Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Η πολιτική απομονωτισμού των ΗΠΑ ανά τα χρόνια και η απόσυρσή τους από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Συμφωνία του Παρισιού, ως προπομποί της επανεμφάνισής της

Γράφει η  Γονίδη Δήμητρα

Διαχρονικά, η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον απομονωτισμό και τον επεμβατισμό. Ύστερα από την εκλογική επικράτηση του Donald Trump και την ανάληψη των καθηκόντων του, φάνηκε να εκπληρώνεται η πρόβλεψη του Mike Pence, αντιπροέδρου κατά την πρώτη θητεία του Trump, περί μετάβασης της χώρας σε μία νέα μορφή απομονωτισμού (C-SPAN). Στο πλάισιο, λοιπόν, μιας αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής, οι ΗΠΑ αποσύρονται σωρευτικά από διεθνείς συμφωνίες και οργανισμούς. Εξαίρεση σε αυτή τη « νέα τάση » δεν αποτέλεσαν η Συμφωνία του Παρισιού (2015) για την κλιματική αλλαγή και η συμμετοχή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.). Μία αναδρομή στη μακρά πολιτική ιστορία των ΗΠΑ αρκεί για να υπενθυμίσει πως ο απομονωτισμός έχει κάνει ξανά την εμφάνισή του. Ωστόσο, στη σύγχρονη πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, όπου προκλήσεις όπως αυτές της κλιματικής κρίσης και της υγείας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με μεμονωμένη δράση, εγείρονται ερωτηματικά ως προς τα αποτελέσματα αυτής της παλινδρόμησης (Luke Mintz et al, 2025).

Η ιστορία δείχνει πως τα τεκταινόμενα τόσο στη παγκόσμια πολιτική σκηνή όσο και στο εσωτερικό των ΗΠΑ καθόριζαν, ανέκαθεν, τη στάση της διεθνώς σε συνάρτηση με τα εθνικά της συμφέροντα. Έτσι, οι Αμερικανοί Πρόεδροι άλλοτε παρουσίαζαν τη χώρα ως τη μεσσιανική δύναμη που θα προωθούσε τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας πέρα από τον Ατλαντικό και άλλοτε έθεταν σε προτεραιότητα τη μέριμνα για τις εσωτερικές ανάγκες για ανάπτυξη και ανάκαμψη, κρατώντας σε απόσταση τις εξωτερικές επιρροές. Ήδη από την ίδρυσή τους, ύστερα από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776, οι ΗΠΑ, υπό τον George Washington, θέλησαν να επικεντρωθούν στη σύσταση της κοινωνίας και των δομών αυτού του Νέου Κόσμου, παραμένοντας ως επί το πλείστον αμέτοχοι στις αναταραχές της γηραιάς ηπείρου. Μερικές δεκαετίες αργότερα, το 1823, με διπλωματικό εργαλείο το Δόγμα Μονρόε οι ΗΠΑ θωράκισαν την αυτόνομη εξωτερική τους πολιτική απέναντι τόσο στις πολιτικές παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων όσο και στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, διακηρύσσοντας πως οποιαδήποτε τέτοια πράξη θα λογιζόταν ως εχθρική προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίστοιχα, στο Δόγμα Μονρόε αναφερόταν η δέσμευση περί μη ανάμειξης των ΗΠΑ στις εσωτερικές υποθέσεις των ευρωπαϊκών κρατών και των αποικιών τους (OFFICE OF THE HISTORIAN).

