Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Η διαπραγμάτευση Ελλάδας-Σκοπίων υπό το πρίσμα του ρεαλισμού

Η επικαιρότητα έφερε στο προσκήνιο μια πολύ διδακτική διαδικασία όπως αυτή της διακρατικής διαπραγμάτευσης υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. για το επονομαζόμενο στη χώρα μας και ως “Μακεδονικό” ή διεθνώς για τη “διαφορά ονομασίας” (naming dispute) της Π.Γ.Δ.Μ. Μέσα από την πορεία των διμερών διαφορών Ελλάδος-Σκοπίων μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το πως διεξάγεται το ιδιότυπο “μπρα-ντε-φερ” μεταξύ των δρώντων και να σχηματίσουμε μια άποψη για το που θα καταλήξει αυτή η διαφορά στο προσεχές μέλλον, βάσει των επιλογών των δρώντων.
Χρησιμοποιώντας τα πορίσματα του Ρεαλισμού (Realism Theory), όχι ως ευχολόγιο αλλά ως δόγμα των διεθνών σχέσεων, σε όλες τις εκφάνσεις του (κλασικός, νεοκλασικός, νεορεαλισμός κλπ.) μπορούμε εν συντομία να αναφέρουμε τα εξής θεμελιώδη και για πολλούς αυτονόητα:
Στις διεθνείς σχέσεις, ο κυρίαρχος δρών, το κράτος είναι και ο βασικός πρωταγωνιστής στη διεθνή σκακιέρα και στις κατά τόπους διενέξεις. Μπορεί σε αυτές να συμμετέχουν Διεθνείς Οργανισμοί, ΜΚΟ, Πολυεθνικές επιχειρήσεις αλλά υπεράνω όλων παραμένει μέχρι σήμερα το Κράτος.  Στη προκειμένη περίπτωση, οι κυρίαρχοι δρώντες είναι η Ελλάδα και τα Σκόπια. Επίσης, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το διεθνές σύστημα είναι άναρχο. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κάποια ανώτατη εξουσία, κάποιου είδους αρχή που μπορεί να επιβάλλει τη θέληση της έναντι των κρατών. Η ιδεαλιστική σκέψη ότι ο ΟΗΕ “παίζει” αυτό το ρόλο στο διεθνές στερέωμα έχει προ πολλού αποδειχθεί φενάκη. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη λειτουργούν ως ορθολογικοί δρώντες. Κύρια μέριμνα τους είναι η ασφάλεια τους, η επιβίωση τους ως ανεξάρτητα κράτη (αμυντικός ρεαλισμός)  ενώ διεκδικούν συνεχώς την αύξηση της ισχύος τους.
Η Ισχύς, τα Συμβόλαια Ιστορικότητας και το μη Ζήτημα
Στην παρούσα διαπραγμάτευση όπως και στις προηγούμενες, γίνεται μια λανθασμένη, κατά την άποψη του γράφοντος, παρερμηνεία: Από τη μια μεριά διαπράττεται το σφάλμα της υποτίμησης του προβλήματος, χωρίς να υπάρχει περαιτέρω αποκωδικοποίηση του αλυτρωτισμού των Σκοπίων. Το εδαφικό είναι η μία πτυχή, την οποία υποτιμούν (και δικαίως με τις παρούσες συνθήκες ισχύος). Οι πτυχές της γλώσσας, του πολιτισμού, της κληρονομιάς, των εμπορικών σημάτων και της χρήσης του brand name παραμένουν ζητούμενα χωρίς λύση. Από την άλλη μεριά, στη χώρα μας το ζήτημα έχει μετατραπεί σε ζήτημα ιστορικής αναψηλάφησης για το αν και κατά πόσο είναι Ελληνική ή όχι η Μακεδονία, τι περιλαμβάνει γεωγραφικά και πως μπορεί να αποδειχθεί με βάση τις πηγές και τα ιστορικά ντοκουμέντα. Κάτι τέτοιο φυσικά είναι εντέλει τελείως άστοχο καθώς το βασικό ατού της χώρας μας δεν είναι η “αλήθεια” (με ή χωρίς εισαγωγικά) αλλά η ισχύς της έναντι της γείτονος. Εάν υπήρχε ένα νοητό δικαστήριο ιστορικής δικαιοσύνης, θα μπορούσε να είχε κάποια σημασία, αλλά στην προκειμένη περίπτωση συζητάμε με την κυρίαρχη αντίληψη ότι το σύστημα είναι άναρχο!
