Γράφει η Δανάη Δούκα
Η παρούσα ανάλυση, αφορά την προσφυγή που κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Karl-Heinz Wemhoff, Γερμανός υπήκοος, κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, υποστηρίζοντας ότι η παρατεταμένη προσωρινή κράτησή του συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός του να δικαστεί η υπόθεσή του εντός ευλόγου χρόνου, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 και στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ). Ειδικότερα, επιχειρείται η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και εν συνεχεία παρατίθεται η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής ΕΔΔΑ), το οποίο κλήθηκε να αποφανθεί επί της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του Wemhoff και του γερμανικού κράτους βάσει του άρθρου 43 ΕΣΔΑ. Τέλος, επιδιώκεται μια σύντομη αξιολόγηση της απόφασης του δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης υποθέσεως.
Το Δικαστήριο (εφεξής ΕΔΔΑ) δεν επιλαμβάνεται υποθέσεων αυτεπαγγέλτως. Είναι αρμόδιο για την εξέταση προσφυγών που αφορούν την παραβίαση διατάξεων της Σύμβασης κατόπιν άσκησης ατομικών ή διακρατικών προσφυγών. Συγκεκριμένα, πρόκειται κυρίως για ατομικές προσφυγές που ασκούνται από ιδιώτες ενώ αυτές πρέπει να στρέφονται απαραίτητα κατά ενός ή περισσοτέρων Κρατών που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ένας ιδιώτης προσέφυγε κατά του γερμανικού κράτους υποστηρίζοντας ότι παραβιάστηκε ένα θεμελιώδες δικαίωμά του. Το εν λόγω ζήτημα δε, πρόκειται να εξεταστεί εκτενώς κατωτέρω (European Court of Human Rights, 2021).
Αρχικά, το αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήταν να εξεταστεί η εδώ εξεταζόμενη υπόθεση από το ΕΔΔΑ, προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί εάν υφίσταται παραβίαση ή μη εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύμφωνα με τις υποχρεώσεις των κρατών, όπως αυτές προκύπτουν από τις διατάξεις της Σύμβασης. Από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, τα έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, καθώς και από τις προφορικές δηλώσεις της Επιτροπής και της Κυβερνήσεως, διαπιστώθηκε πως ο K. H. Wemhoff, όντας ύποπτος για τη διάπραξη αδικημάτων απιστίας, συνελήφθη στις 9 Νοεμβρίου 1961. Την επόμενη ημέρα δε, διατάχθηκε η προσωρινή κράτησή του. Ειδικότερα, θεωρήθηκε ότι ο κ. Wemhoff ήταν ύποπτος για την παραβίαση των άρθρων 266 και 48 του γερμανικού ποινικού κώδικα. Αναλυτικότερα, ως πελάτης της τράπεζας August-Thyssen στο Βερολίνο υπήρχαν υποψίες ότι είχε υποκινήσει ορισμένους υπαλλήλους της τράπεζας να υπεξαιρέσουν πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά. Αναφέρθηκε επίσης ότι υπήρχε φόβος πως, εάν αφεθεί ελεύθερος, ο προσφεύγων θα προσπαθούσε να διαφύγει και να αποκρύψει αποδεικτικά στοιχεία αφενός, διότι ήταν πιθανό να του επιβληθεί σημαντική ποινή και αφετέρου να προειδοποιήσει τα πρόσωπα που ενδεχομένως εμπλέκονταν στις αξιόποινες πράξεις και δεν ήταν ακόμη γνωστά στις αρχές. Επιπλέον, υπήρχε κίνδυνος ο ίδιος να καταστρέψει τα έγγραφα που αφ’ ης στιγμής δεν ήταν δυνατό να κατασχεθούν (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany).