Ύστερα από τις μεγάλες απώλειες που επέφερε η ανάμειξη στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ εισήλθαν ξανά σε μια περίοδο εσωστρέφειας, που θα διαρκούσε μέχρι και τον δεύτερο. Με την υπόσχεση να εστιάσει στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας και να μην επιτρέψει ανάμειξη στις διεθνείς υποθέσεις, ο ρεπουμπλικάνος Warren G. Harden επικράτησε στις εκλογές του φθινοπώρου του 1920 έναντι του δημοκρατικού προκάτοχου, Woodrow Wilson. Η νίκη αυτή ερμηνεύεται, σαφώς, ως αποτέλεσμα της ευρείας αντίδρασης του αμερικανικού λαού στο κόστος που προκάλεσαν οι διατλαντικές αναμείξεις, που είχαν σημειωθεί στην εξωτερική πολιτική του Wilson (Richard Nelson, 2024). Ακολούθησε, λοιπόν, μια περίοδος απομονωτισμού, κατά την οποία δόθηκε έμφαση στην ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας και βιομηχανίας, υποστηρίχθηκε η επιχειρηματικότητα, καθώς επίσης επιβλήθηκαν δασμοί και αυστηροποιήθηκαν τα μέτρα περιορισμού της μετανάστευσης προς το εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών (Norwich University). Μάλιστα, η εσωστρέφεια ήταν τέτοια, ώστε οι ΗΠΑ δεν προσχώρησαν ποτέ στην Κοινωνία των Εθνών, παρόλο που η σύστασή της είχε αρχικά προταθεί από τον Wilson (Παπασωτηρίου, 2018, σ.47).

Το τέλος του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε και το τέλος της απομονωτικής πολιτικής. Αν και η αρχική στάση απέναντι στο νέο επεισόδιο διατάραξης της ισορροπίας ισχύος στην Ευρώπη ήταν αυτή της ουδετερότητας, με το Κογκρέσο να εκδίδει, ήδη από το 1935, τρείς Πράξεις Ουδετερότητας που θα εξασφάλιζαν αποχή από τον πόλεμο (Sean Scalnon, 2024), ωστόσο, η κλιμάκωση των εχθροπραξιών και η επεκτατική διάθεση των δυνάμεων του Άξονα, με αποκορύφωμα την αεροπορική επίθεση από τους Ιάπωνες στο Pearl Harbor, τον Δεκέμβριο του 1941, σήμαναν τελικά την εμπλοκή στον πόλεμο. Με τη λήξη του δεύτερου Π.Π. και την είσοδο στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, στο διπολικό πλέον πολιτικό τοπίο, οι ΗΠΑ ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις. Συγκεκριμένα, προσχώρησαν άμεσα στα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ) προς επιδίωξη της διασφάλισης της διεθνούς ασφάλειας και του δικαίου και σχημάτισαν συμμαχίες. Η ίδρυση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ), το 1949, μεταξύ των ΗΠΑ και αρκετών ευρωπαϊκών κρατών, ως απάντηση στις αναθεωρητικές βλέψεις της Σοβιετικής Ένωσης και προς ενίσχυση της αμυντικής ετοιμότητας της Δυτικής Ευρώπης αποτέλεσε ένα ακόμη κομβικό σημείο (Encyclopedia Britannica). Έκτοτε οι ΗΠΑ είχαν τον ρόλο του προστάτη και εγγυητή της κρατικής κυριαρχίας και ασφάλειας, της δημοκρατίας και της προαγωγής του ελεύθερου εμπορίου. Μετά δε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, οι ΗΠΑ είχαν την οικονομική και στρατιωτική πρωτοκαθεδρία στο διεθνές πολιτικό τοπίο, σε σχέση με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις.

