Γράφει η Μπλάνου Γλαύκη – Μαρία
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σηματοδότησαν την ανάδυση νέων δεδομένων στο διεθνές σύστημα. Αναγνωρίστηκε και αποκρυσταλλώθηκε η πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με αποτέλεσμα η διεθνής κοινότητα να εισέλθει σε μία μονοπολική περίοδο στο πεδίο της ασφάλειας. Οι αναδυόμενες δυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Ινδία άρχισαν παράλληλα να ενισχύουν το αποτύπωμά τους στο διεθνές γίγνεσθαι καθιστώντας την παρουσία τους πιο αισθητή. Σε αυτό το πλαίσιο, οι περιφερειακές δυνάμεις αναζητούν τρόπο να ενισχύσουν τον ρόλο τους και την επιρροή τους, διαμορφώνοντας σχέσεις που επηρεάζουν την ισορροπία στην περιοχή τους.
Από το 1992 και εφεξής, η Τουρκία επιδιώκει τη μετατροπή της σε περιφερειακή δύναμη, ασκώντας επιρροή με όρους ήπιας ισχύος αξιοποιώντας, δηλαδή, την ιστορία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό της. Προσεγγίζει, λοιπόν, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας – τα πρώην μουσουλμανικά κράτη της Σοβιετικής Ένωσης – χωρίς, ωστόσο, να οξύνει τον ανταγωνισμό με την Ρωσία και την Κίνα, των οποίων τα συμφέροντα διακυβεύονται στο εν λόγω γεωπολιτικό υποσύστημα. Στόχος της, συνεπώς, είναι να σφυρηλατήσει ισχυρούς δεσμούς, πρωτίστως με τον «Ασιατικό Δράκο». Παράλληλα, αποσκοπεί στη δημιουργία σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή (Περιστεράκης Ιωάννης, 2021, σ. 73).
H Κίνα, με την αλλαγή πολιτικής που εισήγαγε ο Deng Xiaoping το 1989 – η οποία μέχρι τότε την κρατούσε σε θέση παθητικού δρώντος και δεν της επέτρεπε να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων του διεθνούς συστήματος – οικοδόμησε το δόγμα της «Παγκόσμιας Αρμονίας» (Harmonious World) διακηρύσσοντας την πρόθεσή της να καθορίζει τις εξελίξεις τόσο σε περιφερειακή όσο και σε παγκόσμια κλίμακα (Πιστικού Βικτώρια, 2011, σ. 20 και 29). Για την υλοποίηση των ευρασιατικών της φιλοδοξιών, η υποστήριξη περιφερειακών κρατών, όπως η Τουρκία, προβάλλεται ως αδήριτη ανάγκη. Γεωγραφικά, η «Τουρκική Ημισέληνος» βρίσκεται στο σταυροδρόμι της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης ασκόντας καίριο αντίκτυπο στην γεωπολιτική της Δυτικής Ασίας, των Βαλκανίων και της Βορείου Αφρικής (Samana Mehmood, 2022).
Καταδεικνύεται, λοιπόν, ότι τα δύο κράτη αντιλαμβάνονται το ένα το άλλο ως πολύ σημαντικούς εταίρους. Η έναρξη των διπλωματικών τους σχέσεων χρονολογείται το 1971, ενώ η σημασία των σχέσεών τους ενισχύεται διαρκώς, ιδίως λόγω της μεταβαλλόμενης δομής του διεθνούς συστήματος τα τελευταία χρόνια. Και οι δύο δρώντες στο διεθνές σύστημα διακατέχονται από αίσθημα αντιδυτικισμού, το οποίο εδράζεται στην πεποίθησή τους περί υπαιτιότητας της Δύσης για την διάλυση και των δύο πρώην αυτοκρατοριών στον 20ο αιώνα. Αποδίδουν, επιπλέον, ευθύνες στη Δύση και, πρωτίστως, στις ΗΠΑ, για τον περιορισμό των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων σύμφωνα, βέβαια, με τις δικές τους αντιλήψεις για την διεθνή δικαιοταξία (Λαμπρόπουλος Κωνσταντίνος, 2021).
