Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Μιανμάρ: Μία χώρα εμφυλίων συγκρούσεων, δικτατοριών και πολιτικής αστάθειας

Γράφει ο Γιώργος Στεφανίδης

Η Βιρμανία (γνωστή σήμερα ως Μιανμάρ) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας που βιώνει πολιτική αστάθεια και εμφύλιες αναταραχές από το τέλος της αποικιακής της κατοχής από την Αγγλία και την ανεξαρτησία της ( 4 Ιανουαρίου 1948) μέχρι και σήμερα. Αν εξαιρεθούν οι περίοδοι 1948-1962 και 2010-2021  κατά τις οποίες έγιναν προσπάθειες εγκατάστασης μίας φιλελεύθερης, με δημοκρατικά χαρακτηριστικά, πολιτικής διακυβέρνησης μέσα από τη διεξαγωγή εκλογών, η χώρα ταλανίζεται μέχρι σήμερα από στρατιωτικές δικτατορίες με έντονα απολυταρχικό χαρακτήρα. Αυτά τα καθεστώτα έχουν προκαλέσει ανά τα χρόνια, πολλά διπλωματικά επεισόδια με γειτονικές και μη χώρες, με αποτέλεσμα να προκύπτουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις κυρίως για τους απλούς πολίτες, που ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης, αλλά και εμφύλιες διαμάχες, που δεν παύουν να διογκώνονται.

Πιο συγκεκριμένα, ξεκινώντας την ανασκόπηση από το 1962, στις 2 Μαρτίου, ο στρατηγός Νε Ουίν κατέλαβε αναίμακτα με τη βοήθεια του στρατού την εξουσία και εγκαθίδρυσε τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ένωσης της Βιρμανίας, ως επικεφαλής Επαναστατικού Συμβουλίου. Με αυτόν τον τρόπο, το καθεστώς απέκτησε σοσιαλιστικό προσανατολισμό και από το 1963 προχώρησε το πρόγραμμα «Βιρμανικός Δρόμος προς τον Σοσιαλισμό». Βασικότερο μέτρο αυτού του προγράμματος ήταν η κρατικοποίηση όλων των ξένων και τοπικών εταιρειών και τραπεζών  που είχαν ως βάση τη Βιρμανία (Μιανμάρ) ή διέθεταν εκεί παραρτήματα, γεγονός που προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις και διπλωματικά επεισόδια. Το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα ήταν η κρατικοποίηση της μεγαλύτερης και σημαντικότερης ως τότε πετρελαϊκής εταιρείας, της αγγλικής Burmah Oil Company την 1η Ιανουαρίου του 1963 (Scott E. Thornton, 2015, σ.1), μία εξέλιξη που προκάλεσε την αντίδραση της βρετανικής κυβέρνησης Μακ Μίλλαν, η οποία ζητούσε αποζημίωση για το οικονομικό πλήγμα που υπέστη η εταιρεία. Παρά τις διπλωματικές πιέσεις που ασκούσε η βρετανική κυβέρνηση για τη διαπραγμάτευση αποζημίωσης, δεν υπήρξε κάποια στρατιωτική αντίδραση, καθώς η Βρετανία επιθυμούσε την σταθερότητα στην περιοχή. Το 1974 ο Νε Ουίν, σε μία προσπάθεια να ενδυναμώσει τη θέση του, διέλυσε το Επαναστατικό Συμβούλιο, προκειμένου ο ίδιος και τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου να καταλάβουν πολιτικές θέσεις και έτσι εγκαθίδρυσαν μονοκομματικό σύστημα διακυβέρνησης. Από το 1974 έως και το 1988 η σημερινή Μιανμάρ κυβερνήθηκε από το Κόμμα Σοσιαλιστικού Προγράμματος της Μπούρμα (Taylor, 2009, σ.334-365).

