Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Κλιματική Αλλαγή, Περιβαλλοντολογικά Προβλήματα και Δίκαιο Ενέργειας

Η ενεργειακή φτώχεια και οι κοινωνικές επιπτώσεις της πράσινης μετάβασης στην Ε.Ε.

Γράφει η Αποστολία Ιορδανοπούλου

Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση αφορά το φαινόμενο της «ενεργειακής φτώχειας». Η Ε.Ε., στο πλαίσιο της ανάγκης ταχείας ενεργειακής μετάβασης, καταβάλλει προσπάθεια για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και την αποκέντρωση του ενεργειακού συστήματος (Αλιγιζάκη, 2023). Ωστόσο, η ενεργειακή μετάβαση συνοδεύεται από την εμφάνιση ποικίλων κοινωνικών ανισοτήτων. Συγκεκριμένα, το χαμηλό εισόδημα των νοικοκυριών, η αύξηση των τιμών ενέργειας και η ανεπαρκής ενεργειακή απόδοση των υποδομών, προσθέτουν νέες διαστάσεις στην έννοια της πράσινης μετάβασης, ιδίως όσον αφορά τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (Aylin et al., 2001, Healy, 2003). Ποιες είναι, όμως, οι δράσεις της Ε.Ε. για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας και την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων; Ποιες πολιτικές εφαρμόζονται ήδη και ποιες προτάσεις υπάρχουν για την προστασία των κοινωνικά ευάλωτων ομάδων;

Η έννοια της «ενεργειακής φτώχειας» αφορά την περίπτωση που ένα νοικοκυριό πρέπει να μειώσει την ενεργειακή του κατανάλωση σε βαθμό που επηρεάζεται αρνητικά η υγεία και η ευημερία των κατοίκων του. Επιπλέον, οφείλεται κυρίως σε τρείς βαθύτερες αιτίες: το υψηλό ποσοστό των δαπανών των νοικοκυριών που αφορούν την ενέργεια, το χαμηλό εισόδημα και τη χαμηλή ενεργειακή απόδοση κτιρίων και συσκευών (European Commission, n.d).

Στην Ε.Ε., περίπου το 8% έως 16% του πληθυσμού μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενεργειακά φτωχό (Joint Research Centre, 2024). Συγκεκριμένα, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η εκπαίδευση και η απασχόληση διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην έννοια της ενεργειακής φτώχειας, δηλαδή, τα άτομα που ανήκουν σε νοικοκυριά με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και σταθερή απασχόληση είναι λιγότερο πιθανό να πλήττονται από το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας. Είναι, εξίσου, σημαντικό να αναφερθεί ότι περίπου το 30% των ενεργειακά φτωχών νοικοκυριών χαρακτηρίζονται όχι μόνο ως ενεργειακά αλλά και ως εισοδηματικά αδύναμα. Επιπλέον, τα νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος εμφανίζουν επίσης υψηλά ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Συμπερασματικά, η ενεργειακή φτώχεια δεν επηρεάζει μόνο χαμηλές εισοδηματικές τάξεις, αλλά επεκτείνεται και σε νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος, καθιστώντας την ένα ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα (Joint Research Centre, 2024).

Μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., τα ποσοστά της ενεργειακής φτώχειας διαφέρουν. Για παράδειγμα, σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Βουλγαρία, σχεδόν το 30% του πληθυσμού χαρακτηρίσθηκε ως ενεργειακά φτωχό, για το έτος 2024. Αντίστοιχα, σε δυτικές και βόρειες χώρες, το ποσοστό βρέθηκε κάτω από το 5%. Γενικότερα, οι διαφορές μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. αυξάνονται όταν προστίθενται περαιτέρω μεταβλητές, όπως είναι ο δείκτης AW-Poverty rate, ο οποίος μετρά την αδυναμία διατήρησης του σπιτιού σε επιθυμητή θερμοκρασία. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα ποσοστά για το 2024 ήταν σχεδόν μηδενικά σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο και η Σουηδία, ενώ σε χώρες όπως η Βουλγαρία το ποσοστό ανήλθε στο 40% (Joint Research Centre, 2024).

