Γράφει η Ευστρατία Χαϊδευτού
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (εφεξής ΔΠΔ) αποτελεί διεθνές δικαστηριακό όργανο, αρμόδιο για την έρευνα και την εκδίκαση εγκλημάτων πολέμου και κατά της ανθρωπότητας του εγκλήματος της γενοκτονίας και της επίθεσης. Παρά τον εξέχοντα ρόλο του στην απονομή παγκόσμιας δικαιοσύνης, η λειτουργία του Δικαστηρίου βασίζεται στη συναίνεση των Κρατών. Βάσει της τελευταίας δε, ρυθμίζεται και η δικαιοδοσία του ΔΠΔ.
Σύμφωνα με το Άρθρο 12 του Καταστατικού της Ρώμης (εφεξής Καταστατικό), το ΔΠΔ είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των εγκλημάτων του Άρθρου 5 του Καταστατικού, «αν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα Κράτη είναι Μέρη του παρόντος Καταστατικού ή έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3: α) Το Κράτος στου οποίου την επικράτεια η εξεταζόμενη πράξη έλαβε χώρα ή, αν το έγκλημα διεπράχθη σε σκάφος ή αεροσκάφος, το Κράτος νηολόγησης ή εγγραφής του σκάφους ή του αεροσκάφους, β) Το Κράτος του οποίου ο κατηγορούμενος για τη διάπραξη του εγκλήματος είναι υπήκοος».
Η παρούσα ανάλυση λοιπόν, επικεντρώνεται στην περίπτωση β’ του Άρθρου 12 της παραγράφου 2 του Καταστατικού. Από το γράμμα του νόμου καθίσταται σαφές ότι καίριο ρόλο στον καθορισμό της δικαιοδοσίας του ΔΠΔ διαδραματίζει η ιθαγένεια του κατηγορούμενου, εφόσον ο τελευταίος θα πρέπει να είναι υπήκοος ενός Κράτους-Μέρους του Καταστατικού ή Κράτους που έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η διάταξη του Άρθρου 12 (2)(β) του Καταστατικού αναφέρεται στην αρχή της συμπληρωματικότητας και τον σεβασμό της κρατικής κυριαρχίας (Malanczuk, 1997, σ. 17), αρχές θεμελιώδεις στο διεθνές ποινικό δίκαιο, υπό την έννοια ότι η δίωξη κάποιου φερόμενου ως εγκληματία εξαρτάται από τη συναίνεση του Κράτους ιθαγένειάς του.
Καταρχάς, η ιθαγένεια ορίζεται ως ο επίσημος νομικός δεσμός μεταξύ ατόμου και Κράτους, μέσω του οποίου ο εκάστοτε πολίτης υπάγεται στη δικαιοδοσία του τελευταίου (Randelzhofer, 1997, σ. 501-502). Αυτός ο δεσμός δεν συνεπάγεται μόνο δικαιώματα για τον φέροντα την ιθαγένεια. Με βάση την τελευταία, ο υπήκοος ενός Κράτους-Μέρους του Καταστατικού του ΔΠΔ μπορεί να διωχθεί από το Δικαστήριο για εγκλήματα που διαπράττει και εκτός της επικράτειας του κράτους της ιθαγενείας του (Klamberg, 2017, σ.172). Τα κριτήρια που λαμβάνονται συνήθως υπόψη από τα κράτη για την απονομή ιθαγένειας, είναι η υπηκοότητα των γονέων του ατόμου (jus sanguinis) ή η γέννησή του στην επικράτεια του απονέμοντος την ιθαγένεια κράτους (jus soli) (Deen-Racsmány, 2001, σ. 607). Ζήτημα για τον καθορισμό της αρμοδιότητας του ΔΠΔ δε, ανακύπτει στην περίπτωση των ατόμων με διπλή ιθαγένεια, που είναι δηλαδή υπήκοοι δύο διαφορετικών κρατών. Ειδικότερα, είναι πιθανό το κράτος της μίας ιθαγένειας του ατόμου να είναι Μέρος του Καταστατικού ή να έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ενώ το κράτος της έτερης (ιθαγένειας) να μην έχει πράξει κάτι από τα δύο. Από το γράμμα του νόμου δεν προκύπτει με σαφήνεια αν, στην περίπτωση αυτή, δίνεται προτεραιότητα σε κάποια από τις δύο υπηκοότητες και με ποιο κριτήριο προκρίνεται η μία ιθαγένεια έναντι της άλλης.
Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε η θεωρία της «κυρίαρχης ιθαγένειας» (dominant nationality), σύμφωνα με την οποία ως υπηκοότητα του ατόμου για τις ανάγκες καθορισμού της αρμοδιότητας των διεθνών δικαστηρίων, λογίζεται εκείνη (η υπηκοότητα) του κράτους με το οποίο διατηρεί ουσιαστικό ή στενό δεσμό (Wolman, 2020, σ. 1086 και Trevisanut, 2011, σ. 3) . Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τη διασαφήνιση της έννοιας του στενού δεσμού είναι, μεταξύ άλλων, ο τόπος γέννησης και συνήθους διαμονής του ατόμου, το κέντρο ανάπτυξης της επαγγελματικής του δραστηριότητας, το μέρος που διαμένει η οικογένεια του, ο τόπος φορολόγησης, αλλά και αυτός στου οποίου τα κοινά συμμετέχει (Iran-USA Claims Tribunal,1984, σ. 25). Η θεωρία της «κυρίαρχης ιθαγένειας» συνδέεται στενά και πηγάζει από εκείνη του «αυθεντικού δεσμού» (genuine link) μεταξύ ατόμου και κράτους. Μάλιστα, η τελευταία, χρησιμοποιήθηκε από τα διεθνή δικαστήρια ως κριτήριο για την αναγνώριση της ιθαγένειας -την οποία έκαστο κυρίαρχο Κράτος απονέμει με όποια μέθοδο ή κριτήρια επιθυμεί (Permanent Court of International Justice, 1923, σ. 24)- σε διεθνές επίπεδο.
Ακολούθως, το κριτήριο του «αυθεντικού δεσμού» εφάρμοσε πρώτο το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (εφεξής ΔΔΔ) σε μία από τις εμβληματικές αποφάσεις του, με αφορμή την υπόθεση Nottebohm. Ειδικότερα, ο Friedrich Nottebohm γεννήθηκε στο Αμβούργο της Γερμανίας το 1881 και, με βάση το γερμανικό δίκαιο, απέκτησε τη γερμανική ιθαγένεια από τη γέννησή του. Το 1905 μετακόμισε στη Γουατεμάλα, όπου εγκαταστάθηκε και εργαζόταν έως τη σύλληψή του το 1943. Το 1939, στην απαρχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Nottebohm, φοβούμενος ότι ως Γερμανός πολίτης θα διωχθεί από τις Αρχές της Γουατεμάλας, επισκέφθηκε το Λιχτενστάιν και απέκτησε υπηκοότητα πολίτη του Λιχτενστάιν μέσα σε λίγες εβδομάδες, κάτι που επιτρεπόταν από τον εγχώριο νόμο περί ιθαγένειας. Ακολούθως, επέστρεψε στη Γουατεμάλα. Με την απόκτηση της ιθαγένειας του Λιχτενστάιν απώλεσε τη γερμανική ιθαγένεια, καθώς ο γερμανικός νόμος όριζε ότι απόκτηση έτερης ιθαγένειας συνεπάγεται άμεση απώλεια της γερμανικής ιθαγένειας. Παρόλα αυτά, οι Αρχές της Γουατεμάλας προχώρησαν στη σύλληψή του. Με το πέρας του πολέμου, το Λιχτενστάιν, ως κράτος ιθαγένειας του Nottebohm, κατέφυγε ενώπιον του ΔΔΔ και, με βάση τον θεσμό της διπλωματικής προστασίας, αιτήθηκε αποζημίωση για την άδικη σύλληψη, κράτηση και απέλαση του Nottebohm, καθώς και για την άδικη κατάσχεση της περιουσίας του, που έλαβε χώρα το διάστημα 1942-1946 (Donner, 2006, σ. 20).
Στην απόφασή του το 1955, το ΔΔΔ απέρριψε τον ισχυρισμό του Λιχτενστάιν ως απαράδεκτο, αποφαινόμενο ότι η σύνδεση μεταξύ του Λιχτενστάιν και του Nottebohm «κατά την περίοδο πριν, συγχρόνως και μετά την πολιτογράφησή του» δεν ήταν «επαρκώς στενή» (International Court of Justice, 1955, σ. 24). Το Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο «ιθαγένεια» ως «έναν νομικό δεσμό που έχει ως βάση του ένα κοινωνικό γεγονός σύνδεσης, μια αυθεντική ένωση» μεταξύ ατόμου και κράτους (Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, 1955, σ. 23). Θεωρήθηκε δηλαδή, ότι προκειμένου να αναγνωριστεί η ιθαγένεια ενός ατόμου από το διεθνές δίκαιο, αυτή θα πρέπει να αντικατοπτρίζει μια σχέση «ουσιαστική» μεταξύ κράτους και ατόμου.