 Στα χρόνια που διαδέχθηκαν τον τερματισμό του διπολισμού στην παγκόσμια τάξη, οι ΗΠΑ ήρθαν αντιμέτωπες με πολλές προκλήσεις τόσο στο εσωτερικό του κράτους όσο και στο εξωτερικό. Η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου και αργότερα η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, με την Κίνα αν και σαφώς επηρεασμένη να έχει σημαντικό ρόλο στη διαχείρισή της (Wenjun Xue et al, 2020), υπέδειξαν ότι η δυνατότητα των ΗΠΑ να επιλύσουν τις προκλήσεις αυτές δρώντας μονομερώς, ως αυτοδυναμία, ήταν πολύ περιορισμένη. Επιπλέον, η μη αποφασιστική παρέμβαση για την υπεράσπιση της Ουκρανίας, ύστερα από την εισβολή της Ρωσίας, την οποία δεν έχουν καταδικάσει Κίνα και Ινδία, και οι αποτυχημένες προσπάθειες του Ναυτικού των ΗΠΑ να σταματήσουν τον αποκλεισμό της Ερυθράς Θάλασσας από τους Χούθι είναι ενδείξεις της πολυπολικής, πλέον, παγκόσμιας τάξης (Carlos Roa, 2024). Στο πλαίσιο αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούνται να μοιραστούν τη διεθνή πολιτική σκηνή με αναδυόμενες δυνάμεις, όπως η Κίνα. Μεταφράζοντας την πρόκληση αυτή ως απειλή, ο πρόεδρος Trump υπό το σύνθημα “Make America Great Again” (MAGA) φέρεται τώρα να υποβάλει τη χώρα σε μια διαδικασία « αυτοβελτίωσης », διακόπτοντας τις σχέσεις της με οτιδήποτε θεωρεί ως κώλυμα στην ανάπτυξή της. Μεταξύ των κωλυμάτων αυτών, βρίσκονται η Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.

Η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα υπεγράφη στις 12 Δεκεμβρίου του 2015, κατά τη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP21), στο Παρίσι. Στις 4 Νοεμβρίου του 2016 η συμφωνία τέθηκε και επισήμως σε ισχύ, ενώ αξίζει να αναφερθεί πως είναι νομικώς δεσμευτική προς τα 195 μέλη που έχουν προσχωρήσει μέχρι σήμερα. Στο κείμενο ορίζονται τρεις μακροπρόθεσμοι στόχοι. Πρώτον, να μειωθούν οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στον βαθμό που η αύξηση της θερμοκρασίας παγκοσμίως να μην ξεπερνά τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα, ενώ καλό θα ήταν να γίνουν προσπάθειες για το όριο των 1.5 βαθμών Κελσίου, και πάλι σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Δεύτερον, να γίνεται τακτικός απολογισμός της συλλογικής προόδου προς τη επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας. Τρίτον, να παρασχεθεί οικονομική ενίσχυση προς τις αναπτυσσόμενες χώρες για τον σκοπό του περιορισμού της κλιματικής αλλαγής και της ανάπτυξης μεθόδων προσαρμογής στις κλιματικές μεταβολές. Τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνται να υποβάλλουν ένα εθνικό σχέδιο δράσης (NDC) κάθε πέντε χρόνια. Σε αυτό καταγράφουν αφενός τις πρωτοβουλίες που θα λάβουν, προκειμένου να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, και αφετέρου τις δράσεις με τις οποίες θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα απέναντι στις επιπτώσεις των αυξημένων θερμοκρασιών (United Nations).

Η συμμετοχή των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού δεν κρίθηκε εξίσου σημαντική από όλους τους Αμερικανούς προέδρους. Η χώρα, αρχικά, προσχώρησε υπό την προεδρεία του Obama, αποδεχόμενη όλες τις προβλεπόμενες δεσμεύσεις. Ωστόσο, κατά την πρώτη θητεία του, ο νυν πρόεδρος αποφάσισε να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία, υποστηρίζοντας πως οι όροι που έθετε υπονόμευαν την εγχώρια οικονομία και βιομηχανία, περιορίζοντας σημαντικά τα περιθώρια ανάπτυξης, τη στιγμή που η Κίνα δεν αντιμετώπιζε καμία ποινή για τα αυξημένα επίπεδα περιβαλλοντικής μόλυνσης που παράγει (Nik Poply, 2025). Σημειωτέον, η Κίνα και οι ΗΠΑ κατέχουν την πρώτη και δεύτερη θέση, αντίστοιχα, στην παγκόσμια κατάταξη εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με την πρώτη να αγγίζει το ποσοστό του 31% και τη δεύτερη το 11%, για το 2023 (Ian Tiseo, 2025). Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Joe Biden, η χώρα προσχώρησε ξανά στη συμφωνία. Φιλόδοξες δεσμεύσεις του πρώην προέδρου προέβλεπαν μεταξύ άλλων μείωση της κλιματικής ρύπανσης ως και 66% ως την επόμενη δεκαετία, γενναιόδωρη παροχή οικονομικής βοήθειας της τάξης των 11,4 δισεκατομμυρίων στις αναπτυσσόμενες χώρες, από το συνολικό ποσό των 100 δισ. που είχε συμφωνηθεί με τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά και εθνικές πολιτικές προώθησης μέσω χρηματοδοτήσεων της πράσινης ενέργειας, όπως ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Melissa Barbanell, 2022).