Υπό άλλες συνθήκες και η παράνομη κατοχή της Κύπρου θα έληγε και όλες οι “παράνομες” και “ανιστόρητες” για την πλειοψηφία του κόσμου “αδικίες” της εποχής που ζούμε θα είχαν δικαιωθεί. Και έτσι ξαναγυρνάμε στο βασικό μας πόρισμα: Εν αρχή ην η Ισχύς.
Τι χάνει και τι δεν χάνει η Ελλάδα
Στην παρούσα συγκυρία, το Σκοπιανό ζήτημα παραμένει άλυτο και με βάση τα σημερινά δεδομένα και τις διαπραγματευτικές θέσεις των δυο μερών δε θα βρει λύση το προσεχές διάστημα. Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί κόστος και για τις δυο πλευρές. Όσον αφορά την ελληνική πλευρά:
– Διαιωνίζεται ένα πρόβλημα με μια γείτονα χώρα επιτρέποντας σε ανταγωνιστικές τρίτες χώρες να εκμεταλλευτούν αυτή την “προβληματική σχέση”
– Εκτροχιάζει την όποια πρόοδο έχει σημειωθεί στο εκάστοτε πολιτικό momentum, αναγκάζοντας τους νέους διαπραγματευτές να εκκινούν από διαφορετική αφετηρία.
– Η Ελλάδα δίνει την εντύπωση, σε φίλους και εχθρούς, ενός προβληματικού κράτους το οποίο δεν έχει την ισχύ να επιβάλλει τη θέληση του στην περιοχή. Τα πολλά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής δεν είναι η καλύτερη έξωθεν μαρτυρία για ένα κράτος που θέλει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή. Γίνεται με άλλα λόγια μέρος του προβλήματος.
 Όμως:
 – Η μη λύση δεν επιβάλει στην Ελλάδα υποχωρήσεις που θα σηματοδοτήσουν λανθασμένα ότι βρίσκεται σε θέση αδυναμίας και υποχωρεί έναντι των διεκδικήσεων ασθενέστερων κρατών.
 – Η μετακύλιση της λύσης στο μέλλον, όπως δείχνει και η συμπεριφορά της Σκοπιανής ηγεσίας, αμβλύνει τις θέσεις της γείτονος και την πιέζει ουσιαστικά να αποδεχθεί τις θέσεις της Ελλάδας.
 – Δεν πιέζεται χρονικά η Ελλάδα καθώς ο διακαής πόθος της ΠΓΔΜ παραμένει η είσοδος της στις περιφερειακές οργανώσεις ισχύος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., μια είσοδος που παραμένει ζητούμενο όσο η Ελλάδα δεν συναινεί.
– Δεν επηρεάζεται σημαντικά η πορεία της Ελλάδας σε σχέση με τα Σκόπια σε περίπτωση μη λύσης.
Το αδιέξοδο της ΠΓΔΜ
Η μη λύση έτσι όπως αυτή αντικατοπτρίζεται από τις κινήσεις των δυο πλευρών (παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα) δημιουργεί συνθήκες πίεσης στην ΠΓΔΜ και κόστος:
– Διαιωνίζεται η εκκρεμότητα που δεν επιτρέπει στη χώρα να συμμετάσχει στις μεγάλες ομαδοποιήσεις του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. που θα της επιτρέψουν να ισχυροποιηθεί στο διεθνές σύστημα
–   Η χώρα μένει στάσιμη παρά την πρόοδο που έχει επιδείξει τα τελευταία χρόνια, εκτρέφοντας την αστάθεια και τις τάσεις ανισορροπίας στο εσωτερικό της.
