Γράφει η Παναγιωτοπούλου Νικολέτα
Λίκνο και κοιτίδα της διεθνούς οικονομικής τάξης αποτελεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (εφεξής ΠΟΕ), ο οποίος ,αποτελώντας βασικό θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη διακρατική οικονομική συναλλαγή, προάγει την ελευθερία του εμπορίου για την τήρηση κοινών δεσμευτικών κανόνων (Αυγερινός, 2011). Υπό αυτή τη θεώρηση, ο ΠΟΕ μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεματοφύλακας της αρχής της πολυμέρειας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008). Ωστόσο, από τις αρχές του 21ου αιώνα ο ΠΟΕ κλονίζεται λόγω της αποδυνάμωσης του θεσμικού του οπλοστασίου λόγω κρίσεως του μηχανισμού επίλυσης διαφορών καθώς και της αδυναμίας του να προσαρμοστεί σε παγκόσμιες σύγχρονες προκλήσεις (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008). Όσον αφορά τον ευρωπαϊκό χώρο, κύριο δίαυλο νομικής και θεσμικής παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΕΕ) στον διεθνή οικονομικό στίβο αποτελεί η κοινή εμπορική πολιτική της Ε.Ε, η οποία κατοχυρώνεται ως αποκλειστική αρμοδιότητα, όπως ορίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΣΛΕΕ) υπό την εξειδίκευση του άρθρου 207 ΣΛΕΕ. Με τον τρόπο αυτό, η Ένωση αποκτά ενιαία φωνή στο διεθνές εμπορικό δίκαιο, συγκροτώντας έναν ομοιογενή εξωτερικό δρώντα (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017).
Σε αυτό το θεσμικό και ιστορικό πλαίσιο, η συγκεκριμένη ανάλυση αποσκοπεί στην ερμηνεία της αλληλεπίδρασης μεταξύ ενωσιακού και διεθνούς εμπορικού δικαίου, με την προβληματική να τοποθετείται στο σταυροδρόμι μεταξύ της συνταγματικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της δεσμευτικότητας του διεθνούς δικαίου και της λειτουργικής απονομιμοποίησης του ΠΟΕ, ως μηχανισμού εξισορρόπησης κρατικών, οικονομικών και θεσμικών πολιτικών (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008). Εδώ ανακύπτει το κρίσιμο ζήτημα της ιεράρχησης των έννομων τάξεων και του τρόπου ενσωμάτωσης διεθνών δεσμεύσεων στην ενωσιακή έννομη τάξη. Το ερώτημα που τίθεται δεν σχετίζεται απλώς με τη συμμόρφωση του ενωσιακού δικαίου προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της ένωσης αλλά κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση δύναται να διαδραματίσει ηγεμονικό ρόλο στον επαναπροσδιορισμό της διεθνούς οικονομικής νομιμότητας (Αυγερινός, 2011). Κρίνεται, επομένως, σκόπιμο να διερευνηθεί όχι μόνο η τυπική συμβατότητα των νομικών πλαισίων αλλά και οι ενδεχόμενες συγκρούσεις αρχών, όπως η προτεραιότητα της εσωτερικής αγοράς έναντι διεθνών δεσμεύσεων, αξιολογώντας ταυτόχρονα τις επιπτώσεις τους στην παγκόσμια οικονομική ισορροπία (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017).