Στο μεταξύ το 1981 ο στρατηγός Νε Ουίν παραδίδει την εξουσία στον στρατηγό Σαν Γιου. Σταδιακά, και μετά την πάροδο της εικοσαετίας στην εξουσία, οι μειονότητες στη Βιρμανία εξεγέρθηκαν κατά του Καθεστώτος τη δεκαετία του ’80, λόγω της εξαθλιωμένης κατάστασης των κατοίκων και του χαμηλού βιοτικού τους επιπέδου            (Χρηστακίδου, 2021). Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε εμφύλιες συρράξεις, κυρίως στην περιοχή του Χρυσού Τριγώνου, μια περιοχή κοντά στα σύνορα με την Ταϊλάνδη, στην Πολιτεία των Σαν. Αυτή η περιοχή βρισκόταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση, λόγω της παραγωγής και του εμπορίου ηρωίνης, το οποίο βρισκόταν στα χέρια του Κουν Σα, de facto ηγέτη της φυλής των Σαν. Η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτείων Αμερικής να πατάξουν το εμπόριο ναρκωτικών στην περιοχή, έγινε με τον πολεμικό εφοδιασμό του καθεστώτος της Βιρμανίας. H προσπάθεια τους όμως απέτυχε και οι εμφύλιες συγκρούσεις έγιναν ακόμη πιο βίαιες (Christophe Bouquet & Julie Lerat, 2020, επ. 2). Σε μία απέλπιδα προσπάθεια, το καθεστώς στη Βιρμανία συνεργάστηκε με τον Κουν Σα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ηρεμία και η τάξη στην περιοχή. Παρόλα αυτά το καθεστώς δεν θα έμενε για πολύ καιρό στην κυβέρνηση. Στις 8 Αυγούστου του 1988,  ο λαός εξαγριωμένος εξεγέρθηκε κατά της κυβέρνησης (εξέγερση 8888 – Uprising) και ακολούθησαν ταραχές που δεν είχαν προηγούμενο (Charney, 2009, σ. 148-170). Αυτές οι ταραχές, στις οποίες πρωτοστάτησαν φοιτητές, κράτησαν έξι εβδομάδες και στο διάστημα αυτό το δικτατορικό καθεστώς έπεσε από την εξουσία ενώ ένας νέος κύκλος αναταραχών ξεκίνησε.

Μετά την «εξέγερση 8888» (8888 Uprising), ο στρατός με αρχηγό τον στρατηγό Σόου Μαούνγκ, σχημάτισε το Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης του Κράτους «State of Law and Order Restoration Council» (SLORC). Το SLORC άλλαξε το επίσημο όνομα της χώρας από «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ένωσης της Μπούρμα» σε «Ένωση της Μιανμάρ» (Union of Myanmar) στις 18 Ιουνίου του 1989 (Rogers, 2025). Το νέο στρατιωτικό καθεστώς που επιβλήθηκε, λόγω της βιαιότητας που επέδειξε ήδη από την αρχή της διακυβέρνησής του και με αποκορύφωμα τα επεισόδια στην Πλατεία Σούλε της  πρωτεύουσας Γιανγκόν, δέχτηκε την κατακραυγή της διεθνούς Κοινότητας. Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθώντας να ασκήσουν πιέσεις στο νέο καθεστώς, επέβαλαν κυρώσεις, περιορισμούς στην εξαγωγή όπλων αλλά και περιορισμούς σε οποιαδήποτε προσπάθεια διπλωματικής συνεργασίας. Αυτή η κατάσταση οδήγησε στη συνέχεια πολλές χώρες του δυτικού κόσμου να αποσύρουν ή να περιορίσουν τις διπλωματικές τους αποστολές στην Μιανμάρ, όπως  οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η  Γαλλία και ο  Καναδάς. Παρόλα αυτά, από το 1988 και έπειτα παρατηρείται η συνεχώς αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην Μιανμάρ με τον όρο Pauk- Phaw (Aδελφική Φιλία). Ουσιαστικά, η Κίνα όχι μόνο δεν καταδίκασε το νέο καθεστώς, αλλά αντίθετα παρείχε στρατιωτική βοήθεια και διεθνή προστασία απέναντι στις κυρώσεις του ΟΗΕ, ασκώντας πίεση κατά των μέτρων που επιβλήθηκαν. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την οικονομική βοήθεια που παρείχε η Κίνα στην ανοικοδόμηση της Μιανμάρ από το 1988 και έπειτα, λειτούργησαν ως παράγοντας ισχυροποίησης του καθεστώτος στη Βιρμανία (Taufiq, 2019, σ.83)

