκ μέρους των διοικητικών δικαστηρίων, το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι εφόσον επρόκειτο για παρεμφερείς –με εκείνες ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου- και συγχρόνως αυτόνομες διαδικασίες, πράγματι ο προσφεύγων κρίθηκε υπεύθυνος για τη διάπραξη αδικημάτων για τα οποία είχε αθωωθεί. Επομένως, ακολουθώντας την κρίση του επί της προαναφερόμενης απόφασης Καπετάνιος κατά Ελλάδος, το Δικαστήριο θεώρησε ότι είχε παραβιαστεί και η συγκεκριμένη διάταξη (European Court of Human Rights, 2025, par. 19-24). Ο αιτών δε, αιτήθηκε την επιδίκαση αποζημιώσεως ύψους 260.433,10 ευρώ και 3.074,47 ευρώ ως τέλος χαρτοσήμου λόγω της χρηματικής ζημίας που υπέστη κατόπιν της επιβολής του διοικητικού προστίμου για λαθρεμπορία, 100.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.000 για τα δικαστικά έξοδα (European Court of Human Rights, 2025, par. 25). Όμως, η Κυβέρνηση από την πλευρά της επεσήμανε ότι οι αξιώσεις περί καταβολής αποζημιώσεως λόγω χρηματικής ζημίας και ηθικής βλάβης του κ. Συλάκου θα έπρεπε να απορριφθούν, εφόσον ο τελευταίος δεν τις είχε υποβάλλει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ισχυρισμός ο οποίος έγινε δεκτός εκ μέρους του ΕΔΔΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτών δεν είχε συμμορφωθεί με τη συναφή διάταξη του άρθρου 60 παρ. 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου (European Court of Human Rights, 2025, par. 26-27). Παρόλα αυτά, σημείωσε ότι σε κάθε περίπτωση ο προσφεύγων θα έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει ενώπιον του ΣτΕ αίτηση επανάληψης της διαδικασίας αιτούμενος την ακύρωση του διοικητικού προστίμου (European Court of Human Rights, 2025, par. 27)
Κλείνοντας, η παρούσα απόφαση του ΕΔΔΑ έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων για παρεμφερή ζητήματα. Είναι σαφές, ότι η προστασία που δύναται να προσφέρει τόσο η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem όσο και του τεκμηρίου αθωότητας στα δικαιώματα του ατόμου κρίνεται θεμελιώδους σημασίας και αναμένονται ενδιαφέρουσες οι εξελίξεις στην εσωτερική έννομη τάξη κατόπιν της σχετικής και κυρίως πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου (Θεοχάρη Α., Μπουλταδάκη Δ., 2016).
Πηγές:
Βιβλιογραφία
Βογιατζής Παναγιώτης σε Σισιλιάνος Λίνος-Αλέξανδρος. (2017). Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ερμηνεία κατ’ άρθρο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Πετρόπουλος Βασίλης σε Σαρμάς Ι., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ. (2021). ΕΣΔΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
Πρωτογενείς πηγές-Νομοθεσία
Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας. (2007). Άρθρο 155. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://ministryofjustice.gr/wp-content/uploads/2019/10/ (τελευταία πρόσβαση 18/03/2025)
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (2010). ΦΕΚ Α. 213. (2010). Νόμος υπ’ αριθ. 3900 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις». Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, άρθρο 12. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://search.et.gr/el/fek/?fekId=429760 (τελευταία πρόσβαση 18/03/2025)
Αρθρογραφία
Θεοχάρη Α., Μπουλταδάκη Δ. (2016). Η αρχή της ne bis in idem στο πεδίο των διοικητικών κυρώσεων-“ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η ΑΡΧΗ NE BIS IN IDEM”. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου. 31 Δεκεμβρίου, τεύχος 12, σελ. 1135-1150. ΤΝΠ Qualex.
Νομολογία
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. (2015). Υπόθεση Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας (Προσφυγές αριθ. 3453/12, 42941/12 και 9028/13). 30 Απριλίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://hudoc.echr.coe.int/ (τελευταία πρόσβαση 20/03/2025)
European Court of Human Rights. (1976). Case of Engel and others v. The Netherlands (Application no. 5100/71; 5101/71; 5102/71; 5354/72; 5370/72). 8 Ιουνίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://hudoc.echr.coe.int/tur#{%22itemid%22:[%22001-57479%22]} (τελευταία πρόσβαση 20/03/2025)
European Court of Human Rights. (2025). Case of Sylakos v. Greece (Application no. 72036/14). 21 Ιανουαρίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://hudoc.echr.coe.int/ (τελευταία πρόσβαση 18/03/2025)
Πηγή εικόνας: European Centre for Law & Justice. (2023). Ameliorer l’ impartialite de la Cour europeenee. 19 Ιανουαρίου. [online] Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://eclj.org/geopolitics/echr/measures-aimed-at-providing-additional-safeguards-to-preserve-the-independence-and-impartiality-of-the-judges-of-the-european-court (τελευταία πρόσβαση 21/03/2025)