Γράφει η Στυλιανή Ράπτη
Η ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογίας και η αυξανόμενη εξάρτηση των σύγχρονων κοινωνιών από τον κυβερνοχώρο έχουν καταστήσει τις κυβερνοεπιθέσεις μία από τις πιο πιεστικές και σοβαρές απειλές για την παγκόσμια ασφάλεια. Η συνεχής εξέλιξη αυτών των επιθέσεων εγείρει νέες προκλήσεις για την εφαρμογή του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (ΔΑΔ), ενός τομέα που παραδοσιακά επικεντρώνεται στις ένοπλες συγκρούσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα ανάλυση επιχειρεί να εξετάσει την έννοια των κυβερνοεπιθέσεων, την ταξινόμησή τους στο ΔΑΔ και τις προκλήσεις που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του ΔΑΔ στις σύγχρονες συγκρούσεις στον κυβερνοχώρο.
Οι φράσεις «κυβερνοχώρος», «κυβερνοπόλεμος» και «κυβερνοεπίθεση» χρησιμοποιούνται συχνά χωρίς σαφή διάκριση (Λιούτας, 2018: 6). Ωστόσο, αυτοί οι όροι δεν έχουν καθολικά αποδεκτούς ορισμούς, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη δημιουργία ενός συνεκτικού πλαισίου για την ερμηνεία και την εφαρμογή τους.
Πιο συγκεκριμένα, η προέλευση της έννοιας του κυβερνοχώρου εντοπίζεται στον Norbert Wiener, τον ιδρυτή της κυβερνητικής. Ο Wiener αν και δεν χρησιμοποίησε ρητά τον όρο «κυβερνοχώρος», το έργο του έθεσε τα θεμέλια για την έννοια ενός τεχνητού, διασυνδεδεμένου χώρου (Ottis & Lorents, 2010: 267-270). Σύμφωνα με τους Lorents και Ottis, όπως αναφέρεται από το Κέντρο Αριστείας και Συνεργατικής Κυβερνοάμυνας του ΝΑΤΟ, ο κυβερνοχώρος είναι «ένα χρονικά εξαρτώμενο σύνολο διασυνδεδεμένων πληροφοριακών συστημάτων και ανθρώπινων χρηστών που αλληλεπιδρούν με αυτά», το οποίο δεν έχει φυσική υπόσταση. Με απλά λόγια, ο κυβερνοχώρος είναι ένα δυναμικό περιβάλλον που αποτελείται από διασυνδεδεμένο υλικό, λογισμικό, πληροφοριακά συστήματα και ανθρώπινους χρήστες, με την κοινωνική αλληλεπίδραση μέσα σε αυτά τα δίκτυα να χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και πολυπλοκότητα (Klimburg, 2012: 8). Οι υπάρχοντες ορισμοί είναι συχνά υπερβολικά διφορούμενοι ή ανεπαρκείς, αποτυγχάνοντας να εξηγήσουν τον δυναμικό και ευαίσθητο στο χρόνο χαρακτήρα του κυβερνοχώρου.
Οι κυβερνοεπιθέσεις, όπως ορίζονται στον Κανόνα 92 του Εγχειριδίου του Ταλίν, είναι «κυβερνο-επιχειρήσεις, είτε επιθετικές είτε αμυντικές, που είναι εύλογο να προκαλέσουν τραυματισμό ή θάνατο σε άτομα, ή ζημιά ή καταστροφή σε αντικείμενα». Αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές, όπως η κλοπή δεδομένων, η διακοπή υπηρεσιών ή η καταστροφή κρίσιμων υποδομών (Lalman, 2023: 17). Τέτοιες ενέργειες μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε άτομα, επιχειρήσεις, ακόμα και σε ολόκληρα κράτη. Ακόμη, ένας συμπληρωματικός ορισμός βρίσκεται στο Άρθρο 49(1) του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι των Συμβάσεων της Γενεύης, όπου αναφέρεται ότι «επιθέσεις είναι πράξεις βίας κατά του αντιπάλου, είτε σε επιθετικό είτε σε αμυντικό πλαίσιο». Σύμφωνα με αυτήν την ευρέως αποδεκτή ερμηνεία, αυτό που διαχωρίζει μια επίθεση από άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι η χρήση βίας εναντίον ενός στόχου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έννοια της «βίας» νοείται ως οι βίαιες συνέπειες μιας πράξης και όχι απαραίτητα η φύση της ίδιας της πράξης. Έτσι, επιχειρήσεις που έχουν καταστροφικές συνέπειες μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιθέσεις, ακόμη και αν δεν εμπεριέχουν άμεσες βίαιες ενέργειες. Αντιθέτως, μη βίαιες ενέργειες, όπως οι ψυχολογικές κυβερνο-επιχειρήσεις ή η κυβερνο-κατασκοπεία, δεν εμπίπτουν σε αυτόν τον ορισμό.