Το στρατιωτικό καθεστώς της Βιρμανίας (Μιανμάρ)  υπό την ηγεσία του SLORC, μετά την ταραχώδη περίοδο του 1988, αποφάσισε στις 18 Ιουνίου του 1989 τη προκήρυξη διεξαγωγής εκλογών στις 27 Μαΐου του 1990. Στις εκλογές ο Εθνικός Συναγερμός για τη Δημοκρατία ( National League for Democracy, NLD) με αρχηγό την Αούνγκ Σαν Σου Κι, κέρδισε 392 από τις 492 έδρες, δηλαδή το 81% των ψήφων. Παρά τη συντριπτική της νίκη, η στρατιωτική ηγεσία (SLORC) αρνήθηκε να της μεταβιβάσει την εξουσία, την έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό, συνέλαβε κορυφαία στελέχη του NLD και προκάλεσε εσωτερική και εξωτερική κρίση (Smith, 2007, σ. 38-39). Οι αντιδράσεις της Δύσης απέναντι στην άρνηση του SLORC να σεβαστεί το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν έντονες. Η ΕΕ (τότε ΕΟΚ) ανέστειλε όλα τα οικονομικά και αναπτυξιακά της προγράμματα για τη Μιανμάρ, με σημαντικότερο απ’ όλα το εμπορικό πρόγραμμα «Everything But Arms, EBA». Παράλληλα, οι ΗΠΑ σταμάτησαν να παρέχουν οικονομική υποστήριξη στο κράτος μέσω της USAID. Ένδειξη  υποστήριξης της Δύσης απέναντι στη Αούνγκ Σαν Σου Κι αποτέλεσε και το γεγονός ότι το 1991 δόθηκε το Νόμπελ Ειρήνης στην ηγέτιδα για την προσπάθειά της για ειρήνη και ομαλότητα στη χώρα της. Αντίθετη κατεύθυνση ακολούθησε η Κίνα, η οποία δεν καταδίκασε τις ενέργειες της στρατιωτικής ηγεσίας, ούτε αναγνώρισε το αποτέλεσμα των εκλογών, καθώς επιθυμούσε τη διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος για γεωπολιτικούς και οικονομικούς λόγους (Aung Myoe, 2011 σ. 108).

Το 1992, μέσα σε αυτήν την περίοδο εκτεταμένης κρίσης, ο στρατηγός Ταν Σουέ καταλαμβάνει την εξουσία, εγκαθιδρύει δικτατορία και κυβερνά με ιδιαίτερα αυταρχικό τρόπο. Το 1997 το SLORC μετονομάστηκε σε Κρατικό Συμβούλιο Ειρήνης και Ανάπτυξης «State Peace and Development Council, SPDC», ενώ ταυτόχρονα την ίδια χρονιά η Μιανμάρ εισήλθε στην ΑSEAN («Association of Southeast Asian Nations»), σε μία προσπάθεια αναγνώρισης της εξουσίας του νέου καθεστώτος από τη διεθνή κοινότητα. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με τη διπλωματική αναγνώριση και τη στήριξη που παρείχαν η Κίνα και η Ρωσία, βοήθησαν στο να διατηρήσει την εξουσία του το καθεστώς SPDC ουσιαστικά μέχρι το 2011. Παρόλα αυτά η στρατιωτική ηγεσία δέχθηκε ισχυρό πολιτικό πλήγμα, όταν στις 30 Μαΐου του 2003 έγινε επίθεση κατά της πολιτικού Αούνγκ Σαν Σου Κι στην πόλη Ντεπαγίν, ενώ παράλληλα σκοτώθηκαν πολλά μέλη του NLD (Smith, 2007, σ. 43-46). Η επίθεση στη Ντεπαγίν προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Πολλές χώρες της ASEAN ζήτησαν την εκπόνηση οδικού χάρτη με στόχο την ομαλή πολιτική μετάβαση προς μία αστική δημοκρατία. Έτσι στις 30 Αυγούστου του 2003 εκπονήθηκε από τον στρατηγό Κιν Νιουντ, διορισμένο πρωθυπουργό από το SPDC, o «Οδικός Χάρτης προς την Δημοκρατία σε Επτά Βήματα» (Seven-step Roadmap to Democracy), προκειμένου να κατευναστούν οι πιέσεις και οι αντιδράσεις. Ωστόσο, αυτός ο χάρτης δεν έπεισε ούτε τους πολίτες ούτε και τις ξένες δυνάμεις και δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Τελικά, η πολιτική αστάθεια και οι συγκρούσεις δεν έλαβαν τέλος. Στις 19 Αυγούστου του 2007 ξέσπασε η Επανάσταση «Saffron Revolution», η οποία διήρκησε μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και αποτέλεσε τη σημαντικότερη πράξη κατά του καθεστώτος. Με αυτήν την εξέλιξη η διπλωματική πίεση από τον δυτικό κυρίως κόσμο κορυφώθηκε, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάστηκε μία προσπάθεια διαμεσολάβησης και διαλόγου ώστε να επιλυθεί η κρίση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ενέργειες του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ, Ibrahim Gambari (Steinberg, 2013, σ. 138). Πράγματι, μετά τον καταστροφικό κυκλώνα Ναργκίς, που έπληξε τη χώρα τον Μάιο του 2008, στις 10 Μαΐου του ίδιου έτους αποφασίστηκε, με δημοψήφισμα, η σύνταξη συντάγματος. Αυτό τέθηκε σε εφαρμογή μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2010 και συγκεκριμένα στις 4 Ιανουαρίου του 2011 (Steinberg, 2013, σ. 143). Παρά το γεγονός ότι διεξήχθησαν εκλογές στις οποίες κέρδισε το USDP, κόμμα φίλα προσκείμενο στον στρατό, το αποτέλεσμά τους δε θεωρήθηκε αντικειμενικό, καθώς στην εκλογική διαδικασία δε συμμετείχε το κυριότερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το ΝLD (Chessman, Skidmore & Wilson, 2012, σ. 39 – 51). Τα αποτελέσματα επικρίθηκαν έντονα από τις χώρες της Δύσης, καθώς οι εκλογές χαρακτηρίστηκαν ως φάρσα. Παρόλα αυτά, η πρώτη αληθινή προσπάθεια για μία ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση της χώρας έγινε στις 30 Μαρτίου του 2011, όταν ο στρατηγός Θέιν Σέιν ανακηρύχθηκε Πρόεδρος της χώρας και προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και η κατάπαυση του πυρός μεταξύ των εθνοτικών ομάδων.

