Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

Προνόμιο ή Ανάγκη; Η Μικροδιαφθορά στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία

Γράφει ο Γρηγόριος Πατσάκης

Εν μέσω μετασχηματιστικών πολιτικών αλλαγών κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία αναδείχθηκαν ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις για το πώς η μικρής κλίμακας διαφθορά μπορεί να διαποτίσει κοινωνίες που διανύουν τη λεπτή μετάβαση από τον αυταρχισμό σε νέα πρότυπα διακυβέρνησης. Στην Ελλάδα, η πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974, σηματοδότησε την έναρξη μιας δημοκρατικής εποχής υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με υποσχέσεις διαφάνειας και εκσυγχρονισμού. Ωστόσο, οι επίμονες σκιές του αυταρχισμού ευνόησαν την ανάδυση της μικροδιαφθοράς. Στην ανατολική πλευρά της Αδριατικής θάλασσας, η Γιουγκοσλαβία ακολούθησε διαφορετική πορεία: η αποκέντρωση που επέφερε το Σύνταγμα του 1974, σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση και τις επακόλουθες διεθνείς κυρώσεις, οδήγησαν επίσης στην εξάπλωση της μικροδιαφθοράς.

Αυτές οι παράλληλες, αλλά διαφορετικές εμπειρίες γεννούν ένα κεντρικό ερώτημα: Παρά το γεγονός ότι εκτυλίχθηκαν την ίδια περίοδο, ποια ήταν τα κίνητρα πίσω από τις μορφές μικροδιαφθοράς τους;

Ελλάδα: Φάκελοι για το Προνόμιο

Σε αντίθεση με τη μεγάλου μεγέθους διαφθορά που αφορά πολιτικές ελίτ, το “φακελάκι”- οι διαβόητοι “μικροί φάκελοι” με χρηματικά ποσά- έγινε πολιτισμικό σύμβολο των συστημικών δυσλειτουργιών και αντιπροσώπευε ένα φαινόμενο που εκδηλωνόταν σε επίπεδο βάσης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ήταν σύνηθες οι ασθενείς σε δημόσια νοσοκομεία να προσφέρουν χρηματικά δώρα σε γιατρούς προκειμένου να εξασφαλίσουν ταχύτερη περίθαλψη ή καλύτερες ιατρικές υπηρεσίες. Αυτή η πρακτική αποτέλεσε έναν τρόπο απόκτησης προνομίων σε μια νέα δημοκρατική κοινωνία, όπου η εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς παρέμενε εύθραυστη. Η διάδοση του “φακελακίου” ανέδειξε την κοινωνική πεποίθηση ότι οι προσωπικές διασυνδέσεις ή οι πληρωμές, μπορούσαν να παρακάμψουν τη γραφειοκρατία, ενισχύοντας περαιτέρω τη δυσπιστία προς τη δημόσια διοίκηση.

Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η μικροδιαφθορά συνέβαλε στην αυξανόμενη δημόσια κυνικότητα και διευκόλυνε την εμφάνιση λαϊκιστικής ρητορικής. Πολιτικοί ηγέτες, ιδιαίτερα ο Ανδρέας Παπανδρέου, εκμεταλλεύτηκαν το αντισυστημικό αίσθημα, αφήνοντας αυτές τις διεφθαρμένες πρακτικές ανέγγιχτες. Καθώς η διαφθορά εδραιωνόταν, εξελίχθηκε σε ένα περισσότερο οργανωμένο και εκτεταμένο φαινόμενο που ξεπερνούσε την απλή μικροδωροδοκία. Παρά την άτυπη φύση της και την απουσία γραπτών αποδεικτικών στοιχείων, στοιχεία από το σύστημα υγείας αποδεικνύουν την ευρεία έκταση αυτών των διεφθαρμένων δικτύων. Πιο συγκεκριμένα, εμπλεκόμενοι στον κλάδο αποκαλύπτουν πώς γίνονταν χρηματικές πληρωμές σε πολιτικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων βουλευτών, όχι απαραίτητα για συγκεκριμένες ενέργειες, αλλά για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού πολιτικού κλίματος (Stamouli et.al., 2023, σ. 265). Όπως περιέγραψε ένας πρώην αντιπρόσωπος πωλήσεων ιατρικών προϊόντων, «Όταν εργαζόμουν στην εταιρεία, ο προϊστάμενος με έστελνε να παραδίδω φακέλους σε πολιτικούς. Και τα δύο μεγάλα κόμματα ‘λειτουργούσαν καλά’, και ήταν η χρυσή εποχή για να βγάλεις λεφτά.» (Stamouli et.al., 2023, σ. 272). Τέτοιες πρακτικές υπογραμμίζουν την κάθετη και οριζόντια διάχυση της διαφθοράς σε όλη την κοινωνική ιεραρχία, περιλαμβάνοντας άτομα από το διοικητικό προσωπικό μέχρι υψηλόβαθμους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής (Chambliss, 1988).

Αναλυτικότερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 2000 οι εταιρείες που δραστηριοποιούνταν εκείνη την περίοδο συμμετείχαν σε συστηματική δωροδοκία πολιτικών προσώπων και από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε ως «Ελ Ντοράντο» για τις επιχειρήσεις, με σημαντικά κέρδη να προκύπτουν μέσω αυτών των παράνομων δικτύων. «Η εταιρεία ξεκίνησε μικρή τη δεκαετία του ’90 και έβγαλε δισεκατομμύρια» αναλύει ένας αντιπρόσωπος πωλήσεων ειδών υγείας, τονίζοντας πόσο βαθιά ριζωμένη ήταν η διαφθορά στο σύστημα (Stamouli et.al., 2023, σ. 272). Η επιμονή τέτοιων πρακτικών αντικατοπτρίζεται στην παραοικονομία της Ελλάδας, η οποία αντιπροσώπευε το 28,7% του ΑΕΠ της χώρας το 1999, αποδεικνύοντας τη διαρκή φύση της διαφθοράς (Katsios, 2006, σ. 69).

Οι συνέπειες αυτών των διεφθαρμένων πρακτικών ήταν βαθιές. Πρώτον, εδραίωσαν μια κουλτούρα δυσπιστίας, καθώς η δικαιοσύνη και η πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες θεωρήθηκε ότι μπορούσε να αγοραστεί αντί να αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η διαφθορά, μέσω της εξομάλυνσής της σε ατομικό, οργανωτικό και δομικό επίπεδο, έχασε σταδιακά το στίγμα της και έγινε αποδεκτό μέρος της πολιτικής και οικονομικής ζωής (Stamouli et.al., 2023). Δεύτερον, η εκτροπή πόρων σε ανεπίσημα κανάλια υπονόμευσε την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, μειώνοντας τα φορολογικά έσοδα που ήταν απαραίτητα για τις δημόσιες υπηρεσίες.

Στοιχεία δείχνουν ότι αυτές οι πρακτικές συνεχίστηκαν και στον 21ο αιώνα. Η μαρτυρία μιας νοσοκόμας από το 2018 αποκαλύπτει πώς οι επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου εξακολουθούσαν να εκμεταλλεύονται τους ασθενείς για οικονομικό όφελος (Nini, 2018). Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία, ένας διευθυντής νοσοκομείου μιλούσε ανοιχτά για τη λήψη μπόνους μέσω περιττών ιατρικών εξετάσεων, λέγοντας, «Είναι σχεδόν η ώρα για το μπόνους μας,» ενώ περιέγραφε πώς ένας ασθενής υποβαλλόταν επανειλημμένα σε δαπανηρές εξετάσεις παρόλο που ήταν υγιής. Αυτό αποτελεί παράδειγμα της εξομάλυνσης της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα υγείας. Τέτοιες πρακτικές υπογραμμίζουν τη διαρκή φύση της μικροδιαφθοράς στην Ελλάδα, όπου η δωροδοκία παραμένει μια συνήθης μέθοδος για την αντιμετώπιση γραφειοκρατικών αναποτελεσματικότητας και τη διατήρηση παράνομων δικτύων επιρροής (Nini, 2018).