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά πεδία άσκησης αποκλειστικής εξωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης συνιστά η Κοινή Εμπορική Πολιτική (εφεξής ΚΕΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 1 στοιχ. ε΄ ΣΛΕΕ (Αυγερινός, 2011). Πρόκειται για έναν αυτοτελή τομέα διεθνούς οικονομικής δράσης, ο οποίος εντάσσεται στο κεφάλαιο της εξωτερικής διάστασης, της εσωτερικής αγοράς κι έχει ως πρωταρχικό στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την εξασφάλιση ίσων όρων ανταλλαγών και την προώθηση του ελεύθερου αλλά και δίκαιου εμπορίου (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017). Η Κοινή Εμπορική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκει νομικά έρεισμα στο άρθρο 206 της ΣΛΕΕ, το οποίο θέτει ως θεμελιώδη στόχο την προώθηση αρμονικών και ισόρροπων αναπτυξιακών σχέσεων με τρίτες χώρες, μέσα από τη σταδιακή εξάλειψη των φραγμών στο διεθνές εμπόριο (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008). Από κριτική σκοπιά, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αξιολόγηση του κατά πόσο η εν λόγω νομοθετική διάταξη επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ προστασίας των εσωτερικών συμφερόντων και συμμόρφωσης με διεθνείς δεσμεύσεις, θέτοντας ερωτήματα για την πρακτική εφαρμογή της πολιτικής αυτής και τις προτεραιότητες που υπαγορεύει η στρατηγική της Ένωση. Το άρθρο 207 ΣΛΕΕ, λοιπόν, καλείται να εξειδικεύσει και να οργανώσει την άσκηση της πολιτικής αυτής, προσδιορίζοντας τόσο το ουσιαστικό της περιεχόμενο όσο και τη θεσμική διαδικασία μέσω της οποίας διαμορφώνεται. Εν προκειμένω, επιβεβαιώνεται η θεσμική ομοιογένεια μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής διάστασης της αγοράς. Καθοριστικής σημασίας είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αναλαμβάνει τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, ενεργώντας με εντολή του Συμβουλίου (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008). Η Επιτροπή οφείλει να ενημερώνει το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ενώ η τελική σύναψη των συμφωνιών προϋποθέτει τη συγκατάθεση του Κοινοβουλίου, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας (Αυγερινός, 2011). Πρόκειται, επομένως, για έναν μηχανισμό βάσει του οποίου η εκτελεστική αρμοδιότητα συνδυάζεται με δημοκρατικό έλεγχο και κοινοβουλευτική νομιμοποίηση, στοιχείο που υπογραμμίζει τη σημασία της εμπορικής πολιτικής ως τομέα έντονης πολιτικής και θεσμικής αλληλεπίδρασης (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008).
Η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε καθοριστική για τη θεσμική αρχιτεκτονική της Κοινής Εμπορικής Πολιτικής, καθώς έκρινε ότι το κύριο σώμα των διατάξεων των σύγχρονων εμπορικών συμφωνιών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, με εξαίρεση τις ρυθμίσεις που αφορούν την προστασία άμεσων ξένων επενδύσεων και τη διαιτησία επενδυτή–κράτους, τομείς που συνιστούν αντικείμενο συντρέχουσας αρμοδιότητας και απαιτούν επικύρωση από τα κράτη μέλη (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017). Η θέση αυτή επέφερε σημαντικές συνέπειες ως προς τη διαδικασία κύρωσης των συμφωνιών, επιτρέποντας την έγκριση μεγάλου μέρους τους χωρίς εμπλοκή των εθνικών κοινοβουλίων κι ενισχύοντας τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της ενωσιακής εξωτερικής δράσης. Έτσι, ενισχύεται η συνοχή και η ταχύτητα των διεθνών διαπραγματεύσεων, αλλά εγείρονται παράλληλα ζητήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις υπό το πρίσμα της τελεολογικής και συστηματικής μεθοδολογίας, το Δικαστήριο ανέδειξε την ΚΕΠ ως αυτοτελή και λειτουργικά πλήρη πολιτική, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ενότητας της διεθνούς εκπροσώπησης της Ένωσης (Αυγερινός, 2011). Υπό το φως της νομολογίας