Αντιθέτως, ο κυβερνοπόλεμος, καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα εχθρικών δραστηριοτήτων στον κυβερνοχώρο και ορίζεται ως «οποιαδήποτε επιχείρηση που διαταράσσει, υποβαθμίζει ή καταστρέφει πληροφορίες αποθηκευμένες σε υπολογιστές ή δίκτυα υπολογιστών» (Ohlin et al., 2019: 79). Συνεπώς, ο κυβερνοπόλεμος συνήθως περιλαμβάνει τη χρήση τεχνολογικών δικτύων και του Διαδικτύου για τη διεξαγωγή εχθρικών και καταστροφικών ενεργειών κατά της κρίσιμης υποδομής ενός αντιπάλου, της κυβέρνησης, του στρατού ή του άμαχου πληθυσμού (Clayborn, 2021).
Έχοντας ορίσει τις βασικές έννοιες του κυβερνοχώρου, των επιθέσεων και του πολέμου σε αυτόν, είναι απαραίτητο να εξεταστεί το πώς εφαρμόζονται οι παραδοσιακοί νομικοί κανόνες του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στις επιχειρήσεις στον κυβερνοχώρο. Οι κύριες πηγές του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, σήμερα, περιλαμβάνουν τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 και τα δύο Πρώτα Πρόσθετα Πρωτόκολλά τους του 1977 (AP I και II), μαζί με τους Κανονισμούς που προσαρτώνται στην Σύμβαση της Χάγης του 1907, αλλά και ορισμένες συνθήκες που περιορίζουν τη χρήση όπλων. Επιπλέον, μέσα από δεκαετίες και αιώνες ένοπλων συγκρούσεων, έχει αναπτυχθεί ένα σώμα εθιμικού ΔΑΔ μέσω της κρατικής πρακτικής και των δικαστικών αποφάσεων, το οποίο παρέχει καθοδήγηση σε περιπτώσεις που δεν καλύπτονται ρητά από το εφαρμοστέο συμβατικό δίκαιο (Melzer, 2011: 21).
Οι παραπάνω νομικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται σε κυβερνο-επιχειρήσεις που διεξάγονται ή εγκρίνονται από κράτη παραμένουν αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε διεξοδικά σε ένα εγχειρίδιο που δημοσιεύθηκε το 2013, με τίτλο The Manual on the International Law Applicable to Cyber Warfare, γνωστότερο ως Εγχειρίδιο Tallinn. Το Εγχειρίδιο Tallinn περιλαμβάνει ενενήντα πέντε θεμελιώδεις κανόνες (black letter rules) που διέπουν τον κυβερνοπόλεμο και αναλύει ζητήματα όπως η κυριαρχία, η κρατική ευθύνη, το jus ad bellum, το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (jus in bello) και το δίκαιο της ουδετερότητας. Το εγχειρίδιο παρέχει κρίσιμες γνώσεις για το πώς οι παραδοσιακές αρχές του ΔΑΔ, όπως η διάκριση, η αναλογικότητα και η αναγκαιότητα, εφαρμόζονται στον τομέα του κυβερνοχώρου.
Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο στο νομικό πλαίσιο είναι η Ρήτρα Martens, η οποία εισήχθη στο προοίμιο των Κανονισμών της Χάγης του 1899 και επανεπιβεβαιώθηκε στο Πρόσθετο Πρωτόκολλο Ι του 1977. Η Ρήτρα Martens διασφαλίζει ότι οι άμαχοι και οι μαχητές προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο λειτουργώντας ως εγγύηση έναντι ενεργειών που, αν και δεν απαγορεύονται ρητά, ενδέχεται να παραβιάζουν τις ευρύτερες ανθρωπιστικές αρχές που διέπουν το ΔΑΔ. Ωσαύτως, αμφισβητεί και τη γενική αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Lotus, σύμφωνα με την οποία οι κρατικές ενέργειες θεωρούνται επιτρεπτές εφόσον δεν απαγορεύονται ρητά από διεθνή συνθήκη ή το εθιμικό διεθνές δίκαιο (Stockburger, 2016: 562).
Εκτός από τα παραπάνω νομικά κείμενα, οι βασικές αρχές του ΔΑΔ όπως η αρχή της διάκρισης, της αναλογικότητας και της στρατιωτικής αναγκαιότητας, παραμένουν θεμελιώδεις για τη ρύθμιση των εχθροπραξιών, διασφαλίζοντας ότι η προστασία των αμάχων και η ρύθμιση του πολέμου εκτείνονται τόσο στις συμβατικές ένοπλες συγκρούσεις όσο και στις κυβερνο-επιχειρήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το δίκαιο των ένοπλων συγκρούσεων εφαρμόζεται στη στόχευση οποιουδήποτε προσώπου ή αντικειμένου κατά τη διάρκεια ένοπλης σύγκρουσης, ανεξάρτητα από τα μέσα ή τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, θεμελιώδεις αρχές όπως η διάκριση και η απαγόρευση της περιττής οδύνης είναι εξίσου εφαρμόσιμες στις κυβερνοεπιχειρήσεις.
Η αρχή της διάκρισης, η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 48 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι, επιβάλλει σε όλα τα μέρη μιας σύγκρουσης να διακρίνουν μεταξύ μαχητών και μη μαχητών, και να στοχεύουν αποκλειστικά τους πρώτους απαγορεύοντας ρητά τις επιθέσεις κατά αμάχων και πολιτικών υποδομών, οι οποίες «απολαμβάνουν γενικής προστασίας από τους κινδύνους που προκύπτουν από στρατιωτικές επιχειρήσεις», όπως αναφέρεται στο Άρθρο 51 του ίδιου Πρωτοκόλλου.
Στο ίδιο Πρόσθετο Πρωτόκολλο I, στο Άρθρο 51(5)(β), κατοχυρώνεται και η αρχή της αναλογικότητας, η οποία ορίζει ότι τα μέρη πρέπει να αποφεύγουν επιθέσεις στις οποίες οι αναμενόμενες απώλειες αμάχων θα είναι υπερβολικές σε σχέση με το προσδοκώμενο στρατιωτικό όφελος (Voitașec, 2015: 97). Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε παράπλευρη ζημία σε αμάχους ή μη στρατιωτικές υποδομές κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης πρέπει να είναι αναλογική ως προς το συγκεκριμένο και άμεσο στρατιωτικό πλεονέκτημα που αναμένεται να προκύψει.
Επιπλέον, για τη διασφάλιση της αρχής της στρατιωτικής αναγκαιότητας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, η επιλογή όπλων και μεθόδων πολέμου πρέπει να γίνεται με τρόπο που να ελαχιστοποιεί τη ζημία σε αμάχους και μη μαχητές και να αποτρέπει περιττή οδύνη (Wallace, 2018) Δεδομένης της φύσης του σύγχρονου πολέμου, και ειδικότερα των κυβερνο-επιχειρήσεων, είναι ζωτικής σημασίας η επιλογή τακτικών και τεχνολογιών να λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα δυσανάλογων ή απρόβλεπτων συνεπειών, καθώς οι κυβερνοεπιθέσεις μπορεί να προκαλέσουν ασύμμετρα αποτελέσματα.
