Loading...
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Θεωρία του Ρεαλισμού: Απειλεί, τελικά, το Διεθνές Δίκαιο;

Γράφει ο Κωνσταντίνος-Ταξιάρχης Μπόνης

Είναι αλήθεια αδήριτη, ότι ο 21ος αιώνας αποτελεί το κομβικό σημείο της ιστορίας, κατά το οποίο το Διεθνές Δίκαιο αλλά και η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων καλούνται να αντιμετωπίσουν και να ερμηνεύσουν ,αντίστοιχα, πλείστες απειλές(παραδοσιακές ή και υβριδικές), διλλήματα ασφαλείας, αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων και γενικά, οφείλουν να προσαρμοστούν στο «ναρκοθετημένο πεδίο» που έχει αφήσει πίσω της η τέως διπολική εποχή. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και για περίπου μία δεκαετία, οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν την απόλυτη κυριαρχία στην παγκόσμια γεωπολιτική και γεωοικονομική σκακιέρα, τουλάχιστον μέχρι την αποφράδα «Μαύρη Τρίτη» της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, όπου η Δύση δέχεται καίριο και συνάμα νευραλγικό πλήγμα από το Ισλάμ και το Τζιχαντισμό. Αυτό είναι και επίσημα το  τέλος της σχετικά ήρεμης και βραχύχρονης περιόδου μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τα «εγκαίνια» ενός νέου και ταραχώδους αιώνα, από πολλές συνιστώσες.

Το νέο status quo που δομείται μέσα από διεθνή, οικονομικά, πολιτικά, περιφερειακά γεγονότα-επεισόδια αποδεικνύει περίτρανα ότι ο 21ος αιώνας είναι συνώνυμο του Ρεαλισμού, ενώ την ίδια στιγμή, ο Φιλελευθερισμός χάνει έδαφος και δυναμική. Μπορεί η παγκοσμιοποίηση να «τίκτει» συμμαχίες και αλληλεξαρτήσεις για την αντιμετώπιση των πιο πολύπλοκων προβλημάτων, αλλά κάθε κρατική οντότητα, σε τελική ανάλυση αποβλέπει στο κρατικό της συμφέρον, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την πανδημία του κορωνοϊού(Goswami, 2020). Για να αποφανθούμε εάν ο Ρεαλισμός απειλεί την πεμπτουσία του Διεθνούς Δικαίου πρέπει να αντιληφθούμε τι πρεσβεύει το εν λόγω θεωρητικό μοντέλο.

Ο Ρεαλισμός, αποτυπώνει ρεαλιστικά, αντικειμενικά, πεσιμιστικά και σε καμία περίπτωση κανονιστικά, την διεθνή πραγματικότητα. Με κυρίους του εκφραστές τον Θουκυδίδη, τον Machiavelli, τον Hobbs, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν μας και την νέο-ρεαλιστική προσέγγιση του Hans Morgenthau, ευκόλως, έχουμε την δυνατότητα να συνομολογήσουμε, κάποια πάγια γνωρίσματά του, σε πρώτο στάδιο περιληπτικά και αργότερα μέσω πιο εκτεταμένων και εμπλουτισμένων αναφορών. Εν πρώτοις, ο Ρεαλισμός υιοθετεί μία απαισιόδοξη στάση αναφορικά με την ερμηνεία της ανθρώπινης φύσης. Έπειτα, θεωρεί αναπόδραστο γεγονός τις διακρατικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες λύνονται μόνον με την αρωγή των στρατιωτικών επεμβάσεων και δικαιώνουν τους πιο ισχυρούς. Εν συνεχεία, οι Ρεαλιστές προτάσσουν την εθνική ασφάλεια και το στοιχείο της επιβίωσης έναντι κάθε άλλου πιθανού στόχου, για να μπορέσει να διατηρήσει ένα κράτος αλώβητη τη ταυτότητά του. Τέλος, θεωρούν αδύνατη την ύπαρξη προόδου στη διεθνή σκήνη σε αντίθεση με την πρόοδο στο εσωτερικό των κρατών(Jackson & rensen, 2006).