Η εκ νέου απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού, αμέσως μετά την ορκωμοσία του Donald Trump για τη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο, θέτει σε αμφισβήτηση κάθε πρόοδο που είχε ως τώρα σημειωθεί στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όπως ο ίδιος καταγγέλλει στο σχετικό προεδρικό διάταγμα, η συμμετοχή στη Συμφωνία υπήρξε μόνο δαπανηρή για τον αμερικανικό λαό, που συνεισέφερε οικονομικά δυσανάλογα περισσότερο σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη. Αναφέρει, επιπλέον ότι οι ΗΠΑ είναι σε θέση να χαράξουν αυτόνομα πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, υποδειγματικές, μάλιστα, προς τον υπόλοιπο κόσμο, προάγοντας παράλληλα την οικονομία τους (The White House, 2025). Συμπληρωματικά, σε ομιλίες μετά την ορκωμοσία του ανέφερε πως θα αξιοποιηθούν οι εγχώριες πηγές πετρελαίου και αερίου προς όφελος της εθνικής οικονομίας, χωρίς τους περιορισμούς που έθετε η Συμφωνία (Sara Schonhardt et al, 2025). Μένει, λοιπόν, να φανεί πώς μεμονωμένες πολιτικές θα σταθούν ικανές να περιορίσουν ένα ζήτημα παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής.

Ως αντίστοιχα επιβαρυντική για τη δημόσια οικονομία και τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ αντιμετωπίστηκε και η συμμετοχή της στον Π.Ο.Υ., οδηγώντας στην αποχώρησή της. Ο Π.Ο.Υ. ιδρύθηκε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1948 και αποτελεί εξειδικευμένη υπηρεσία του ΟΗΕ, που καταπιάνεται με τη δημόσια υγεία. Μέχρι σήμερα, έχει συνεισφέρει εξαιρετικά τη διασφάλιση της υγείας παγκοσμίως. Κάποια από τα επιτεύγματά του αφορούν στην εξάλειψη της εβλογιάς (1980), στη σχεδόν ολική εξάλειψη της πολιομυελίτιδας (1988) και στην ανακάλυψη του HIV (1983). Στις αρμοδιότητες που έχει αναλάβει ο Π.Ο.Υ. περιλαμβάνονται ο εντοπισμός – παρακολούθηση – αντιμετώπιση υγειονομικών κρίσεων μικρής και μεγάλης κλίμακας, όπως ο COVID-19, η συλλογή και αξιολόγηση δεδομένων από όλο τον κόσμο με σκοπό την εκτίμηση των επιπέδων ποιότητας υγείας, καθώς και η υπόδειξη οδηγιών και συστάσεων προς τα κράτη και προς τα άτομα αναφορικά με τη διαχείριση ασθενειών και υγειονομικών θεμάτων συνολικά. Επιπλέον, ο οργανισμός έχει βασικό ρόλο στην διεθνή παροχή φαρμάκων και εμβολίων, όπως επίσης και στην ανθρωπιστική δράση σε τομείς της υγείας και στον συντονισμό των κρατών (World Health Organisation).

