Γράφει ο Κωνσταντίνος Αναγνωστάκης
Την Κυριακή 24 Νοεμβρίου τ.ε. ολοκληρώθηκε η 29η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP29) στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, με την συμφωνία για τη χρηματοδότηση ύψους περίπου 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο, ως μέτρο στήριξης των αναπτυσσόμενων χωρών για την καταπολέμηση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Παρά τον πολλαπλασιασμό του ποσού χρηματοδότησης σε σχέση με την COP15 του 2009 που ίσχυε μέχρι πρότινος, η τελική συμφωνία προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις, που αντανακλούν τόσο στην πρόοδο όσο και στις μελλοντικές προκλήσεις και περιορισμούς, αναφορικά με την παγκόσμια συνεργασία για το κλίμα. Ο στόχος της παρούσας ανάλυσης είναι να εξετάσει τη νέα συμφωνία που υπεγράφη υπό το πρίσμα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, γίνεται μία ιστορική αναδρομή της έννοιας της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης ως επιστημονικό πεδίο έρευνας μέχρι και σήμερα. Έπειτα, αναλύεται η προσφάτως υπογραφείσα συμφωνία της COP29 διερευνώντας τις συνθήκες, τα κίνητρα και τα συμφέροντα που οδήγησαν σε αυτήν. Τέλος, παρατίθενται συνοπτικά οι απόψεις του συγγραφέα καθώς και κάποιες προτάσεις για μελλοντική σκέψη.
Η θεωρία της Περιβαλλοντικής Δικαιοσύνης
Σύμφωνα με τον Bullard (1993), η αναζήτηση περιβαλλοντικής δικαιοσύνης θίγεται σε πλήθος κοινωνικών κινημάτων που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα προς τα μέσα του 1960. Την εποχή εκείνη, η επιστημονική κοινότητα εστιάζει την έρευνά της στον περιβαλλοντικό ρατσισμό και στις διακρίσεις δίκαιης κατανομής περιβαλλοντικών αγαθών, με διαχωριστικά κριτήρια το εισόδημα, την εθνικότητα και το χρώμα (Resnik, 2022). Τις επόμενες δεκαετίες, η άνοδος της κλιματικής αλλαγής επιφέρει συνέπειες που γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς στην παγκόσμια καθημερινότητα. Ως εκ τούτου, η έρευνα γύρω από την περιβαλλοντική δικαιοσύνη στρέφεται προς την δυσανάλογη έκθεση συγκεκριμένων πληθυσμών και μεινοτικών ομάδων στους αυξημένης έντασης κλιματικούς κινδύνους, όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα (Mohai et al., 2009; Schlosberg, 2007). Οι πλημμύρες στο Πακιστάν το 2010, ο κυκλώνας Φρέντυ στην Αφρική και ο καύσωνας που έπληξε την δυτική Ευρώπη το καλοκαίρι του 2022 είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα φυσικών καταστροφών που προκλήθηκαν σε εντονότερη μορφή εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (Ali et al, 2020; Aderinto (2023); Van Daalen et al., (2022).
Όσον αφορά στο συλλογικό επίπεδο λήψης αποφάσεων, ο Resnik (2022) παρατηρεί ότι παρά την στενότερη συνεργασία μεταξύ περιβαλλοντικών οργανώσεων και διεθνών οργανισμών τα τελευταία έτη, το κύριο «αγκάθι» στις μεταξύ τους σχέσεις παραμένει η προώθηση πολιτικών που αμβλύνουν τις οικονομικές και κοινωνικές διαφορές. Με άλλα λόγια, οι διεθνείς συμφωνίες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στην αντιμετώπισή της αυτή καθ’αυτή, αλλά να περιέχουν και μέτρα για την αντιμετώπιση του λεγόμενου «περιβαλλοντικού απαρτχάιντ». Σύμφωνα με τον Bullard (2012), ο όρος αυτός αφορά στις συστημικές διακρίσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα, όπου η κατανομή των οφελών και των υποχρεώσεων βασίζεται σε κοινωνικά, οικονομικά ή γεωγραφικά κριτήρια. Έτσι, οι ήδη ευάλωτες κοινωνικές μειονότητες εντός των συνόρων μίας χώρας ή ολόκληρα τα έθνη, αντίστοιχα, βρίσκονται σε συγκριτικά πολύ υψηλότερο κίνδυνο έκθεσης στις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως η άνοδος της θερμοκρασίας και η ξηρασία.