Παράλληλα, διατάχθηκε εκ νέου από το Επαρχιακό Δικαστήριο η προσωρινή κράτηση του Wemhoff. Ο προσφεύγων με επανειλημμένες αιτήσεις του, επεδίωκε να αφεθεί ελεύθερος, αλλά όλα τα αιτήματά του απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια του Βερολίνου, ενώ το Εφετείο Kammergericht υποστήριξε πως υπήρχε κίνδυνος απόκρυψης αποδεικτικών στοιχείων. Ο δικηγόρος του Wemhoff ζήτησε την υφ’ όρων απόλυσή του, ωστόσο την ίδια ημέρα το δικαστήριο διέταξε τη συνέχιση της κράτησης του προσφεύγοντος. Εν συνεχεία, ο τελευταίος αμφισβήτησε την προαναφερόμενη απόφαση, όταν επικαλέστηκε για πρώτη φορά τις διατάξεις της Σύμβασης. Πιο αναλυτικά, ζήτησε την υφ’ όρων απόλυσή του, αναφέροντας ότι δεν υπήρχε ούτε κίνδυνος απόκρυψης αποδεικτικών στοιχείων ούτε κίνδυνος φυγής, διότι είχε επιδιώξει με κάθε μέσο να διευθετήσει τις σχετικές συναλλαγές. Τόνισε περαιτέρω ότι είχε ασκήσει αγωγή εναντίον των οφειλετών του και πως δεν αποσόβησε μεγάλα χρηματικά ποσά από την τράπεζα, γεγονός που αποδείκνυε ότι δεν είχε οιαδήποτε πρόθεση φυγής (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany).
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το σκεπτικό της απόφασης κατόπιν της έκδοσης της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή, επεσήμανε ότι εξακολουθούσε να υπάρχει κίνδυνος φυγής του προσφεύγοντος και ότι η συνεχιζόμενη κράτησή του δεν ερχόταν σε αντίθεση με τη Σύμβαση (ΕΣΔΑ, άρθρα 5-3). Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι ήταν πιθανό ο Wemhoff να αρνηθεί να συμμορφωθεί και να εμφανιστεί ενώπιον των δικαστικών αρχών λόγω της συμπεριφοράς του, καθώς κατά τη διάρκεια της κράτησής του υπήρξε ιδιαίτερα απαιτητικός και δεν επέδειξε σύνεση και ταπεινοφροσύνη απέναντι στις αρχές. Στην πραγματικότητα, ήταν πιθανό να του επιβληθεί βαρύτερη ποινή εξαιτίας αυτού. Έπειτα, ο προσφεύγων επιχείρησε να επικαλεστεί τις συνθήκες προσωρινής κρατήσεώς του υποβάλλοντας σχετικές αναφορές, οι περισσότερες από τις οποίες και απορρίφθηκαν (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany).
Παράλληλα, θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη διάπραξη επτά αδικημάτων βάσει του νόμου περί πτωχεύσεων (άρθρο 239 παράγραφος 1) εξαιτίας της πραγματοποίησης συναλλαγών ύψους 284,2 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, οι οποίες αφορούσαν 53 λογαριασμούς σε 26 τράπεζες. Το γεγονός αυτό, οδήγησε στην έκδοση νέου εντάλματος προσωρινής κράτησης, καθώς φάνηκε πως ο προσφεύγων διέπραξε τα ίδια αδικήματα τα οποία αμφισβητούσε διαρκώς ότι είχε τελέσει (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany).
Η εκδίκαση της εδώ εξεταζόμενης υπόθεσης ξεκίνησε στις 9 Νοεμβρίου 1964 ενώ στις 15 Φεβρουαρίου 1965, το περιφερειακό δικαστήριο τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης έξι ετών και έξι μηνών και χρηματική ποινή 500 γερμανικών μάρκων, η δε περίοδος προσωρινής κράτησης συνυπολογίστηκε ως μέρος της ποινής. Επίσης, το δικαστήριο διέταξε την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος για τους λόγους που αναφέρονταν στο προηγηθέν ένταλμα προσωρινής κράτησης της 7ης Ιουλίου 1964 (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany).