Τα διαφορετικά ποσοστά μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. οφείλονται κυρίως σε παράγοντες που πηγάζουν από τα εθνικά μέτρα. Επίσης, επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της αγοράς ενέργειας, τις τιμές ενέργειας, την απόδοση των υποδομών και τα επίπεδα εισοδημάτων, καθορίζοντας έτσι την πρόσβαση στην ενέργεια και το κόστος της (Joint Research Centre, 2024).

Στην Ελλάδα, το 19,2% των νοικοκυριών δήλωσε, το 2022, αδυναμία επαρκούς θέρμανσης. Παράλληλα, τον μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετώπισαν τα φτωχά νοικοκυριά, όπου το ποσοστό της ενεργειακής φτώχειας ανήλθε στο 39,7%. Αντίθετα, στα μη φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό περιορίσθηκε στο 14,4%. Τέλος, οι περιοχές που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες είναι η Δυτική Ελλάδα (36,3%), η Πελοπόννησος (21,5%) και η Αττική (20,9%) (ΚΕΠΕ, 2024).

Το ερώτημα που γεννάται, λοιπόν, είναι το εξής: «Ποιες ομάδες πλήττονται περισσότερο από την έννοια της ενεργειακής φτώχειας;».

Η ενεργειακή φτώχεια πλήττει δυσανάλογα ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Σε πρώτο πλαίσιο, οι χαμηλόμισθοι, οι οποίοι συχνά διαμένουν σε υποδομές με ανεπαρκή ενεργειακή απόδοση (για παράδειγμα, ελλιπής μόνωση), αναγκάζονται να μειώσουν την κατανάλωσή τους σε ενέργεια και τη χρήση των ηλεκτρικών τους συσκευών. Αντίστοιχα, οι ηλικιωμένοι, εξαιτίας του αυξημένου χρόνου παραμονής τους στο σπίτι έχουν ανάγκη την κατανάλωση περισσότερης ενέργειας, την οποία σε αρκετές περιπτώσεις αδυνατούν να υποστηρίξουν λόγω των εξαιρετικά μειωμένων συντάξεων που λαμβάνουν. Ταυτόχρονα, οι άνεργοι αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της παροχής ενέργειας και σε κοινωνική απομόνωση. Ακόμη, οι αγροτικές περιοχές, λόγω της έλλειψης σύγχρονων ενεργειακών υποδομών και της παρατεταμένης χρήσης ρυπογόνων και μη αποδοτικών πηγών θέρμανσης, αντιμετωπίζουν αυξανόμενο ενεργειακό κόστος. Γίνεται αντιληπτό ότι η ενεργειακή φτώχεια εμφανίζει πολλαπλές επιπτώσεις στο κάθε νοικοκυριό. Οι επιπτώσεις αυτές αφορούν την υγεία, την ποιότητα ζωής και την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης (EPEE, 2009).

Η ενεργειακή μετάβαση, η οποία συνοδεύεται, κυρίως, από τη χρήση των ΑΠΕ, την ανάπτυξη του ενεργειακού εφοδιασμού και την απολιγνιτοποίηση, αποτελεί θεμελιώδες βήμα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής και της κλιματικής κρίσης. Ωστόσο, η αύξηση των τιμών της ενέργειας και η αδυναμία δημιουργίας σύγχρονων υποδομών μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο, δημιουργώντας νέες μορφές ενεργειακής ανισότητας (IEA, 2015).

Οι κυριότερες πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής κρίσης περιλαμβάνουν μια σειρά μέτρων και προγραμμάτων, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ETS), το οποίο επιβάλλει κόστος στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, καθώς και πολιτικές όπως η υποχρεωτική χρήση ΑΠΕ (Renewables Obligation – RO) και οι επιδοτήσεις για την παραγωγή καθαρής ενέργειας μέσω προγραμμάτων όπως τα Feed-in Tariffs και τα Contracts for Difference (FiTs) (Department of Energy and Climate Change, 2010). Παράλληλα, ενισχύονται πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, όπως η αναβάθμιση της μόνωσης των κτιρίων και η αντικατάσταση παλαιών συστημάτων θέρμανσης με αντλίες θερμότητας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal) αποτελεί τον κεντρικό οδικό χάρτη για τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050, ενσωματώνοντας μέτρα για βιώσιμες μεταφορές, καθαρή ενέργεια, κυκλική οικονομία και προστασία της βιοποικιλότητας (Αλιγιζάκη, 2023).

