Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών: Το όραμα για μια παγκόσμια ειρήνη και η μετουσίωση του εν έτει 2020

Γράφει ο Φάνης Γραμμένος

Η Ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)

Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το διεθνές σκηνικό μοιάζει μετέωρο, με την ανθρώπινη ύπαρξη να θυσιάζεται στο βωμό των εθνικών συμφερόντων των κρατών, «ανήμπορη»  να υπερασπιστεί αξίες οι οποίες μας φαντάζουν αυτονόητες και αυθύπαρκτες εν έτει 2020, την μεταπολεμική εποχή όμως δεν ήταν παρά μία άγνωστη έννοια Ο λόγος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένας όρος ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στο διεθνές δίκαιο το 1945, με την ίδρυση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Με δυναμική αμερικανική παρέμβαση του τότε Προέδρου Franklin D.Roosevelt, συστήνονται τα Ηνωμένα Έθνη με κύριο στόχο τους την επίτευξη παγκόσμιας ειρήνης και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσα από την συνεργασία των κρατών-μελών του και κύριο όργανο προς αυτό το σκοπό, το Συμβούλιο Ασφαλείας. Αριθμώντας 50 ιδρυτικά μέλη, εκ των οποίων τα 5 είναι μόνιμα (ΗΠΑ, Ρωσική Ομοσπονδία, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλική Δημοκρατία) με δικαίωμα αρνησικυρίας (veto), αποτέλεσε το πρώτο θεσμικό πλαίσιο της παγκόσμιας πρωτοβουλίας για μια φιλειρηνική διεθνή τάξη πραγμάτων, με σημαντικό ειρηνοποιητικό έργο για την οικουμένη.

Τρία χρόνια μετά, τον Δεκέμβριο του 1948, υπογράφεται η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ένα κείμενο μη δεσμευτικού χαρακτήρα, μεγάλης όμως νομικής σημασίας, δεδομένου ότι για πρώτη φορά κατοχυρώνεται νομικά η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό ένα καθεστώς δικαίου. Η σημασία της μπορεί να αποδοθεί ήδη από τα τρία πρώτα άρθρα, που διασφαλίζουν την ανθρώπινη ισότητα και ελευθερία στη ζωή, απαλλαγμένη από κάθε είδους φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις.

Η εξελικτική πορεία του Οργανισμού

Και ενώ σημαντική πρόοδος είχε επιτευχθεί σε διεθνές επίπεδο, τουλάχιστον όσον αφορά το πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ειρηνική συνύπαρξη των κρατών, τα κράτη φαίνεται πως είχαν άλλες βλέψεις. Από τον Ψυχρό πόλεμο (1947-1991) μέχρι και τον Πόλεμο του Ιράκ (2003), ο ΟΗΕ καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικές παγκόσμιες προκλήσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη διεθνή τάξη και κυρίως να συνδράμει δυναμικά στην καταστολή ενεργειών αντίθετων προς το ειρηνοποιητικό του έργο. Στάθηκε όμως ικανός να ενεργήσει ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση;

Αρχής γενομένης το 1949, οπότε και ξεσπά ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, παρατηρούμε μία απάθεια του Οργανισμού: ναι μεν η πολιτική της ανάσχεσης έδωσε τη δυνατότητα στην Αμερική να διαφυλάξει το κύρος του ΟΗΕ, θα λέγαμε όμως, πως ο ρόλος του ήταν μάλλον προστατευτικός των αμερικανικών συμφερόντων. Κατά το Πόλεμο της Κορέας, το 1950-1953, οι ΗΠΑ μέσω της ειρηνευτικής αποστολής του ΟΗΕ στην περιοχή, αποτρέπουν την κατάκτηση της φιλοδυτικής Νότιας Κορέας από την κομμουνιστική Βόρεια. Εν συνεχεία, το 1991, ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου, με τη στρατιωτική εισβολή του Ιράκ υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ, αποτέλεσε το έναυσμα για την παρέμβαση της Δύσης, μιας συμμαχικής δύναμης 35 κρατών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Πέραν του ψηφίσματος 678/1990 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που «εξουσιοδοτούσε τις χώρες που συνεργάζονταν με την εξόριστη νόμιμη Κυβέρνηση του Κουβέιτ να χρησιμοποιήσουν όλα τα απαραίτητα μέσα προς αποκατάσταση της διεθνούς τάξης», η συνολική αντίδραση του Οργανισμού στη συμμαχική εισβολή στο Κουβέιτ- σημειωτέον αποτελεί έναν εκ των κυριότερων παραγωγών πετρελαίου παγκοσμίως- βασίστηκε στην αμοιβαιότητα συμφερόντων, παρά στην επιβολή του διεθνούς δικαίου.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα της γενικότερης δυσπραγίας του Οργανισμού απέναντι στα διεθνή τεκταινόμενα, υπήρξε και ο Πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου του 1998, όπου μεταξύ της σύγκρουσης της Γιουγκοσλαβίας και του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσόβου, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ επενέβησαν στην εν λόγω σύρραξη, με δικαιολογητική βάση της εμπλοκής το ανθρωπιστικό έργο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, λειτουργώντας όμως περισσότερο ως ένας πολιτικός παρά  στρατιωτικός δρών. Έτσι, παραγκωνίστηκε ο ρόλος του ΟΗΕ, ενώ  παραβιάστηκαν  τα θεμελιώδη άρθρα του Καταστατικού του Χάρτη περί κυριαρχικής ισότητας των κρατών (άρθρο 2 §1), απαγόρευσης απειλής ή χρήσης βίας (άρθρο 2 §4) και μη επέμβασης στο εσωτερικό τρίτων κρατών (άρθρο 2 §7).

Τελικός σταθμός στην παρούσα ανάλυση είναι το έτος 2003, με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, η οποία προέβαλε ως ιδεολογική πρόφαση την απαλλαγή από τα όπλα μαζικής καταστροφής του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Με αυτό τον τρόπο, οι Αμερικανοί προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την επίθεσή τους μέσα από τον ΟΗΕ, επικαλούμενοι την προληπτική άμυνα, χωρίς ωστόσο να πείσουν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού και άρα χωρίς να λάβουν την έγκρισή του.

Καταληκτικά, συμπεραίνουμε ότι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ενώ είχε ως ιδρυτικό του σκοπό την οικουμενική ειρήνη και ασφάλεια, φαίνεται να έχει παρεκτραπεί του εν λόγω στόχου και στο πλαίσιο δράσης του να εξυπηρετούνται τα εθνικά συμφέροντα μεμονωμένων κρατών, και δη τα αμερικανικά συμφέροντα. Η γεωπολιτική και στρατηγική ισχύς των χωρών λειτουργεί μάλλον εις βάρος των ανθρωπίνων αξιών και ελευθεριών, με το χρήμα να αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά κινητήριος μοχλός της αμάξης.

Βιβλιογραφία:

  • Ήφαιστος Π., Κολιόπουλος Κ., Χατζηβασιλείου Ε., 2012, «Η Έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, 1941-1950: Στρατηγικά ή Ιδεολογικά Αίτια;», Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, Διαθέσιμο σε: http://www.idis.gr/coldwar/pdf/e-book.pdf,
  • Διαμαντόπουλος Α., 2003, «Ο Πόλεμος του Ιράκ και οι Συνέπειές του», Ελληνική Εταιρία Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ.), Διαθέσιμο σε: http://www.elesme.gr/elesmegr/periodika/t16/t16_9.htm