Ο πλέον ενεργός τομέας συνεργασίας τους εντοπίζεται στις οικονομικές σχέσεις. Από την προηγούμενη δεκαετία έχουν συνάψει πλήθος συμφωνιών. Στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής συνεργασίας τους, ο Κινέζος Πρωθυπουργός, τον Οκτώβριο του 2010, επισκέφθηκε την Τουρκία, αφού είχε ήδη πραγματοποιηθεί επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Κίνα λίγους μήνες νωρίτερα για την υπογραφή ενός νέου Μνημονίου Κατανόησης στη συνεργασία για την ενέργεια (Πιστικού Βικτώρια, 2011, σ. 67). Όσον αφορά το εμπόριο, ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τους ανήλθε σε περίπου 32 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2021 και αξίζει να σημειωθεί ότι πραγματοποιούνται με βάση την τουρκική λίρα και το γιουάν. Παράλληλα, οι τουρκικές εξαγωγές προς την Κίνα ανήλθαν σε 3,66 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, καθώς για την Τουρκία, ο
«Ασιατικός Δράκος» αντιπροσωπεύει τον τρίτο μεγαλύτερο εξαγωγικό της προορισμό σε ορυκτά και μέταλλα (χαλκός, μάρμαρο) και εισάγει από εκείνον υφάσματα, μηχανήματα μεταφορών και ημικατεργασμένα προϊόντα.
Η εμπορική τους συνεργασία ενισχύεται περαιτέρω μέσω της Υπερκασπιανής Διεθνούς Διαμετακομιστικής Οδού (Trans-Caspian International Transport Route, TITR), που διασχίζει κράτη της Κεντρικής Ασίας και καταλήγει στα κινεζικά λιμάνια. Ξεκινά από το Lianyungang στην Κίνα, διασχίζει το Καζακστάν, την Κασπία, το Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία και καταλήγει στην Τουρκία. Εταίροι της TITR είναι και κράτη που ανήκουν στην Ευρώπη, όπως η Ουκρανία, η Ρουμανία και η Πολωνία (Περιστεράκης Ιωάννης, 2021, σ. 73). Η κυριότερη, όμως, έκφανση της οικονομικής τους αλληλεπίδρασης δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative, BRI). Η λειτουργία της άρχισε τον Ιανουάριο του 2016 και συμμετέχουν όλες οι τουρκόφωνες χώρες εντάσσοντας την Τουρκία ως συνδετικό κρίκο στη σινική επενδυτική «αλυσίδα». Στο πλαίσιο του διεθνούς φόρουμ συνεργασίας για το σχέδιο αυτό, οι ηγέτες Ερντογάν και Σι Τζινπίνγκ συμφωνούν σε δράσεις όπως βιομηχανική συνεργασία, ανταλλαγές προτύπων, συνδεσιμότητα δικτύων και κατασκευή κρίσιμων υποδομών.
Επιπρόσθετα, στο «Χερσαίο Δρόμο του Μεταξιού» επικυρώθηκε η ένταξη της Τουρκίας στον οικονομικό διάδρομο Κίνας-Πακιστάν και η υποχρέωσή της να κατασκευάσει ένα σιδηροδρομικό δίκτυο στον Μεσαίο Διάδρομο, που θα διατρέχει την περιοχή της Κασπίας και θα λειτουργεί ως δυνητικός ενοποιητικός δρόμος μεταξύ Κίνας και Ευρώπης. Η σύνδεση και ένταξη του Μεσαίου Διαδρόμου στην κολοσσιαία και μεγαλεπήβολη σινική πρωτοβουλία (BRI) αποτελεί έναν υψίστης σημασίας στρατηγικό στόχο για το καθεστώς Ερντογάν σε γεωοικονομικό επίπεδο. Και αυτό, διότι η «Τουρκική Ημισέληνος» δύναται να αναλάβει κυρίαρχο ρόλο στον τομέα της πυρηνικής, κατεξοχήν, ενέργειας και μακροπρόθεσμα να συμμετάσχει στον Οργανισμό για τη Συνεργασία της Σαγκάης αναβαθμίζοντας, ταυτόχρονα, το νόμισμά της (Πιστικού Βικτώρια, 2011, σ. 69).