Με την υποστήριξη αυτής της θέσης από το ΔΔΔ, ξεκίνησε μια πολυετής συζήτηση για τον χαρακτήρα του κριτηρίου της «επαρκούς ή αυθεντικής σύνδεσης» και της «κυρίαρχης ιθαγένειας» ως εθίμου ή ως γενικώς παραδεδεγμένης αρχής διεθνούς δικαίου που ισχύει έναντι όλων (erga omnes) (Schabas, 2017, σ. 59 και Blakeseley, 2009, σ. 426). Εντούτοις, δεν υπήρξε μακροχρόνια, αδιάκοπη και ομοιόμορφη κρατική πρακτική με ανάλογη συνείδηση δικαίου όπως απαιτείται για τη δημιουργία ενός κανόνα διεθνούς εθιμικού δικαίου (Spiro, 2019, σ. 12), ενώ και η νομολογία ακολούθησε τον κανόνα σποραδικά, και σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα της διπλωματικής προστασίας (Spiro, 2019, σ. 11 και Sloane, 2009, σ. 29). Παράλληλα, οι θεωρίες αυτές κατακρίθηκαν ως αναχρονιστικές, ανήκουσες σε μία περίοδο «ρομαντισμού» και όχι «ρεαλισμού» της νομικής επιστήμης (Sloane, 2019, σ. 20).
Ειδικά στο ΔΠΔ, δεν υφίσταται επί του παρόντος νομολογιακό προηγούμενο βάσει του οποίου διαμορφώνεται γενικός κανόνας που επιτάσσει τη μη αναγνώριση κάποιας ιθαγένειας όταν η σχέση ατόμου-κράτους δεν είναι στενή ή αντίστοιχα προκρίνει κάποια από τις δύο ιθαγένειες σε περίπτωση διπλής ιθαγένειας. Στην υποστήριξη αυτής της θέσης, συνηγορεί και το Σχόλιο της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου στο Προσχέδιο Διατάξεων για τη Διπλωματική Προστασία (International Law Commission Draft Articles on Diplomatic Protection with Commentary): «είναι θεμιτός ο περιορισμός του πορίσματος Nottebohm στα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης (…) το ΔΔΔ δεν είχε την πρόθεση να εγκαθιδρύσει έναν γενικό κανόνα» (International Law Commission Draft Articles on Diplomatic Protection with Commentary, 2006, Commentary on Article 4).
Τo πλησιέστερο παράδειγμα εφαρμογής του κριτηρίου της «κυρίαρχης ιθαγένειας» επί των ατόμων με διπλή ιθαγένεια στο ΔΠΔ, είναι η υπόθεση του Kim Jong Un, στο πλαίσιο της οποίας συζητήθηκαν για πρώτη φορά οι έννοιες του «επαρκούς» (sufficient) και «αυθεντικού» (genuine) δεσμού με το κράτος προκειμένου να θεωρηθεί η αντίστοιχη ιθαγένεια «κυρίαρχη» (dominant nationality) και να ληφθεί υπόψη ως βασική ιθαγένεια του ατόμου κατά τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το παράδειγμα αυτό δεν επαρκεί για τη θεμελίωση γενικού κανόνα ως προς την αρμοδιότητα του ΔΠΔ σε περιπτώσεις διπλής ιθαγένειας. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, δεν υπήρχαν δύο «ισάξιες» ιθαγένειες. Ειδικότερα, η ιθαγένεια της Νοτίου Κορέας που απονέμεται στους Βορειοκορεάτες από τη γέννησή τους θεωρήθηκε «πλασματική» (notional), υπό την έννοια ότι δεν συνοδεύεται από δικαιώματα και οι διάφορες έννομες συνέπειες ανακύπτουν μόνο κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου και ενδελεχούς ελέγχου της αίτησης αυτής (Office of The Prosecutor, Report on the Examination of Preliminary Activities, 2019, σ. 9-11 και Ambos, 2022, σ. 826). Επομένως, ο αρχηγός της Βορείου Κορέας δεν ήταν δυνατό να διωχθεί για εγκλήματα που φέρεται να διέπραξε στην επικράτεια του συγκεκριμένου κράτους με βάση την πλασματική ιθαγένεια του ως Νοτιοκορεάτης. Εν αντιθέσει, το σύνηθες είναι τα άτομα με διπλή ιθαγένεια να φέρουν δύο «ισότιμες» ιθαγένειες, από την άποψη ότι φυσιολογικά δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια για την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων τους μετά την απονομή της.
