Γράφει ο Σταύρος Μαρτινάκης
Η υπόθεση O.G. και λοιποί κατά Ελλάδας που εξετάζεται στην παρούσα ανάλυση, αφορά αφενός στην ευθύνη των αρμόδιων εθνικών αρχών λόγω της δημοσίευσης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων ιατρικής φύσεως οροθετικών γυναικών που εργάζονταν στη βιομηχανία του σεξ (με εξαίρεση μία εκ των προσφευγουσών) και αφετέρου στις συνθήκες κάτω από τις οποίες υποβλήθηκαν οι ως άνω γυναίκες σε αιματολογικές εξετάσεις (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 1). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Δικαστήριο ή ΕΔΔΑ) δε, κατέληξε στο ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ) τόσο ως προς τον τρόπο διενέργειας των εξετάσεων όσο και ως προς τη δημοσίευση των προσωπικών δεδομένων των προσφευγουσών.
Πιο συγκεκριμένα, 10 εκ των 11 αυτών γυναικών ήταν οροθετικές, έπασχαν δηλαδή από τον ιό HIV. Στα πλαίσια αστυνομικών επιχειρήσεων το 2012 συνελήφθησαν διότι μεταξύ άλλων οι αρχές είχαν παρατηρήσει ότι συμπεριφέρονταν ύποπτα, προσελκύοντας άνδρες με διάφορες χειρονομίες και άσεμνες εκφράσεις, προκειμένου να τους πείσουν να συνευρεθούν επί πληρωμή μαζί τους (European Court of Human Rights, παρ. 4-5). Κατόπιν της σύλληψής τους, αφενός εξακριβώθηκε η ταυτότητά τους και αφετέρου υποβλήθηκαν σε εξετάσεις, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν ήταν φορείς σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων (European Court of Human Rights, παρ. 6). Παρ’ όλα αυτά καμία εκ των προσφευγουσών δεν ενημερώθηκε για το γεγονός ότι μέσω των αιματολογικών εξετάσεων επιδιωκόταν να διαπιστωθεί εάν αυτές ήταν φορείς του HIV ή όχι, ούτε δόθηκε η απαραίτητη συναίνεση για τη διενέργεια των προαναφερόμενων εξετάσεων (European Court of Human Rights, παρ. 6), τα αποτελέσματα των οποίων απέδειξαν ότι ήταν θετικές στον ιό. Για το λόγο αυτό, ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους για εκ προθέσεως απόπειρα πρόκλησης επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρ. 310 παρ. 1-3 ΠΚ) και πρόκλησης απλής σωματικής βλάβης (άρ. 308 παρ. 1 ΠΚ) (European Court of Human Rights, παρ. 8).
Ο εισαγγελέας στη συνέχεια ερειδόμενος σε σχετική νομοθετική διάταξη βάσει της οποίας προβλέπεται ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει τα άτομα με τα οποία ήρθαν σε επαφή οι ανωτέρω γυναίκες να υποβληθούν σε εξετάσεις, διέταξε τη δημοσίευση των ονομάτων και των φωτογραφιών τους, καθώς και των λόγων που οδήγησαν στην άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον τους, ήτοι του γεγονότος ότι ήταν φορείς του ιού HIV. Ακολούθησε δε, σχετική ανάρτηση στον ιστότοπο της αστυνομίας ενώ το συγκεκριμένο γεγονός γρήγορα διαδόθηκε και προβλήθηκε από το σύνολο των μέσων μαζικής ενημέρωσης της χώρας (European Court of Human Rights, παρ. 11). Οι προσφεύγουσες από την πλευρά τους αιτήθηκαν την ανάκλησή της, προβάλλοντας ότι αυτή ήταν αντίθετη στα άρ. 2, 5, 9, 9Α και 25 του Συντάγματος και άρ. 3 και 8 ΕΣΔΑ. Η αίτησή τους, εντούτοις, απορρίφθηκε χωρίς ειδική αιτιολογία και την απαιτούμενη ενημέρωση (European Court of Human Rights, παρ. 13).
Παράλληλα, δημοσιοποιήθηκε η φωτογραφία της αδελφής μίας εκ των συλληφθεισών γυναικών, γεγονός για το οποίο αυτή ενημερώθηκε από γνωστό της πρόσωπο, κατόπιν προβολής της σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων μεγάλου πανελλήνιου τηλεοπτικού σταθμού. Το παρόν συνέβη, διότι η συλληφθείσα χρησιμοποίησε ως δικό της το όνομα και τα στοιχεία της αδελφής της κατά τη σύλληψή της (European Court of Human Rights, παρ. 26) ενώ την επόμενη ημέρα η τελευταία μετέβη στο αστυνομικό τμήμα, προκειμένου να διορθωθούν τα προαναφερόμενα στοιχεία, χωρίς, όμως, καμία επιτυχία (European Court of Human Rights, παρ. 27). Τελικώς δε, η διόρθωση πραγματοποιήθηκε από τον ανακριτή μετά την πάροδο 15 ημερών (European Court of Human Rights, παρ. 29).