Έναν χρόνο μετά την εκλογή του Θέιν Σέιν, την 1η Απριλίου του 2012, διεξήχθησαν συμπληρωματικές εκλογές για να καλυφθούν 45 κενές θέσεις στο Κοινοβούλιο. Σε αυτές τις εκλογές το κόμμα της Αούνγκ Σαν Σου Κι, το NLD συμμετείχε κανονικά και κατέλαβε τη συντριπτική πλειοψηφία – 43 έδρες, με την ίδια να εκλέγεται βουλεύτρια (Chessman, Skidmore & Wilson, 2012, σ. 72 – 89). Στις εκλογές του Νοέμβρη του 2015, το NLD κέρδισε το 86% των εδρών, όμως η Σαν Σου Κι δεν μπορούσε να ανακηρυχθεί Πρόεδρος της χώρας, λόγω της ρύθμισης του Συντάγματος του 2008 σύμφωνα με την οποία ο Πρόεδρος της χώρας έπρεπε να είναι στρατιωτικός (Kipgen, 2016, σ.120-124). Ταυτόχρονα, η ηγέτιδα δεν μπορούσε να γίνει πρόεδρος, λόγω πρόβλεψης του Συντάγματος που δεν επέτρεπε σε όσους έχουν παιδί με ξένη υπηκοότητα να αναλάβουν το αξίωμα. Η ίδια ήταν παντρεμένη με τον Βρετανό ιστορικό Michael Aris. Για αυτούς τους λόγους, ανακηρύχθηκε Πρόεδρος ο πολιτικός του NLD Χτιν Κιάου και η Σαν Σου Κι ανέλαβε τον ρόλο της Συμβούλου του Κράτους «State Counsellor», όντας ουσιαστικά η de facto ηγέτιδα του κράτους, γεγονός που προκάλεσε θετικές αντιδράσεις και ανακούφιση σχεδόν σε όλον τον κόσμο.  Παρά, όμως, τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού του κράτους, οι εμφύλιες συρράξεις δεν έλειψαν και η κυβέρνηση αποδοκιμάστηκε, ιδιαίτερα στην κρίση των Ροχίνγκια (Taufiq, 2019 σ.81). Η ίδια η Σαν Σου Κι, επειδή ήθελε την στήριξη των Βουδιστών (88% του πληθυσμού), υποσχέθηκε προεκλογικά να αλλάξει τον νόμο περί ιθαγένειας, που απέκλειε τους μουσουλμάνους Ροχίνγκια, με αποτέλεσμα να θεωρηθούν μειονότητα του Μπαγκαλντές. Τον Αύγουστο του 2017, ο  στρατός της Μιανμάρ άρχισε τις βιαιότητες και τις μαζικές εκδιώξεις κατά των Ροχίνγκια, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο ΟΗΕ χαρακτήρισε τις επιχειρήσεις ως εθνοκάθαρση. Η Σαν Σου Κι υπερασπίστηκε αυτοπροσώπως στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης τον στρατό, αμαυρώνοντας τη φήμη της παγκοσμίως και προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο με την Γκάμπια, με την οποία άνοιξε δικαστική διαμάχη που κράτησε πέντε χρόνια.

