Γράφει η Αγγελική Γκαραβέλη
Η προσπάθεια απόδοσης ενός ορισμού στο φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού άρχισε κατά τη δεκαετία του 1970. Οι εννοιολογικές προσεγγίσεις για την ερμηνεία του φαινομένου ποικίλουν (Δασκαλάκης, 2014, σσ. 499-500). Αρχικά, ένας ορισμός που δόθηκε είναι ο εξής: «Ένα άτομο είναι κοινωνικά αποκλεισμένο αν κατοικεί σε μια γεωγραφική περιοχή, αλλά για λόγους πέραν του ελέγχου του αδυνατεί να συμμετάσχει στις κανονικές δραστηριότητες της κοινωνίας αυτής, ενώ το επιθυμεί να συμμετέχει» (Δασκαλάκης, 2014, σ. 500). Μια άλλη προσέγγιση παρουσιάζει ότι «οι ομάδες που απαρτίζουν το χάρτη των κοινωνικά αποκλεισμένων παρεμποδίζονται στην απορρόφηση δημοσίων και κοινωνικών αγαθών» (Δασκαλάκης, 2014, σ. 500). Ο κοινωνικός αποκλεισμός, τόσο σε γενικό πλαίσιο, όσο και στις διάφορες πτυχές του, επηρεάζει τις πολιτικές που στοχεύουν στην κοινωνική ενσωμάτωση. Αν το φαινόμενο, όμως, υφίσταται σε μακροχρόνια βάση, ενδέχεται να προκαλέσει περιθωριοποίηση, αποδόμηση και κατακερματισμό των κοινωνικών σχέσεων (Ανδριοπούλου et al., 2013, σσ. 28-30).
Σαν όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά συγκεκριμένα στη Γαλλία το 1974 για να χαρακτηρίσει το γεγονός ότι περίπου το ένα δέκατο του πληθυσμού της δεν είχε πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες (Ανδριοπούλου et al., 2013, σ. 19). Η αδυναμία πρόσβασης αφορά και βασικούς κοινωνικούς θεσμούς, όπως είναι η αγορά εργασίας, το σύστημα υγείας, το εκπαιδευτικό σύστημα, το κράτος και η κοινότητα (Ανδριοπούλου et al., 2013, σ. 19). Από αυτό το γεγονός διαπιστώνεται ότι το κοινωνικά αποκλεισμένο άτομο στερείται πρόσβασης τόσο σε αγαθά, όσο και σε κοινωνικές λειτουργίες, και ότι αυτό μπορεί να αφορά την τωρινή του κατάσταση, αλλά και τη μελλοντική. Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι έννοια σχετική, με αναφορά σε συγκεκριμένη κοινωνία και χρόνο. Ακόμα, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικής ευθύνης του ατόμου, αλλά κυρίως κοινωνικής, και πιθανολογείται ότι οδηγεί σε ρήξη των δεσμών του ατόμου ή της ομάδας με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, ανεπαρκή συμμετοχή του στα κοινά, έλλειψη ενδυνάμωσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης (Ανδριοπούλου, et al., 2013, σσ. 19-23).
Γενικότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με αφορμή μια τηλεοπτική συζήτηση για την ύπαρξη κοινωνικά αποκλεισμένων στη Βρετανία, διαπιστώθηκε το πρόβλημα της οικονομικής αναδιάρθρωσης, δηλαδή της αποβιομηχάνισης, που είχε οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να είναι σχεδόν μόνιμα κοινωνικά αποκλεισμένο. Ο κοινωνικός αποκλεισμός τότε έγινε πιο κατανοητός επειδή συνδέθηκε με την έννοια της ιδιότητας του πολίτη, και υποστηρίχθηκε ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες στερούνταν τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή ή δεν αναγνωρίζονταν ως πολίτες και μέλη της κοινωνίας (Παπαθεοδώρου et al., 2004, σσ. 202-204). Ειδικότερα, η οικονομική αναδιάρθρωση προκλήθηκε από το πρόβλημα της απορρύθμισης της εργασίας και του κοινωνικού κράτους και της αποδυνάμωσης των κοινωνικών δεσμών, γεγονός που οδήγησε πιο γρήγορα στην ανάπτυξη του όρου του κοινωνικού αποκλεισμού ειδικά αυτή τη δεκαετία. Η απορρύθμιση της εργασίας βρέθηκε στο επίκεντρο γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση συνδύασε τον κοινωνικό αποκλεισμό με την ανεργία και την απασχόληση.
