Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Ιράκ και Ιράν: Δύο παραδείγματα της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην Μέση Ανατολή

Γράφει ο Κολιούσκας Χαράλαμπος

Η Μέση Ανατολή κατέχει διαχρονικά υψηλή σημασία στην διαδικασία διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (εφεξής ΗΠΑ). Αυτό τεκμηριώνεται αφενός στην ύπαρξη σημαντικών ενεργειακών πόρων, αλλά αφετέρου αναδεικνύει και μια απόπειρα των ΗΠΑ να περιορίσουν την δράση και εξάπλωση εξτρεμιστικών ισλαμικών κινημάτων στην περιοχή. Ωστόσο, η Αμερικανική εξωτερική πολιτική στην Μέση Ανατολή δεν διαμορφώθηκε με τον ίδιο τρόπο παντού. Δυο  παραδείγματα που αποτελούν διαφορετικές προσεγγίσεις αυτής στην Μέση Ανατολή αποτελούν το Ιράκ και το Ιράν.

Στην περίπτωση του Ιράκ η προσέγγιση των ΗΠΑ μπορεί να χωριστεί σε δύο διαφορετικές φάσεις. Η πρώτη φάση αφορά την στάση των ΗΠΑ πριν την 11η Σεπτεμβρίου και η δεύτερη αφορά την στάση μετά.  Στην πρώτη φάση των σχέσεων οι ΗΠΑ φάνηκαν να στηρίζουν με μετριοπάθεια τον Σαντάμ Χουσεΐν κατά την περίοδο του Ιρανό – Ιρακινού πολέμου (1980-1988), παρέχοντας στο Ιράκ πληροφορίες, δάνεια και στρατιωτικό υλικό από τρίτες χώρες (Karsh, 2002). Ωστόσο, με τον πόλεμο του Κόλπου (1990-1991) και την ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ, οι ΗΠΑ επέλεξαν να περιορίσουν την επίδραση του Σαντάμ χωρίς να οδηγήσουν σε άμεση αλλαγή καθεστώτος (Freedman & Karsh, 1993). Για τον σκοπό αυτό, διατήρησαν  ζώνες απαγόρευσης πτήσεων “no flight zone” σε περιοχές του βόρειου και νότιου Ιράκ, με στόχο την προστασία των Κούρδων, ενώ υποστήριξαν τις κυρώσεις του ΟΗΕ που ως στόχο είχαν τον περιορισμό της Ιρακινής οικονομίας (Gordon 2010). Παράλληλα, με την επιχείρηση  “Desert Fox” οι ΗΠΑ και η Βρετανία βομβάρδισαν ιρακινές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, καθιστώντας σαφές στο καθεστώς Σαντάμ ότι η άρνηση συνεργασίας με τους επιθεωρητές όπλων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δεν είναι κάτι που θα δεχτούν (Byman 2001). Συμπερασματικά, γίνεται αντιληπτό πως η αμερικανική στάση δεν είχε τόσο στόχο την  άμεση καθεστωτική αλλαγή, αλλά την στρατιωτική αποδυνάμωση και την διεθνή απομόνωση του Ιράκ.

Με αφορμή  την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και αφότου έκλεισε το μέτωπο του Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν ένα νέο πρωτοφανές δόγμα αυτό της προληπτικής αυτοάμυνας “pre- emptive self defense”(Λουλής, 2003). Σύμφωνα με αυτό οι δυνάμεις των ΗΠΑ  μπορούν, μακριά από τις δεσμεύσεις τις διεθνούς κοινότητας, να κρίνουν πότε απειλούνται και να επιτίθενται πρώτες προληπτικά (Λουλής, 2003). Για να δικαιολογήσουν την επέμβασή τους στο Ιράκ, οι ΗΠΑ αξιοποίησαν αφενός το επιχείρημα της  ανάγκης μιας καθεστωτικής αλλαγής και στην συνέχεια της ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής “Weapons of Mass Destruction” στην περιοχή (Λουλής, 2003). Η επιθυμία του Αμερικανού Προέδρου George W. Bush να κερδίσει την αποδοχή της κοινής γνώμης πριν ξεκινήσει τον πόλεμο, τον οδήγησε να επιδιώξει αρχικά νομιμοποίηση των ενεργειών του μέσω του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Λουλής, 2003). Ωστόσο, η άρνηση μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας (Γερμανίας, Γαλλίας, Ρωσίας) να εγκρίνουν στρατιωτική δράση χωρίς αδιάσειστα στοιχεία οδήγησε τον Bush να κινηθεί μονομερώς στην επιχείρηση  «Iraqi Freedom»  τον Μάρτιο του 2003 με την υποστήριξη ενός μικρού συμμαχικού συνασπισμού και της Μ. Βρετανίας ( Λουλής,2003). Η στρατιωτική εκστρατεία οδήγησε στην ταχεία πτώση του Σαντάμ, αλλά η έλλειψη ενός αποτελεσματικού σχεδίου για την κάλυψη της μεταπολεμικής φθοράς δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που οδήγησε στον σχηματισμό του Ισλαμικού Κράτους “ISIS” (Λουλής, 2003). Μετά την πτώση του Σαντάμ, οι ΗΠΑ προέβησαν σε εγκαθίδρυση ενός φιλοδυτικού καθεστώτος, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωπες με την εκτεταμένη παρουσία τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η Άλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος ( Mal- Al Marashi, 2017). Σταδιακά η αμερικανική παρουσία άρχισε να μειώνεται στην περιοχή, με καταλυτικό σημείο να αποτελεί η ολική αποχώριση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από το Ιράκ το 2021, με την αμερικανική παρουσία να περιορίζεται σε εκπαίδευση και υποστήριξη των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων (Mal- Al Marashi, 2017). Σήμερα, οι σχέσεις μεταξύ των χωρών παραμένουν περίπλοκες με την Ιρακινή κυβέρνηση να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ιρανική πίεση και την αμερικανική επιρροή (Mal- Al Marashi, 2017).