Γιουγκοσλαβία: Φάκελοι για Επιβίωση

Αντιθέτως, η μικροδιαφθορά στη Γιουγκοσλαβία μετά το 1974 ήταν μια απεγνωσμένη απόκριση στην οικονομική παρακμή και την πολιτική αποσύνθεση. Το Σύνταγμα του 1974 αποκέντρωσε την εξουσία στις δημοκρατίες, αποδυναμώνοντας την κεντρική αρχή και επιτείνοντας τις περιφερειακές ανισότητες (Ramet, 2006). Καθώς ο πληθωρισμός εκτοξευόταν, φτάνοντας σε διψήφια νούμερα μέχρι το 1978 (Lahiri, 1991) και οι ελλείψεις σε βασικά αγαθά όπως σε καφέ, μαγειρικό λάδι και βενζίνη έπλητταν το έθνος, οι πολίτες στράφηκαν στο “podmazivanje” (λάδωμα)- μικρές δωροδοκίες σε αξιωματούχους ή καταστηματάρχες- για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα. Αυτό δεν αφορούσε την απόκτηση πλεονεκτήματος, αλλά την επιβίωση σε ένα σύστημα που κατέρρεε.

Η μαύρη αγορά επεκτάθηκε καθώς οι επίσημες αλυσίδες εφοδιασμού κατέρρεαν, ιδιαίτερα μετά την επιβολή κυρώσεων από τον ΟΗΕ, μέσω της Απόφασης 757 του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 30 Μαΐου 1992 (Ηνωμένα Έθνη, 1992). Αυτές οι κυρώσεις περιόρισαν τη ροή εμπορευμάτων, χρηματοοικονομικών πόρων και μεταφορών. Καθημερινά αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων τροφίμων και φαρμάκων, έγιναν σπάνια, οδηγώντας σε αυτό που έμεινε γνωστό ως «τα χρόνια που έφαγαν οι ακρίδες». Οι πολίτες ανέπτυξαν εκτεταμένα ανεπίσημα δίκτυα για επιβίωση. Ένα άτομο από τη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας σχολίασε: «Δημιουργήσαμε μια εντελώς νέα υποδομή για να επιβιώσουμε» (Chibeau, 2020, σ. 33-35).

Η λαθρεμπορία άνθισε, με γειτονικές χώρες όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Βόρεια Μακεδονία να επωφελούνται από την παραβίαση του καθεστώτος κυρώσεων. Η Ουγγαρία και η Βόρεια Μακεδονία διευκόλυναν το λαθρεμπόριο, ενώ η Ρουμανία και η Βουλγαρία προμήθευαν βενζίνη, η οποία συχνά ήταν νοθευμένη και προκαλούσε βλάβες στους κινητήρες των οχημάτων. Τα αγαθά στη μαύρη αγορά ήταν έως και οκτώ φορές πιο ακριβά, χωρίς ποιοτικό έλεγχο ή προστασία των καταναλωτών. Μια τυποποιημένη δωροδοκία 3% ήταν συνήθως αναμενόμενη για την παράκαμψη των κανονισμών. Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αφορούσε μια σερβική εταιρεία που χρησιμοποίησε ένα φορτηγάκι του Ερυθρού Σταυρού για να μεταφέρει κρυφά έναν γερμανικό εκτυπωτή πέρα από τα σύνορα, βασιζόμενη σε δωροδοκίες για να αποφύγει τον έλεγχο. Κρατικά υποστηριζόμενες επιχειρήσεις λαθρεμπορίας αναδύθηκαν στη Βόρεια Μακεδονία, μετατρέποντας τον αρχικό αυτοσχεδιασμό σε οργανωμένη υποδομή επιβίωσης (Chibeau, 2020, σ. 33-35).