Ως απάντηση στις παραπάνω ανησυχίες, η περιβαλλοντική κοινότητα έχει υιοθετήσει την έννοια της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, δηλαδή της δίκαιης κατανομής των περιβαλλοντικών ωφελών και επιβαρύνσεων ανά κοινωνική ομάδα ή χώρα (Shrader‐Frechette, 2002). Παράλληλα, η έννοια προάγει την ένταξη των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων στην διαδικασία λήψης αποφάσεων (Resnik, 2022). Δίνει έμφαση δηλαδή, στα δικαιώματα των πληθυσμών που είτε πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, είτε είναι περισσότερο αδύναμοι οικονομικά είτε και τα δύο. Με βάση όλα τα παραπάνω, λοιπόν, είναι ασφαλής ο ισχυρισμός ότι η περιβαλλοντική δικαιοσύνη οφείλει να είναι αναπόσπαστος πυλώνας της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, διότι η τελευταία επηρεάζει δυσανάλογα τις φτωχές και πιο ευάλωτες κοινότητες έναντι των ανεπτυγμένων κρατών. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Jamieson (1992), οι πολιτικές που στοχεύουν στην καταπολέμηση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, θα έπρεπε, επίσης, να θέτουν και ισχυρές βάσεις για την καταπολέμηση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων, κάτι που όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η Συμφωνία του Μπακού για την κλιματική αλλαγή
Λαμβάνοντας υπ’όψιν τον χρονικό περιορισμό των δύο εβδομάδων που διήρκεσε η Σύνοδος και την ανάγκη συναίνεσης περίπου 195 κρατών, η υπόσχεση εκ μέρους των ανεπτυγμένων κρατών στην COP29 ότι θα πληρώσουν το ποσό των 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι αδιαμφισβήτητα ένα σημαντικό βήμα ενάντια στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η νέα, αυξημένη χρηματοδότηση περιλαμβάνει την κινητοποίηση επενδύσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα με στόχο τον μετριασμό και την προσαρμογή των αναπτυσσόμενων χωρών στις νέες κλιματικές συνθήκες (CBC News, 2024). Ως εκ τούτου, τόσο τα μικρά αναπτυσσόμενα νησιωτικά κράτη όσο και οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες αναμένεται να επωφεληθούν σημαντικά από αυτούς τους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς. Ωστόσο, πλήθος κρατών μεταξύ άλλων η Ινδία, η Βραζιλία και η Νιγηρία εξέφρασαν έντονους προβληματισμούς σχετικά με την συμφωνία. Οι παραπάνω χώρες, βλέπουν τα οικονομικά τους συμφέροντα να ζημιώνοντα σημαντικά, χωρίς να αποτελούν εκείνες τους κύριους υπαίτιους για τις αυξανόμενα μη βιώσιμες διαστάσεις που παίρνουν οι παγκόσμιες εκπομπές ρύπων. Μία γρήγορη ιστορική αναδρομή στον 20ο αιώνα επιβεβαιώνει αυτό το σκεπτικό, καθώς οι ΗΠΑ και οι ιμπεριαλιστικές Ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι εκείνες που έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στην επιβάρυνση του πλανήτη από καύση ορυκτών όπως ο άνθρακας.
Από την σκοπιά της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, οι αναπτυσσόμενες χώρες υφίστανται, ήδη, δυσανάλογα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, παρά την ελάχιστη συμβολή τους στις παγκόσμιες εκπομπές. Επιπλέον, οι μηχανισμοί για την κατανομή αυτών των πόρων παραμένουν ασαφείς, εγείροντας εύλογες ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσον θα φτάσουν στις πιο ευάλωτες κοινότητες δίκαια και αποτελεσματικά. Εξάλλου, παρά τους όρους της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015 (Paris Agreement), η καύση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα ήταν μεγαλύτερη φέτος σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά (Euronews, 2024). Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εξελίξεις και τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στις συζητήσεις, παραγκωνίζοντας τις φωνές των μικρών, οικονομικά αδύναμων κρατών. Για αυτό και παρά την αυξημένη συμμετοχή χωρών του Παγκόσμιου Νότου (Global South), ο σχεδιασμός της συμφωνίας εξακολουθεί να αντανακλά μια προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω (top-down). Επιπλέον, σύμφωνα με την ένωση Kick Big Polluters Out, περίπου 1700 εκπρόσωποι-λομπίστες της βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων συμμετείχαν στη Σύνοδο, ξεπερνώντας μάλιστα αριθμητικά σχεδόν όλες τις εθνικές αντιπροσωπείες (Kick Big Polluters Out, 2024). Έτσι, οι πλούσιες χώρες εξακολουθούν να υπονομεύουν τις δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών ή τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, αρνούμενες να καταβάλλουν μία «επανορθωτική αποζημίωση». Ενδιαφέρουσες είναι, μάλιστα, οι περιπτώσεις της Κίνας και της Σαουδικής Αραβίας, οι οποίες σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία, «ενθαρρύνονται» να κάνουν εθελοντικές συνεισφορές, χωρίς να τους έχει επιβληθεί καμία υποχρέωση. Αντίστοιχα, αμφιλεγόμενη είναι η παραμονή και η τήρηση της συμφωνίας από τις ΗΠΑ, καθώς ο Τραμπ έχει δημόσια αντιταχθεί στις πολιτικές κατά της κλιματικής αλλαγής.