Ειδικότερα, η θεωρία του Ρεαλισμού διατείνεται πως ο άνθρωπος έχει ως μοναδικό στόχο την συνεχή και αδιάλειπτη βελτίωση της προσωπικής του ζωής. Το ακόρεστο αυτό των επιθυμιών ,άμεσα πηγάζον, από τις ροπές του ατόμου προς το κακό, αιτιολογεί και την εμμονή των ανθρώπων για συνεχή απόκτηση εξουσίας που «εξαργυρώνεται» με την αρωγή μιλιταριστικών μέσων και κυρίως με στρατιωτικές επεμβάσεις και συγκρούσεις. Δημιουργείται ,έτσι, μία πολιτική ισχύος γνωστή στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία και ως «power politics» που ουκ ολίγες φορές καταπνίγει την λεγόμενη διεθνή ηθική. Η ισχύς είναι το νόμισμα της πολιτικής. Όπως το χρήμα είναι μέσο διεκπεραίωσης των συναλλαγών στην καθημερινότητά μας έτσι και η ισχύς είναι το μέσο αυτό που καθορίζει την πολιτική(Hague & Harrop, 2011).

Η ισχύς στην Ρεαλιστική προσέγγιση συνδέεται, φυσικά, και με την εθνική ασφάλεια. Στο ερώτημα τι ορίζουμε ως ασφάλεια η απάντηση είναι ότι ως εθνική ασφάλεια ορίζεται ο αποτελεσματικός συγκερασμός μίας άρτιας εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, η οποία προωθεί τα συμφέροντα κάθε κρατικού υποκειμένου. Ο Ρεαλισμός θεωρεί ότι ο συγκερασμός αυτός αφορά κυρίως τις Μεγάλες Δυνάμεις οι οποίες στόχο έχουν να διατηρήσουν την παντοδυναμία τους στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι κάθε κράτος είναι υπεύθυνο για την τάξη, την ασφάλεια, την ευημερία, την συνοχή, την πρόοδο σε όλους τους τομείς της ανθρωπότητος, αποτελεί με άλλα λόγια την εγγυητήρια δύναμη της εδαφικής ακεραιότητας, της ασφάλειας του πληθυσμού, ημεδαπού και αλλοδαπού αλλά και των στοιχείων της πολιτισμικής ταυτότητας κάθε ανθρώπου τότε δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί ο Ρεαλισμός έχει στον αξιακό του πυρήνα το κράτος, και την επιβίωσή του μέσω της ασφάλειας. Επισημαίνουμε ότι η διαχείριση της ισχύος, προϋποθέτει προσοχή . Με μία πρόχειρη ματιά στην ιστορία των Διεθνών Σχέσεων, ο εγωισμός, η αλαζονεία, η παρορμητικότητα που γεννάται από την απόκτηση εξουσίας και τα ενδεχόμενα λάθη που παράγουν οι βεβιασμένες κινήσεις των κρατικών οντοτήτων γεννούν πολέμους(Waltz, 2010). Πάντα οι ηγέτες των κρατών, οφείλουν μέσω ενός ορθολογικού τρόπου, ενός ρατιοναλιστικού cost-benefit analysis να αποτιμούν τα θετικά και τα αρνητικά των ενεργειών τους και αναλόγως να λαμβάνουν τις όποιες αποφάσεις τους.

