Γράφει η Γεωργία Ρίζου
Ο περασμένος αιώνας και οι εντάσεις που τον χαρακτηρίζουν οδήγησαν σε μία νέα τάξη πραγμάτων στο διεθνές περιβάλλον. Μία από τις πιο δραστικές αλλαγές ήταν η πραγματοποίηση μιας προϋπάρχουσας ιδέας η οποία πλέον ευνοούταν από τις επικρατούσες συνθήκες και μπορούσε να αναπτυχθεί. Η ιδέα δεν ήταν άλλη από αυτήν της Ενωμένης Ευρώπης που εδραιώθηκε, στην πρώιμη μορφή της, το 1951 ως «Έυρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα», απαριθμώντας μόλις 6 κράτη-μέλη, και συνεχίζει μέχρι και σήμερα, ως «Ευρωπαϊκή Ένωση» (ΕΕ) με 27 κράτη-μέλη, να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις.
Αυτός ο τόσο σημαντικός δρων της διεθνούς σκηνής, ωστόσο, έχει ανάγκη, όπως και τα έθνη-κράτη, όχι μόνο την πολιτική αλλά και την πολιτισμική υπόσταση που θα διατηρεί τη συνοχή της Ένωσης, δηλαδή την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα έχει ήδη καλλιεργηθεί ως ένα βαθμό βασισμένη σε πολιτικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης δρούσαν ως σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ) στον «Ψυχρό Πόλεμο» εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης δημιουργώντας ένα πρώτο αίσθημα ενότητας. Όπως όμως αποδείχθηκε με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, και συνεπώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989, η καθεστηκυία τάξη στην πολιτική συνεχώς αλλάζει. Γι’ αυτόν το λόγο, δίνεται η δυνατότητα αναζήτησης της ευρωπαϊκής ταυτότητας σε άλλους τομείς με αποτέλεσμα να χτίζεται τελικά στα γερά θεμέλια του πολιτισμού και ιδιαίτερα της γλώσσας. Η γλώσσα αποτελεί ένα διαρκώς εξελισσόμενο χαρακτηριστικό των ανθρώπινων πολιτισμών από τις απαρχές της ιστορίας. Σε καθημερινή βάση, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν και προσλαμβάνουν ήχους, εικόνες και γραπτά σύμβολα με στόχο την επικοινωνία εντός του κοινωνικού συνόλου (David Crystal, 1987 στο Tengku και Sepideh, 2012). Ο ζωτικός αυτός ρόλος της γλώσσας αποτελεί βασικό στοιχείο του πολιτισμού το οποίο με τις κατάλληλες δράσεις συμβάλλει στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενότητας.
Η Ευρώπη είναι μια ήπειρος με μεγάλη ποικιλία στα γλωσσικά ιδιώματα που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν κοινή, ινδοευρωπαϊκή καταγωγή. Ενδεικτικά, υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες γλωσσών: οι λατινογενείς, οι γερμανικές και οι σλαβικές. Μικρότερες κατηγορίες ινδοευρωπαϊκών γλωσσών περιλαμβάνουν τα κέλτικα, τις βαλτικές γλώσσες, τα αλβανικά και φυσικά τα ελληνικά. Εξαιρέσεις ευρωπαϊκών γλωσσών που δεν συνδέονται με τις υπόλοιπες είναι τα ουγγρικά, τα φινλανδικά, τα εσθονικά και τα βασκικά. Από τις παραπάνω, η ΕΕ έχει ως επίσημες γλώσσες τις 24, αυτές των κρατών-μελών της, με τα αγγλικά να χρησιμοποιούνται ως lingua franca.
Αυτή ακριβώς η πολυγλωσσία εκφράζει πιστά τον σκοπό της ΕΕ, και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά της. Το γεγονός αυτό φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτό από τα αρμόδια όργανα της ΕΕ αν λάβουμε υπόψιν το «Στρατηγικό Πλαίσιο για την Πολυγλωσσία» του 2005 που θεωρείται και η πιο σημαντική ένδειξη θέσπισης πολιτικής σχετικά με το θέμα. Το εν λόγω κείμενο θέτει οκτώ στόχους που αποβλέπουν στην προώθηση της γλωσσομάθειας με την πρώτη και κυριότερη να είναι η γνώση της μητρικής συν δύο γλωσσών κατά τα σχολικά χρόνια. Οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι πολίτες, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρομέτρου το 2012, τάσσονται υπέρ αυτού του στόχου σε ποσοστό 72%, ενώ στην ίδια έρευνα βρέθηκε ότι το 98% κρίνει ωφέλιμη την άριστη γνώση ξένων γλωσσών για τα παιδιά τους. Έτσι, μέσα σε αυτό το ενιαίο πλαίσιο της Ευρώπης, οι πολίτες ωθούνται να μάθουν τις γλώσσες των κρατών-μελών για ποικίλους λόγους, όπως η εργασία και η διαμονή, περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες, ευκολότερη επικοινωνία κ.ο.κ. Ακόμα, σε κοινωνικό επίπεδο, η εκμάθηση ξένης γλώσσας είναι ικανή να εξαλείψει τον ρατσισμό και να καταπολεμήσει τα στερεότυπα, καθώς η εκμάθηση μιας γλώσσας συνεπάγεται την εξοικείωση με τον εκάστοτε πολιτισμό. Τα αποτελέσματα αυτά επιτυγχάνονται τόσο μέσω δράσεων των μόνιμων αντιπροσωπειών της κάθε χώρας όσο και μέσω ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών που προωθούν τη γλωσσομάθεια όπως τα προγράμματα Erasmus.
