Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Η κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τσετσενία

Γραφει η Μαρία Ελένη Πανταζή Ψαθά

Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, η ομοφυλοφιλία δεν ήταν αποδεκτή από καμία θρησκεία και τα περισσότερα νομικά συστήματα την καταδίκαζαν, με έμφαση τον νόμο της σαρίας ο οποίος την ποινικοποιούσε με αυστηρές κυρώσεις. Το πρώτο οργανωμένο κίνημα ομοφυλόφιλων ανδρών και γυναικών εμφανίστηκε στο Βερολίνο το 1897, ζητώντας την ανάκληση της παραγράφου 175 του Ποινικού Κώδικα. Μολονότι η αναθεώρηση της παραγράφου 175 απέτυχε, η συγκεκριμένη Επιτροπή έδωσε φωνή στους ομοφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες και άνοιξε τον δρόμο για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Παρά την ύπαρξη και άλλων αγγλικών και αμερικανικών οργανώσεων, η πολιτική δράση των ομοφυλόφιλων ήταν αρκετά περιορισμένη. Στα μέσα του 20ου αιώνα, ένας ολοένα και αυξανόμενος αριθμός οργανώσεων άρχισε να εδραιώνεται σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, σηματοδοτώντας αρκετές νίκες στον τομέα της νομοθετικής αναθεώρησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναφορά του Βρετανού Προέδρου Sir John Wolfenden, το 1957, σύμφωνα με την οποία οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ ομοφυλόφιλων ενηλίκων θα πρέπει να αποσυρθούν από το Ποινικό Δίκαιο. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, ο όρος ομοφυλόφιλος (gay) χρησιμοποιήθηκε ως συντομογραφία για να αναφερθεί σε όλο το φάσμα των σεξουαλικών ομάδων. Θεωρήθηκε όμως από αρκετούς ακτιβιστές ως ένας γενικευμένος όρος ο οποίος δεν αντιπροσώπευε επαρκώς κάθε ομάδα, με αποτέλεσμα την αντικατάστασή του από το διεθνές αρκτικόλεξο LGBT. Ο όρος ΛΟΑΤΚΙ προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς. Τα τελευταία χρόνια ο όρος επεκτάθηκε συμπεριλαμβάνοντας και τα Ίντερσεξ άτομα.

Παρά την ενεργή δράση της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ κατά τα τελευταία χρόνια, σε πολλές χώρες συνεχίζουν να παρατηρούνται φαινόμενα βίας εναντίων ομοφυλόφιλων ατόμων. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας, οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι παράνομες και ποινικοποιούνται σε 70 χώρες, όπως η Ινδονησία, το Μαρόκο και η Αίγυπτος ενώ σε 9 χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τιμωρούνται με θανατική ποινή.  Σύμφωνα με την ομάδα Transrespect versus Transphobia Worldwide (TvT), το 2018 καταγράφηκαν 369 περιπτώσεις δολοφονιών διεμφυλικών ατόμων, με τις περισσότερες να σημειώνονται στην Βραζιλία και στο Μεξικό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Human Rights Watch, το 2019 θανατώθηκαν το λιγότερο 26 transgender άτομα, καθώς υπάρχουν και περιπτώσεις οι οποίες παραμένουν στην αφάνεια.

Η περίπτωση της Τσετσενίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεχιζόμενων έως σήμερα βιαιοτήτων εναντίον της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.  Πιο συγκεκριμένα,  η Τσετσενία διέπεται έντονα από το θρησκευτικό στοιχείο και τα πολιτισμικά έθιμα, με αποτέλεσμα «να μην δέχεται άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό από τον παραδοσιακό», όπως είχε αναφέρει σε δήλωσή του ο Πρόεδρος Ramzan Kadyrov. Στο παρελθόν, εφαρμόζονταν τα λεγόμενα εγκλήματα τιμής (honor killings) εναντίον ομοφυλόφιλων- ή πιθανώς ομοφυλόφιλων- ανδρών, με αποτέλεσμα να δολοφονούνται και από τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς τους. Πολλές είναι βέβαια οι περιπτώσεις οι οποίες δεν έγιναν ποτέ γνωστές στη Διεθνή Κοινότητα.