Συνεπώς, δεδομένης της έλλειψης νομολογιακού ερείσματος για την υποστήριξη της θεωρίας του «επαρκούς ή αυθεντικού δεσμού» και της συνακόλουθης θεωρίας της «κυρίαρχης ιθαγένειας» στον χώρο του διεθνούς ποινικού δικαίου, η γράφουσα προτείνει τη γραμματική ερμηνεία του όρου «ιθαγένεια», ως περιλαμβάνουσας οποιαδήποτε υπηκοότητα του ατόμου. Αρκεί, λοιπόν, μία από τις δύο ιθαγένειες του κατηγορούμενου για εγκλήματα του Άρθρου 5 του Καταστατικού να είναι ιθαγένεια Κράτους-Μέρους του Καταστατικού ή Κράτους που έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, προκειμένου αυτός (ήτοι ο κατηγορούμενος) να μπορεί να διωχθεί από το ΔΠΔ.
Εξάλλου, το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και με όρους συστηματικής ερμηνείας, καθώς όταν οι συντάκτες του Καταστατικού επιθυμούν την ερμηνεία του όρου «ιθαγένεια» λαμβάνοντας υπόψη και το στοιχείο του ουσιαστικού δεσμού του ατόμου με το απονέμον την ιθαγένεια Κράτος, το αναφέρουν ρητά, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της παραγράφου 7 του άρθρου 36 του Καταστατικού (Wolman, 2020, σ. 1087). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «δεν επιτρέπεται δύο δικαστές να είναι υπήκοοι του αυτού Κράτους. Όποιος, για τον σκοπό της συμμετοχής του στο Δικαστήριο, θεωρηθεί υπήκοος περισσότερων του ενός Κρατών, λογίζεται υπήκοος του Κράτους στο οποίο ασκεί κανονικά τα αστικά και πολιτικά του δικαιώματα». Καταληκτικά και τελεολογικά, ο στόχος εγκαθίδρυσης και λειτουργίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου είναι η πάταξη της ατιμωρησίας για τα πιο ειδεχθή εγκλήματα της ανθρωπότητας. Η χρήση τεχνασμάτων για την αποφυγή δίωξης των φερόμενων ως εγκληματιών στη βάση «ουσιαστικής ή μη» ιθαγένειας, θα απομάκρυνε το Δικαστήριο από την απρόσκοπτη εκπλήρωση της αποστολής του και θα συνιστούσε τροχοπέδη στην καταπολέμηση της διεθνούς εγκληματικότητας (Rastan, 2015, σ. 154-155).
Εν κατακλείδι, τα διεθνή Δικαστήρια αποπειράθηκαν πολλάκις να επιλύσουν το ζήτημα αναγνώρισης της υπηκοότητας σε διεθνές επίπεδο και πρόκρισης της κυρίαρχης ιθαγένειας επί ατόμων με διπλή ιθαγένεια. Εντούτοις, η ανομοιογένεια στις συνθήκες και τα πραγματικά περιστατικά των σχετικών υποθέσεων, δεν έχουν επιτρέψει έως σήμερα την αποκρυστάλλωση ενός γενικού κανόνα ερμηνείας, ισχύοντος σε όλους τους κλάδους του διεθνούς δικαίου. Συνιστά, λοιπόν, ορθότερη και ασφαλέστερη οδό για την ακώλυτη λειτουργία του ΔΠΔ η υιοθέτηση της «αρχής της ισότητας» (Harvard Draft Convention on Jurisdiction with Respect to Crime, 1935, Σχόλιο στο Άρθρο 5), η οποία αναγνωρίζει ως ισάξιες τις απονεμηθείσες ιθαγένειες των ατόμων με διπλή ιθαγένεια, επιτρέποντας τη δίωξή τους στη βάση οποιασδήποτε υπηκοότητάς τους για εγκλήματα αρμοδιότητας του ΔΠΔ.