Οι ΗΠΑ διατηρούσαν πάντοτε στενή σχέση με τη δράση που ανέπτυσσε ο Π.Ο.Υ. και συνέδραμαν σημαντικά στο έργο του και στην εκπλήρωση των προαναφερθέντων αρμοδιοτήτων. Με οικονομικούς όρους, η συνεισφορά της χώρας την τοποθετούσε στην κορυφή και ανερχόταν περίπου στο 12%-15% της συνολικής χρηματοδότησης. Τόσο οι κατηγορίες για κακή διαχείριση της πανδημίας COVID-19, με ελλιπή πρόσβαση και διερεύνηση των διαθέσιμων από την Κίνα δεδομένων, όσο και οι νύξεις για ύπαρξη πολιτικών επιρροών εντός του οργανισμού αποτέλεσαν τις αιτίες για την απόσυρση των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο (The White House, 2025). Ωστόσο, όπως επισημαίνει και ο Judd Walson, επιδημιολόγος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins, η ύπαρξη αυτών των ζητημάτων δεν θα έπρεπε να υποδεικνύει την αποχώρηση και τον απομονωτισμό των ΗΠΑ, αλλά την παραμονή και αντιμετώπισή τους (Aliza Rosen, 2025).

Σε κάθε περίπτωση η απομάκρυνση δεν θα έχει αρνητικό αντίκτυπο μόνο στον Π.Ο.Υ., αλλά εξίσου και στη χώρα. Η αμερικανική επιστημονική κοινότητα, εξαιρετικά ενεργή ως τώρα στο πλαίσιο του οργανισμού, θα χάσει την πρόσβαση που της εξασφαλιζόταν σε διεθνή δεδομένα και συνεργασίες. Επίσης, δεν θα έχει λόγο στις αποφάσεις που θα λαμβάνονται, ούτε συμμετοχή στην εξέταση και αντιμετώπιση των διάφορων περιστατικών ανά τον κόσμο. Τέλος, η αποχώρηση θα έχει ενδεχομένως επιπτώσεις και στις σχέσεις των ΗΠΑ με κράτη, που δεν είχαν αναπτύξει σημαντικές διμερείς και διπλωματικές σχέσεις, αλλά τους συνέδεε  η συνδιαλλαγή γύρω από υγειονομικά θέματα (Aliza Rozen, 2025).

Αναμφίβολα, η τακτική της απομόνωσης και της εσωστρέφειας αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Σε διάφορες στιγμές της ιστορίας, ιδίως μέχρι τον δεύτερο Π.Π. οι ΗΠΑ προτίμησαν να εστιάσουν στην οικοδόμηση ενός ισχυρού και αυτόνομου κράτους, χωρίς να συμμετέχουν έντονα στα διεθνή δρώμενα. Φτάνοντας, όμως, στον 21ο αιώνα, στην παγκοσμιοποίηση και την αλληλεξάρτηση που προκαλούν οι κοινές προκλήσεις και απειλές, είναι άραγε συνετή η επαναφορά μίας πολιτικής, που εφαρμόστηκε υπό ολοκληρωτικά διαφορετικές συνθήκες στην παγκόσμια τάξη; Οι εξελίξεις στο περιβαλλοντικό ζήτημα και στην προαγωγή της παγκόσμιας υγείας, χωρίς τη συνεργασία των ΗΠΑ θα δώσουν ένα μέρος της απάντησης.

 

Βιβλιογραφία:

Παπασωτηρίου Χαράλαμπος. (2018). Η Αμερικανική Πολιτική από τον Φράνκλιν Ρούζβελτ στον Ντόναλτ Τραμπ. Εκδόσεις Ποιότητα.

Aliza Rosen. (2025). The U.S. and the WHO: an imperfect but essential relationship. Johns Hopkins Bloomberg School of Public Health. Διαθέσιμο σε: https://publichealth.jhu.edu/2025/the-consequences-of-the-us-withdrawal-from-the-who

Isolationism and U.S. foreign policy after World War I. (n.d.). Norwich University. Διαθέσιμο σε: https://online.norwich.edu/online/about/resource-library/isolationism-and-us-foreign-policy-after-world-war-i

Benjamin C. Waterhouse. (2017). Donald Trump: Foreign Affairs. Miller Center. Διαθέσιμο σε:  https://millercenter.org/president/trump/foreign-affairs