Ως προς τον αμυντικό τομέα, τα δύο κράτη σημείωσαν πρόοδο το 1996, υπογράφοντας σύμβαση για την αγορά πυραύλων WS-1 μεσαίου βεληνεκούς, αξίας 150 εκατομμυρίων δολαρίων και τη συνεργασία στην κατασκευή τους στην Τουρκία. Το 2002, οι πολιτικές μεταφοράς τεχνολογίας και η κοινή παραγωγή ενισχύθηκαν. Το 2005, η Τουρκία έθεσε επί τάπητος τη συνεργασία στη διαστημική τεχνολογία και στα συστήματα αεράμυνας μεσαίου βεληνεκούς. Παρά το γεγονός ότι τα δύο έθνη έχουν αποκλίνουσες απόψεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το 2009 συμφώνησαν στην επέκταση και εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας και στην πραγμάτωση κοινών στρατιωτικών ασκήσεων. Ωστόσο, αν και το 2010 η σχέση τους αναβαθμίστηκε σε στρατηγική εταιρική συνεργασία, η συμφωνηθείσα αγορά κινεζικού αντιβαλλιστικού πυραυλικού συστήματος απορρίφθηκε το 2015 από την τουρκική πλευρά, με το πρόσχημα της ανάπτυξης εγχώριου αντίστοιχου πρωτοτύπου. Το ίδιο συνέβη και με την σύναψη συμφωνίας για τον κινητήρα του μελλοντικού τουρκικού αεροσκάφους TF-X, καθώς και οι δύο σινικές προσφορές απερρίφθησαν έπειτα από αμερικανικές πιέσεις. Κατά συνέπεια, αποδεικνύεται πως η δυναμική της προσέγγισης τους υφίσταται κλυδωνισμούς και η Τουρκία, διαπιστώνοντας την οικονομική της εξάρτηση από την Δύση, προσεταιρίζεται και πάλι τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται πως πρέπει να στραφεί κατά των κινεζικών συμφερόντων (Λαμπρόπουλος Κωνσταντίνος, 2021).
Όσον αφορά την πολιτισμική τους αλληλεπίδραση, η Κίνα, στο πλαίσιο προώθησης του κινεζικού πολιτισμού διεθνώς, ίδρυσε το Ινστιτούτο Κομφούκιου το 2004 και διαθέτει τέσσερα Ινστιτούτα στην Τουρκία. Αντίστοιχα, η Τουρκία εγκαθίδρυσε το Ινστιτούτο Γιουνούς Εμρέ στο Πεκίνο για την προώθηση του τουρκικού πολιτισμού. Το 2007 συνήψαν συμφωνία για ένα πρόγραμμα πολιτιστικών ανταλλαγών, που διήρκησε έως το 2009. Επιπλέον, η Τουρκία χρηματοδότησε το «Έτος Τουρισμού» στην Κίνα το 2018, ενισχύοντας τον αριθμό των Κινέζων τουριστών στη χώρα (Samana Mehmood, 2022).