Στις 22 Νοεμβρίου του 2020 έγιναν εκλογές το NLD με την Σαν Σου Κι σημείωσε μία ακόμη συντριπτική νίκη απέναντι στο κόμμα των Στρατιωτικών (USDP). Παρόλα αυτά, ο στρατός αντέδρασε και με αρχηγό τον στρατηγό Χλάινγκ έκανε πραξικόπημα την 1η Φεβρουαρίου 2021, με το πρόσχημα πως το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν απάτη (Connelly & Loong, 2024, σ. 101-121). Η Σαν Σου Κι συνελήφθη και οι εμφύλιες συρράξεις στο εσωτερικό της χώρας διογκώθηκαν. Σήμερα η Μιανμάρ, είναι χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα, την κυβέρνηση των στρατιωτικών και την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (NUG) των εθνοτικών ομάδων κατά του καθεστώτος. Ουσιαστικά βιώνει τη σοβαρότερη εσωτερική κρίση της ιστορίας της και ο λαός αντιμετωπίζει πρωτοφανή προβλήματα διαβίωσης. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στη χώρα τα τελευταία χρόνια, καθιστούν τα δεδομένα στη Μιανμάρ εξαιρετικά κρίσιμα. Το άμεσο μέλλον της δεν προβλέπεται καθόλου ευοίωνο.

Πηγές:

Α. Βιβλία:

Charney M. W. (2009). A History of Modern Burma. Publishing Cambridge University Press.

Chessman Ν., Skidmore Μ. & Wilson Τ. (2012). Myanmar’s Transition: Openings, Obstacles and Opportunities.  Publishing Institute of Southeast Asian Studies.

Connelly A. & Loong S. (2024). New Answers to Old Answers: Myanmar before and after the 2021 Coupe d’ Etat. Publishing IISS.

Kipgen H. (2016). Democratisation of Myanmar. Publishing Routledge.

Myoe M. (2011). In the Name of Pauk-Phaw. Publishing Institute of Southeast Asian Studies.

Smith M. (2007). State of Strife: The Dynamics of Ethnic Conflict in Burma. Publishing East – West Center.

Steinberg D. (2013). Burma/Myanmar What everyone wants to know. Publishing Oxford University Press.

Taylor R. H. (2015). The State of Myanmar. Publishing NUS Press Singapore.

Β. Άρθρα:

Benedict Rogers (2025)  Most Vulnerable are Being Starved By Global Neglect Διαθέσιμο σε:  https://www.fortifyrights.org/mya-inv-oped-2025-08-08-2/

Hossain Ahmed Taufiq (2019) China, India and Myanmar: Playing Rohingya Roulette?. Διαθέσιμο σε : https://www.researchgate.net/publication/333665224_China_India_and_Myanmar_Playing_Rohingya_Roulette

Scott E. Thornton* (2015). The History of Oil Exploration in the Union of Myanmar Διαθέσιμο σε: https://library.seg.org/doi/abs/10.1190/ice2015-2210594

Σοφία Χρηστακίδου  Μυανμάρ: Μία χώρα που δεν γνώρισε ποτέ τη δημοκρατία και την οικονομική και ανάπτυξη :  https://www.offlinepost.gr/2021/05/09/myanmar-mia-xora-pou-den-gnorise/

Γ. Πρωτογενείς Πηγές:

Application of the Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide (The Gambia v. Myanmar: 11 States intervening). Διαθέσιμο σε:

https://www.icj-cij.org/case/178

Myanmar’s Constitution Of 2008. Διαθέσιμο σε:

https://www.myanmar-law-library.org/law-library/laws-and-regulations/constitutions/2008-constitution.html

Δ. Ντοκιμαντέρ:

Christophe Bouquet, Julie Lerat (2020) The Story of Drug Trafficking. Διαθέσιμο σε: https://www.primevideo.com/detail/The-Story-of-Drug-Trafficking/0QOT8A1DCLT9ZT253A64SQ9F67

 

Ε. Πηγή εικόνας:

https://www.ertnews.gr/eidiseis/diethni/mianmar-i-xounta-pareteine-ti-katastasi-ektaktis-anagkis-oi-ekloges-anavallontai/