Όλες οι παραπάνω αρχές πρέπει να προσαρμοστούν στο κυβερνο-πεδίο, όπου η διττή χρήση των ψηφιακών υποδομών και η δυσκολία απόδοσης ευθύνης περιπλέκουν την εφαρμογή τους. Εξάλλου, το Άρθρο 36 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι των Συμβάσεων της Γενεύης προβλέπει ότι «κατά τη μελέτη, ανάπτυξη, απόκτηση ή υιοθέτηση ενός νέου όπλου, μέσου ή μεθόδου πολέμου, ένα Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται να καθορίσει εάν η χρήση του θα απαγορευόταν, εν όλω ή εν μέρει, από το παρόν Πρωτόκολλο ή από οποιονδήποτε άλλο κανόνα διεθνούς δικαίου που είναι εφαρμοστέος στο Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος».
Επιπροσθέτως, η ενεργοποίηση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου για την αντιμετώπιση κυβερνοεπιθέσεων απαιτεί την εξέταση της έννοιας της «ένοπλης σύρραξης» στο πλαίσιο του ΔΑΔ. Η ανάλυση αυτή διαφέρει από τον προσδιορισμό του εάν οι κυβερνοεπιχειρήσεις συνιστούν «απειλή ή χρήση βίας» ή «ένοπλη επίθεση» κατά τον Χάρτη του ΟΗΕ. Αντίθετα, επικεντρώνεται στις ειδικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο εφαρμόζεται στις κυβερνοεπιχειρήσεις, ιδίως στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων. Έτσι, παρόλο που οι κυβερνοεπιθέσεις δεν απαγορεύονται ρητά από το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, υπόκεινται στους γενικούς κανόνες που διέπουν τα μέσα και τις μεθόδους πολέμου.
Το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο εφαρμόζεται σε ένοπλες συγκρούσεις, οι οποίες, από το 1949 και μετά, αντικατέστησαν την παραδοσιακή έννοια του «πολέμου». Η εφαρμογή παραδοσιακών εννοιών πολέμου ή ένοπλης σύρραξης συχνά αποκλείει τις κυβερνο-δραστηριότητες, καθώς αυτές δεν πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια για να θεωρηθούν πόλεμος. Ωστόσο, υπάρχει γενική συναίνεση ότι, αν και εξαιρετικά απίθανο, οι κυβερνο-ενέργειες και μόνες τους θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ή να αποτελέσουν διεθνή ένοπλη σύρραξη. Εάν δύο κράτη εμπλέκονται και προβαίνουν σε ενέργειες που ισοδυναμούν με ένοπλες εχθροπραξίες μέσω κυβερνο-επιχειρήσεων ή κυβερνο-δυνατοτήτων, θα υφίσταται διεθνής ένοπλη σύρραξη, ακόμη και αν αυτή είναι σύντομη ή περιορισμένη σε έκταση (Ohlin et al., 2019: 82).
Οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 καθορίζουν την ανάγκη ύπαρξης ένοπλης σύρραξης και εισάγουν δύο βασικές κατηγορίες ένοπλων συγκρούσεων που ενεργοποιούν το ΔΑΔ: τις διεθνείς και τις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις. Το Κοινό Άρθρο 2 των Συμβάσεων της Γενεύης αναφέρει ότι οι Συμβάσεις «εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις κηρυγμένου πολέμου ή οποιασδήποτε άλλης ένοπλης σύρραξης που ενδέχεται να προκύψει μεταξύ δύο ή περισσότερων Υψηλών Συμβαλλόμενων Μερών, ακόμη και αν ένα από αυτά δεν αναγνωρίζει την κατάσταση πολέμου».