Παρά το γεγονός ότι η Κίνα και η Τουρκία εφαρμόζουν στην εξωτερική τους πολιτική την προσέγγιση της «διαμερισματοποίησης» (“compartmentalization”), δηλαδή την προσυμφωνημένη αποφυγή πολιτικών εμποδίων για την διευκόλυνση συνεργασιών αμοιβαίου οικονομικού ενδιαφέροντος, το ζήτημα των Ουιγούρων καθίσταται ένας ανυπέρβλητος σκόπελος, που μεγιστοποιεί την ένταση στις σχέσεις τους. Ο τουρκογενής μουσουλμανικός πληθυσμός των Ουιγούρων κατοικεί στην επαρχία Xinjiang στην Δυτική Κίνα, γνωστή και ως Ανατολικό Τουρκεστάν, η οποία ενσωματώθηκε στην Κίνα το 1949 υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ. Οι Ουιγούροι έχουν πολλές κοινές παραδόσεις και αξίες με τους Τούρκους, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής, και προέρχονται από την οροσειρά Αλτάι. Επιπλέον, η γλωσσική συγγένεια καθιστά την εκμάθηση των τουρκικών εύκολη για αυτούς (Noubel Filip & Maria Soulis, 2020). Επειδή, ωστόσο, η περιοχή στην οποία είναι εγκατεστημένοι διαθέτει τεράστια κοιτάσματα φυσικών πόρων και μεταλλικών στοιχείων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακας, χρυσός, χαλκός, μόλυβδος, ψευδάργυρος) και τεράστιες εκτάσεις γόνιμης αγροτικής γης, παράγοντας περίπου το 20% των παγκόσμιων αποθεμάτων βαμβακιού, το Πεκίνο εκμεταλλεύεται τους πόρους αυτούς, υποχρεώνοντάς τους Ουιγούρους σε καταναγκαστική εργασία (Turkel Nuru, 2022, σ. 22). Τοποθετεί, μάλιστα, Κινέζους της φυλής Han, ώστε να μεταβάλλουν την δημογραφική ισορροπία.
Με την άνοδο της τρομοκρατίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας χαρακτηρίζει όλους τους Ουιγούρους ως δυνητικούς θρησκευτικούς εξτρεμιστές και έχει συγκεντρώσει περισσότερους από τρεις χιλιάδες σε χώρους που ευφημιστικά αποκαλεί «στρατόπεδα αναμόρφωσης/επανεκπαίδευσης» (reeducation camps). Αυτά έχουν σχεδιαστεί, για να κάνουν πλύση εγκεφάλου ή να επηρεάζουν το ηθικό των κρατούμενων. Η διατροφή είναι περιορισμένη, τα παιδιά υποχρεώνονται να μαθαίνουν Μανδαρινικά και τραγούδια που υμνούν τον Σι Τζινπίνγκ και το Κόμμα, ενώ νεαρές κοπέλες υφίστανται βιαιοπραγίες και σεξουαλική κακοποίηση. Το Πεκίνο, επίσης, παρακολουθεί τις οικογένειες των Ουιγούρων μέσω του προγράμματος “Becoming Family”, όπου κατάσκοποι ζουν μαζί τους, καταγράφοντας συνομιλίες τους με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης και μέσω ειδικής εφαρμογής (“Clean Internet Security Soldier”) στα κινητά τους τηλέφωνα. Όπως αναφέρει η εφημερίδα Washington Post, «στην Κίνα για τους Ουιγούρους κάθε μέρα είναι Νύχτα των Κρυστάλλων (Kristallnacht)» (Turkel Nuru, 2022, σ.26).
Το Κόμμα απαγορεύει την πρόσβαση των δημοσιογράφων στα στρατόπεδα, ωστόσο, με τη χρήση φυλακίσεων και βασανιστηρίων, υποβοηθούμενων από τεχνολογικά μέσα, έχει επιτύχει σε μεγάλο βαθμό τον αντίθετο στόχο. Όταν 43 κράτη, κυρίως, της Δύσης έκαναν κοινή δήλωση στα Ηνωμένα Έθνη, τον Οκτώβριο του 2021, καλώντας την Κίνα να «διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό των κανόνων δικαίου» στη Xinjiang, η Κομμουνιστική ηγεσία της Κούβας κατάφερε να συσπειρώσει 62 χώρες προς υποστήριξη της Κίνας. Οι περισσότερες ήταν Αφρικανικές χώρες, αλλά η λίστα περιλάμβανε και πλούσια μουσουλμανικά κράτη, όπως τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Παράλληλα, το ίδιο έτος, οι ΗΠΑ αναγνώρισαν επίσημα ότι οι ενέργειες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος εναντίον των Ουιγούρων και άλλων τουρκικών μειονοτήτων στη Xinjiang συνιστούν γενοκτονία (Turkel Nuru, 2022, σ. 329).
Ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρόλο που αρέσκεται να προβάλλεται ως υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ομοπίστων και ομοεθνών, έχει αποδείξει ότι μπορεί να παραμερίσει το ζήτημα των Ουιγούρων, όταν πρόκειται για επωφελείς οικονομικές συμφωνίες με την Κίνα. Υπό την πίεση, ωστόσο, των δεκάδων χιλιάδων Ουιγούρων της Τουρκίας, το ζήτημα έχει πυροδοτήσει τριβές μεταξύ της Άγκυρας και του Πεκίνου. Ενδεικτικά, το κινεζικό προξενείο στη Σμύρνη παραμένει κλειστό από το 2019, λόγω της δυσαρέσκειας της κινεζικής πλευράς απέναντι σε δηλώσεις της τουρκικής κυβέρνησης υπέρ των Ουιγούρων. Τον Φεβρουάριο του 2024, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες συνέλαβαν έξι άτομα που παρακολουθούσαν Ουιγούρους ακτιβιστές για λογαριασμό της Κίνας, εκφράζοντας την πάγια τακτική της Άγκυρας να μην επιτρέπει παράνομες ενέργειες τρίτων στο έδαφός της και την επιθυμία της να διατηρήσει φιλοδυτικό προσανατολισμό (Ράπτης Κώστας, 2024). Η διάθεση της Τουρκίας να αποφύγει κλιμάκωση των σχέσεων με την Κίνα φαίνεται, ωστόσο, να έχει περιοριστεί, προκαλώντας πιθανές επιπτώσεις στις οικονομικές τους συνεργασίες.
Εν κατακλείδι, τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι σινοτουρκικές σχέσεις διέπονται από ένα οξύμωρο μοτίβο αμοιβαίας στήριξης και αλληλεπίδρασης με στοιχεία καχυποψίας. Επιδιώκουν να μεταδώσουν ένα ηχηρό μήνυμα αμφισβήτησης της δυτικής και αμερικανικής κυριαρχίας στην διεθνή σκηνή, αν και η δυναμική της σχέσης παραμένει ετεροβαρής υπέρ της Κίνας. Οι Ουιγούροι, όμως, παραμένουν το «αγκάθι» στην οικονομική τους συνεργασία και καθίστανται η θρυαλλίδα, που δυσχεραίνει την σφυρηλάτηση αποτελεσματικών διμερών διπλωματικών επαφών.
Βιβλιογραφία:
Turkel. (2022). No Escape: The true story of China’s genocide of the Uyghurs. Published by William Collins.
Πηγές:
Περιστεράκης Ιωάννης. (2021). Η παρουσία της Τουρκίας στην Κεντρική Ασία: Στρατηγική, Διπλωματία, Οικονομία. Διπλωματική Εργασία. Διαθέσιμο σε : https://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/26393/4/PeristerakisIoannisMsc2021.pdf
Πιστικού Βικτώρια. (2011). Η Οικονομική Διπλωματία της Κίνας στο πεδίο των Σινο-Ελληνικών και Σινο-Τουρκικών Σχέσεων. Διπλωματική Εργασία. Διαθέσιμο σε:
Filip Noubel, Maria Soulis. (2020). Το μακρύ ταξίδι προς την ορατότητα των Ουιγούρων: Συνέντευξη με την Γαλλίδα συγγραφέα Sylvie Lasserre. Global Voices. Διαθέσιμο σε: https://el.globalvoices.org/2020/07/56608
Ράπτης Κώστας. (2024). Γιατί η Τουρκία προκαλεί την Κίνα. Capital.gr. Διαθέσιμο σε: https://www.capital.gr/diethni/3775345/giati-i-tourkia-prokalei-tin-kina/
Λαμπρόπουλος Κωνσταντίνος. (2021). GeoInsight: Σχέσεις Τουρκίας – Κίνας, Η νέα δυναμική της και τα όρια. Geopolitical Cyprus. Διαθέσιμο σε:
https://geopoliticalcyprus.org/2021/01/18/sxeseis-tourkias-kinas/
Samana Mehmood. (2022). Turkey-China Relations: From Defense to Economic Partnerships. Paradigm Shift. Διαθέσιμο σε: https://www.paradigmshift.com.pk/turkey-china/
Πηγή Εικόνας:
Turkey Evergreen Industry. (n.d.). About Us. Turkey Evergreen Industry. Διαθέσιμο σε: