Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Κρίσεις και Ζητήματα Ασφαλείας

Γροιλανδία και Γεωπολιτικός Ανταγωνισμός

Γράφει ο Θοδωρής Σκαρβέλης

Η γεωπολιτική της Αρκτικής είναι ταχεία εξελισσόμενη, όπως και η θερμοκρασία της περιοχής. Κάποιοι αναλυτές και πολιτικοί, όπως οι Scott G. Borgerson, Jonas Gahr Støre και Michael Pompeo κάνουν λόγο για έναν αγώνα για τις πρώτες ύλες και τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής ανάμεσα στις Αρκτικές χώρες, ενώ άλλοι, όπως οι Marlene Laruelle, Elana Wilson Rowe και Christoph Humrich θεωρούν ότι η γεωπολιτική κατάσταση είναι ακόμα «παγωμένη» (Tunsjø, 2020). Σε αυτό το άρθρο θα εξετασθεί η περίπτωση της Γροιλανδίας αναλύοντας την επιρροή που ασκούν η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η Κίνα, και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), εντείνοντας τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό στο Βόρειο Πόλο.

Η Γροιλανδία βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής, ανάμεσα στον Ατλαντικό και τον Αρκτικό Ωκεανό. Τα βόρεια εδάφη της εκτείνονται πιο κοντά στον γεωγραφικό Βόρειο Πόλο από οποιαδήποτε άλλη αρκτική περιοχή, καθιστώντας την έναν κομβικό σύνδεσμο μεταξύ Ευρώπης, Βόρειας Αμερικής και Βόρειας Ασίας. Αυτή η στρατηγική της θέση την καθιστά εξαιρετικά σημαντική γεωπολιτικά. Επιπλέον, διαθέτει πλούσια αποθέματα πολύτιμων μετάλλων, σπάνιων γαιών και υδρογονανθράκων. Υπολογίζεται ότι η Γροιλανδία διαθέτει περίπου δύο εκατομμύρια μετρικούς τόνους σπάνιων γαιών, κάτι που θα μπορούσε να μειώσει την κυριαρχία της Κίνας σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα, δεδομένου ότι οι σπάνιες γαίες είναι απαραίτητες για την παραγωγή προηγμένων τεχνολογικών προϊόντων (Dodds & Nuttall, 2019, σ. 198). Παράλληλα, γεωτρήσεις έχουν αποκαλύψει μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου, ενώ έχουν εντοπιστεί και σημαντικές ποσότητες ουρανίου.

Αυτοί οι φυσικοί πόροι και η θέση γεωστρατηγικής σημασίας εξηγούν το έντονο ενδιαφέρον ισχυρών διεθνών δυνάμεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, να εντάξουν τη Γροιλανδία στη σφαίρα επιρροής τους (Poulsen, 2022). Ωστόσο, το πολιτικό καθεστώς της Γροιλανδίας είναι σύνθετο, καθώς η αυτόνομη κυβέρνησή της επιδιώκει την πλήρη ανεξαρτησία της από το Βασίλειο της Δανίας. Εάν αυτό συμβεί, ενδέχεται να δημιουργηθεί ένα νέο αρκτικό κράτος, γεγονός που θα επηρεάσει περαιτέρω τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή.

Η Γροιλανδία αποτελούσε αποικία της Δανίας, το 1978 απέκτησε σχετική αυτονομία και το 2009 έγινε πλήρως αυτόνομη με δυνατότητα να αποφασίζει για εξορυκτικές δραστηριότητες. Το νησί των 57.000 κατοίκων ήταν αρχικά μέλος της ΕΕ όταν εντάχθηκε η Δανία το 1973. Όμως, οι κανονισμοί σχετικά με τα αλιευτικά δικαιώματα και την κοινή αγορά οδήγησαν τη Γροιλανδία στην αποχώρησή από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1982 (Touron, 2021). Η οικονομία της Γροιλανδίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αλιεία, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 95% των εξαγωγών της. Οι κανονισμοί της κοινής αγοράς της ΕΟΚ θεωρήθηκαν επιζήμιοι για τους τοπικούς αλιείς, καθώς προκάλεσαν ανησυχίες για αυξημένο ανταγωνισμό και απώλεια ελέγχου επί των αλιευτικών πόρων (Touron, 2021). Η Γροιλανδία συνέχισε να συνεργάζεται με την Ένωση, ως μέλος της Ένωσης Υπερπόντιων Χωρών και Εδαφών και ως μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Overseas Countries and Territories, 2024).

