Γράφει η Μαρία-Αργυρώ Πελαγίδου
Η Συνθήκη Εμπορίας Όπλων υπογράφηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, στις 2 Απριλίου του 2013. Ο στόχος της είναι να συμβάλει στη διεθνή και τοπική ειρήνη, την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τη μείωση του ανθρώπινου πόνου. 154 κράτη ψήφισαν υπέρ της κατοχύρωσής της, 3 τάχθηκαν κατά και 23 απουσίαζαν από τις συνεδριάσεις. Το εμπόριο όπλων είναι ένα ζήτημα που αφορά τις γυναίκες, καθώς συχνά «πέφτουν» θύματα χρήσης ή απειλής χρήσης όπλων. Φεμινιστικές οργανώσεις και ακτιβιστές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κατάρτιση της Συνθήκης. Σε αυτό το άρθρο, θα επιχειρηθεί μια σύντομη ανάλυση της Συνθήκης από φεμινιστική σκοπιά.
Πρώτα, όμως, είναι απαραίτητο να διασαφηνιστεί ο όρος φεμινισμός ως εργαλείο θεώρησης των διεθνών σχέσεων. Η φεμινιστική ανάλυση των διεθνών σχέσεων εμφανίστηκε έναν αιώνα περίπου μετά το 1ο κύμα του κοινωνικού κινήματος του φεμινισμού. Οι κατακτήσεις του ως κοινωνικό κίνημα ήταν πολλές, καθώς σταδιακά προχωρούσε η χειραφέτηση των γυναικών, και από την κατοχύρωση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, προχωρούσε στη διεκδίκηση της εξάλειψης του σεξισμού, του ρατσισμού, των βιασμών. Πρόκειται για ένα κίνημα το οποίο «ωριμάζοντας» αγγίζει και άλλα κοινωνικά κινήματα, όπως το φοιτητικό, το οικολογικό, το αντιρατσιστικό, και μοιράζεται μαζί τους αξίες. Στην αρχή, έθετε στο επίκεντρο τη λευκή γυναίκα, αλλά με την πάροδο τον χρόνων, ο φεμινισμός έγινε ένα κίνημα που αφορούσε όλες τις γυναίκες και όλες τις θηλυκές ταυτότητες σε κάθε γωνιά της γης. Οι φεμινιστές διεκδικούν ίσα δικαιώματα για όλα τα φύλα, προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και «πολεμούν» για έναν κόσμο χωρίς ένοπλες συγκρούσεις.
Στη διεθνή πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις, η φεμινιστική προσέγγιση είναι σχετικά καινούρια, καθώς εκφράστηκε από αναλυτές και θεωρητικούς περίπου τη δεκαετία του 1980. Μέχρι τότε, το μονοπώλιο στην ανάλυση διεθνών σχέσεων είχαν οι θεωρίες του ρεαλισμού και του φιλελευθερισμού, δύο θεωρίες όπου στο επίκεντρο ετίθετο πάντα ο άντρας, και η συμβολή των γυναικών στη διαμόρφωση της διεθνούς πολιτικής αγνοείτο. Ακόμη και οι κριτικές θεωρίες, αλλά και ο μεταδομισμός και ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός, αγνοούσαν τη γυναίκα και τη θέση της στις διεθνείς υποθέσεις. Χρειαζόταν, λοιπόν, μια διαφορετική ανάλυση, μέσα από την οποία θα αναγνωρίζονταν οι τρόποι με τους οποίους οι γυναίκες διαμορφώνουν την παγκόσμια πολιτική. Η ανάλυση με βάση τον φεμινισμό διακρίνεται στον εμπειρικό φεμινισμό, κατά τον οποίο οι αναλυτές διερωτώνται «πού είναι οι γυναίκες;», και στον αναλυτικό φεμινισμό, όπου αναδεικνύονται οι έμφυλες προκαταλήψεις των θεωριών διεθνών σχέσεων.
Για την κατάρτιση της Συνθήκης Εμπορίας Όπλων το 2013, η ερώτηση «πού είναι οι γυναίκες;» αποτέλεσε καθοριστικό «όπλο» στην προστασία τους. Φεμινιστές ακτιβιστές και ακτιβίστριες πήραν συνέντευξη από γυναίκες σε χώρες όπου η οπλοκατοχή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, και σχετίζεται άμεσα με την ομαδική βία και την ενδοοικογενειακή βία, κυρίως σε βάρος γυναικών και παιδιών. Οι ακτιβιστές κατά την έρευνά τους αναρωτήθηκαν «τι γεννά την ένοπλη βία» και «ποιες είναι οι επιπτώσεις της». Κατέληξαν πως οι γυναίκες είναι θύματά της, και πως ακόμη και η παρουσία ενός όπλου στο σπίτι, χωρίς την απειλή χρήσης του, τις τρομοκρατεί και επηρεάζει τη σχέση τους με τον σύντροφό τους. Οι φεμινιστές ακτιβιστές έδρασαν διαφορετικά από τους ακτιβιστές που δεν ήταν «φεμινιστικά-πληροφορημένοι», οι οποίοι εστίασαν σε στατιστικά δεδομένα εισαγωγών και εξαγωγών όπλων και σε μοτίβα ένοπλων συρράξεων προκειμένου να πιέσουν για περισσότερο περιορισμό στο εμπόριο όπλων.