Τελευταίο θεώρημα του Ρεαλισμού είναι ότι στο εσωτερικό των κρατών η πρόοδος είναι ευκολότερη σε αντίθεση με την παγκόσμια σκηνή. Σε αντίθεση με το εσωτερικό τους στο οποίο οι πολίτες υποτάσσονται σε μία ανώτερη τάξη, στις διακρατικές σχέσεις το παραπάνω δεν ισχύει γιατί απουσιάζει η αρχή αυτή. Τα ίδια τα κράτη είναι αυτά που δεν δέχονται να υποταχτούν κάτω από μία κοινή κυβέρνηση. Ουσιαστικά, αυτό είναι και ένα μόνιμο ζήτημα στην επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων γιατί η μη θέληση τους για υποταγή κάτω από κοινή εξουσία δημιουργεί έμπρακτα αναρχία…(Bull, 2009). Για αυτό λαμβάνουν οι θεωρητικοί της Ρεαλιστικής προσέγγισης ως παραδοχή ότι το διεθνές σύστημα είναι άναρχο-δεν κάνουμε λόγο για διεθνή κοινωνία γιατί η λέξη κοινωνία υποδηλώνει συνεργασία, αλληλεγγύη, ομόνοια κάτι που δεν υφίσταται στην παγκόσμια σκηνή. Η αναρχία δεν οφείλεται στην απουσία οργάνωσης αλλά στην απουσία κάποιας ανώτερης ρυθμιστικής αρχής , στην ανυπαρξία ενός «Λεβιάθαν» όπως διετάθη ο περίφημος φιλόσοφος Tomas Hobbs στο ομώνυμό του έργο. Αν όντως υπήρχε κάποια ρυθμιστική αρχή, η οποία θα ξεπερνούσε τα άτομα, όλες τις κρατικές οντότητες, από τις πιο μικρές και ασήμαντες στις πιο μεγάλες και σημαντικές, τους διεθνείς οργανισμούς ακόμα και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις(Μ.Κ.Ο.), θα οδηγούμασταν έτσι σε μία σύμπνοια και ισορροπία δυνάμεων. Σημειωτέον, η παραδοχή περί άναρχου διεθνούς συστήματος δεν λαμβάνεται υπόψη μόνο στις Διεθνείς Σχέσεις αλλά και στο Διεθνές Δίκαιο, μιας και προεξάρχον γνώρισμά του είναι ο αποκεντρωμένος του χαρακτήρας. Έτσι εξηγείται γιατί κανένα κράτος ή έστω καμία ομάδα κρατών δεν έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την διαρκή ισχύ που προαπαιτείται για να κυριαρχήσουν επί όλου του παγκοσμίου συστήματος. Πράγματι, υπήρξαν κάθετες δομές κρατών, ωστόσο δεν διήρκησαν για πολύ, συνεπώς δεν απεκρυσταλλώθησαν(Cassese, 2012).

Αφού ανελύθησαν οι βασικοί «πυλώνες» του Ρεαλισμού σειρά έχει ο συσχετισμός του με το Διεθνές Δίκαιο. Σίγουρα, αν η ανάλυση τελείωνε σε αυτό εδώ το σημείο η πλειονότητα των αναγνωστών της θα απεφαίνετο ότι ο Ρεαλισμός απειλεί το Διεθνές Δίκαιο και το τελευταίο θα πρέπει είτε να αναδιαμορφωθεί είτε να μην έχει λόγο ύπαρξης. Η τελευταία παραδοχή είναι κάθε άλλο παρά πιθανή αφού έστω και ελάχιστες ώρες χωρίς το παραμικρό ψήγμα Διεθνούς Δικαίου θα απεδεινύεντο καταστροφικότατες. Μέσω της παρούσης ανάλυσης θα καταδειχτεί πως καμία απειλή δεν υπάρχει!