Το 1985 υπογράφηκε η πρώτη αλιευτική συμφωνία μεταξύ Γροιλανδίας και EE, η οποία επέτρεψε την πρόσβαση του ευρωπαϊκού αλιευτικού στόλου στα γροιλανδικά ύδατα. Σε αντάλλαγμα, η αυτόνομη κυβέρνηση της Γροιλανδίας έλαβε ετήσια χρηματοδότηση ύψους 42,8 εκατομμυρίων ευρώ από το 1985 έως το 2006. Ωστόσο, το κόστος της αλιευτικής άδειας θεωρήθηκε υψηλό, οδηγώντας σε νέες συμφωνίες. Από το 2007 έως το 2013, η ΕΕ κατέβαλε 17,8 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για την αλιεία, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συνεργασίας που συνολικά απέφερε στη Γροιλανδία 175 εκατομμύρια ευρώ την ίδια περίοδο. Επιπλέον, μεταξύ 2014 και 2020, η ΕΕ χρηματοδότησε τη Γροιλανδία με 217,8 εκατομμύρια ευρώ, αποκλειστικά για την εκπαίδευση και τη βιώσιμη ανάπτυξη, στο πλαίσιο συμφωνιών εταιρικής σχέσης (Raspotnik & Stępień, 2020, σ. 5).

Η οικονομική επιρροή της ΕΕ στη Γροιλανδία δεν περιορίζεται μόνο σε διμερείς συμφωνίες. Ευρωπαϊκές εταιρείες, κυρίως από τη Γερμανία και τη Δανία, αντιπροσωπεύουν το 15% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Παράλληλα, η Γροιλανδική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ευρωπαϊκές αγορές, καθώς η ΕΕ λειτουργεί τόσο ως κύριος αγοραστής όσο και ως βασικός προμηθευτής. Συγκεκριμένα, το 92,7% των εξαγωγών της Γροιλανδίας, αξίας 331 εκατομμυρίων ευρώ, κατευθύνεται στην ΕΕ, ενώ το 68,9% των εισαγωγών της, αξίας 614 εκατομμυρίων ευρώ, προέρχεται από την ευρωπαϊκή αγορά (Pelaudeix, 2016, σ. 309). Οι εξαγωγές αποτελούνται κυρίως από αλιευτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ οι εισαγωγές περιλαμβάνουν μηχανήματα και ορυκτά καύσιμα.

Η οικονομική εξάρτηση της Γροιλανδίας είναι εμφανής από το εξωτερικό της ισοζύγιο. Η χώρα εξακολουθεί να στηρίζεται σε ετήσιες κρατικές επιχορηγήσεις από τη Δανία, ύψους 470 εκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχούν στο 40% του ΑΕΠ της. Επιπλέον, η Δανία διατηρεί τον έλεγχο της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και της υφαλοκρηπίδας πέρα από τα τρία ναυτικά μίλια από τις Γροιλανδικές ακτές, πράγμα που σημαίνει ότι οι υπεράκτιες εξορύξεις υδρογονανθράκων υπόκεινται στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Η ΕΕ αναγνωρίζει τη γεωστρατηγική σημασία της Γροιλανδίας και τη σπουδαιότητα της αξιοποίησης των φυσικών της πόρων, όπως αποτυπώνεται τόσο στη συμφωνία εταιρικής σχέσης όσο και στις ευρωπαϊκές αρκτικές στρατηγικές (Amelot et al., 2021, σ.11). To 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άνοιξε ένα γραφείο της στην πρωτεύουσα, Νουούκ (Hockenos, 2025). Οι πολιτικές και η συνεργασία εστιάζουν σε περιβαλλοντικά ζητήματα, διεθνείς συνεργασίες, βιώσιμη ανάπτυξη και τη δημιουργία προστατευόμενων περιοχών.

Ο βασικός οικονομικός ανταγωνιστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Γροιλανδία είναι η Κίνα. Κινεζικές εταιρείες με ασαφής ιδιοκτησιακή δομή έχουν επενδύσει σε διάφορα ορυχεία σε όλη τη χώρα και αγοράζουν εκτεταμένες εκτάσεις γης. Το Πεκίνο θεωρεί τους φυσικούς πόρους της Γροιλανδίας ζωτικής σημασίας για την οικονομική του ανάπτυξη και έχει εκδηλώσει στρατηγικό ενδιαφέρον. Οι βασικότερες επενδύσεις επικεντρώνονται σε τέσσερα ορυχεία. Πρώτον, Το ορυχείο σπάνιων γαιών στο Kvanefjeld, όπου η Κίνα κατέχει το 11%. Το πιο σημαντικό στοιχείο εδώ είναι το ουράνιο, γεγονός που εγείρει ζητήματα σχετικά με τη Συνθήκη μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (Mohr, 2020, σ.121). Η Κίνα έχει δείξει ενδιαφέρον για το ουράνιο και έχει παράσχει επιπλέον χρηματοδότηση μέσω πυρηνικών ινστιτούτων και ενεργειακών εταιρειών. Το ορυχείο μετάλλων στο Citronen Fjord, με άγνωστο ακριβές ποσοστό κινεζικής συμμετοχής. Το ορυχείο σιδηρομεταλλευμάτων στην Isua, το οποίο αγοράστηκε το 2014 από Κινέζους επενδυτές και απασχόλησε περίπου 3.000 Κινέζους εργάτες κατά την κατασκευή του. Τέλος, το ορυχείο χαλκού στο Wegener Halvø, που ανήκει σε μία από τις μεγαλύτερες κινεζικές εξορυκτικές εταιρείες παγκοσμίως (Mohr, 2020, σ.122).

