γράφει ο Γιάννης Κρόμπας
Αν και προϋπήρχε, ο λαϊκισμός από την κρίση του 2008 κι έπειτα άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονος και αισθητός στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Πολίτες που θεώρησαν πως η κρίση αλλά και η αντιμετώπιση της έθεσαν άμοιρες ευθυνών ή και ακόμη ωφέλησαν οικονομικές ελίτ, στράφηκαν προς πολιτικές δυνάμεις που έως τότε θεωρούνταν περιθωριακές με αντισυμβατικές προτάσεις. Σε αρκετές χώρες τέτοιες πολιτικές δυνάμεις ανέλαβαν την εξουσία και άρχισαν να εφαρμόζουν τα οικονομικά τους προγράμματα (Trump στην Αμερική, Σύριζα στην Ελλάδα, Ukip στο δημοψήφισμα του Brexit κ.ο.κ.), τα οποία, αν και σε κάθε χώρα η περίπτωση είναι διαφορετική, έχουν κοινά σημεία, με την υπονόμευση διεθνών συμφωνιών και συνεργασιών, τον περιορισμό κίνησης αγαθών και ανθρώπων μεταξύ χωρών και την διόγκωση ελλειμάτων για χρηματοδότηση αναδιανεμητικών πολιτικών να είναι τα πιο χαρακτηριστικά.
Από οικονομικής άποψης τέτοιες πολιτικές μπορεί να έχουν θετικά αποτελέσματα σε πολύ βραχυχρόνιο ορίζοντα. Όμως σε μακροχρόνιο ορίζοντα οι ίδιες πολιτικές φυτεύουν τον σπόρο των επόμενων οικονομικών κρίσεων.
Για παράδειγμα οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές που έπαιξαν ρόλο στην ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ σε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και στην επικράτηση του Ναι στη δημοψήφισμα του Brexit, σε μακροχρόνιο ορίζοντα περιορίζουν την ανάπτυξη μίας χώρας καθότι θέτουν ανάχωμα στην εισαγωγή εργατικού δυναμικού στην οικονομία. Επιπλέον η μετανάστευση περιορίζει τις συνέπειες από το ολοένα γηρασκόμενο εργατικό δυναμικό στις ανεπτυγμένες χώρες.
Επιπλέον, ο προστατευτισμός μέσω δασμών και άλλων περιορισμών στη διακίνηση του εμπορίου ίσως οδηγήσει στην αύξηση του πληθωρισμού, ενός παράγοντα που τα τελευταία χρόνια δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την ζωή μας, ειδικά στην Ευρώπη.
Αφού τα εισαγόμενα προϊόντα θα είναι ακριβότερα λόγω δασμών, η ζήτηση για τα εγχώρια θα αυξάνεται, ανεβάζοντας την τιμή τους, έως ότου είναι στην ίδια τιμή με τα εισαγόμενα. Προκειμένου να συνεχίσει να έχει νόημα ο προστατευτισμός οι δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα θα αυξηθούν ξανά, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο πληθωρισμού.
Όσον αφορά τις αναδιανεμητικές πολιτικές, σε περίοδο που δεν υπάρχει ανάγκη οι πολιτικές αυτές οδηγούν στηνδιόγκωση των ελλειμάτων χωρών που θα έπρεπε να αποκαθιστούν τις ανισορροπίες που προκλήθηκαν στα δημοσιονομικά τους από το 2008 και έπειτα. Έτσι δε δημιουργούν αποθεματικό με το οποίο θα μπορούσαν να αμβλύνουν τις επιπτώσεις του επόμενου αρνητικού σοκ.
Ακολουθώντας λοιπόν μυωπικές συμπεριφορές οι λαϊκίστικες ηγεσίες όχι απλώς δεν βελτιώνουν μακροπρόθεσμά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών αλλά το υπονομεύουν αφού οι πολιτικές αυτές οδηγούν τις χώρες σε ανάπτυξη χαμηλότερη από αυτή που θα ήταν δυνατή.
Μερικά παραδείγματα που φανερώνουν πως οι λαϊκίστικεςπολιτικές φαίνεται να φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που υπόσχονταν:
Το παραπάνω θέμα έχει απασχολήσει όλους τους θεσμούς που ασχολούνται με τη παγκόσμια πολιτική οικονομία και με την ανάπτυξη . Το ΔΝΤ έχει ανοιχτά επικρίνει την Αμερικανική ηγεσία (δηλαδή τον κύριο μέτοχο του) για τη μη-βιώσιμη πολιτική που ακολουθεί ενώ ο ΟΟΣΑ θεωρεί πως το ανοιχτό εμπόριο είναι ένας χαμηλού κόστους παράγοντας ανάπτυξης. Συγκεκριμένα υπολογίζει πως αν ως το 2025 το ελεύθερο εμπόριο αυξηθεί με ρυθμούς αντίστοιχους της περιόδου 1986-2007 τότε η αύξηση της παραγωγικότητας θα είναι έως και 20% μεγαλύτερη, πράγμα το οποίο μεταφράζεται και σε περισσότερες θέσεις εργασίας.
Το πρόβλημα λοιπόν μετατίθεται στο να κερδίσουν οι υπεύθυνες ηγεσίες την εμπιστοσύνη των πολιτών και στην υπεύθυνη και στην άνευ μικροπολιτικών συνεργασία μεταξύ των εθνών ώστε να επανέλθουν σε πρώτο πλάνο οι πολιτικές που προωθούν την μακροχρόνια οικονομική ευημερία.
Πηγές:
https://www.ft.com/content/9d03bef0-cb0e-11e8-b276-b9069bde0956
https://www.oecd.org/tad/policynotes/Global-Trade-Policies-and-Populism.pdf
https://www.allianzgi.com/en/insights/outlook-and-commentary/the-economics-of-populism