Όσον αφορά το Ιράν η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν είχε ανέκαθεν επιθετικό χαρακτήρα. Πριν την Ισλαμική Επανάσταση του 1979,  το Ιράν αποτελούσε βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή σε συνδυασμό με την Σαουδική Αραβία. Η παραμονή του Σάχη  Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί στην εξουσία του Ιράν μετά το επιτυχημένο πραξικόπημα της CIA, αποτελούσε μια σαφή κίνηση για την διεκδίκηση των Αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή (Fayazmanesh, 2008). Στον οικονομικό τομέα, ο Σάχης δαπανούσε μεγάλο αριθμό δολαρίων για την προμήθεια Αμερικανικών πολεμικών αγαθών ενισχύοντας έτσι το λεγόμενο Αμερικανικό στρατιωτικό- βιομηχανικό συγκρότημα “Military Industrial Complex” (Fayazmanesh, 2008). Παράλληλα, οι ΗΠΑ φρόντιζαν με την σειρά τους να αγοράζουν Ιρανικό πετρέλαιο και να αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε κίνδυνο απειλεί την εξουσία του Σάχη, όπως έγινε στην περίπτωση των αντάρτικων δυνάμεων της Ντοφάρ κατά την περίοδο 1963-1976 (Fayazmanesh, 2008).

Με την πτώση του Σάχη το 1979 και την έλευση του Ισλαμικού επαναστατικού κινήματος, οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να αλλάξουν στάση απέναντι σε έναν πρώην σύμμαχο που ήταν πλέον απρόθυμος να διατηρήσει την παλιά τάξη ισχύος (Fayazmanesh, 2008). Η κατάληψη της Αμερικανικής πρεσβεία στην Τεχεράνη το 1979 και η κρίση των ομήρων που διήρκησε 444 μέρες, αποτέλεσε το πρώτο δείγμα της συντονισμένης προσπάθειας του νέου καθεστώτος αφενός να εξάγει την ριζοσπαστική ιδεολογία του και αφετέρου να αναδείξει τον νέο αντιδυτικό χαρακτήρα του (Λάμπας, 2018). Οι ΗΠΑ αντέδρασαν δυναμικά με την επιβολή κυρώσεων στο Ιράν που εκτείνονταν στις Ιρανικές εξαγωγές πετρελαίου, με αρχικό στόχο την οικονομική αποδυνάμωση της Τεχεράνης (Λάμπας, 2018). Παράλληλα, στον πόλεμο Ιράν- Ιράκ (1980-1988) οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια πολιτική έμμεσης αλλά ουσιαστικής στήριξης του Ιράκ που περιλάμβανε τόσο την οικονομική και στρατιωτική στήριξη όσο και την επαναφορά των Αμερικανό – Ιρακινών διπλωματικών σχέσεων (Karsh, 2002). Οι έντονες Αμερικανό – Ιρανικές σχέσεις συνεχίστηκαν έως και την περίοδο της 11ης  Σεπτεμβρίου του 2001, οπού το Ιρανικό κράτος καταδίκασε δημόσια τις επιθέσεις και υποστήριξε την αποστολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν  με παροχή πληροφοριών για Αφγανούς εξτρεμιστές (Λάμπας, 2018). Ωστόσο, η περίοδος χάριτος δεν επρόκειτο να κρατήσει περισσότερο καθώς σταδιακά άρχισαν να διαρρέουν αναφορές από εξόριστους Ιρανούς ότι το Ιρανικό κράτος αναπτύσσει όπλα μαζικής καταστροφής (Λάμπας, 2018). Ο πρόεδρος Bush αρνήθηκε να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις μέχρι να επιβεβαιωθεί ο τερματισμός του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν από τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (εφεξής IAEA) και πρότεινε την εφαρμογή νέου γύρου κυρώσεων (Λάμπας, 2018).