Ο Ρεαλισμός, είναι μία θεωρία των Διεθνών Σχέσεων. Δεν είναι η μοναδική ωστόσο! Ενδεικτικά παρατίθενται ο Φιλελευθερισμός, που έχει διαμετρικά αντίθετες απόψεις με την Ρεαλιστική προσέγγιση, η Αγγλική Σχολή των Διεθνών Σχέσεων, που είναι κράμα Φιλελευθερισμού και Ρεαλισμού και ο Κονστρουκτιβισμός που είναι πιο αφηρημένο, φιλοσοφικό ρεύμα που ούτε λίγο ούτε πολύ υποστηρίζει ότι το διεθνές σύστημα δεν είναι ένα φυσικό κατασκεύασμα, αλλά πνευματικό και αντικατοπτρίζει την συμπεριφορά των ανθρώπων που βιώνουν μέσα σ’αυτό(Steinberg & Zasloff, 2006). Εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων δίνει μία πληθώρα θεωρητικών εργαλείων. Καθένα από αυτά ερμηνεύει τη διεθνή πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις ακόμα και το Διεθνές Δίκαιο με το δικό του ξεχωριστό και μοναδικό τρόπο. Για αυτό και απαντάται συχνά οι προσεγγίσεις από θεωρητική σχολή σε θεωρητική σχολή να είναι διαμετρικά αντίθετες σε σημείο να προκαλείται σύγχυση.

Ο Ρεαλισμός, τον οποίο επιλέξαμε να αναλύσουμε, αδιαμφισβήτητα είναι το πιο απαισιόδοξο ρεύμα στις Διεθνείς Σχέσεις, εξ’ ου και όλη η αρνητική όψη που έχει για τον άνθρωπο, τα κράτη, τα διακρατικά συμφέροντα και το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό το αντικειμενικό δεδομένο γίνεται τροφή για λαθεμένη σκέψη από μία μερίδα ανθρώπων, όμως σε σημείο που να συζητάται αν θα ήταν βιώσιμη μία παγκόσμια καθημερινότητα δίχως Διεθνές Δίκαιο.Με την ίδια λογική που ο Ρεαλισμός θα απειλούσε το Διεθνές Δίκαιο, δεν θα μπορούσε να το κάνει και ο Φιλελευθερισμός γιατί για κάποιους βασίζεται σε ουτοπικές παραδοχές; Η Αγγλική Σχολή που με τον συγκερασμό δύο αντιθετικών θεωρητικών σχολών προκαλεί περαιτέρω σύγχυση για μερικούς, δεν απειλεί και αυτή ομοίως το Διεθνές Δίκαιο; Τα ρητορικά αυτά ερωτήματα κάνουν πιο έκδηλο το γεγονός ότι  οι Διεθνείς Σχέσεις ερμηνεύουν και δεν απειλούν σε καμία περίπτωση το Διεθνές Δίκαιο. Εξάλλου Διεθνείς Σχέσεις δεν είναι μόνο ο Ρεαλισμός .Υπάρχει πολυφωνία στις Σχολές των Διεθνών Σχέσεων και κανένας δεν μας αναγκάζει να ενστερνιστούμε αυθαίρετα μόνο ένα «ρεύμα». Αλλά και μέσω της άτοπου απαγωγής να το προσεγγίζαμε, αν υποθετικά αναγνωρίσουμε ότι το Διεθνές Δίκαιο κινδυνεύει από τις Διεθνείς Σχέσεις τότε γιατί να υπήρχαν οι Διεθνείς Σχέσεις αφού ξέρουμε ότι έχουν αντιθετική φύση προς το Διεθνές Δίκαιο; Ήθελε το Πανεπιστήμιο του Aberystwyth, της Ουαλίας το 1919, στο οποίο δημιουργήθηκε συμβολικά η πρώτη έδρα Διεθνών Σχέσεων και εκεί όπου πρακτικά γεννήθηκαν οι Διεθνείς Σχέσεις σαν επιστήμη να καταστρέψει την ήδη εκφυλισμένη παγκόσμια κοινότητα από τον καταστροφικότατο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν επιθυμούσε την βελτίωση της ζοφερής και βυθισμένης στο έρεβος ανθρώπινης πραγματικότητος;