Wenjun Xue, Hakan Yilmazkuday, Jason E. Taylor. (2020). The Impact of China’s fiscal and monetary policy responses to the great recession: An analysis of firm-level Chinese data. Science Direct. Διαθέσιμο σε: https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0261560619304085

Carlos Roa. (2024). Don’t Look Now, but Isolationism Is Winning. The Institute for Peace and Diplomacy. Διαθέσιμο σε:  https://peacediplomacy.org/2024/10/21/dont-look-now-but-isolationism-is-winning/

Barbanell, Melissa. (2022). A brief summary of the climate and energy provisions of the Inflation Reduction Act of 2022. World Resources Institute. Διαθέσιμο σε:  https://www.wri.org/update/brief-summary-climate-and-energy-provisions-inflation-reduction-act-2022

United Nations. (n.d.). The Paris Agreement | United Nations. Διαθέσιμο σε:  https://www.un.org/en/climatechange/paris-agreement

WTO. (2025). Public health milestones through the years. Διαθέσιμο σε:  https://www.who.int/campaigns/75-years-of-improving-public-health/milestones#year-1972

The White House. (2025). Putting America first in international environmental agreements. Διαθέσιμο σε:  https://www.whitehouse.gov/presidential-actions/2025/01/putting-america-first-in-international-environmental-agreements/

The White House. (2025). Withdrawing the United States from the World Health Organization. Διαθέσιμο σε:  https://www.whitehouse.gov/presidential-actions/2025/01/withdrawing-the-united-states-from-the-worldhealth-organization/

U.S. Department of State. (n.d.). American Isolationism in the 1930s. OFFICE OF THE HISTORIAN. https://history.state.gov/milestones/1937-1945/american-isolationism

Nelsson Richard. (2024). Archive, 1922: US isolation and its impact on Europe. The Guardian. Διαθέσιμο σε:  https://www.theguardian.com/world/2024/nov/13/archive-1922-us-isolation-and-its-impact-on-europe

Esme Stallard, Mark Poynting. (2025). What is the Paris climate agreement and why has Trump withdrawn? BBC News. Διαθέσιμο σε: https://www.bbc.com/news/science-environment-35073297

Sara Schonhardt, Zack Colman, Karl Mathiesen. (2025). What Trump’s exit from the climate deal really means. POLITICO. Διαθέσιμο σε: https://www.politico.com/news/2025/01/20/trumps-exit-climate-deal-means-00199406

Nik Popli. (2025). What happened the last time Trump withdrew from the Paris Agreement. TIME. Διαθέσιμο σε:  https://time.com/7208955/trump-paris-climate-agreement-withdraw-impact/

C-SPAN.org. (2023). Mike Pence warns Donald Trump is embracing isolationism over American leadership.  Διαθέσιμο σε:  https://www.c-span.org/clip/campaign-2024/mike-pence-warns-donald-trump-is-embracing-isolationism-over-american-leadership/5084549

Ian Tiseo. (2025). Largest global emitters of carbon dioxide 2023, by country. Statista. Διαθέσιμο σε:  https://www.statista.com/statistics/271748/the-largest-emitters-of-co2-in-the-world/

Sean Scanlon. (2024). The Neutrality Acts of the 1930s. The National WWII Museum | New Orleans. Διαθέσιμο σε:  https://www.nationalww2museum.org/war/articles/neutrality-acts-1930s

The Editors of Encyclopaedia Britannica. (2025). Cold War | Summary, Causes, history, years, timeline, & facts. Encyclopedia Britannica. Διαθέσιμο σε:  https://www.britannica.com/event/Cold-War

Mintz, L., & Geiger, G. (2025). Trump’s isolation threatens global democracy, warns former PM John Major. BBC News. https://www.bbc.com/news/articles/c4gwngxdd1vo

 

Πηγή Εικόνας:

Gibson Kalina. (2025). The Trump administration’s retreat from Global Climate Leadership. Center for American Progress. Διαθέσιμο σε: https://www.americanprogress.org/article/the-trump-administrations-retreat-from-global-climate-leadership/