Οι Ευρωπαϊκές προσπάθειες για επίλυση της κρίσης με χρήση διπλωματικών μέσων έφεραν βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, όμως με την εκλογή του Mahmoud Ahmadinejad ως προέδρου του Ιράν το 2005, ανακοινώθηκε η συνέχιση του προγράμματος και η άρνηση στην οποιαδήποτε επιθεώρηση της IAEA (Λάμπας,2018). Παρά τις εκτεταμένες ανησυχίες των ΗΠΑ και του Ισραήλ για την εξέλιξη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, το επιτελείο του  Bush περιόρισε τις ενέργειές του σε επίπεδο ρητορείας και δεν εφάρμοσε πιο επιθετικές τακτικές εξαιτίας της κλιμάκωσης του πολέμου στο Ιράκ (Λάμπας, 2018). Προκειμένου να δράσουν απέναντι στο θεοκρατικό καθεστώς οι ΗΠΑ προώθησαν το ζήτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας το οποίο ενέκρινε νέο γύρο κυρώσεων προς το Ιράν τον Δεκέμβριο του 2006 και τον Μάρτιο του 2007 (Λάμπας,2018). Η διπλωματική απάντηση κορυφώθηκε το 2015 με την υπογραφή του Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (εφεξής JCPOA), που έθεσε αυστηρούς τεχνικούς περιορισμούς στην ικανότητα εμπλουτισμού ουρανίου, μείωσε τα αποθέματά που διέθετε το Ιράν και εδραίωσε εκτεταμένα μέτρα ελέγχου και επιθεώρησης από την IAEA με αντάλλαγμα την σταδιακή άρση κυρώσεων και οικονομική επανένταξη της Τεχεράνης. Η JCPOA αποτέλεσε μία πολυμερής, θεσμική λύση που στόχευε στη μείωση του χρόνου που απαιτείται για την απόκτηση απαραίτητων πόρων για την κατασκευή πυρηνικού όπλου “breakout time” και συνέβαλε στην παροχή διαφάνειας μέσω επιθεωρήσεων της ΙΑΕΑ (United Nations Security Council, 2015).

Η κατάσταση κλιμακώθηκε μετά την μονομερή αποχώριση των ΗΠΑ από την JCPOA το 2018, όταν το επιτελείο του Donald Trump επέλεξε να υιοθετήσει την τακτική του “maximum pressure’ που σχετίζονταν με την επαναφορά οικονομικών και ενεργειακών κυρώσεων απέναντι στο καθεστώς (Eisenstadt, 2018). Η Ιρανική αντίδραση περιλάμβανε την αποχώρηση από παρελθοντικές δεσμεύσεις στην  JCPOA που αφορούσαν κυρίως  τον περιορισμό του εμπλουτισμού και την συνεργασία με την  IAEA (Eisenstadt, 2018). Οι Αμερικανό – Ιρανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν μετά την δολοφονία του Qasem Soleimani τον Ιανουάριο του 2020 από Αμερικανικές επιθέσεις, γεγονός που μετατόπισε τις ενέργειες των ΗΠΑ από αμιγώς οικονομικές και διπλωματικές σε στρατιωτικές (Reuters, 2022). Η δολοφονία του Soleimani προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Τεχεράνης, η οποία εκτόξευσε βαλλιστικούς πυραύλους κατά αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ, ενώ παράλληλα ενίσχυσε στρατιωτικές δυνάμεις που υπονόμευαν την κυβέρνηση της Βαγδάτης ( Abouaoun & Hamasaeed, 2021). Με την αλλαγή κυβέρνησης στην Ουάσινγκτον το 2021, η διοίκηση του προέδρου  Joe Biden προσπάθησε να επαναφέρει τις διαπραγματεύσεις για την  JCPOA, ωστόσο η πρόοδος ήταν περιορισμένη εξαιτίας των υψηλών Ιρανικών απαιτήσεων και της άρνησης των ΗΠΑ να άρουν πλήρως τις κυρώσεις ιδιαίτερα μετά την ενίσχυση περιφερειακών τρομοκρατικών οργανώσεων στην Συρία, το Ιράκ και το Ισραήλ (Katzman, 2023). Με την επιστροφή του  Donald Trump στην Αμερικανικό θώκο και την επιχείρηση  “Midnight Hammer” όπου οι ΗΠΑ βομβάρδισαν  τις Ιρανικές βάσεις Natanz, Isfahan Fordow, οι  ήδη τεταμένες σχέσεις των δύο κρατών δείχνουν να οδηγούνται σε περεταίρω επιδείνωση (Rodgers, 2025)