Eπιπλέον, η πολυγλωσσία, επηρεάζει θετικά και τη λήψη αποφάσεων στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων. Σύμφωνα με τον καθηγητή Nils Ringe (2022), η χρήση διαφορετικών γλωσσών κατά τη λήψη αποφάσεων συμβάλλει στην «αποπολιτικοποίηση» της διαδικασίας. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, έτσι και οι πολιτικοί δρώντες, εκφράζονται με μεγαλύτερη ευκολία στη μητρική τους γλώσσα. Παράλληλα, γνωρίζουν πως οφείλουν να γίνουν κατανοητοί στο ακροατήριο. Γι’ αυτούς τους λόγους, χρησιμοποιούν απλοποιημένη ορολογία και σύνταξη μεταφέροντας ένα σαφέστερο μήνυμα. Αντίστοιχα, η πλευρά των ακροατών αναμένει περισσότερο την ερμηνεία των λεγόμενων του ομιλητή στη γλώσσα τους παρά την ακριβή μετάφραση. Έτσι, η ανάγκη για κατανόηση και επικοινωνία προηγείται των σκληρών πολιτικών διαλόγων, οδηγεί στην αποπολιτικοποίηση και συνεπώς στην μείωση των εντάσεων. Όσον αφορά τη γραπτή χρήση της γλώσσας. η πλειονότητα των νομικών εγγράφων είναι διαθέσιμη σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ, κάτι που συμβάλλει στην κατανόησή τους από όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως. Τέλος, κάθε Ευρωπαίος πολίτης έχει το δικαίωμα να απευθυνθεί στους θεσμούς της ΕΕ σε όποια από τις 24 επίσημες γλώσσες επιθυμεί. Γενικότερα, λοιπόν, η γλωσσική ποικιλομορφία της ΕΕ λειτουργεί ευεργετικά σε ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο βοηθώντας στην πραγμάτωση του ευρωπαϊκού οράματος.
Η ποικιλία στα γλωσσικά ιδιώματα δεν σταματά στο πλαίσιο του υπερεθνικού οργανισμού, αλλά συναντάται και εντός των κρατών-μελών. Υπολογίζεται ότι στην ΕΕ υπάρχουν 69 μειονοτικές γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούνται από 158 διαφορετικές μειονοτικές ομάδες. Οι γλώσσες αυτές διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά τη χρήση τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, η μειονοτική γλώσσα ομιλείται ευρέως σε μία ή περισσότερες περιοχές, αλλά δεν χαίρει τη μεταχείριση της επίσημης γλώσσας, όπως συμβαίνει με τα καταλανικά, με πάνω από 10 εκατομμύρια ομιλητές, και τα ισπανικά. Άλλες φορές, πάλι, παρά το μειονοτικό της χαρακτήρα, αναγνωρίζεται επίσημα στο εκάστοτε κράτος, όπως για παράδειγμα, η γερμανική γλώσσα στο Βέλγιο και στην Ιταλία. Τέλος, σε μια τρίτη εκδοχή, μια μειονοτική γλώσσα είναι επίσημη αλλά επισκιάζεται από άλλες γλώσσες, όπως στην Ιρλανδία, όπου παρόλο που επίσημη γλώσσα είναι τα ιρλανδικά, οι περισσότεροι κάτοικοι μιλούν αγγλικά. (Cenoz και Gorter, 2015). Επομένως, οι ξεχωριστές συνθήκες χρήσεις των μειονοτικών γλωσσών ανά κράτος είναι και ο βασικός λόγος που κάποιες έχουν επιβιώσει ενώ άλλες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της εξαφάνισης.