Το ΕΔΔΑ από την πλευρά του, επικεντρώθηκε στην εξέταση τυχόν παραβίασης του άρ. 8 ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Στον όρο αυτό εντάσσονται, μεταξύ άλλων, το όνομα, η έμφυλη ταυτότητα, ο γενετήσιος προσανατολισμός, η γενετήσια ελευθερία και η ψυχική και σωματική ακεραιότητα, με συνέπεια η υποβολή οποιουδήποτε προσώπου σε ιατρικές εξετάσεις παρά τη θέλησή του να συνιστά παρέμβαση στο εν λόγω δικαίωμα (Καραβίας, 2017, σελ. 373). Σύμφωνα μάλιστα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, μια ιατρική παρέμβαση -ακόμα και αν αυτή θεωρείται ήσσονος σημασίας- χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, ισοδυναμεί με επέμβαση στο δικαίωμα του τελευταίου στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 ΕΣΔΑ (ενδεικτικά, European Court of Human Rights, 2006b, παρ. 1).
Κατά το άρ. 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ, η απόλαυση του προαναφερόμενου δικαιώματος δεν μπορεί να περιοριστεί από οποιαδήποτε δημόσια αρχή. Εντούτοις, υπάρχει επιφύλαξη υπέρ του νόμου. Η ρήτρα αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά την ορθότερη —τελολογική και γραμματική— ερμηνεία στενά. Έτσι, κάθε περιορισμός του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, δικαιολογείται εφόσον κρίνεται απαραίτητος και μέσω αυτού επιδιώκεται θεμιτός σκοπός (Καραβίας, 2017, σελ. 413). Το κάθε κράτος, τέλος, επιβάλλεται να παρέχει επαρκή προστασία στους πολίτες του απέναντι σε τυχόν αυθαιρεσίες και, συνακόλουθα, να καθορίζει με σαφήνεια την έκταση και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας των αρμοδίων αρχών (ενδεικτικά, European Court of Human Rights, 1984, παρ. 66-68). Εν συνεχεία, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει σε προηγούμενες αποφάσεις του πως η ιατρική παρέμβαση είναι θεμιτή, εφόσον αποσκοπεί στην απόκτηση αποδείξεων στα πλαίσια ποινικής δίκης ακόμα και αν ο ύποπτος πρόκειται να υποβληθεί σε μη ενδεδειγμένα θεραπευτικά μέτρα παρά τη θέλησή του. Ειδικότερα, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η λήψη αίματος ή σάλιου στο πλαίσιο έρευνας για τυχόν τέλεση οιουδήποτε αδικήματος και ενάντια στη θέληση ενός υπόπτου, δεν αποτελεί παραβίαση του άρθρου 8 (European Court of Human Rights, 2006a, παρ. 70).
Στην παρούσα υπόθεση, το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι όλες οι διατάξεις που επικαλέστηκε η Κυβέρνηση αφορούσαν την υποχρέωση των ατόμων που εργάζονται στη βιομηχανία του σεξ, με ή χωρίς άδεια, να υποβάλλονται σε προληπτικές εξετάσεις για ορισμένες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του HIV. Ωστόσο, καμία από αυτές δεν περιέχει κάποια περιγραφή της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί. Όσον αφορά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφεξής ΚΠΔ), το Δικαστήριο επεσήμανε ότι απαιτείται εντολή του εισαγγελέα, προκειμένου ο ανακριτής ή η αστυνομία να είναι σε θέση να πραγματοποιούν οιαδήποτε ενέργεια που σχετίζεται με τη διερεύνηση της εκάστοτε υπόθεσης (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 118). Εντούτοις, εις ουδεμία περίπτωση ήταν επιτρεπτή η λήψη δειγμάτων αίματος εκ μέρους της αστυνομίας. Παράλληλα, θεωρήθηκε ότι καμία από τις διατάξεις που επικαλέστηκε η Κυβέρνηση δεν δικαιολογεί κάποια ιατρική παρέμβαση (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 119). Βάσει των προαναφερομένων, κρίθηκε εκ μέρους του Δικαστηρίου ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των αιτούντων (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 120).