Η ΕΕ, βέβαια, ξεκίνησε να προσεγγίζει την έννοια της φτώχειας και σταδιακά μετέβη στον κοινωνικό αποκλεισμό (Δασκαλάκης, 2014, σ. 501), ενώ οι δύο έννοιες συνδέονται, χωρίς να είναι ταυτόσημες (Ανδριοπούλου et al., 2013, σ. 9). Η φτώχεια σαν μονοδιάστατος όρος αφορά μόνο την αποστέρηση πόρων, σε αντίθεση με τον όρο του κοινωνικού αποκλεισμού που είναι πολυδιάστατος (Ανδριοπούλου et al., 2013, σ. 9). Η αδυναμία συμμετοχής του ατόμου σε βασικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες ή η αποστέρηση θεμελιωδών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από το άτομο συνιστά τον πυρήνα της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού (Ανδριοπούλου et al., 2013, σσ. 10-13). Ο κοινωνικός αποκλεισμός πυροδοτείται από τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, την οικογενειακή οργάνωση και τον τρόπο ζωής, τον τομέα κοινωνικών υπηρεσιών, τους γεωγραφικούς παράγοντες και την κοινή γνώμη. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στην πυροδότηση του κοινωνικού αποκλεισμού διαδραμάτισαν η αποβιομηχανοποίηση, η μετανάστευση και οι κρίσεις σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Μερικές από τις κατηγορίες του πληθυσμού που αντιμετωπίζουν πιο έντονα το φαινόμενο είναι οι μετανάστες που μετακινούνται σε μια χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα για ποικίλους λόγους όπως εργασία, σπουδές κλπ., οι πολιτικοί πρόσφυγες, το ξένο εργατικό δυναμικό που μετακινείται κυρίως για επαγγελματικούς λόγους πιθανόν προσωρινά, τα Άτομα με Αναπηρία (ΑμεΑ) και οι χρονίως πάσχοντες, οι ηλικιωμένοι, οι Ρομά, οι άνεργοι, οι τοξικομανείς, τα απεξαρτημένα άτομα, οι αποφυλακισμένοι ή οι φυλακισμένοι, οι άγαμες και διαζευγμένες γυναίκες. Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να βιώνουν το φαινόμενο σε έναν ή σε περισσότερους τομείς ταυτόχρονα, το οποίο φυσικά χρειάζεται να αντιμετωπιστεί στο σύνολο του.
Η αντιμετώπιση του οφείλει να ακολουθεί μέτρα που στοχεύουν στην παροχή βοήθειας, στην κοινωνική ένταξη των ατόμων, στην εκπαίδευση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στον τομέα της υγείας, στην οικονομική τους ενίσχυση, στη στέγαση, στην κοινωνική ασφάλιση, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στην ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου, στην αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών και στην ενημέρωση της κοινής γνώμης (Μαράτου et al., 1999). Το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει μέσα από το θεσμικό πλαίσιο και τη ρύθμιση του τρόπου λειτουργίας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Ακόμα, το κράτος συμβάλλει στην ίδρυση ή κατάργηση οργανισμών, στην εφαρμογή μέτρων εισοδηματικής πολιτικής, στην αναπροσαρμογή των συντάξεων και στον υπολογισμό επιδομάτων ασφαλιστικών εισφορών και επιχορηγήσεων (Πετμετζίδου et al., 1992).
