Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Η εξέλιξη του Φλαμανδικού Κινήματος και η επιρροή της Ευρωπαϊκής ακροδεξιάς

Γράφει ο Χρήστος Δρογγίτης

Στις 9 Ιουνίου του 2024 οι Βέλγοι πολίτες κλήθηκαν στις κάλπες για να εκλέξουν την επόμενη Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σε μία εποχή που η Ευρώπη αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και η ακροδεξιά κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Στο Βέλγιο αυτή η τάση έχει αναδειχθεί στο πλαίσιο του αιτήματος περαιτέρω αυτονομίας ακόμα και ανεξαρτησίας της Φλαμανδικής μειονότητας στον βορρά. Αυτή την θέση ενστερνίζονται δύο κόμματα, τα οποία μάλιστα κατόρθωσαν να συλλέξουν το 30% της εθνικής ψήφου (N-VA 16.71%, VB 13.77%), καταλαμβάνοντας την πρώτη και τη δεύτερη θέση αντίστοιχα (Politico, 2024). Παρ’ όλα αυτά, η διασύνδεση του Φλαμανδικού Κινήματος με την ακροδεξιά δεν είναι νέο φαινόμενο. Σκοπός αυτής της ανάλυσης είναι η ανάδειξη της θέσης που καταλαμβάνει η ακροδεξιά ευρωπαϊκή πολιτική στο ζήτημα της Φλάνδρας και η μετατροπή του Φλαμανδικού Εθνικισμού από ένα πολιτιστικό, γλωσσικό μειονοτικό κίνημα σε μία πλατφόρμα δεξιού ριζοσπαστισμού  κατά τον 20ο και 21ο αιώνα.

Οι απαρχές του Φλαμανδικού Κινήματος εντοπίζονται στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, κυρίως με σκοπό την αναβίωση της Φλαμανδικής λογοτεχνικής γλώσσας, με κύριο εμπνευστή τον φιλόλογο Γιαν Φρανς Ουιλεμς. Στο δεύτερο μισό του αιώνα εξελίχθηκε σε ένα κίνημα με σκοπό την κοινωνική και πολιτική ισότητα, ή ακόμα και την απόσχιση των Φλαμανδών από τη γαλλόφωνη ελίτ (Britannica, 2025). Το κίνημα ρίζωσε και άνθισε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με το Κίνημα του Μετώπου. Οι Φλαμανδοί, οι οποίοι αποτελούσαν περίπου το 82% των στρατιωτών και το 53% των δεκανέων, βρίσκονταν υπό τις διαταγές γαλλόφωνων αξιωματικών (66% του συνόλου) οι οποίοι, πέρα από το γεγονός ότι δεν μιλούσαν φλαμανδικά, πολλές φορές ήταν ενάντια στην χρήση τους και κατέφευγαν σε μέτρα καταπίεσης. Μέσα από την αγανάκτηση των Φλαμανδών αναπτύχθηκαν δύο θέσεις, η μία υποστήριζε την αυτονόμηση της Φλάνδρας στο πλαίσιο του Βελγίου (φεντεραλισμός) και η άλλη την απόλυτη απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση από το Βέλγιο (Karen D. Shelby, 2014, σ. 83-84).

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα Φλαμανδικά Κόμματα έχοντας πλέον ένα ξεκάθαρο εθνικιστικό πρόσημο και με την εμπειρία των εκλογικών αγώνων έφθασαν στο συμπέρασμα ότι δεν θα κέρδιζαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο πλαίσιο της βέλγικης δημοκρατίας και δεν θα κατόρθωναν να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους, οδηγούμενα σε ολοένα και πιο αντιδημοκρατικές θέσεις. Άρχισε σιγά-σιγά να καλλιεργείται η ιδέα ότι για την εκπλήρωση των σκοπών της Φλαμανδικής μειονότητας η καταστροφή του Βελγίου ήταν απαραίτητη, κάτι που θα γινόταν μέσα από ένα καθεστώς Νέας Τάξης. Στην πρωτοκαθεδρία αυτού του αντι-βελγικού συναισθήματος συνέβαλαν οι Ακτιβιστές (Φλαμανδοί εθνικιστές που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και η ντόπια καθολική εκκλησία, η οποία τασσόταν εναντίον του φιλελευθερισμού του Βελγίου και της γαλλόφωνης ελίτ (Louis Vos, 2023). Στο κάλεσμα για ένα κόμμα που θα έφερνε εις πέρας τους νέους στόχους και θα ένωνε τους Φλαμανδούς εθνικιστές, οι οποίοι είχαν κατακερματιστεί σε διάφορες μικρές τοπικές ομάδες στα τέλη της δεκαετίας του 1920, απάντησε το 1933 το κόμμα Φλαμανδικής Εθνικής Ένωσης (ΦΕΕ), με αρχηγό τον Σταφ Ντε Κλερκ (De Wever, 1994).

Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητη μια γρήγορη εξέταση των πολιτικών γεγονότων της εποχής, με τον φασισμό να έχει εδραιωθεί ήδη σε πολλές χώρες της Ευρώπης με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ιταλία του Μουσολίνι και μόλις το ίδιο έτος να ανέρχεται στην εξουσία της Γερμανίας ένας χαρισματικός ηγέτης, ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος αναφερόταν στην ανωτερότητα των γερμανικών φύλων και προωθούσε ένα είδος εθνικιστικού πολιτικού ρομαντισμού. Η προώθηση αυτού του ρομαντικού στοιχείου είναι σίγουρο ότι γοήτευσε ιδιαίτερα τους υποστηρικτές του Φλαμανδικού κινήματος το οποίο από τις απαρχές του είχε άμεση σχέση με την ρομαντική λογοτεχνία. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί το φιλογερμανικό συναίσθημα των Ακτιβιστών και ο αντι-φιλελεύθερος συντηρητισμός της τοπικής καθολικής εκκλησίας, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η πολιτική πραγμάτωση του στόχου της ανεξαρτησίας της Φλάνδρας θα ερχόταν μέσα από τη θέσπιση μιας Νέας ακροδεξιάς Τάξης στην Ευρώπη.

Η ΦΕΕ υπήρξε σημαντική πολιτική δύναμη στην Φλάνδρα καθ’ όλη την δεκαετία του 1930, με χαρακτηριστικό της οργάνωσης της να είναι η ύπαρξη δύο ομάδων, της μετριοπαθούς που υποστήριζε την ανεξαρτητοποίηση μέσα από εκλογικές διαδικασίες και συμμαχίες με άλλα φλαμανδικά κόμματα και της ριζοσπαστικής που ήθελε το κόμμα να έχει έναν πιο απολυταρχικό και μιλιταριστικό χαρακτήρα, με σκοπό μία ριζοσπαστική επανάσταση από τα δεξιά που θα έδινε το μονοπώλιο της εξουσίας στη ΦΕΕ (De Wever, 2023). Τελικά το όνειρο για μονοπώλιο στη πολιτική ζωή της Φλάνδρας φάνηκε να εκπληρώνεται με την ΦΕΕ να παρουσιάζεται ως ο φυσικός σύμμαχος των Γερμανών κατακτητών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγώντας το κόμμα σε συνεργασία με τους κατακτητές. Η εξάρτηση όμως της ΦΕΕ από τους Γερμανούς οδήγησε στην εκμετάλλευση του κινήματος και στην προσπάθεια να μεταλλάξουν το αίτημα των Φλαμανδών εθνικιστών από την ανεξαρτησία ή την ένωση με την Ολλανδία σε ένωση με ένα ενιαίο Παν-Γερμανικό κράτος (De Wever, 2023). Με το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας το Φλαμανδικό Κίνημα, κάτω από τη σκιά του φασιστικού παρελθόντος, γνώρισε ύφεση, αλλά τα ακροδεξιά στοιχεία παρέμειναν επηρεάζοντας ενίοτε το κίνημα του Φλαμανδικού εθνικισμού.

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές του 1960 άρχισαν να ξαναεμφανίζονται ακροδεξιές ομάδες, όπως η Were Di και η Dietsland-Europa με σκοπό την αποκατάστασης της εικόνας των συνεργατών των Γερμανών και την ιδεολογική προστασία ενός Φλαμανδικού εθνικισμού με φυλετικά χαρακτηριστικά. Τη δεκαετία του 1960 η άνοδος της Λαϊκής Ένωσης, ενός φλαμανδικού εθνικιστικού κόμματος με πιο μετριοπαθείς θέσεις, έδωσε την δυνατότητα για μία δημοκρατική εναλλακτική στην εκπροσώπηση του Φλαμανδικού κινήματος, με τις εντάσεις ανάμεσα σε μετριοπαθείς και ριζοσπαστικούς ωστόσο να παραμένουν (De Wever, 2023). Το Φλαμανδικό Κίνημα κατά την δεκαετία του 1970, στο πλαίσιο της φοιτητικής πτέρυγας, η οποία είχε αναλάβει ηγετικό ρόλο καθ’ όλη την ιστορία του κινήματος, παρουσίασε μία στροφή στα αριστερά του πολιτικού άξονα και για πρώτη φορά υπήρξαν σημαντικά ποσοστά φλαμανδών εθνικιστών με αριστερές θέσεις. Η αλλαγή αυτή, καθώς και η Συμφωνία του Έγκμοντ το 1977, την οποία υποστήριξε η Λαϊκή Ένωση και που είχε ως σκοπό την μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος του Βελγίου σε ένα Κοινοτικό (με βάση τη γλώσσα) Ομοσπονδιακό σύστημα, τάραξε τις πιο συντηρητικές και ριζοσπαστικές ομάδες του κινήματος με αποτέλεσμα η Were Di να εντείνει τις δράσεις της και τελικά ένα μέρος της Λαϊκής Ενότητας, με αρχηγό τον Κάρολο Ντίλλενς να ιδρύσει το Φλαμανδικό Μπλόκο, το οποίο έμελλε και κατάφερε να γίνει ο κύριος εκπρόσωπος της Φλαμανδικής Εθνικιστικής ακροδεξιάς.

Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 τάραξε το πολιτικό κατεστημένο στην Ευρώπη. Στην περίπτωση της ακροδεξιάς, η έλλειψη του κομμουνιστικού εχθρού οδήγησε στη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού των πολιτικών στόχων. Η μετα-ψυχροπολεμική ακροδεξιά μετακίνησε την έμφαση της πολιτικής της από τον αντικομμουνισμό σε έναν ευρύτερο αγώνα κατά της παγκοσμιοποίησης, της πολυπολιτισμικότητας και της μετανάστευσης. Το ιδεολογικό κενό που έμεινε με την πτώση του κομμουνισμού έσπευσε να γεμίσει ένα είδος εθνικισμού, το οποίο έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην αποφυγή της πολιτισμικής διάβρωσης (Swybgedouw, 2004). Στο  Βέλγιο, το κόμμα το οποίο χρησιμοποίησε την νέα αυτή μορφή της ακροδεξιάς ήταν το Φλαμανδικό Μέτωπο. Συγκεκριμένα, το κόμμα δημοσίευσε το 1992 ένα σχέδιο 70 θέσεων το οποίο καλούσε για δραστικά μέτρα κατά της μετανάστευσης και προτεραιότητα στις ανάγκες των εθνικών Φλαμανδών, αναδεικνύοντας την ευρύτερη Ευρωπαϊκή τάση μετάβασης από την έμφαση στον κίνδυνο του κομμουνισμού, στην έμφαση στον κίνδυνο της πολιτισμικής αλλοίωσης.