αυτής, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργεί ως αυτόνομος και κυρίαρχος διεθνής δρων, διαθέτοντας πλήρη νομική προσωπικότητα και διεθνή διαπραγματευτική ικανότητα. Η ΚΕΠ, στην παρούσα εξελιγμένη της μορφή, υπερβαίνει πλέον το πεδίο του κλασικού εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, ενσωματώνοντας τομείς στρατηγικής σημασίας όπως η ψηφιακή οικονομία, η ενεργειακή μετάβαση, οι αλυσίδες εφοδιασμού και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017). Η κριτική αυτή προσέγγιση επιτρέπει την αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο η διεύρυνση του πεδίου της ΚΕΠ ενισχύει ή περιορίζει την ικανότητα της ΕΕ να επιτύχει ουσιαστική συμμόρφωση των τρίτων χωρών με τις ενωσιακές προδιαγραφές, καθώς και την επίδρασή της στην παγκόσμια ισορροπία συμφερόντων (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008). Οι ενωσιακές εμπορικές συμφωνίες περιλαμβάνουν ολοένα και συχνότερα ρήτρες κοινωνικής και περιβαλλοντικής συμμόρφωσης, κεφάλαια επενδυτικής προστασίας, πνευματικής ιδιοκτησίας και κανονιστικής σύγκλισης, καθιστώντας την ΚΕΠ βασικό όχημα για την εξαγωγή των ενωσιακών αξιών και νομικών προτύπων στη διεθνή έννομη τάξη (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017). Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινή Εμπορική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά όχι απλώς έναν πυλώνα εξωτερικής δράσης, αλλά ένα σύνθετο, θεσμικά κατοχυρωμένο και διαρκώς εξελισσόμενο εργαλείο κανονιστικής ηγεμονίας, που επιβεβαιώνει τον ρόλο της Ένωσης ως ρυθμιστικού πρότυπου στη μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομική τάξη (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008).
Ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), γνωστός και ως DSU, υπήρξε για χρόνια βασικό θεμέλιο της διεθνούς οικονομικής έννομης τάξης, εξασφαλίζοντας δεσμευτικές αποφάσεις, προβλεψιμότητα και ίση μεταχείριση στα κράτη-μέλη (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017). Το Δευτεροβάθμιο Όργανο (Appellate Body) αποτέλεσε τον πυρήνα αυτού του συστήματος, δημιουργώντας αξιόπιστη νομολογία για το διεθνές εμπορικό δίκαιο. Η παρατεταμένη αυτή κρίση θέτει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του πολυμερούς συστήματος και ελλοχεύει κινδύνους για την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017). Ωστόσο, από το 2017 και μετά, οι ΗΠΑ αρνούνται να εγκρίνουν νέους διορισμούς στο όργανο, κατηγορώντας το για υπέρβαση αρμοδιοτήτων. Το αποτέλεσμα ήταν η ουσιαστική αδρανοποίησή του από το 2019, γεγονός που υπονόμευσε την εύρυθμη λειτουργία του ΠΟΕ και άφησε τα κράτη χωρίς αξιόπιστο μηχανισμό επίλυσης διαφορών. Αντιμέτωπη με αυτή την κρίση, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντέδρασε προτείνοντας έναν εναλλακτικό θεσμό: το MPIA, έναν προσωρινό μηχανισμό διαιτησίας μεταξύ πρόθυμων κρατών, στη βάση του άρθρου 25 του DSU. Παράλληλα, ενίσχυσε το εσωτερικό της νομικό οπλοστάσιο μέσω του Κανονισμού 654/2014, που επιτρέπει τη λήψη αντιμέτρων έναντι τρίτων κρατών που αρνούνται τη θεσμική επίλυση διαφορών. Αν κι οι πρωτοβουλίες αυτές ενισχύουν την ευελιξία και τη νομική αυτονομία της Ένωσης, εγείρουν προβληματισμούς για τον σεβασμό της πολυμέρειας και της θεσμικής ισότητας που πρεσβεύει το διεθνές εμπορικό σύστημα (Αυγερινός, 2011). Η ΕΕ, παρόλα αυτά, εξακολουθεί να ισορροπεί ανάμεσα στον ρόλο του υπερασπιστή του διεθνούς δικαίου και εκείνον του αυτόνομου ρυθμιστή, επιβεβαιώνοντας την κανονιστική της ταυτότητα σε ένα όλο και πιο κατακερματισμένο παγκόσμιο περιβάλλον (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008). Η σύνθετη αυτή ισορροπία αποτυπώνει τη διττή φύση της ευρωπαϊκής εξωτερικής δράσης: από τη μία ως φρουρός διεθνών κανόνων, από την άλλη ως πρωτοπόρος νομικής και πολιτικής καινοτομίας (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017).