Συνοψίζοντας, όλες οι παραπάνω συστημικές ανισότητες βρίσκονται στο επίκεντρο της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, η οποία ασκεί δριμεία κριτική στην υπάρχουσα διάρθρωση της κλιματικής διακυβέρνησης. Παρά το γεγονός ότι εκπρόσωποι των Ηνωμένων Εθνών χαρακτήρισαν τη συμφωνία ως συμβόλαιο για την ανθρώπινη ασφάλεια, αυτό δύσκολα θα αποτυπωθεί στην πράξη. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να υιοθετηθούν ουσιαστικές αλλαγές τόσο στη δομή λήψης αποφάσεων όσο και στην υιοθέτηση των απαραίτητων κατά την επιστημονική κοινότητα μέτρων για την καταπολέμηση του φαινομένου. Αναφορικά με τις δομικές αλλαγές, για παράδειγμα, η διαδικασία συζήτησης και λήψης αποφάσεων οφείλει να περιλαμβάνει κοινωνικές ή εθνικές μειονότητες καθώς και αναπτυσσόμενα κράτη, τα οποία αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα, για να αποφευχθούν τυχόν κρατικές ατασθαλίες στην εφαρμογή των συμφωνιών, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, πρέπει να καθιερωθούν μηχανισμοί ελέγχου και διαφάνειας, με στόχο την υπεύθυνη κατανομή των διαθέσιμων πόρων. Τέλος, είναι καθοριστικής σημασίας η αναγνώριση των προβλέψεων της επιστημονικής κοινότητας για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μακροπρόθεσμα, επιπτώσεις που αναμένεται να επηρεάσουν βαθύτατα την διεθνή οικονομία, την διεθνή κοινωνία και αναπόφευκτα, την ίδια την ανθρώπινη ζωή.
Βιβλιογραφία/Πηγές
Aderinto, N. (2023). Tropical Cyclone Freddy exposes major health risks in the hardest-hit Southern African countries: lessons for climate change adaptation. International Journal of Surgery: Global Health 6(3): e0152, doi:10.1097/GH9.0000000000000152.
Ali, S.M., Khalid, B., Akhter, A. et al. (2020). Analyzing the occurrence of floods and droughts in connection with climate change in Punjab province, Pakistan. Nat Hazards 103, 2533–2559 Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1007/s11069-020-04095-5
Bullard, R. D. (2012). The legacy of American apartheid and environmental racism. Journal of Civil Rights and Economic Development, 9(2), 3.
Bullard, R. D. (Ed.). (1993). Confronting environmental racism: Voices from the grassroots. South End Press.
CBC (2024). COP29 agrees on $300B-a-year deal for developing countries to curb, adapt to climate change. Canadian Broadcasting Corporation. Διαθέσιμο σε: https://www.cbc.ca/news/world/cop29-deal-developing-countries-1.7391907
Euronews (2024). COP29: «Όχι αρκετά φιλόδοξο» το πακέτο των 300 δις δολαρίων για την κλιματική αλλαγή. Διαθέσιμο σε: https://gr.euronews.com/green/2024/11/24/baku-cop-29-ilpiza-se-ena-pio-filodokso-apotelesma-leei-o-o-gg-to-oie
Jamieson, D. (1992). Ethics, public policy, and global warming. Science, Technology, and Human Values, 17, 139–153.
Kick Big Polluters Out (2024). Fossil fuel lobbyists eclipse delegations from most climate vulnerable nations at COP29 climate talks. Διαθέσιμο σε: https://kickbigpollutersout.org/COP29FossilFuelLobbyists
Mohai, P., Pellow, D., & Roberts, J. T. (2009). Environmental justice. Annual review of environment and resources, 34(1), 405-430.
Resnik, D. B. (2022). Environmental justice and climate change policies. Bioethics, 36(7), 735-741.
Schlosberg, D. (2007). Defining environmental justice: Theories, movements, and nature. OUP Oxford.
Shrader‐Frechette, K. S. (2002). Environmental justice: Creating equality, reclaiming democracy. Oxford University Press.
Van Daalen, K. R., Romanello, M., Rocklöv, J., Semenza, J. C., Tonne, C., Markandya, A., … & Lowe, R. (2022). The 2022 Europe report of the Lancet Countdown on health and climate change: towards a climate resilient future. The Lancet Public Health, 7(11), e.942-e.965.
Πηγή εικόνας:
Gallup, S. (2024). COP29 UNFCCC Climate Conference in Baku. Getty Images. Διαθέσιμο σε: https://www.politico.eu/article/cop-29-poor-countries-climate-deal-300-billion-climate-change-baku-meeting/