Αυτός ο ιδεολογικός μετασχηματισμός ευθυγραμμίστηκε με ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές στη Φλάνδρα, όπου το Φλαμανδικό Μπλόκο κατόρθωσε να συγχωνεύσει τον Φλαμανδικό εθνικισμό με τον ακροδεξιό λαϊκισμό, καθιστώντας τον αγώνα για τη Φλαμανδική ανεξαρτησία άρρηκτα συνδεδεμένο με μία αντιμεταναστευτική, αντι-πολυπολιτισμική πολιτική (De Winter, 2004, σ.13). Δίνοντας έμφαση σε ρητορική υπέρ της προτεραιότητας των ντόπιων Φλαμανδών, το κόμμα δεν στάθηκε μόνο στις παραδοσιακές εθνικιστικές ανησυχίες απευθυνόμενο με αυτόν τον τρόπο, πλέον, σε ένα ευρύτερο κοινό απογοητευμένων εκλογέων. Οι εκλογές της Μαύρης Κυριακής του 1991 έδειξαν πώς αυτή η συγχώνευση εθνικισμού και ακροδεξιού λαϊκισμού είχε βαθιά απήχηση στους ψηφοφόρους. Ωστόσο, καθώς η άνοδος του κόμματος συνέχιζε, η ακραία ρητορική και οι πολιτικές περιθωριοποίησης ευάλωτων ομάδων προσέλκυσαν αυξανόμενο νομικό και πολιτικό έλεγχο. Το 2004, μετά από μία δίκη που έκρινε το κόμμα ένοχο για ρατσισμό και παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου του 1981, το Φλαμανδικό Μπλόκο απαγορεύτηκε επίσημα, αναγκάζοντάς το να μετονομαστεί σε Φλαμανδικό Συμφέρον (Vlaams Belang) (BBC, 2004). Το κόμμα έχασε σημαντικά ποσοστά και πέρασε μία περίοδο χειμέριας νάρκης για περίπου μία δεκαετία μέχρι η κατάσταση στην Ευρώπη να γίνει ξανά εύφορη για την ανάπτυξη και μεγέθυνση ακροδεξιών κομμάτων.

Η σύγχρονη αναζωπύρωση της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην αναζωογόνηση του Vlaams Belang, επιτρέποντάς του να επανατοποθετηθεί ως κυρίαρχη δύναμη στη Φλαμανδική πολιτική. Η αυξανόμενη δημόσια δυσαρέσκεια με τα κυρίαρχα κόμματα, τροφοδοτούμενη από ανησυχίες για τη μετανάστευση, την οικονομική αβεβαιότητα και την αντιληπτή διάβρωση της πολιτιστικής ταυτότητας, οδήγησε τους ψηφοφόρους σε εθνικιστικές και δεξιές ριζοσπαστικές εναλλακτικές. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενίσχυσαν αυτή τη στροφή, με το Vlaams Belang να αξιοποιεί τις ψηφιακές πλατφόρμες για να παρακάμψει την επιφύλαξη των μέσων ενημέρωσης και να απευθύνεται απευθείας στους απογοητευμένους πολίτες. Εμπνευσμένο από επιτυχημένα ακροδεξιά κόμματα στη Γαλλία (Rassemblement National) και στην Ιταλία (Lega), το Vlaams Belang έχει αναπτύξει τη ρητορική του για να συνδυάσει τα λαϊκιστικά παράπονα με τις Φλαμανδικές εθνικιστικές φιλοδοξίες. Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο Ομοσπονδιακό σύστημα του Βελγίου ενισχύει περαιτέρω την απήχηση του Vlaams Belang, καθώς τοποθετείται ως η μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση στην Φλαμανδική πολιτική σκηνή.