Σήμερα, οι ομιλητές των ιδιωμάτων αυτών αποτελούν περίπου το 7% της ΕΕ. Ωστόσο, το μικρό αυτό ποσοστό δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι μειονοτικές γλώσσες πρέπει να νοούνται ως αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής ταυτότητας του εκάστοτε κράτους και κατ’ επέκταση της Ευρώπης. Γι’ αυτόν τον λόγο, τα αρμόδια όργανα οφείλουν να μεριμνήσουν με τον ίδιο τρόπο που κάνουν και για τις επίσημες γλώσσες. Ο ρόλος αυτός θεσπίστηκε με το «Ευρωπαϊκό Καταστατικό για τοπικές και μειονοτικές γλώσσες» (1992). Παρόλο που δεν έχει δεσμευτικό ρόλο, μπορεί να θεωρηθεί μια επαρκής προσπάθεια προστασίας των μειονοτικών γλωσσών της Ευρώπης. Το εν λόγω κείμενο αποτελείται από τρία μέρη: Το πρώτο μέρος κάνει λόγο για διάφορα εφόδια όπως ο ορισμός της μειονοτικής γλώσσας, η επικράτεια εντός της οποίας χρησιμοποιείται κλπ. Το δεύτερο μέρος αναφέρει τις αρχές που οφείλουν να ακολουθούν όλα τα κράτη που έχουν συνυπογράψει. Το τρίτο, και τελευταίο, παραθέτει εφόδια για δραστηριότητες που προωθούν και ενισχύουν τη χρήση της γλώσσας.
Προκειμένου να διασωθούν οι μειονοτικές γλώσσες, χρειάζεται η στήριξη των φυσικών ομιλητών τους. Επομένως, τα κράτη οφείλουν να φροντίζουν για την ποιότητα ζωής τους, διευκολύνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο την παραμονή τους στα πατρογονικά τους εδάφη και παρέχοντάς τους επαρκή αυτονομία. Ακόμα, θα πρέπει να δημιουργηθεί εκπαιδευτικό υλικό και να επιστρατευθεί ανθρώπινο δυναμικό ικανό να διδάξει τις νεότερες γενιές. Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν την ύπαρξη οικονομικών πόρων. Συνεπώς, αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγαλύτερη κινητοποίηση, είναι απαραίτητο να επέμβουν πιο αποτελεσματικά τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, ώστε να διασφαλιστεί ο ευρωπαϊκός πολιτισμικός πλούτος στο σύνολό του και να εδραιωθεί η ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα μέσω της διαφύλαξης των μειονοτικών γλωσσών.
Εν κατακλείδι, η γλώσσα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας της ενωμένης Ευρώπης. Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση, με την άμεση αλληλεπίδραση των λαών και την αγγλική γλώσσα να διαδραματίζει κομβικό ρόλο σε αυτό ως lingua franca. Οι Ευρωπαίοι, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, έχουν καταφέρει να ακμάσουν σε αυτό το περιβάλλον διατηρώντας παράλληλα τη γλωσσική τους ποικιλομορφία και απομυθοποιώντας, έως έναν βαθμό τις θεωρίες που αντιμετωπίζουν την παγκοσμιοποίηση ως απειλή. Οι θεσμοί της ΕΕ, παρόλο που ακόμα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα στέρεο υπόβαθρο για την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας πάνω στο γλωσσικό στοιχείο λαμβάνοντας υπόψιν τόσο τις επίσημες όσο και τις μειονοτικές γλώσσες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η 26η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί από το 2001 ως «Ευρωπαϊκή Μέρα Γλωσσών» και εορτάζεται πανευρωπαϊκά με ποικίλες δράσεις.
Βιβλιογραφία
Balasz, V. (2012). Minority Languages and Multilingualism in Europe and in the European Union. European Studies: A Journal of European Culture.
Cenoz, J. & Gorter, D. (2015). Minority Languages, State Languages, and English in European Education, in The Handbook of Bilingual and Multilingual Education (eds W.E. Wright, S. Boun and O. García). https://doi.org/10.1002/9781118533406.ch28
Dendrinos, B. (2018). Multilingualism language policy in the EU today: A paradigm shift in language education. Training, Language and Culture, 2(3), 9-28. doi: 10.29366/2018tlc.2.3.1
Ringe, N. (2022). The languages of politics: How multilingualism affects policymaking in the European Union. London School of Economics. Διαθέσιμο σε: https://blogs.lse.ac.uk/europpblog/2022/03/29/the-languages-of-politics-how-multilingualism-affects-policymaking-in-the-european-union/
Tekiner, U. (2020). The European (Union) Identity: An Overview. E-International Relations. Διαθέσιμο σε: https://www.e-ir.info/2020/04/15/the-european-union-identity-an-overview/#google_vignette
Tengku, S. & Sepideh M. J. (2012). Language and Culture. International Journal of Humanities and Social Science, τόμος 2, αριθ. 17, Σεπτέμβριος 2012.
European Commission. About multilingualism policy. Διαθέσιμο σε: https://education.ec.europa.eu/focus-topics/improving-quality/multilingualism/about-multilingualism-policy
European Union. Languages. Διαθέσιμο σε: https://european-union.europa.eu/principles-countries-history/languages_en
Πηγή εικόνας: International Day of Languages. (2024). Charters School. Διαθέσιμο σε: https://www.chartersschool.org.uk/66/news/post/467/international-day-of-languages