Το διεθνές εμπορικό δίκαιο αποτελεί το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ κρατών, με σκοπό τη διασφάλιση ενός σταθερού, προβλέψιμου και δίκαιου συστήματος (Αυγερινός, 2011). Η ανάγκη για τη δημιουργία ενός τέτοιου πλαισίου αναδείχθηκε ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν έγινε σαφές ότι η οικονομική συνεργασία μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην αποφυγή νέων συγκρούσεων. Έτσι, ξεκίνησε η πορεία που οδήγησε από τη Συμφωνία GATT του 1947 στη δημιουργία, το 1995, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017). Ο ΠΟΕ δεν περιορίζεται στη διαπραγμάτευση συμφωνιών· αντιθέτως, αποτελεί έναν πολυδιάστατο διεθνή οργανισμό που εποπτεύει, ερμηνεύει και εφαρμόζει το σύνολο των δεσμεύσεων των μελών του (Αυγερινός, 2011). Πιο συγκεκριμένα, ο ΠΟΕ βασίζεται σε τρεις βασικές συμφωνίες – GATT , η οποία αφορά εμπόριο αγαθών, GATS με σκοπό τη ρύθμιση των υπηρεσιών και TRIPS , με αρμοδιότητα τον καθορισμό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας – οι οποίες εφαρμόζονται ενιαία και υποχρεωτικά σε όλα τα κράτη-μέλη. Επιπλέον, το θεσμικό του πλαίσιο προβλέπει ένα σύνολο από όργανα με αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων, παρακολούθησης της συμμόρφωσης και τεχνικής υποστήριξης. Κεντρικές αρχές όπως η ρήτρα της πιο ευνοημένης μεταχείρισης (MFN), η εθνική μεταχείριση και η διαφάνεια των κανόνων διασφαλίζουν τη μη διάκριση και την ισότητα των μελών στο διεθνές εμπόριο. (Αυγερινός, 2011)
Ιδιαίτερη σημασία, ωστόσο, έχει ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ, ο οποίος διακρίνεται για τον σχεδόν δικαιοδοτικό του χαρακτήρα (Αυγερινός, 2011). Μέσα από αυτόν, τα κράτη μπορούν να επιλύσουν διαφορές που προκύπτουν από παραβιάσεις των κανόνων, μέσω μιας δομημένης διαδικασίας που περιλαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις και δυνατότητα έφεσης. Το Δευτεροβάθμιο Όργανο (Appellate Body) αποτέλεσε για χρόνια πυλώνα νομιμότητας και συνέπειας, δημιουργώντας ένα σταθερό σύνολο ερμηνευτικών προτύπων για το WTO law. Παρά ταύτα, από το 2017, ο μηχανισμός αυτός έχει παγώσει, καθώς οι ΗΠΑ μπλοκάρουν τους νέους διορισμούς, οδηγώντας το σύστημα σε αδιέξοδο (Αυγερινός, 2011). Παρόλα αυτά, το διεθνές εμπορικό δίκαιο και ο ΠΟΕ συνεχίζουν να παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου οικονομικού τοπίου. Η λειτουργία τους επηρεάζει τις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις, καθώς και τη διαχείριση σύγχρονων προκλήσεων όπως η πράσινη μετάβαση, η ψηφιακή οικονομία και η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017). Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως, αναγνωρίζοντας τη σημασία της πολυμέρειας, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη διατήρηση της σταθερότητας και της θεσμικής συνοχής του ΠΟΕ, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον ρόλο της ως κανονιστικού παράγοντα στο διεθνές εμπόριο (Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης, 2017).
Συνοψίζοντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της Κοινής Εμπορικής Πολιτικής και των πρωτοβουλιών αντιμετώπισης της κρίσης του ΠΟΕ, επιδιώκει να αναλάβει έναν διττό ρόλο: αφενός, να διατηρήσει το κύρος του διεθνούς εμπορικού δικαίου, αφετέρου, να προωθήσει τις δικές της νομικές και αξιακές παραδοχές στη διεθνή σκηνή (Αυγερινός, 2011). Σε έναν κόσμο αυξανόμενης θεσμικής αβεβαιότητας και γεωπολιτικής μεταβλητότητας, η ΕΕ καλείται να αποδείξει ότι μπορεί όχι μόνο να προσαρμοστεί, αλλά και να ηγηθεί. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί από την ικανότητά της να συνδυάσει αποτελεσματικά την εσωτερική της συνοχή με την εξωτερική της κανονιστική επιρροή (17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2008).
Βιβλιογραφία
Βιβλία
Αυγερινός, Γ.Β. (2011). Εισαγωγή στο Δίκαιο Ανταγωνισμού της ΕΕ. Νομική Βιβλιοθήκη
17ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου (2008) Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου Νομική Βιβλιοθήκη
Κατρανίδης Στέλιος, Νταντάκας Δημήτρης (2017) Θεωρία και Πολιτική Διεθνούς Εμπορίου Εκδόσεις ΤΖΙΟΛΑ
Άρθρα από ακαδημαϊκές πηγές
Law spot. (2009). Διαθέσιμο σε: https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/slee/arthro-101-synthiki-gia-ti-leitoyrgia-tis-eyropaikis-enosis
Issam Hallak (2022) Investor-state protection disputes involving EU Member States European Parliament Διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/IDAN/2022/738216/EPRS_IDA%282022%29738216_EN.pdf
Antonio Segura-Serrano (2017) The Recurrent Crisis of the European Union’s Common Commercial Policy: Opinion 2/15 European Papers Διαθέσιμο σε: https://www.europeanpapers.eu/en/system/files/pdf_version/EP_eJ_2017_3_6_Overview_Antonio_Segura_Serrano_00178.pdf
Πρωτογενείς Πηγές
Ευρωπαϊκή Ένωση (2012). Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενοποιημένη έκδοση). Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A12012E%2FTXT
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο & Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2014). Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 654/2014 σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων της Ένωσης για την επιβολή και εφαρμογή διεθνούς εμπορικού δικαίου. Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 189, 27.6.2014. Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A32014R0654
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (1995). Understanding on Rules and Procedures Governing the Settlement of Disputes (DSU). Διαθέσιμο σε: https://www.wto.org/english/tratop_e/dispu_e/dsu_e.htm
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (1994). Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT 1994). Διαθέσιμο σε: https://www.wto.org/english/docs_e/legal_e/gatt47_e.htm
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (1994). Γενική Συμφωνία για το Εμπόριο Υπηρεσιών (GATS). Διαθέσιμο σε: https://www.wto.org/english/docs_e/legal_e/26-gats_01_e.htm
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (1994). Συμφωνία για τα Δικαιώματα Διανοητικής Ιδιοκτησίας που σχετίζονται με το Εμπόριο (TRIPS). Διαθέσιμο σε: https://www.wto.org/english/docs_e/legal_e/27-trips_01_e.htm
Πηγή Εικόνας
Denis Balibouse (2021) WTO in Geneva Reuters Διαθέσιμο σε: https://www.reutersconnect.com/item/a-logo-is-pictured-on-the-wto-in-geneva/dGFnOnJldXRlcnMuY29tLDIwMjE6bmV3c21sX1JDMjA1TTk2TzU0NQ%3D%3D?utm_medium=rcom-article-media&utm_campaign=rcom-rcp-lead