Το «πρώτο κύμα εκκαθάρισης ομοφυλοφίλων»,  το οποίο ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2016 και διήρκησε έως τον Φεβρουάριο του 2017, έφερε την περίπτωση της Τσετσενίας ξανά στο προσκήνιο. Αντίστοιχα, την άνοιξη του 2017, άρχισε το δεύτερο «κύμα εκκαθάρισης», κατά τη διάρκεια του οποίου η τοπική αστυνομία βασάνισε περίπου 100 άνδρες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE), οι συγκεκριμένες βιαιότητες αποτελούν παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της έκφρασης, της προσωπικότητας και της μη διάκρισης.

Η πλειονότητα των θυμάτων είχε δηλώσει ότι είχαν αρπαχθεί από τα σπίτια και τον χώρο εργασίας τους και είχαν μεταφερθεί δια της βίας σε αστυνομικά τμήματα ή ανεπίσημες στρατιωτικές εγκαταστάσεις όπου και παρέμεναν για εβδομάδες, χωρίς τη δυνατότητα επικοινωνίας με την οικογένειά τους. Η κράτησή τους γινόταν υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς πρόσβαση σε νερό και φαγητό, ενώ υπέστησαν βασανιστήρια όπως ηλεκτρικό σοκ ώστε να ομολογήσουν «το έγκλημα της ομοφυλοφιλίας» και να καταδώσουν υπόλοιπα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Πολλοί δεν επιβίωσαν από τα βασανιστήρια, ενώ άλλοι εκτελέστηκαν χωρίς δίκη, κυρίως σε περιπτώσεις όπου η οικογένεια αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αστυνομικές αρχές. Εκτός από τα σωματικά βασανιστήρια, οι περισσότεροι ήταν θύματα λεκτικής βίας από τους αστυνομικούς: « Σας μεταφέρουμε εδώ γιατί αποτελείτε ντροπή για την οικογένειά σας και την κοινωνία και δεν θα έπρεπε να υπάρχετε». Τα εγκλήματα τιμής επαναφέρθηκαν στο προσκήνιο, ενώ είναι αρκετές οι περιπτώσεις στις οποίες μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας υποχρεώθηκαν σε αναγκαστικό γάμο, ειδάλλως θα έπρεπε να αυτοκτονήσουν.  Όλες οι παραπάνω πρακτικές αποτελούν παραβίαση των δεσμεύσεων της Ρωσίας στα πλαίσια του Οργανισμού Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη, του οποίου αποτελεί μέλος. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη του Οργανισμού, έχουν δεσμευθεί να εξασφαλίσουν ότι κανένας άνθρωπος δεν θα είναι υποκείμενο παράνομης σύλληψης και κράτησης, ενώ οι κρατούμενοι θα έχουν το δικαίωμα σε μία δίκαιη δίκη.

Δυστυχώς οι δημόσιες μαρτυρίες ανθρώπων που βασανίστηκαν είναι ελάχιστες, λόγω του φόβου της κοινωνικής κατακραυγής. Εξαίρεση, αποτελεί η περίπτωση του Lapunov- επιβιώσαντα των βασανιστηρίων- ο οποίος μετά τις διαδοχικές απορρίψεις των αιτημάτων του από τα  τοπικά δικαστήρια, κατέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να εκδικάσει την υπόθεσή του, η γνωστοποίησή της στη διεθνή κοινότητα οδήγησε στην αντίδραση πολλών οργανώσεων και στην ανάληψη δράσης. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, υιοθέτησε συναφή ψηφίσματα ( Ψηφίσματα 17/19 και 27/32), ενώ ο Ύπατος Αρμοστής πρότεινε στα κράτη να εξασφαλίσουν ότι οι εθνικές νομοθεσίες απαγορεύουν τις φυλετικές διακρίσεις. Παρόλα αυτά, οι ακτιβιστές στην Τσετσενία συνεχίζουν να στιγματίζονται κοινωνικά ως προωθητές της ομοφυλοφιλικής προπαγάνδας.[1]