Παρά την υπερπροβολή των κινεζικών επενδύσεων από τα μέσα ενημέρωσης, στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο εκτεταμένες όσο παρουσιάζονται. Ωστόσο, προκαλούν ανησυχία στη Δύση, ιδιαίτερα λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επενδύσεων και την πιθανή ανάμειξη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Οι Αμερικανοί αντιδρούν λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια, ενώ οι Δανοί ανησυχούν για το μέλλον της αυτόνομης Γροιλανδίας, καθώς δεν επιθυμούν την ανεξαρτησία της.

Η Δανία προωθεί το αφήγημα της «κινεζικής απειλής» και της μαζικής εισροής Κινέζων εργατών, καθώς θέλει να διατηρήσει την κυριαρχία της στην περιοχή και την παρουσία της στην Αρκτική (Mohr, 2020, σ. 123). Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Γροιλανδίας επιδιώκει μεγαλύτερη ανεξαρτησία, αν και αυτό καθίσταται δύσκολο λόγω της αδύναμης οικονομίας της. Δεδομένου ότι η οικονομική ανεξαρτησία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ανεξαρτησία, η Γροιλανδία στοχεύει στην οικονομική αυτονόμηση μέσω της αξιοποίησης του ορυκτού της πλούτου. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κίνα αντιμετωπίζεται ως ένας σημαντικός επενδυτικός εταίρος που μπορεί να συμβάλει στη διαφοροποίηση της οικονομίας της. Ωστόσο, η Κοπεγχάγη έχει μπλοκάρει περαιτέρω εκτεταμένες κινεζικές επενδύσεις στην περιοχή, ιδίως μετά το 2020 (Andersson, 2025).

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη Γροιλανδία, όχι λόγω της οικονομικής τους παρουσίας, αλλά εξαιτίας της αεροπορικής βάσης στη Θούλη. Η συγκεκριμένη βάση υπήρξε κρίσιμη για τις αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον Ατλαντικό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (Rahbek-Clemmensen, 2020, σ.177). Συνολικά, η στρατηγική θέση της Γροιλανδίας είναι θεμελιώδης για την Αμερικανική αμυντική αρχιτεκτονική, καθώς συμβάλλει στην προστασία του βόρειου συνόρου τους και στον έλεγχο του Αρκτικού Ωκεανού.

Το ανανεωμένο ενδιαφέρον του Donald Trump για τη Γροιλανδία έχει αναδείξει τη στρατηγική σημασία του νησιού για τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, ο Trump εξέτασε το ενδεχόμενο αγοράς της Γροιλανδίας, λόγω ανησυχιών σχετικά με την Κίνα. Αν και η πρόταση απορρίφθηκε τόσο από τη Γροιλανδία όσο και από τη Δανία, ο Trump επαναφέρει το ζήτημα, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αποκτήσουν τη Γροιλανδία για λόγους εθνικής ασφάλειας (Østhagen, 2025).

Οι ΗΠΑ ακολουθούν μια οικονομικά αποδοτική στρατηγική εμπλοκής που εναπόκειται σε οικονομικά και πολιτικά κίνητρα προς τη Γροιλανδία, με αντάλλαγμα την τοπική αποδοχή των αμερικανικών γεωστρατηγικών επιδιώξεων (Rahbek-Clemmensen, 2025). Παρά την προσέγγιση του Τραμπ, υπάρχει περιθώριο για τις ΗΠΑ να επεκτείνουν την παρουσία τους στη Γροιλανδία. Ο υπουργός Εξωτερικών της Δανίας δήλωσε ότι η χώρα του επιθυμεί να συνεργαστεί με τη Γροιλανδία για να “συνεχίσει τις συνομιλίες” με τον Τραμπ, “προκειμένου να διασφαλίσει τα νόμιμα αμερικανικά συμφέροντα” στην Αρκτική (Hockenos, 2025).