Μετά την καταδίκη του, ο κ. Wemhoff υπέβαλε εκ νέου αίτημα προκειμένου να αφεθεί προσωρινά ελεύθερος, αλλά το περιφερειακό δικαστήριο το απέρριψε γιατί έκρινε ότι ήταν υπερχρεωμένος και αφερέγγυος και συνεπώς, ήταν πολύ πιθανό να είχε αποκρύψει μεγάλα χρηματικά ποσά. Έτσι, το 1965, ο προσφεύγων ζήτησε να αφεθεί προσωρινά ελεύθερος, έναντι εγγυήσεως. Εντούτοις, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό ούτε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε από το εφετείο, διότι ο κατηγορούμενος υπήρξε ασυνεπής ως προς την κατάθεση των υπέρογκων ποσών που διαρκώς υποσχόταν πως θα καταβάλει (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany).
Ακολούθως, στην αρχική αίτηση που κατέθεσε στην Επιτροπή στις 9 Ιανουαρίου 1964, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η διάρκεια της προσωρινής κράτησής του συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός του να δικαστεί η υπόθεσή του εντός ευλόγου χρόνου ή να αφεθεί ελεύθερος εν αναμονή της δίκης βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 3 της Σύμβασης. Επίσης, ανέφερε ότι οι αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1963, του Περιφερειακού Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 1963 και του Εφετείου της 5ης Αυγούστου 1963, δεν προέβλεπαν την αποφυλάκισή του. Ο προσφεύγων δε, αιτήθηκε την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη και επιφυλάχθηκε να προσδιορίσει αργότερα το ακριβές ποσό της αξίωσής του (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany).
Ακόμη, (ο προσφεύγων) υποστήριξε ότι μέσω της επίκλησης του άρθρου 5 ΕΣΔΑ, επιδιωκόταν να αποφευχθεί η υπερβολικά μακρά στέρηση της ελευθερίας λόγω της εκτάσεως και της διάρκειας της έρευνας. Δήλωσε ότι η προσωρινή κράτησή του αποτελούσε αφορμή ώστε να φανεί, κατά τα δικά του λεγόμενα, ότι είχαν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες, είτε ήταν ένοχος είτε όχι. Υποστήριξε, επίσης, πως η παρατεταμένη περίοδος κράτησής του είχε καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνική του θέση, την ψυχική υγεία του, αλλά και την επαγγελματική και οικογενειακή του ζωή. Επισημαίνοντας ότι τα αισθήματα αβεβαιότητας ενός προσωρινά κρατούμενου ως προς το αν θα αφεθεί ελεύθερος ή όχι, δημιουργούν μία επώδυνη και πιεστική κατάσταση η οποία επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου, αναφέρθηκε και στο άρθρο 3 της Σύμβασης. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι θα ήταν δυνατή η ταχύτερη εξέταση της υποθέσεώς του, μέσω της απασχόλησης περισσότερων εισαγγελέων και της επιταχύνσεως των εργασιών των πραγματογνωμόνων. Πρόσθεσε ότι ο ίδιος δεν καθυστέρησε με οποιονδήποτε τρόπο τη διαδικασία, αλλά, αντιθέτως, συνέδραμε την Εισαγγελία στη διαλεύκανση της υπόθεσης και ιδίως ζητημάτων αναφορικά με τις συναλλαγές που είχαν προηγηθεί, ενώ επισήμανε πως ούτε η διάρκεια της προβλεπόμενης ποινής του ούτε η αστική ευθύνη του για τη ζημία που υπέστη η Thyssen Bank, αποτελούσαν επαρκείς λόγους προκειμένου να υφίσταται οιαδήποτε υποψία διαφυγής του (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany).