 Σε διεθνές επίπεδο, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε το 2018 το Ψήφισμα 2230, στο οποίο προτείνεται η απόσυρση νόμων οι οποίοι χαρακτηρίζουν τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις ως προπαγανδιστικές, και οι οποίοι ενισχύουν τις εκτελέσεις σε βάρος μελών της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Από την πλευρά της Ρωσίας, έχει διατυπωθεί το ερώτημα κατά πόσον η ευθύνη της περιορίζεται σε αδυναμία επιβολής κυρώσεων ή έλλειψη πολιτικής θέλησης. Πολλοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έλλειψη προθυμίας της Ρωσίας να επαναφέρει την πολιτική σταθερότητα στην περιοχή. Η Διεθνής Κοινότητα αντέδρασε με χιλιάδες διαδηλώσεις σε όλο τον κόσμο ενάντια στις παραβιάσεις της Τσετσενίας προς την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, ενώ κυβερνήσεις καταδίκασαν τις πράξεις αυτές. Παρόλα αυτά, οι παράνομες συλλήψεις, οι βασανισμοί και οι θανατώσεις συνεχίζονται στην ίδια κλίμακα. Ο ΟΗΕ έχει επανειλημμένα εκφράσει τις ανησυχίες του σχετικά με την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, καθώς εκτός από παράφορη παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελεί νομιμοποίηση των προκαταλήψεων σε μια κοινωνία, ενισχύοντας τα εγκλήματα μίσους, τα βασανιστήρια και την οικογενειακή βία. Αποτελεί επίσης ένα είδους διάκρισης σε βάρος ατόμων που συμπεριφέρονται διαφορετικά από την παράδοση μίας χώρας, ενώ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ποινικοποίηση αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην πρόληψη διάδοσης του HIV, καθώς οι περισσότεροι αποφεύγουν τις εξετάσεις φοβούμενοι μήπως κατηγορηθούν «για το έγκλημα της ομοφυλοφιλίας».[2]

Συμπερασματικά, χώρες οι οποίες ποινικοποιούν ακόμα και σήμερα την ομοφυλοφιλία, παραβιάζουν το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και την αρχή της μη διάκρισης, όπως καταγράφονται στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Παράλληλα, η παράνομη σύλληψη και κράτηση αποτελούν παραβιάσεις των δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ζωής της Διεθνούς Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η Δημοκρατία της Τσετσενίας λοιπόν, προβαίνει σε όλες τις παραπάνω παραβιάσεις εναντίον της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Παρά τη διεθνή κατακραυγή και τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας, μέχρι σήμερα η κατάσταση παραμένει η ίδια. Το γενικό αίσθημα ανομίας σε συνδυασμό με την ατιμωρησία του κρατικού μηχανισμού αποτελούν τους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως καμία υπόθεση παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει εκδικαστεί. Συνεπώς, η νομοθετική αναθεώρηση είναι απαραίτητη σε συνδυασμό με την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων από μέρους της διεθνούς κοινότητας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. OSCE, “Rapporteur’s Report on alleged Human Rights Violations and Impunity in the Chechen Republic of the Russian Federation”, Δεκέμβριος 21, 2018. Διαθέσιμο στο: https://www.osce.org/odihr/407402?download=true
  2. UN News, “LGBT community in Chechnya faces ‘new wave of persecution’: UN Human Rights Experts”, Φεβρουάριος 13, 2019. Διαθέσιμο στο: https://news.un.org/en/story/2019/02/1032641
  3. Human Rights Watch, “Russia: New Wave of Anti-LGBT Persecution”, Φεβρουάριος 15, 2019. Διαθέσιμο στο: https://www.hrw.org/news/2019/02/15/russia-new-wave-anti-lgbt-persecution
  4. Human Rights Campaign, “Annual Report on Epidemic of Anti-Transgender Violence”, Νοέμβριος 18, 2019. Διαθέσιμο στο: https://www.hrc.org/blog/hrc-releases-annual-report-on-epidemic-of-anti-transgender-violence-2019
  5. Amnesty International, “LGBTI Rights”. Διαθέσιμο στο: https://www.amnesty.org/en/what-we-do/discrimination/lgbt-rights/
  6. Encyclopedia Britannica, “Gay Rights Movement”. Διαθέσιμο στο: https://www.britannica.com/topic/gay-rights-movement

Εικόνα διαθέσιμη στο : https://www.amnesty.org/