Παράλληλα, η στρατηγική θέση της Γροιλανδίας επιτρέπει στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ να ελέγχουν το θαλάσσιο πέρασμα GIUK, το οποίο περιλαμβάνει τις θαλάσσιες διαδρομές μεταξύ Γροιλανδίας, Ισλανδίας, Νήσων Φερόε και Βρετανικών Νήσων (Kochis & Slattery, 2016). Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να εντοπίζουν και να αναχαιτίζουν τον ρωσικό Βόρειο Στόλο, περιορίζοντας την πρόσβασή του στον Ατλαντικό Ωκεανό. Έτσι, αποτρέπεται η διατάραξη του Ευρώ-Ατλαντικού εμπορίου από την Ρωσία αλλά και πυρηνικές ή συμβατικές επιθέσεις προς τη Βόρεια Αμερική (Rahbek-Clemmensen, 2020, σ.178).

Συνοψίζοντας, η αυξανόμενη γεωπολιτική σημασία της Γροιλανδίας αντανακλά τη στρατηγική σημασία ολόκληρης της Αρκτικής. Το ενδιαφέρον που δείχνουν η ΕΕ, η Κίνα και οι ΗΠΑ καταδεικνύει τη διεθνοποίηση μιας περιοχής που στο παρελθόν παρέμενε στο περιθώριο. Ανάμεσα στους διεθνείς δρώντες, η ΕΕ φαίνεται να ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στη Γροιλανδία, κυρίως λόγω της οικονομικής εξάρτησης του νησιού από τη Δανία και την Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ επιδιώκει την επανένταξη της Γροιλανδίας, όπως υποδηλώνει και το άνοιγμα της Ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας στο Νουούκ. Από την άλλη, η Κίνα έχει απογοητεύσει τη Γροιλανδική κυβέρνηση, καθώς οι προσδοκίες για μεγαλύτερες και διαρκείς επενδύσεις δεν έχουν εκπληρωθεί. Οι ΗΠΑ παραμένουν η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στο νησί, λειτουργώντας ως η βασική «ασπίδα» του και φιλοδοξούν να επεκτείνουν την επιρροή τους. Αναμφίβολα, η Γροιλανδία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του νέου γεωπολιτικού πεδίου στην Αρκτική.

Βιβλιογραφία

Βιβλία:

Dodds, K., & Nuttall, M. (2019). The Arctic: What Everyone Needs to Know. Oxford University Press.

Mohr, J. (2020). China in the Arctic and the Case of Greenland. In J. Weber (Ed.), Handbook on Geopolitics and Security in the Arctic: The High North Between Cooperation and Confrontation (pp. 113–129). Springer International Publishing. https://doi.org/10.1007/978-3-030-45005-2_7

Pelaudeix, C. (2016). EU–Greenland relations and sustainable development in the Arctic. In Global Challenges in the Arctic Region (pp. 306–324). Routledge.

Rahbek-Clemmensen, J. (2020). Denmark and Greenland’s changing sovereignty and security challenges in the Arctic. In Routledge Handbook of Arctic Security (pp. 176–187). Routledge.

Raspotnik, A., & Stępień, A. (2020). The European Union and the Arctic: A Decade into Finding Its Arcticness. In J. Weber (Ed.), Handbook on Geopolitics and Security in the Arctic: The High North Between Cooperation and Confrontation (pp. 131–146). Springer International Publishing. https://doi.org/10.1007/978-3-030-45005-2_8

Επιστημονικά Άρθρα:

Amelot, Α., Canova, Ε., & Oreschnikoff, Α. (2021). The Union’s New Arctic Policy: Towards an Increasingly Geopolitical Approach? – Groupe d’études géopolitiques. Https://Geopolitique.Eu/. https://geopolitique.eu/en/2021/11/08/the-unions-new-arctic-policy-towards-an-increasingly-geopolitical-approach/

Wehmeyer, J. (2023). What Would Greenland’s Independence Mean for the Arctic? Council on Foreign Relations. https://www.cfr.org/in-brief/what-would-greenlands-independence-mean-arctic

Πρωτογενείς πηγές:

Overseas Countries and Territories. (n.d.). European Commission. Retrieved 3 August 2024, from https://international-partnerships.ec.europa.eu/countries/overseas-countries-and-territories_en

Ειδησεογραφικές πηγές:

Kochis, D. (2016). Iceland: Outsized Importance for Transatlantic Security. The Heritage Foundation. https://www.heritage.org/global-politics/report/iceland-outsized-importance-transatlantic-security

Πηγή εικόνας:

Poulsen, R. W. (2022). How Greenland’s Mineral Wealth Made It a Geopolitical Battleground. Foreign Policy. https://foreignpolicy.com/2022/12/18/how-greenlands-mineral-wealth-made-it-a-geopolitical-battleground/