–  Δημιουργεί φυγόκεντρες τάσεις προς τη Ρωσία και τρίτες χώρες οι οποίες εκμεταλλεύονται το γεγονός της μη εισόδου της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Όμως:
– Η μη λύση προστατεύει την ηγεσία από μεγάλες παραχωρήσεις που θα καλούνταν να κάνει (αλλαγή Συντάγματος, αλλαγή ονόματος κράτους) αποφεύγοντας το τεράστιο πολιτικό κόστος.
– Ενισχύει την ταυτότητα και την ενότητα των πολιτών που καλούνταν να αποδεχτούν μια αλλαγή της ίδιας της ταυτοτικής υπόστασης της χώρας τους, έτσι όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται και την κατανοούν.
– Διατηρεί ακέραια τα πλεονεκτήματα των διμερών αναγνωρίσεων με τη συνταγματικής της ονομασία και των αλυτρωτικών διεκδικήσεων (εδαφικών, μειονοτικών, πολιτιστικών).
Τι μέλλει γενέσθαι
Ο Τσίπρας και ο Ζάεφ θα κληθούν να επιλέξουν το επόμενο διάστημα αν θα προκρίνουν τη λύση ή οι διαπραγματεύσεις θα ναυαγήσουν με δεδομένο το momentum της Συνόδου του ΝΑΤΟ.
Βάσει των παραπάνω η ορθολογική διαχείριση του ζητήματος επιβάλει στην Ελλάδα να μην υποχωρήσει περαιτέρω από τις θέσεις της καθώς ακόμα και σε περίπτωση μη λύσης δεν διακυβεύονται ζωτικά εθνικά συμφέροντα.
Αντιθέτως, ο Ζάεφ θα κληθεί να ζυγίσει τα υπερ και τα κατά μιας “δύσκολης” λύσης για τη χώρα του (κόστος-όφελος) και να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές στρεβλώσεις του Σκοπιανού πολιτικού συστήματος. Με τα δεδομένα που έχουμε υπόψη μας και τις ισορροπίες που επικρατούν στη γείτονα χώρα, είναι πολύ δύσκολή έως αδύνατη η αποδοχή μιας συνταγματικής αλλαγής βασισμένη σε πολιτική συναίνεση των κομμάτων την παρούσα περίοδο. Οι πρόσφατες αλλαγές που προωθούνται στο γλωσσικό ζήτημα και οι αντιδράσεις που προξενούν προεικονίζουν τη δύσκολη θέση της κυβέρνησης των Σκοπίων.
Έτσι, η πλευρά της ΠΓΔΜ θα υιοθετήσει ως ύστατο επιχείρημα αυτή την συστημική δυσκολία προκειμένου να αποφύγει τη συνταγματική αλλαγή και να αποδεχτεί ένα διεθνές σύμφωνο που παρά τη δεσμευτικότητα του είναι προτιμότερο και πολιτικά και ουσιαστικά για τη σκοπιανή πλευρά. Αυτή η λεπτομέρεια θα κρίνει μέχρι το καλοκαίρι και το αποτέλεσμα της παρούσας διαπραγμάτευσης.
Πηγές:
K. Waltz, Theory of International Politics, McGraw Hill. New York: 1979.
E.H. Carr, The Twenty Years’ Crisis, 1919–1939: an Introduction to the Study of International Relations, London: Macmillan, 1939, revised edition, 1946.

Β. Νέδος, «Παράλογες» για Σκόπια ορισμένες θέσεις της Αθήνας στις διαπραγματεύσεις, Καθημερινή 16.03.2018
Β. Νέδος, Σκληρή γραμμή για το σύνταγμα από τον Ζάεφ, Καθημερινή, 01.03.2018
Στρατηγικός Διάλογος ΕΛΙΑΜΕΠ για το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, ΕΛΙΑΜΕΠ, 04.01.2018