Προφανώς, δεν χωρά καμία αμφιβολία για το ότι η θεωρία του Ρεαλισμού δεν απειλεί το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό ξεκαθαρίστηκε στην προηγούμενη παράγραφο. Ούτε είναι ανάγκη να κάνουμε εκτενή αναφορά στις θετικές συνεισφορές του Διεθνούς Δικαίου. Για καθαρά λειτουργικούς λόγους αρκούμαστε να αναφέρουμε ότι η επιστήμη του Διεθνούς Δικαίου καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να συνέχει την παγκόσμια κοινωνία, καλύπτοντας όλο το φάσμα των αντίρροπων σχέσεων. Πλέον, το Διεθνές Δίκαιο επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, όπως στη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη προστασία του περιβάλλοντος, στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις εκτός από τις ήδη γνωστές του λειτουργίες(Ρούκουνας, 2020). Γενικά, κάθε μορφή δικαίου ρυθμίζει την εξωτερική συμπεριφορά των ανθρώπων και όχι τον ψυχισμό τους(Γεωργιάδης, 2018). Εν προκειμένω, το Διεθνές Δίκαιο ρυθμίζει την συμπεριφορά των κρατών.

Αυτό που παρελήφθη και επισημαίνεται στο παρόν σημείο είναι ότι η πραγματική κριτική που πρέπει να κάνουμε στο Διεθνές Δίκαιο δεν είναι αν είναι χωλό εξαιτίας του Ρεαλισμού, αλλά αν είναι χωλό εξαιτίας της υφιστάμενής του πολιτικοποίησης από τους ισχυρούς προς τους ανίσχυρους για να εκπληρωθούν τα όποια συμφέροντα έχουν οι πρώτοι, μετουσιώνοντας την κρατική ελευθερία σε κρατική ελευθεριότητα. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η βαρυνούσης σημασίας κριτική, για κάποιους είναι λαθεμένη όσο οξύμωρο και αν ακούγεται. Αρκεί να εστιάσουμε σε κάποια ιστορικοπολιτικά γεγονότα. Από την Συνθήκη της Βεστφαλίας, το Συνέδριο της Βιέννης και το Κονσέρτο της Ευρώπης, την Συνθήκη των Βερσαλλιών, τη Διάσκεψη της Γιάλτας ακόμα και τη σύσταση του ΟΗΕ, εξάγονται τρία κοινά σημεία. Πρώτον, όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα τερματίζουν πολέμους και εγκαινιάζουν περιόδους ειρήνης. Δεύτερον, είναι σταθμοί στην μακρά ιστορία του Διεθνούς Δικαίου και τρίτον σ’ αυτούς συμμετέχουν μόνο οι Μεγάλες Δυνάμεις της εκάστοτε εποχής. Αν συνδυαστούν το δεύτερο και το τρίτο κοινό σημείο, τότε ερχόμαστε στην ήδη ρηθείσα συνεπαγωγή του ότι το Διεθνές Δίκαιο κατασκευάστηκε και επλάθη από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Τις ίδιες Μεγάλες Δυνάμεις, σε γενικές γραμμές, που προσδίδουν πολιτική χροιά στο Διεθνές Δίκαιο. Ακόμα και αν ιστορικά η πολιτικοποίηση του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου δικαιολογείται, είναι μάλα προτιμότερη η επίκληση της, ως τροχοπέδη εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου, παρά η επίκληση του ότι ο Ρεαλισμός ή τέλος πάντων οποιαδήποτε θεωρία απειλεί το Διεθνές Δίκαιο.