Συμπερασματικά, τα παραδείγματα του Ιράκ και του Ιράν αποκαλύπτουν με σαφήνεια την διαφοροποιημένη προσέγγιση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ανάλογα με τις γεωπολιτικές προτεραιότητες και την εκτίμηση των κινδύνων ασφαλείας. Στην περίπτωση του Ιράκ, η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίστηκε από άμεση στρατιωτική εμπλοκή, προσπάθεια αλλαγής καθεστώτος και δημιουργία νέων θεσμών με στόχο την εγκαθίδρυση της σταθερότητας και τον περιορισμό εξτρεμιστικών κινημάτων. Αντίθετα, η σχέση ΗΠΑ και Ιράν μετά την Ισλαμική Επανάσταση χαρακτηρίζεται από διαρκή αντιπαράθεση, που παρά τις περιστασιακές περιπτώσεις διαλόγου παραμένει ανταγωνιστική και αντικατοπτρίζει έναν ευρύτερο αγώνα ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες κοσμοθεωρίες. Συνολικά, οι δύο προσεγγίσεις υπογραμμίζουν ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν είναι σταθερή, αλλά αποτελεί ένα ευέλικτο φάσμα ενεργειών που ως στόχο έχει την διατήρηση της στρατιωτικής υπεροχής, την ασφάλεια ενεργειακών πόρων, την αναχαίτηση περιφερειακών απειλών και την διαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος.

Βιβλιογραφία:

Βιβλία

Byman D. (2001). Confronting Iraq: U.S. Policy and the Use of Force Since the Gulf War. RAND.

Fayazmanesh S. (2008). The United States and Iran: Sanctions, Wars and the Policy of Dual Containment. Routledge Studies.

Freedman L. & Karsh E. (1993). The Gulf Conflict 1990–1991: Diplomacy and War in the New World Order. Princeton: Princeton University Press.

Gordon J. (2010). Invisible War: The United States and the Iraq Sanctions. Harvard University Press.

Karsh E. (2002). The Iran–Iraq War: 1980–1988. Oxford.

Λάμπας Ν. (2018). ΗΠΑ και κράτη παρίες. Εκδόσεις Ποιότητα.

Λουλής Γ. (2003). Η Επικίνδυνη Υπερδύναμη. Εκδόσεις Λιβάνη.

Marr P. & al-Marashi I. (2017). The Modern History of Iraq. Routledge.

Marshall T. (2015). Prisoners of Geography. Εκδόσεις Διόπτρα.

Άρθρα από ακαδημαϊκές / ερευνητικές πηγές

Abouaoun E. & Hamasaeed S. (2021). A year after Soleimani strike, Iraq bears the brunt of U.S.–Iran tensions. United States Institute of Peace. Διαθέσιμο σε: https://www.usip.org/publications/2021/01/year-after-soleimani-strike-iraq-bears-brunt-us-iran-tensions

Eisenstadt M. (2018). Iran after the JCPOA withdrawal: Lessons from past pressure campaigns. Washington Institute for Near East Policy. Διαθέσιμο σε: https://www.washingtoninstitute.org/policy-analysis/iran-after-jcpoa-withdrawal-part-1-lessons-past-pressure-campaigns

Πρωτογενείς πηγές

Katzman K. (2023). Iran’s Foreign and Defense Policies. Congress.gov. Διαθέσιμο σε: https://www.congress.gov/crs-product/R44017

United Nations Security Council Resolution 2231 (2015), on endorsement of the Joint Comprehensive Plan of Action (JCPOA).

Ειδησεογραφικές πηγές / blogs

Reuters. (2022). Iran vows revenge for Soleimani killing if Trump not put on trial. Διαθέσιμο σε: https://www.reuters.com/world/middle-east/iran-vows-revenge-soleimani-killing-if-trump-not-put-trial-2022-01-03/

Rodgers J. (2025). What Operation Midnight Hammer means for the Future of Iran’s Nuclear Ambitions. Διαθέσιμο σε: https://www.csis.org/analysis/what-operation-midnight-hammer-means-future-irans-nuclear-ambitions

Πηγή Εικόνας

Schneider, Y., & Citrinowicz, D. (2023, April 20). Iraq between Iran and the United States: Seeking a balance (INSS Insight No. 1713). Institute for National Security Studies (INSS). Διαθέσιμο σε: https://www.inss.org.il/publication/iraq-usa-iran/