Ο όρος «ένοπλη σύρραξη» χρησιμοποιείται σκόπιμα για να αποφευχθούν οι νομικές και πολιτικές παγίδες του όρου «πόλεμος». Σύμφωνα με τον Jean S. Pictet στην Ερμηνεία της Πρώτης Σύμβασης της Γενεύης, «οποιαδήποτε διαφορά που προκύπτει μεταξύ δύο κρατών και οδηγεί στην παρέμβαση ενόπλων δυνάμεων συνιστά ένοπλη σύρραξη… ακόμη και αν ένα από τα Μέρη αρνείται την ύπαρξη κατάστασης πολέμου». Έτσι, η ύπαρξη ένοπλης σύρραξης δεν εξαρτάται από επίσημη κήρυξη πολέμου ή από το πώς οι συμμετέχοντες χαρακτηρίζουν τις εχθροπραξίες, αλλά από τα πραγματικά περιστατικά κάθε περίπτωσης.
Ο πιο ευρέως αποδεκτός και σύγχρονος ορισμός της ένοπλης σύρραξης προέρχεται από το Εφετείο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) στην υπόθεση Prosecutor v. Tadić. Το δικαστήριο έκρινε ότι ένοπλη σύρραξη υφίσταται όταν «υπάρχει προσφυγή στη χρήση ένοπλης βίας μεταξύ κρατών ή παρατεταμένη ένοπλη βία μεταξύ κυβερνητικών αρχών και οργανωμένων ένοπλων ομάδων ή μεταξύ τέτοιων ομάδων εντός ενός κράτους». Αυτός ο ορισμός καλύπτει τόσο τις διεθνείς όσο και τις μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις. Η διάρκεια των εχθροπραξιών ή ο αριθμός των τραυματιών ή νεκρών δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό μιας κατάστασης ως ένοπλης σύρραξης. Οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ δύο κρατών που περιλαμβάνει τις ένοπλες δυνάμεις τους, ανεξαρτήτως της έντασης ή διάρκειάς της, ενεργοποιεί την εφαρμογή του Κοινού Άρθρου 2 και του συνόλου του Δικαίου των Ένοπλων Συγκρούσεων.
Ως εκ τούτου, η σύνδεση μεταξύ κυβερνο-επιχειρήσεων και ένοπλης σύρραξης εξαρτάται από τα αποτελέσματα. Όπως υπογραμμίζεται, αν και ο κυβερνοπόλεμος διεξάγεται στον κυβερνοχώρο, δεν αποκλείεται οι συγκρούσεις να προκαλέσουν κινητικά ή άλλα μη ηλεκτρονικά αποτελέσματα εκτός του κυβερνοτομέα, ακόμη και εάν ο επιτιθέμενος στοχεύει συγκεκριμένα σε αυτά (Melzer, 2011: 5). Ωστόσο, οι επιθέσεις που στερούνται υλικών και κινητικών στοιχείων έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με το αν μπορούν να συνιστούν ένοπλες συγκρούσεις και, συνεπώς, να εμπίπτουν στους κανόνες του ΔΑΔ. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι το ΔΑΔ εφαρμόζεται σε κυβερνοεπιχειρήσεις όταν αυτές προκαλούν αποτελέσματα συγκρίσιμα με εκείνα της κινητικής βίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο Ι στις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, στο Άρθρο 49(1), «ο όρος “επίθεση” σημαίνει πράξεις βίας κατά του αντιπάλου, είτε στην επίθεση είτε στην άμυνα». Η έννοια των πράξεων βίας δεν απαιτεί τη χρήση κινητικής δύναμης, εφόσον οι συνέπειες είναι ισοδύναμες με εκείνες που υπό φυσιολογικές συνθήκες συνδέονται με κινητική βία—δηλαδή, θάνατος ή τραυματισμός ατόμων ή υλική καταστροφή αντικειμένων (Schmitt, 2011: 15). Επομένως, οι κυβερνοεπιχειρήσεις που επιφέρουν τέτοια αποτελέσματα θεωρούνται πράξεις βίας κατά την έννοια του Άρθρου 49(1). Αυτή η αρχή ισχύει ομοίως και για χημικές, βιολογικές ή ραδιολογικές επιθέσεις, οι οποίες συνήθως δεν περιλαμβάνουν κινητικές επιδράσεις, αλλά θεωρούνται πράξεις βίας λόγω των καταστροφικών τους συνεπειών (Schmitt Μ., 2011, σ. 415)
Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το Tallinn Manual, όπου ο Κανόνας 92 ορίζει ότι «μια κυβερνοεπιχείρηση συνιστά κυβερνοεπίθεση εάν είναι εύλογο να αναμένεται ότι θα προκαλέσει τραυματισμό ή θάνατο σε άτομα ή ζημία ή καταστροφή αντικειμένων». Παρομοίως, στην υπόθεση The Legality of the Threat or Use of Nuclear Weapons, το Διεθνές Δικαστήριο επισήμανε ότι η παράλειψη ρητής αναφοράς στα πυρηνικά όπλα δεν τα εξαιρεί από τους κανόνες του IHL (ΔΑΔ), καθώς το ανθρωπιστικό δίκαιο εφαρμόζεται σε κάθε μορφή πολέμου και όπλων, ανεξαρτήτως της εποχής που αναπτύχθηκαν. Μάλιστα, αν και το Άρθρο 49(3) του AP I (ΠΠ Ι) αναφέρει ότι «οι διατάξεις αυτής της ενότητας εφαρμόζονται σε οποιονδήποτε πόλεμο στη ξηρά, τη θάλασσα ή τον αέρα», οι εθιμικοί κανόνες του jus in bello εφαρμόζονται σε όλα τα πεδία σύγκρουσης, συμπεριλαμβανομένου του διαστήματος και του κυβερνοχώρου (Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, 2016: 414-415). Έτσι, αναγνωρίζεται ότι οι κυβερνοεπιθέσεις που παράγουν αποτελέσματα αντίστοιχα με την παραδοσιακή ένοπλη βία ενεργοποιούν τις διατάξεις του ΔΑΔ.
Συνοψίζοντας, η εφαρμογή του ΔΑΔ στον κυβερνοπόλεμο δεν είναι απλώς θεωρητική πρόκληση, αλλά πρακτική αναγκαιότητα. Ωσαύτως, απαιτεί την προσαρμογή των παραδοσιακών κανόνων στους νέους τύπους επιθέσεων και τις μοναδικές προκλήσεις που παρουσιάζει ο κυβερνοχώρος. Μόνο μέσω αυτών των προσπαθειών μπορεί να διασφαλιστεί η προστασία των αμάχων και η πρόληψη παράνομων ενεργειών σε έναν ολοένα και πιο ψηφιακό κόσμο!
Βιβλιογραφία/Πηγές
Βιβλία
Klimburg, A. (Ed.). (2012). National Cyber Security Framework Manual. NATO Cooperative Cyber Defence Centre of Excellence. Διαθέσιμο σε: https://ccdcoe.org/library/publications/national-cyber-security-framework-manual/
Melzer, N. (2011). Cyberwarfare and International Law. The United Nations Institute for Disarmament Research. Διαθέσιμο σε: https://unidir.org/files/publication/pdfs/cyberwarfare-and-international-law-382.pdf
Ohlin, J. D., Govern, K., & Finkelstein, C. O. (Eds.). (2015). Cyberwar: Law and Ethics for Virtual Conflicts. Oxford University Press. Διαθέσιμο σε: https://global.oup.com/academic/product/cyber-war-9780198717492?cc=gr&lang=en&
Schmitt, M. N. (Ed.). (2017). Tallinn Manual 2.0 on the International Law Applicable to Cyber Operations. Cambridge University Press. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1017/9781316822524
Wallace, C. D. (2018). Cyber Weapon Reviews under International Humanitarian Law: A Critical Analysis. NATO Cooperative Cyber Defence Centre of Excellence. Διαθέσιμο σε: https://ccdcoe.org/uploads/2018/10/TP-11_2018.pdf
Ακαδημαϊκές Πηγές
Λιούτας, Α. (2018). Η Έννοια της Ένοπλης Επίθεσης στον Κυβερνοχώρο. Διαθέσιμο σε: https://ikee.lib.auth.gr/record/298593/files/GRI-2018-21871.pdf
Clayborn, M. (2021). Cyberwarfare: Defining the Threshold. ProQuest Dissertations & Theses. Διαθέσιμο σε: https://www.proquest.com/docview/2557180271/fulltextPDF/5AC586C7E8E74932PQ/1?accountid=27203