Επιπλέον, η ευρύτερη ιδεολογική μετατόπιση στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά, από τον παλιό φυλετικό εθνικισμό σε μία πιο στρατηγική «ταυτιστική» προσέγγιση, έχει αναδιαμορφώσει τις τακτικές του Vlaams Belang. Το κόμμα έχει υποδεχθεί θέματα πολιτιστικής διατήρησης, αντι-παγκοσμιοποίησης και αντίθεσης στην «woke» κουλτούρα, αποκτώντας παρόμοιο λόγο με κινήματα, όπως η Génération Identitaire στη Γαλλία και η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στη Γερμανία. Αυτή η ευθυγράμμιση με τα υπερεθνικά ακροδεξιά δίκτυα έδωσε στο Vlaams Belang μία ανανεωμένη νομιμότητα και εκτεταμένη επιρροή. Επίσης, η ικανότητά του να κινητοποιεί νεότερους ηλικιακά ψηφοφόρους, ιδιαίτερα μέσω προσωπικοτήτων όπως οι Dries Van Langenhove και Schild & Vrienden, σηματοδοτεί μία αλλαγή γενεών στον Φλαμανδικό εθνικισμό. Με την αυξανόμενη εκλογική του επιτυχία και τη στρατηγική χρήση της πόλωσης, το Vlaams Belang συνεχίζει να αξιοποιεί την ευρύτερη ακροδεξιά αναζωπύρωση στην Ευρώπη, τοποθετώντας τον εαυτό του όχι μόνο ως Φλαμανδικό εθνικιστικό κόμμα, αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης πανευρωπαϊκής αντίστασης στη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Συμπερασματικά, υπάρχει αναμφίβολα μία σχέση μεταξύ της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και της ανόδου του Φλαμανδικού Κινήματος. Ο ρομαντισμός της ακροδεξιάς, καθώς και η επιμονή της στον εθνικισμό και στις παραδοσιακές αξίες γοήτευσαν ιδιαίτερα πολλούς Φλαμανδούς εθνικιστές οι οποίοι ονειρευόντουσαν μία ανεξάρτητη Φλάνδρα. Η γοητεία αυτή οδήγησε το Φλαμανδικό Κίνημα να συνδεθεί, σε μεγάλο βαθμό, άρρηκτα με την υπόλοιπη ακροδεξιά στην Ευρώπη. Σήμερα, παρατηρείται στο Vlaams Belang, ακόμη και στο πιο μετριοπαθές Nieuw-Vlaamse Alliantie (N-VA) μία ευθυγράμμιση των προγραμμάτων τους  με τα νέα αιτήματα της ακροδεξιάς, αναδεικνύοντας ότι το μέλλον του Φλαμανδικού Κινήματος, τουλάχιστον για τώρα, βρίσκεται στα χέρια της δεξιάς πτέρυγας του πολιτικού άξονα.

 

Βιβλιογραφία

De Landtsheer C. (2017). Political Color of Metaphor with Focus on Black: The Rise and Fall of the Flemish Extreme Right Vlaams Blok and Vlaams Belang.

Kitschelt H., McGann A. (1997). The Radical Right in Western Europe: A Comparative Analysis. Εκδόσεις Ann Arbor: University of Michigan Press.

Nohlen D., Stöver P. (2010). Elections in Europe: A data handbook. Εκδόσεις Nomos

Shelby K. (2014). Flemish Nationalism and the Great War: The Politics of Memory, Visual Culture and Commemoration. Εκδόσεις Palgrave Macmillan.

Συλλογικός Τόμος. (2004). Η Ακροδεξιά Ιδεολογία – Πολιτική – Κόμματα. Εκδόσεις Παπαζήση

 

Διαδικτυακές Πηγές:

BBC. (2004). Court rules Vlaams Blok is racist. Διαθέσιμο σε: http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/3994867.stm

Britannica. Flemish movement. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/event/Flemish-movement

De Wever. B. (2023). Vlaamsch Nationaal Verbond. Encyclopedie van de Vlaamse beweging. Διαθέσιμο σε: Vlaamsch Nationaal Verbond | De digitale Encyclopedie van de Vlaamse beweging

De Wever. B. (1994). Flemish National Union. Belgiumwwii. Διαθέσιμο σε: https://www.belgiumwwii.be/nl/belgie-in-oorlog/artikels/vlaams-nationaal-verbond-vnv.html

Haeck P., Gijs C. and Jack V. (2024). Belgium drifts to the right – but not the far right. POLITICO. Διαθέσιμο σε: Belgium drifts to the right — but not far right – POLITICO

Vos L. (2023). Rechts-radicalisme. Encyclopedie van de Vlaamse beweging. Διαθέσιμο σε: Rechts-radicalisme | De digitale Encyclopedie van de Vlaamse beweging

 

Πηγή Εικόνας:

Tijl Vercaemer. (2014). Flemish nationalist rally. Flickr/Euractiv. Διαθέσιμο σε: Will Flemish separatists save the Tories in Europe? – Euractiv