Ποιος ήταν ο στόχος όλης αυτής της προσπάθειας των φεμινιστών ακτιβιστών; Να περιληφθεί στη Συνθήκη ο όρος «έμφυλη βία», και να αποτελεί κριτήριο για τις εξαγωγές όπλων, δηλαδή τα κράτη οφείλουν να εκτιμούν εάν τα όπλα που εξάγουν ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση έμφυλης βίας. Προς τον σκοπό αυτό, οι ακτιβιστές συνομιλούσαν με εκπροσώπους των κρατών-μελών του ΟΗΕ ώστε να τα πείσουν να ψηφίσουν υπέρ της πρότασής τους. Ταυτόχρονα, το lobbying τριών οργανισμών, του Διεθνούς Δικτύου Δράσης στα Ελαφρά Φορητά Όπλα (IANSA), της Διεθνούς Ένωσης Γυναικών για την Ειρήνη και την Ελευθερία (WILPF) και της Διεθνούς Δράσης για την Πρόληψη Πολέμου και Ένοπλης Σύρραξης, έδρασαν συστηματικά προς τον ίδιο σκοπό.
Ωστόσο, οι προσπάθειες των ακτιβιστών συνάντησαν έντονη αντίσταση από το Βατικανό, τη Συρία, το Ιράν, τη Ρωσία. Συγκεκριμένα, το Βατικανό έχει καθεστώς κράτους-παρατηρητή στις Γενικές Συνελεύσεις του ΟΗΕ και ψηφίζει όποτε του επιτραπεί. Παρότι δεν του επετράπη να ψηφίσει αυτή τη φορά, ο ρόλος του ήταν κρίσιμος, καθώς σύμφωνα με την Enloe, φεμινίστρια θεωρητικό των διεθνών σχέσεων, αντιμετωπίζει ως «ανάθεμα» ζητήματα που πραγματεύονται το φύλο ως κοινωνικά δομημένο. Αντί για τον όρο «έμφυλη βία», επέμενε και πίεσε στην περίληψη της φράσης «βία ενάντια σε γυναίκες και παιδιά» μόνο στην εισαγωγή της Συνθήκης και όχι ως περιοριστική ρήτρα. Οι ακτιβιστές, απεναντίας, εξηγούσαν πως αυτή η φράση δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί, γιατί γυναίκες και παιδιά δεν πρέπει να «στοιβάζονται» μαζί, καθώς με αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζεται η σημαντικότητα της έμφυλης βίας και, επιπλέον, είναι αναγκαία η χρήση του όρου «έμφυλη βία», ώστε να γίνει ορατή και κατανοητή η πολιτική του μισογυνισμού στη διεθνή πολιτική των εξαγωγών όπλων.
Το εμπόριο όπλων, όμως, δεν είναι μόνο φεμινιστικό ζήτημα λόγω της χρήσης των όπλων για την άσκηση έμφυλης βίας. Είναι φεμινιστικό ζήτημα γιατί με τη χρήση όπλων παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα, αποσταθεροποιούνται καταστάσεις ειρήνης, δημιουργείται ένα περιβάλλον τρομοκρατίας και άγχους. Το εμπόριο όπλων αντιτίθεται στις αξίες και στο όραμα του φεμινιστικού κινήματος και, ειδικότερα, στις πολιτικές ανθρώπινης ασφάλειας, που στοχεύουν στη μείωση των μη-στρατιωτικών απειλών, όπως των κοινωνικών ανισοτήτων και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επομένως, η ρύθμιση της εμπορίας όπλων ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων με υπογραφή Συνθήκης, από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ήταν ένα γεγονός που επικροτήθηκε από τους φεμινιστές. Για πρώτη φορά οι εξαγωγές όπλων θα περιορίζονταν από διεθνές συμβατικό δίκαιο, υποχρεώνοντας τα κράτη να εκτιμούν εάν τα όπλα που εξάγονταν, με τη χρήση τους, παραβίαζαν ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν επαναπαύτηκαν, όμως, μόνο στη διασφάλιση απλά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην προστασία της ειρήνης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, αλλά όπως αναλύθηκε παραπάνω, διεκδίκησαν τη συμπερίληψη του όρου «έμφυλη βία». Οι προσπάθειες των ακτιβιστών και των οργανώσεων έφεραν «καρπούς»: την παράγραφο 4 του άρθρου 7 της Συνθήκης, με βάση την οποία «το εξάγον μέλος να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν τα όπλα για την άσκηση ή τη διευκόλυνση έμφυλης βίας ή βίας ενάντια σε γυναίκες και παιδιά». Είναι μια αναγκαστική ρήτρα, η παραβίαση της οποίας καθιστά το εμπόριο όπλων παράνομο. Το άρθρο 7 είναι ένα φεμινιστικό επίτευγμα, πολύ σημαντικό για την κατοχύρωση σε διεθνές επίπεδο των δικαιωμάτων των γυναικών σε μια ζωή χωρίς απειλή χρήσης όπλου, αλλά και της αναγνώρισης της πραγματικότητας την οποία ζούνε γυναίκες σε πολλές γωνιές του πλανήτη, εγκλωβισμένες σε σπίτια όπου υπάρχουν όπλα, θύματα ψυχολογικής, λεκτικής, σωματικής, σεξουαλικής κακοποίησης.