Γενικότερα, τα συστήματα κοινωνικής προστασίας διαφέρουν και αυτό φαίνεται στην ομαδοποίηση των χωρών της ΕΕ σε τύπους κοινωνικού κράτους. Σε κάθε περίπτωση, κάθε τύπος συνδέεται με την αγορά, το κράτος και την οικογένεια. Το σοσιαλδημοκρατικό-σκανδιναβικό μοντέλο στις Σκανδιναβικές, κυρίως, χώρες στοχεύει στην κοινωνική ευημερία των πολιτών με τη μείωση της ανισότητας και της φτώχειας μέσω ίσων ευκαιριών στις κοινωνικές υπηρεσίες (Δαφέρμος et al., 2010,σ.12). Οι πολίτες με τη σειρά τους συμβάλλουν στο σύστημα και το ύψος των παροχών σχετίζεται άμεσα με τα εισοδηματικά τους επίπεδα (Δαφέρμος et al., 2010, σ.12). Το συντηρητικό-κορπορατιστικό-συντεχνιακό κοινωνικό κράτος χαρακτηρίζεται από την έμφαση που δίνει στον κοινωνικό ρόλο τόσο του κράτους, όσο και της Εκκλησίας. Στόχος είναι η πρόληψη έντονων κοινωνικών συγκρούσεων και απαντάται στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία. Το κράτος έχει τον πρωτεύοντα ρόλο στην κοινωνική προστασία και οι εισοδηματικές μεταβιβάσεις στα πλαίσια της άσκησης της κοινωνικής πολιτικής είναι ουσιαστικές (Δαφέρμος et al., 2010, σ. 12).
Το φιλελεύθερο-αγγλοσαξονικό κοινωνικό κράτος προβλέπει περιορισμένη κρατική παρέμβαση και στοχεύει στην ενθάρρυνση της συμμετοχής του πληθυσμού στην αγορά εργασίας, η οποία είναι ο βασικός μηχανισμός στη διανομή των πόρων, ενώ βασίζεται στην προώθηση της κοινωνικής ευημερίας. Οι δημόσιες παροχές είναι περιορισμένες και με βάση τον έλεγχο των πόρων των δικαιούχων στρέφονται σε αυτούς που έχουν ανάγκη με αποτέλεσμα, όμως, τον στιγματισμό τους. Ακόμα, το νοτιοευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος συναντάται κυρίως στις Μεσογειακές χώρες με ελλιπή ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και δύσκολη πρόσβαση στις παροχές, καθώς κυριαρχούν οι πελατειακές σχέσεις και χαρακτηρίζονται από κατακερματισμό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (Δαφέρμος et al., 2010, σ. 13). Η οικογένεια στην κοινωνική προστασία αναλαμβάνει τον ρόλο ενός θεσμικού υποκατάστατου του κοινωνικού κράτους γιατί αναπληρώνει τα κενά της (Δαφέρμος et al., 2010, σ. 13).
Ειδικότερα όσον αφορά την κοινωνική πολιτική της ΕΕ, διαμορφώθηκε σε εθνικά πλαίσια και η εξέλιξη της αντανακλά τις ιστορικές ιδιομορφίες, τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς και τις παραδόσεις κάθε χώρας (Σακελλαρόπουλος, 2001, σσ. 17-18). Το ευρωπαϊκό μοντέλο εκφράζει μία κοινή πραγματικότητα όλων των ευρωπαϊκών χωρών με συνύπαρξη, ελεύθερο οικονομικό ανταγωνισμό στον χώρο των επιχειρήσεων, με ένα ευρύτατο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και με αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών. Αυτή η κοινή πραγματικότητα, δηλαδή, εκφράζεται από την διαφορετικότητα των κοινωνικών συστημάτων των χωρών, η οποία προκύπτει από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και την πολιτική ανάπτυξη τους (Σακελλαρόπουλος, 2001, σ. 164).
Η κοινωνική προστασία των κρατών μελών εξαρτάται από τις επιμέρους εσωτερικές συνθήκες με σημαντική την ανάγκη της λήψης κοινών μέτρων για την εξασφάλιση της κοινωνικής ένταξης. Για τον λόγο αυτό, οι πολιτικές στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινής οικονομικής πολιτικής και της άρσης των εμποδίων ελεύθερης μετακίνησης των εργαζομένων στις χώρες της Ένωσης στοχεύουν στη διασφάλιση ελαχίστων επιπέδων αμειβόμενης εργασίας και συνολικού εισοδήματος, ενιαίων παροχών προστασίας της υγείας, στην προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής ένταξης, στην προστασία των εργαζομένων που αδυνατούν να εργαστούν (παροδικά ή και μόνιμα), στη διασφάλιση της κοινωνικής προστασίας όσων βρίσκονται εκτός μισθωτής εργασίας, στην προώθηση πολιτικών ισότητας και αποφυγής διακρίσεων στη βάση του φύλου και της φυλής, των πολιτικών πεποιθήσεων ή του θρησκεύματος (Σακελλαρόπουλος, 2011, σσ. 306-310).