Ως συνέπεια, αυτά τα πρώιμα μοτίβα μετά το 1974 άφησαν μόνιμα αποτυπώματα. Η κουλτούρα με το “φακελάκι” στην Ελλάδα παρέμεινε μέχρι τον 21ο αιώνα, με μια έρευνα του 2024 να δείχνει ότι εννέα στους δέκα Έλληνες πιστεύουν ότι υπάρχει εκτεταμένη διαφθορά στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Bouloutza, 2024). Από την άλλη, η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας οδήγησε σε διάδοχα κράτη που ακόμα παλεύουν με την κληρονομιά της διαφθοράς (Jović, 2013). Η μικροδιαφθορά και στις δύο περιπτώσεις αντικατοπτρίζει ευρύτερες εθνικές τροχιές—- την Ελλάδα, την επιδίωξη προνομίων μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, και στη Γιουγκοσλαβία, έναν απεγνωσμένο αγώνα για επιβίωση εν μέσω συστημικής κατάρρευσης.

Συμπερασματικά, η αντίθεση μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας είναι αποκαλυπτική. Στην Ελλάδα, η μικροδιαφθορά ήταν ένα συναλλακτικό εργαλείο για την πλοήγηση σε μια πρώιμη ελαττωματική δημοκρατία, αντικατοπτρίζοντας μια κοινωνία που προσαρμοζόταν στην ελευθερία με λανθασμένες συνήθειες. Στη Γιουγκοσλαβία, ήταν σύμπτωμα συστημικής αποσύνθεσης, μια πρόχειρη λύση σε ένα κράτος που κατέρρεε. Η διαφθορά στην Ελλάδα γέννησε αναποτελεσματικότητα και απογοήτευση, αλλά συνυπήρξε με λειτουργικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Αντιθέτως, στη Γιουγκοσλαβία επιτάχυνε την αποσύνθεση του κράτους και καλλιέργησε μια επιβιωτική νοοτροπία που τροφοδότησε συγκρούσεις.

 

Βιβλιογραφία

Bouloutza, P. (2024). Greeks see widespread corruption in health system. Retrieved March 15, 2025, from https://www.ekathimerini.com/news/1246420/greeks-see-widespread-corruption-in-health-system/

Nini, A. (2018). The corruption I saw working for a Greek public hospital. Retrieved March 15, 2025, from https://www.vice.com/en/article/the-corruption-i-saw-working-for-a-greek-public-hospital/

Chambliss, W. (1988). On the take: From petty crooks to presidents (2nd ed.). Indiana University Press. (Original work published 1978)

Chibeau, C. (2020). Sanctions as a foreign policy tool: Case studies on the former Yugoslavia and present-day Russia. Pardee School of Global Studies, International Relations Honors Thesis

Jović, J. (2013). Corruption in post-Yugoslavian countries: A case study of Serbia. VŠKP. Retrieved March 15, 2025, from https://vskp.vse.cz/english/62089_corruption-in-post-yugoslavian-countries-a-case-study-of-serbia??page=753

Katsios, S. (2006). THE SHADOW ECONOMY AND CORRUPTION IN GREECE. South-Eastern Europe Journal of Economics, 1, 61–80

Lahiri, A. (1991). Yugoslav inflation and money (IMF Working Papers, 1991/050). International Monetary Fund. https://doi.org/10.5089/9781451971064.001.A001

Ramet, S. P. (2006). The three Yugoslavias: State-building and legitimation, 1918–2005. Indiana University Press.

Stamouli, E., Gasparinatou, M., & Kouroutzas, C. (2023). Corruption as state-corporate crime: The example of the health sector in Greece. Trends in Organized Crime, 26, 258–292.

United Nations Digital Library. (1992). Resolution 757 (1992) / adopted by the Security Council at its 3082nd meeting, on 30 May 1992. Retrieved March 15, 2025, from https://digitallibrary.un.org/record/142881?ln=en&v=pdf

Πηγή εικόνας: https://media.gettyimages.com/id/2187434590/vector/financial-services-monetary-support-and-assistance-commercial-financial-charitable-aid.jpg?s=2048×2048&w=gi&k=20&c=820RhQ5K72VvOsYAOx1E_eZ64qr3K3gYIZTxetjNLlY=