Άμεση συνέπεια των παραπάνω πολιτικών αποτελεί η αύξηση του κόστους των τιμών της ενέργειας, η οποία εμπεριέχει τον κίνδυνο κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων. Όσον αφορά τα νοικοκυριά, και ιδίως εκείνα με χαμηλότερο εισόδημα, βιώνουν μεγαλύτερες δυσκολίες εξαιτίας της αύξησης του κόστους ζωής. Από την πλευρά τους οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αυξημένο κόστος λειτουργίας, πράγμα που τις καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικές στην αγορά με άμεση συνέπεια την απώλεια θέσεων εργασίας και τη μεταφορά τους σε χώρες με μικρότερο ενεργειακό κόστος. Τέλος, προκαλούνται ανισότητες μεταξύ των χωρών, αφού οι χαμηλότερες εισοδηματικά χώρες παρουσιάζουν αδυναμία προσαρμογής σε πολιτικές καθαρής μετάβασης και ενεργειακής απόδοσης. Συνεπώς, οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση ενός ενεργειακά βιώσιμου μέλλοντος. Η ενεργειακή μετάβαση είναι απαραίτητη, παρόλα αυτά πρέπει να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (Department of Energy and Climate Change, 2010).

Από την πλευρά τους, τα κράτη μέλη επικεντρώνονται κυρίως στη στήριξη έργων που σχετίζονται με την επιδότηση της ενέργειας, αντί να δίνουν έμφαση στην ενίσχυση πολιτικών για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας. Σε αυτό το πλαίσιο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η έννοια της ενεργειακής δημοκρατίας, καθώς προτείνει ένα εναλλακτικό μοντέλο που αντιμετωπίζει τις κοινωνικές ανισότητες στην πρόσβαση στην ενέργεια. Συγκεκριμένα, προωθεί τη συμμετοχή των πολιτών τόσο στη διαχείριση όσο και στην παραγωγή ενέργειας, διασφαλίζοντας ίσες ευκαιρίες πρόσβασης για όλους. Η ενεργειακή δημοκρατία στηρίζεται σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης που επιδιώκει την αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας και την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, ενισχύοντας έτσι την κοινωνική δικαιοσύνη και τη διαφάνεια (Craig & Jungjohann, 2016).

Ο Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης αποτελεί βασικό εργαλείο ώστε η μετάβαση προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία να πραγματοποιηθεί με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, χωρίς να μείνει κανείς στο περιθώριο (European Commission, nd). Στο πλαίσιο αυτό, η Ε.Ε. έχει αναπτύξει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της δίκαιης μετάβασης και την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (JTF), το οποίο χρηματοδοτεί δράσεις που στοχεύουν στη στήριξη περιοχών και πληθυσμών που πλήττονται περισσότερο από τη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία. Το ταμείο αυτό περιλαμβάνει μέτρα για την άμβλυνση των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών της απολιγνιτοποίησης και της απανθρακοποίησης, δίνοντας έμφαση στην κοινωνική συνοχή και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (Αλιγιζάκη, 2023). Παράλληλα, το Παρατηρητήριο Ενεργειακής Φτώχειας (EPOV) παρακολουθεί συστηματικά την εξέλιξη της ενεργειακής φτώχειας και προτείνει πολιτικές για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών (Bajet et al., 2017). Για την υποστήριξη των σχετικών δράσεων, η Ε.Ε. έχει αναπτύξει ένα ευρύ φάσμα χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία (ESIF), που στηρίζουν επενδύσεις σε ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έξυπνα δίκτυα και βιώσιμες αστικές μεταφορές, το πρόγραμμα Horizon 2020, το οποίο προωθεί την έρευνα και την καινοτομία σε αποδοτικές τεχνολογίες, καθώς και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI), το οποίο παρέχει χρηματοδοτική στήριξη για την υλοποίηση βιώσιμων έργων (Ευρωπαϊκή Ένωση, 2015).