Στην Ελλάδα, ο κοινωνικός αποκλεισμός διαπιστώθηκε ως φαινόμενο περί τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Συγκεκριμένα, υπήρχε το πρόβλημα της ένταξης στην αγορά εργασίας στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις και άλλοι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς να προχωρήσουν στην εκπόνηση συγκεκριμένων προγραμμάτων καταπολέμησης του (Παπαθεοδώρου et al., 2004, σσ. 307-308). Γενικότερα, η επιβίωση ορισμένων πρωτογενών θεσμών προστασίας, π.χ. οικογένειας, η λειτουργία των κοινοτικών δομικών στοιχείων αλληλεγγύης, η ελλιπής ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, η περιορισμένη παρουσία άλλων κοινωνικών φορέων και η περιορισμένη ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του φαινομένου (Αλιπράντη et al., 1999).
Η ανάγκη πιο ουσιαστικής στόχευσης των πολιτικών στην καταπολέμηση της εισοδηματικής ανισότητας και φτώχειας μέσω κοινωνικών μεταβιβάσεων είναι εμφανής (Δαφέρμος et al., 2010, σ. 14). Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κοινωνικές μεταβιβάσεις είναι «τα κοινωνικά επιδόματα, δηλαδή η κοινωνική βοήθεια (ΕΚΑΣ, εισοδηματικές ενισχύσεις σε νοικοκυριά μόνιμων κατοίκων ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, επίδομα μακροχρόνια ανέργων ηλικίας 45-65 κλπ.), τα οικογενειακά επιδόματα, τα επιδόματα/βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας, ανικανότητας, καθώς και οι εκπαιδευτικές παροχές και οι συντάξεις» (ΕΛΣΤΑΤ, 2016, σ. 4). Γενικότερα, η διανομή ισοδύναμου εισοδήματος διαφοροποιείται μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων με διαφορετικά δημογραφικά, κοινωνικοοικονομικά, γεωγραφικά κ.ά. χαρακτηριστικά (Δαφέρμος et al., 2010, σσ. 14-15).
Η οικονομική ανισότητα, δηλαδή, ο τρόπος που κατανέμεται ο παραγόμενος πλούτος, επηρεάζει την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική ευημερία. Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, επίσης, επηρεάζουν τον ρόλο των πολιτών στην οικονομία και στην κοινωνία, αλλά και τις ευκαιρίες τους για επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη (Κετσετζοπούλου, 2019, σ. 7). Ακόμα, το κράτος πρόνοιας εξαιτίας της κοινωνικής του λειτουργίας αναλαμβάνει τις βασικές ανάγκες των πολιτών (Κετσετζοπούλου, 2019, σσ. 7-16). Μερικές από τις λειτουργίες του κράτους, όμως, χάνονται από τις υπηρεσίες των κοινωνικών πολιτικών και ο ιδιωτικός τομέας αρχίζει να ασχολείται περισσότερο με υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας και ασφάλισης (Αδάμ et al., 2010, σσ. 12).
Το ελληνικό σύστημα είναι είτε σοσιαλδημοκρατικός είτε κορπορατιστικός τύπος, εξαιτίας των πόρων που δαπανώνται. Η συνολική δαπάνη για την κοινωνική πρόνοια είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το κράτος γίνεται αναποτελεσματικό και ανεπαρκές, αφού κυριαρχούν και πελατειακές σχέσεις (Κατσίκας et al., 2014, σ. 75). Στην πραγματικότητα, η μείωση της φτώχειας γίνεται κυρίως μέσω της παροχής συντάξεων, ενώ άλλες κοινωνικές μεταβιβάσεις, όπως τα επιδόματα αναπηρίας και στέγης δεν έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα (Κατσίκας et al, 2014, σ. 77). Σε ό,τι αφορά την εισοδηματική ανισότητα η κατάσταση είναι καλύτερη, με την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας μετά την παροχή κοινωνικών μεταβιβάσεων να είναι μέτρια σε σύγκριση με την αύξηση της πριν από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (Κατσίκας et al., 2014, σσ. 79-80).