Πηγές:
Α. Βιβλία
Ambos K. (2022). Rome Statute of the International Criminal Court: Article-by-Article Commentary. Εκδόσεις Beck/Hart/Nomos.
Klamberg M. (2017). Commentary on the Law of the International Criminal Court. Εκδόσεις Torkel Opsahl Academic EPublisher Brussels.
Malanczuk P. (1997). Akehurst’s Modern Introduction to International Law. Εκδόσεις Routledge London.
Schabas W. (2017). An Introduction to the International Criminal Court. Εκδόσεις Cambridge University Press.
Β. Άρθρα από ακαδημαϊκές πηγές
Blakesley C. (2009). Jurisdiction Ratione Personae, or the Personal Reach of the Court’s Jurisdiction in Doria J. et al., The Legal Regime of the International Criminal Court. Εκδόσεις Martinus Nijhoff.
Deen-Racsmány Z. (2001). The Nationality of the Offender and the Jurisdiction of the International Criminal Court. The American Journal of International Law. Εκδόσεις Cambridge University Press.
Donner R. (2006). Dual Nationality in International Law. Εκδόσεις Akadémiai Kiadó, Budapest.
Rastan R. (2015). Jurisdiction in Stahn C., The Law and Practice of the International Criminal Court. Εκδόσεις Oxford University Press.
Sloane R. (2009). Breaking the Genuine Link: The Contemporary International Legal Regulation of Nationality. Harvard International Law Journal 1. Εκδόσεις Boston University School of Law.
Randelzhofer A. (1997). Nationality in Bernhardt R. Encyclopedia of Public International Law. Εκδόσεις Elsevier Amsterdam.
Spiro P. (2019). Nottebohm and ‘Genuine Link’: Anatomy of a Jurisprudential Illusion. Investment Migration Working Paper IMC-RP 2019-1.
Trevisanut S. (2011). Nationality Cases before International Courts and Tribunals. Oxford Public International Law. Εκδόσεις Oxford University Press.
Wolman A. (2020). Dual Nationality and International Criminal Court Jurisdiction. Journal of International Criminal Justice. Εκδόσεις Oxford University Press.
Γ. Πρωτογενείς Πηγές
Harvard Draft Convention on Jurisdiction with Respect to Crime with Commentary (1935). Διαθέσιμη στο: https://www.cambridge.org/core/journals/american-journal-of-international-law/article/abs/draft-convention-on-jurisdiction-with-respect-to-crime/30D6EC4FC2D1E0377E93B7623992A189 .
International Court of Justice. (1955). Nottebohm Case (Liechtenstein v. Guatemala). 6 Απριλίου 1955. Διαθέσιμη στο: https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&opi=89978449&url=https://www.icj- cij.org/node/103133&ved=2ahUKEwjd_reqxdCPAxWISfEDHWaBGMYQFnoECD0QAQ&usg=AOvVaw3F7O70ab3r52acZzYsSVfl
International Law Commission Draft Articles on Diplomatic Protection with Commentary. (2006). Διαθέσιμη στο: https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&opi=89978449&url=https://legal.un.org/ilc/texts/instruments/english/commentaries/9_8_2006.pdf
Iran – United States of America Claims Tribunal. (1984). Case A/18 (Decision No. 32). 6 Απριλίου 1984. Διαθέσιμη στο: https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&opi=89978449&url=https://iusct.com/cases/a18-decision-no-32-6-april-1984/ .
Office of the Prosecutor. (2019). Report on Preliminary Examination Activities Διαθέσιμο στο: https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&opi=89978449&url=https://www.icc-cpi.int/sites/default/files/itemsDocuments/191205-rep-otp-PE.pdf&ved=2ahUKEwj01uKPxdCPAxV_RPEDHaZfOXUQFnoECAsQAQ&usg=AOvVaw3Ymwjwn6EuAD7Fm-p4TJ93 .
Permanent Court of International Justice. (1923). Nationality Decrees in Tunis and Morocco (Advisory Opinion No. 4). 7 Φεβρουαρίου. Διαθέσιμη στο: https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/pcij/1923/en/20991 .
Δ. Πηγή Εικόνας
Avocats sans frontières. (2025). The European Union should defend the International Criminal Court. Διαθέσιμο στο: https://asf.be/the-european-union-should-defend-the-international-criminal-court/