Lalman, S. J. (2023). The Exigency and How to Improve and Implement International Humanitarian Legislations More Advantageously in Times of Both Cyber-warfare and Cyberspace. Διαθέσιμο σε: https://commons.erau.edu/cgi/viewcontent.cgi?params=/context/edt/article/1775/&path_info=The_Exigency_and_How_to_Improve_and_Implement_International_Humanitarian_Legislations_More_Advantageously_in_Times_of_Both_Cyber_warfare_and_Cyberspace.pdf
Ottis, R., & Lorents, P. (2010). Cyberspace: Definition and Implications. Διαθέσιμο σε: https://ccdcoe.org/library/publications/cyberspace-definition-and-implications/
Stockburger, P. Z. (2016). Known Unknowns: State Cyber Operations, Cyber Warfare, and the Jus Ad Bellum. American University International Law Review. Διαθέσιμο σε: http://digitalcommons.wcl.american.edu/auilr/vol31/iss4/2
Voitașec, D. I. (2015). Applying International Humanitarian Law to Cyber-Attacks. Διαθέσιμο σε: https://www.proquest.com/docview/1748566203?parentSessionId=3mOe8DRB82f%2B1xHm6YP21DDpiam2feQgcrKTU3a04NU%3D&pq-origsite=primo&accountid=27203
Melzer, N. (2011). Cyberwarfare and International Law. The United Nations Institute for Disarmament Research. Διαθέσιμο σε: https://unidir.org/files/publication/pdfs/cyberwarfare-and-international-law-382.pdf
Schmitt, M. N. (2011). Cyber Operations and the Jus in Bello: Key Issues. Διαθέσιμο σε: https://www.researchgate.net/publication/228227704_Cyber_Operations_and_the_Jus_in_Bello_Key_Issues
Πρωτογενείς Πηγές
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY). (1995). Prosecutor v Tadić, Αριθμός Υπόθεσης IT-94-1, παρ. 70. Διαθέσιμο σε: https://www.icty.org/
Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ). (1996). Legality of the Threat or Use of Nuclear Weapons, Συμβουλευτική Γνώμη, παρ. 78. Διαθέσιμο σε: https://www.icj-cij.org/sites/default/files/case-related/95/7497.pdf
Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC). (2016). Διεξαγωγή Εχθροπραξιών, σσ. 414–415. Διαθέσιμο σε: https://www.cambridge.org/core/services/aop-cambridge-core/content/view/61BE8A4936F4C8C0EA53F7CB999F58B4/9781316822524c17_p401-511_CBO.pdf
Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC). (1977). Πρόσθετο Πρωτόκολλο Ι στις Συνθήκες της Γενεύης, Άρθρο 49(1). Διαθέσιμο σε: https://ihl-databases.icrc.org/en/ihl-treaties/api-1977/article-49
Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC). (1977). Πρόσθετο Πρωτόκολλο Ι στις Συνθήκες της Γενεύης, Άρθρο 51. Διαθέσιμο σε: https://ihl-databases.icrc.org/en/ihl-treaties/api-1977/article-51
Διεθνές Ινστιτούτο Ανθρωπιστικού Δικαίου, The Martens Clause and the Law of Armed Conflict. Διαθέσιμο σε: https://www.onlinelibrary.iihl.org/wp-content/uploads/2021/07/Martens-Clause-LOAC.pdf
Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, Άρθρο 2(4). Διαθέσιμο σε: https://legal.un.org/repertory/art2.shtml
Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, Άρθρο 51. Διαθέσιμο σε: https://legal.un.org/repertory/art51.shtml
Πηγή εικόνας:
Greene Center for Career Education and Connections (2021). 10 Cybersecurity Stories That Made the Front Page in 2020 & 2021. University of Rochester. Διαθέσιμο σε: https://careereducation.rochester.edu/blog/2021/08/20/10-cybersecurity-stories-that-made-the-front-page-in-2020-2021/