Παρ’ όλα αυτά, πολλές αμφιβολίες έχουν προκύψει σχετικά με την αποτελεσματικότητα της Συνθήκης. Μπορεί, θεωρητικά, οι γυναίκες να προστατεύονται από την έμφυλη βία με βάση τη ρήτρα του άρθρου 7, καθώς υποχρεώνονται τα κράτη να εκτιμούν αν τα όπλα καταλήγουν σε παραστρατιωτικές οργανώσεις, σε συμμορίες, δηλαδή σε άτομα τα οποία φέρουν παράνομα όπλα, και που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση έμφυλης βίας. Ωστόσο, ποιος θα διασφαλίσει ότι ένας αστυνομικός υπάλληλος, για παράδειγμα, δεν θα γυρίσει σπίτι του με το όπλο της εργασίας του και δεν θα το χρησιμοποιήσει για να απειλήσει τη γυναίκα του, ή χειρότερα να τη σκοτώσει; Ποιος θα διασφαλίσει ότι, ακόμη και αν τα όπλα εξαχθούν και πωληθούν αποκλειστικά σε κρατικούς φορείς, όπως για παράδειγμα σε έναν εθνικό στρατό, δεν θα χρησιμοποιηθούν για την άσκηση βίας σε γυναίκες; Εξάλλου, ένα από τα εγκλήματα πολέμου που κατεξοχήν λαμβάνει χώρα από τις συγκρουόμενες δυνάμεις είναι οι ομαδικοί βιασμοί.
Συμπερασματικά, η παράγραφος 4 του άρθρου 7 είναι πράγματι ένα φεμινιστικό επίτευγμα, αποτέλεσμα επίμονης, μακρόχρονης προσπάθειας φεμινιστικών οργανώσεων και ακτιβιστών. Η Συνθήκη εδραιώνει την καλή πίστη σε διεθνές επίπεδο ότι τα κράτη επιθυμούν τον περιορισμό της έμφυλης βίας. Οι επιφυλάξεις που έχουν εκφραστεί, ωστόσο, προβληματίζουν σχετικά με την αποτελεσματικότητα της Συνθήκης. Προκειμένου να εφαρμόζεται σωστά σε εθνικό επίπεδο δεν αρκεί απλά μια εκδήλωση καλής πίστεως. Χρειάζεται ένας ισχυρός μηχανισμός λογοδοσίας στην ίδια τη Συνθήκη, αλλά και πρωτοβουλία και θέληση των κρατών να δημιουργήσουν το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο, επικυρώνοντας τη Συνθήκη και φτιάχνοντας τους απαραίτητους θεσμούς για την εφαρμογή της. Η κατοχύρωση της προστασίας των γυναικών όλου του κόσμου, ένας από τους πολλούς «προορισμούς» για το φεμινιστικό κίνημα απέχει ακόμη πολλά χιλιόμετρα.
Βιβλιογραφία:
- Enloe C. (2014), Bananas, Beaches and Bases, University of California Press.
- Heywood A. (2013), Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτική στην Παγκόσμια Εποχή, Εκδόσεις «Κριτική».
- Diack S. (2016), The Arms Trade Treaty from a feminist perspective, Swiss Peace. Διαθέσιμο σε: https://www.swisspeace.ch/apropos/the-arms-trade-treaty-from-a-feminist-perspective/
- War Resisters’ International (2014), A Feminist Response to the Arms Trade Treaty. Διαθέσιμο σε: https://wri-irg.org/en/story/2014/feminist-response-arms-trade-treaty