Συμπερασματικά και συνοψίζοντας όλα τα προαναφερθέντα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι Διεθνές Δίκαιο και Διεθνείς Σχέσεις επ’ ουδενί λόγω δεν απειλούν το ένα την υπόσταση του άλλου.Το Διεθνές Δίκαιο διανέμει τις κρατικές εξουσίες και ρυθμίζει νομικά τη διεθνή ζωή. Οι Διεθνείς Σχέσεις απλά ερμηνεύουν, εξηγούν, προσπαθούν να κατανοήσουν την παγκόσμια σκηνή και πως αυτή διαμορφώνεται με διεπιστημονικό πλέον τρόπο, ενώ παλαιότερα υπήρχε σφόδρα μονομέρεια. Κάθε θεωρητικό μοντέλο παρομοιάζεται με ένα εκκρεμές του οποίου η ταλάντωση όταν πραγματοποιείται από την μία πλευρά, τότε βλέπουμε την πλευρά της κυριαρχίας- ανεξαρτησίας του κράτους, της ισότητας και της συνεργασίας και όταν πραγματοποιείται από την άλλη, βλέπουμε την πλευρά της αυτοκρατορίας, της ηγεμονίας και της ωμής ισχύος. Η κατεύθυνση της ταλάντωσης εξαρτάται από ποιο θεωρητικό μοντέλο λαμβάνουμε υπόψη μας(Watson, 2010). Όλα είναι θέμα οπτικής, αντίληψης αλλά και γνώσης Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων γιατί η άγνοια ή η ημιμάθεια τροφοδοτούν αυτές τις εντυπώσεις που δυστυχώς αναπαράγονται, με τη μορφή χιονοστιβάδας και εν τέλει αποκρυσταλλώνονται καθιστώντας δύσκολη έτσι την εύρεση της αλήθειας.

ΠΗΓΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ:

1) Γεωργιάδης, Α.Σ.(2018). Τι είναι δίκαιο; Η νομική επιστήμη για όλους. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Κρήτη. ISBN: 978-960-524-508-5

2) Ρούκουνας, Ε. (2020). Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο(4η έκδοση). Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα. ISBN: 978-960-654-458-3

3)Bull, H. (2009). Η άναρχη κοινωνία: Μελέτη της τάξης στην παγκόσμια πολιτική(Επιμέλεια: Ηλίας Κουσκουβέλης, Μετάφραση: Ηρακλεία Στρόικου). Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα. ISBN: 978-960-7803-17-7

4) Cassese, A. (2012). Διεθνές Δίκαιο(Επιμέλεια: Φωτεινή Παζαρτζή, Μετάφραση: Ιωάννης Σαριδάκης). Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα. ISBN: 978-960-01-1496-6

5) Hague, R. & Harrop, M.(2011). Συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση(Επιμέλεια: Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Μετάφραση: Γεώργιος Χρηστίδης). Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα. ISBN: 978-960-218-752-4

6) Jackson, R. & Sørensen, G. (2006). Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων: Η Σύγχρονη Συζήτηση(Επιμέλεια: Παναγιώτης Τσάκωνας, Μετάφραση: Χαράλαμπος Κωνσταντινίδης). Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα. ISBN: 960-01-1081-6

7) Waltz, K.N. (2010). Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος: Μία θεωρητική ανάλυση(Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κολιόπουλος). Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα. ISBN: 978-960-7803-62-7

8) Watson, A.(2010). Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας: Μια συγκριτική ιστορική ανάλυση(Επιμέλεια: Χαράλαμπος Παπασωτηρίου- Παναγιώτης Ήφαιστος, Μετάφραση: Ηρακλεία Στροίκου). Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα. ISBN: 978-960-7803-37-5

9) Goswami, A. (2020, August 24). Understanding Realism and its return in the 21st century. Law & Order. Retrieved April 8, 2022, from https://www.law-order.org/post/understanding-realism-and-its-return-in-the-21st-century

10) Hadfield, G.K. & Weingast, B.R. (2012, July 12). What Is Law? A Coordination Model of the Characteristics of Legal Order. Journal of Legal Analysis, 4(2), pp. 471–514, retrieved Monday 4th April 2022 from https://doi.org/10.1093/jla/las008

11) Η πηγή της εικόνας ευρίσκεται στο: https://www.123rf.com/photo_75433486_international-law-and-global-legal-system-concept-as-a-justice-scale-shaped-as-the-world-as-a-metaph.html