Συμπερασματικά, η ενεργειακή φτώχεια είναι μία πολυδιάστατη πρόκληση που πλήττει εκατομμύρια πολίτες στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να κατέχει πρωταγωνιστική θέση στο προσκήνιο. Η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί σημαντική έννοια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αλλά, μπορεί να επιφέρει κινδύνους για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και νοικοκυριά. Η Ε.Ε., μέσω της υιοθέτησης πρωτοβουλιών και της ανάπτυξης δράσεων για τη στήριξη των νοικοκυριών, την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης και την προώθηση των ΑΠΕ, επιχειρεί να αμβλύνει τις δυσμενείς επιπτώσεις. Γίνεται κατανοητό ότι μέσα από τη σωστή πολιτική στρατηγική, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ενεργή συμμετοχή των πολιτών μπορούμε να πετύχουμε το ευκταίο: δηλαδή, έναν βιώσιμο και δίκαιο ενεργειακό μετασχηματισμό.

Πηγές

Joint Research Centre. (2024). Who’s energy poor in the EU? It’s more complex than it seems. Διαθέσιμο σε: Who’s energy poor in the EU? It’s more complex than it seems – European Commission

Aylin, P., Morris, S., Wakefield, J., Grossinho, A., Jarup, L., & Elliott, P. (2001). Temperature, housing, deprivation and their relationship to excess winter mortality in Great Britain, 1986–1996. International Journal of Epidemiology, 30(5), 1100–1108. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1093/ije/30.5.1100

Bajet, A., Hernández, D., González-Eguino, M., & Healy, N. (2017). Energy Poverty Observatory. European Commission. Διαθέσιμο σε: https://energypoverty.ec.europa.eu/observatory_en

European Commission. (nd). Energy poverty. Διαθέσιμο σε: https://energy.ec.europa.eu/topics/markets-and-consumers/energy-consumers-and-prosumers/energy-poverty_en

EPEE. (2009). European fuel poverty and energy efficiency: Final report. Intelligent Energy Europe. Διαθέσιμο σε: http://www.fuel-poverty.org

Healy, J. D. (2003). Fuel poverty and policy in Ireland and the European Union. Energy Policy, 31(8), 865–879. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1016/S0301-4215(02)00194-8.

Department of Energy and Climate Change. (2010). Estimated impacts of energy and climate change policies on energy prices and bills. GOV.UK. Διαθέσιμο σε: Microsoft Word – Estimated impacts of energy and climate change policies on energy prices and bills _FINAL_

International Energy Agency (IEA). (2015). Energy Prices and Taxes: Quarterly Statistics. OECD/IEA. Διαθέσιμο σε: https://www.iea.org/about/contact

Craig, M., & Jungjohann, A. (2016). Energy Democracy: Germany’s Energiewende to Renewables. Palgrave Macmillan. Διαθέσιμο σε:  Energy Democracy: Germany’s Energiewende to Renewables

Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (n.d.). Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης: κανείς να μη μείνει στο περιθώριο. Διαθέσιμο σε: https://commission.europa.eu/strategy-and-policy/priorities-2019-2024/european-green-deal/finance-and-green-deal/just-transition-mechanism_el

Ευρωπαϊκή Ένωση. (2015). Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 2015 για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, του Ευρωπαϊκού Κέντρου Συμβουλευτικής για Επενδύσεις και του Ευρωπαϊκού Διαφανούς Κόμβου Επενδύσεων. Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαθέσιμο σε: Κανονισμός – 2015/1017 – EN – EUR-Lex

Αλιγιζάκη, A. (2023). Δίκαιο και Γεωπολιτική της Eνέργειας (η περίπτωση της ΝΑ μεσογείου). Εκδόσεις Σάκκουλα.

ΚΕΠΕ. (2024). Διεύρυνση των επιδράσεων της ενεργειακής κρίσης 2021-2022 στην ενεργειακή ένδεια των ελληνικών νοικοκυριών σε επίπεδο περιφερειών. Διαθέσιμο σε: ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ_10_2024.pdf

Πηγή εικόνας: Pressler (2022). The top 10 most energy efficient countries. Διαθέσιμη σε: The Top 10 Most Energy Efficient Countries | Quick Electricity