Συμπερασματικά, ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει πολυδιάστατο χαρακτήρα και αποτελεί ένα φαινόμενο συνδεδεμένο άμεσα με την ύπαρξη όλων των κοινωνικών συστημάτων. Τα άτομα μπορεί να τον βιώσουν σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα και να προσδιορίζονται ως μία περιθωριοποιημένη ομάδα ανθρώπων με προβλήματα επιβίωσης, ανεργίας, αποστέρησης δικαιωμάτων, υγείας, αντιμετώπιση ρατσισμού και διαβίωση σε περιβάλλοντα υψηλής εγκληματικότητας. Οι κοινωνικές πολιτικές, επίσης, είναι πολυδιάστατες και είναι απαραίτητη η συνεργασία ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου. Επιπλέον, κρίνεται αναγκαίο να αντιμετωπίζεται το φαινόμενο όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε τοπικό επίπεδο ανάλογα με τις ανάγκες των ομάδων και τις ιδιαιτερότητες τους. Στην Ελλάδα, ειδικά, δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων της. Αυτό συμβαίνει γιατί η κοινωνική πρόνοια έχει κυρίως μορφή σπασμωδικών μέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, παρά μακροχρόνιου σχεδιασμού.
Βιβλιογραφία
Αδάμ Σ., & Παπαθεοδώρου Χ. (2010). Κοινωνική οικονομία και κοινωνικός αποκλεισμός: Μια κριτική προσέγγιση. Εκδόσεις ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Ανδριοπούλου Ε., Παπαδόπουλος Φ., & Τσακλόγλου, Π. (2013). Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός στην Ελλάδα: Επικάλυψη και διαφοροποιήσεις. Εκδόσεις ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Δασκαλάκης Δημοσθένης Ι.(2014). Εισαγωγή στην Σύγχρονη Κοινωνιολογία. Εκδόσεις Παπαζήση
Δαφέρμος Γ., & Παπαθεοδώρου Χ. (2010). Δομή και τάσεις της οικονομικής ανισότητας και της φτώχειας στην Ελλάδα και την ΕΕ 1995-2008. Εκδόσεις ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Κετσετζοπούλου Μ. (2019). Οικονομική ανισότητα, φτώχεια και επίπεδο διαβίωσης στα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκδόσεις ΕΚΚΕ.
Μαράτου Αλιπράντη Λ., Καραντίνος Δ., Κατσούλης Η., & Φρονίμου Ε. (1999). Διαστάσεις του Κοινωνικού Αποκλεισμού στην Ελλάδα: Κύρια θέματα και προσδιορισμός προτεραιοτήτων πολιτικής. Εκδόσεις Ε.Κ.Κ.Ε.
Παπαθεοδώρου Χ., & Πετμεζίδου, Μ. (2004). Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Εκδόσεις Έξαντας.
Πετμετζίδου, Μ. & Τσουλουβή , Μ. (1992). Κοινωνικές ανισότητες και κοινωνική πολιτική. Εκδόσεις Έξαντας.
Σακελλαρόπουλος Θ. (2001). Υπερεθνικές κοινωνικές πολιτικής την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Εκδόσεις Κριτική.
Σακελλαρόπουλος Θ. (2011). Η κοινωνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκδόσεις Διόνικος.
Διαδικτυακές πηγές
ΕΛΣΤΑΤ.(2016).Έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών 2015 Διαθέσιμο σε: https://www.statistics.gr/documents/20181/f5f875ea-5cc8-4901-8ce4-6d98b30c6ec0
Κατσίκας Δ., Καρακίτσιος Α., Φιλίνης Κ. & Πετραλιάς Α.(2014) Έκθεση για το κοινωνικό προφίλ της Ελλάδας σε σχέση με τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανισότητα πριν και μετά από την εκδήλωση της κρίσης Διαθέσιμο σε: https://crisisobs.gr/wp-content/uploads/2015/01/%CE%88%CE%BA%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%A0%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%BB_%CE%A3%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%B4%CF%81%CE%B9%CE%BF-14-12.docx.pdf
Πηγή εικόνας
Brown game pieces on white surface by Markus Spiske (2018), unsplash. Διαθέσιμο σε: https://unsplash.com/photos/brown-game-pieces-on-white-surface-QozzJpFZ2lg