Όσον αφορά τη δημοσίευση των προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων, κατά το Δικαστήριο αυτή θα μπορούσε να είναι συμβατή με τις προβλέψεις του άρθρου 8 ΕΣΔΑ μόνο εάν αποσκοπούσε στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 153). Περαιτέρω, αναφέρθηκε ότι ο εισαγγελέας δεν εξέτασε ούτε το ενδεχόμενο λήψης άλλων ηπιότερων μέτρων με στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 155-156). Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι αιτούσες αφενός δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές σε ακρόαση από τον εισαγγελέα πριν αυτός αποφανθεί επί του ζητήματος της δημοσίευσης των προσωπικών τους δεδομένων και αφετέρου δεν μπορούσαν να ασκήσουν οιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της διάταξής του (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 156), διαπιστώθηκε ότι είχε παραβιαστεί το άρθρο 8 ΕΣΔΑ (European Court of Human Rights, 2024, παρ. 159).
Ως προς τα άρθρα 3, 5 και 13 ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν χρειάζεται να εξεταστούν ξεχωριστά, καθώς τα δύο βασικά νομικά ζητήματα που ανέκυψαν, ήτοι η δημοσίευση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και η πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων άνευ της απαιτούμενης συναίνεσης, καλύπτονται από το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Εντούτοις, ως προς το άρθρο 3 ΕΣΔΑ, κατά τη γνώμη του γράφοντος το Δικαστήριο έσφαλε που δεν το εξέτασε μεμονωμένα, καθώς σε προηγούμενη απόφασή του έκρινε ότι ως κακομεταχείριση μπορεί να εκληφθεί τόσο η πρόκληση ψυχολογικής πίεσης όσο και η απειλή χρήσης βίας (European Court of Human Rights, 2023, παρ. 90, 92). Συνεπώς, εν προκειμένω, το Δικαστήριο εστίασε αφενός στον τρόπο διενέργειας των ιατρικών εξετάσεων και αφετέρου στη δημοσίευση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, χωρίς να γίνει μνεία στην ψυχολογική πίεση που υπέστησαν οι προσφεύγουσες.
Κλείνοντας, κατά την προσωπική κρίση του γράφοντος το Δικαστήριο απέτυχε μερικώς να εξετάσει αποτελεσματικά το σύνολο των ανακυπτόντων ζητημάτων. Η ορθότερη λύση θα ήταν να εξετασθεί και το άρθρο 3 ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 8. Εντούτοις, η παρουσίαση του δικανικού συλλογισμού είναι εναργέστατη και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Δικαστήριο είναι ασφαλώς ορθό, επιβεβαιώνοντας τη διαπραχθείσα παραβίαση εκ μέρους της Ελλάδας και υποχρεώνοντας την τελευταία σε καταβολή αποζημίωσης.
Πηγές:
Βιβλιογραφία
Καραβίας Μ. σε: Λ.-Α. Σισιλιάνος (επιμ.). (2017). Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 373, 413.
Νομολογία
European Court of Human Rights. (1984). Case of Malone v. United Kingdom, (Application no. 8691/79), παρ. 66-68. 02 Αυγούστου. [online] Ηλεκτρονική Διεύθυνση: https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-57533%22]}
European Court of Human Rights. (2006a). Case of Jalloh v. Germany, (Application no. 54810/00), παρ. 70. 11 Ιουλίου. [online] Ηλεκτρονική Διεύθυνση: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-76307%22]}
European Court of Human Rights. (2006b). Case of Schmidt v. Germany, (Application no. 32352/02), παρ. 1. 05 Ιανουαρίου. [online] Ηλεκτρονική Διεύθυνση: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22appno%22:[%2232352/02%22],%22itemid%22:[%22001-72120%22]}
European Court of Human Rights. (2023). Case of SP and others v. Russia, (Application no. 36463/11), παρ. 90, 92. 02. Μαΐου. [online] Ηλεκτρονική Διεύθυνση: https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-224435%22]}
European Court of Human Rights. (2024). Case of O.G. and others v. Greece, (Applications no. 71555/12 και 48256/13) παρ. 1, 4-6, 8, 11, 13, 27, 29, 118, 120, 153, 155, 156, 159. 23 Ιανουαρίου. [online] Ηλεκτρονική Διεύθυνση: https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-230315%22]}
Πηγή εικόνας:
Nvard Margaryan. (2011). Human Rights and HIV/AIDS: now more than ever. [online] Ηλεκτρονική Διεύθυνση: https://asyou.pinkarmenia.org/?p=318&lang=en