Τέλος, ο Wemhoff ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 5 παρ.3 ΕΣΔΑ δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη του, η απόφαση σχετικά με το αν η διάρκεια της κράτησης εν αναμονή της δίκης είναι εύλογη ή όχι δεν μπορεί να εξαρτάται από οποιοδήποτε στοιχείο προκύπτει μετέπειτα (ΕΣΔΑ, άρθρο 5 παρ.3). Ωστόσο, η πλειοψηφία της Επιτροπής θεώρησε, πως δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 5 παρ.3, εφόσον τα στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της κράτησής του ήταν καθοριστικής σημασίας και απέδειξαν την ενοχή του. Επομένως, η συνέχιση της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος, που διατάχθηκε από τα αρμόδια δικαστήρια λόγω κινδύνου διαφυγής και απόκρυψης αποδεικτικών στοιχείων, ήταν νόμιμη (ΕΣΔΑ, άρθρο 5-1-γ). Κατά συνέπεια, θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 5 παρ.1 και παρ.3 της ΕΣΔΑ (ΕΣΔΑ, Άρθρο 5 παρ.1 και 3). Με την αίτησή του προς την Επιτροπή, ο Wemhoff κατήγγειλε, μεταξύ άλλων, ότι κρατούνταν μετά τη σύλληψή του, το Νοέμβριο του 1961. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Wemhoff αφενός συνελήφθη και κρατήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης, προκειμένου να οδηγηθεί σε δίκη, διότι υπήρχε εύλογη υπόνοια πως είχε διαπράξει αδίκημα και αφετέρου ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι φυγής του η οποία θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να αποτραπεί (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany, παρ.15). Επίσης, δεν αμφισβητήθηκε ότι ενημερώθηκε εγκαίρως για τους λόγους της σύλληψής του ή ότι οδηγήθηκε αμέσως ενώπιον εισαγγελέα. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι δεν υπήρξε στην παρούσα περίπτωση παραβίαση του άρθρου 5 παράγραφος 1 ή του πρώτου μέρους του άρθρου 5 παράγραφος 3 της Σύμβασης (ΕΣΔΑ, άρθρο 5 παρ.1 και 3). Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα αν υπήρξε παράβαση από τις γερμανικές δικαστικές αρχές εκείνης της διάταξης της Σύμβασης σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο που συλλαμβάνεται ή κρατείται έχει δικαίωμα να δικαστεί εντός ευλόγου χρόνου ή να αφεθεί ελεύθερο εν αναμονή της δίκης. Εντούτοις, το Δικαστήριο υποστήριξε με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 5 παράγραφος 3 της Σύμβασης. Αντιστοίχως, θεώρησε ομόφωνα, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης (ΕΣΔΑ, άρθρο 6 παρ.1). Συνεπώς, κατέληξε ότι από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν προέκυψε καμία παράβαση εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη Σύμβαση (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany, παρ.2). Θεώρησε επομένως, ότι δεν ετίθετο ζήτημα αποζημίωσης του κ. Wemhoff. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι η διάρκεια της κράτησης του κ. Wemhoff, η οποία διήρκεσε από τις 9 Νοεμβρίου 1961 έως τις 7 Απριλίου 1965, δεν συνιστούσε παραβίαση της Σύμβασης ενώ τονίστηκε η σημασία της εξέτασης της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος κατά την αξιολόγηση του εύλογου χρόνου της περιόδου κράτησης (ECHR, 1968, Wemhoff V. Germany, παρ.20).
Κλείνοντας, η παρούσα απόφαση κρίνεται μεγίστης σημασίας καθώς λόγω της πολυπλοκότητάς της υπόθεσης και των αλλεπάλληλων αιτημάτων με τα οποία ο κ. Wemhoff επεδίωκε τη μείωση της ποινής του, το Δικαστήριο δυσκολεύτηκε ιδιαιτέρως να διαμορφώσει την κρίση του και να προχωρήσει στην έκδοση της σχετικής αποφάσεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η εξουσιοδότηση που παρεχόταν στον εκπρόσωπο και στους συμβούλους της κυβέρνησης, προκειμένου να χρησιμοποιούν την γερμανική γλώσσα κατά την προφορική διαδικασία, με παρουσία διερμηνέων, οι οποίοι μετέφραζαν τα επιχειρήματα ή τις δηλώσεις που γίνονταν είτε στην αγγλική είτε στη γαλλική γλώσσα. Το γεγονός αυτό, προκαλούσε ενδεχομένως κάποιες ασάφειες και είχε ως συνέπεια την ύπαρξη διαφορετικών ερμηνειών που μπορούσαν να είναι καθοριστικές για την τελική απόφαση και την επιβληθείσα ποινή. Αναλυτικότερα, βάσει του κειμένου στην αγγλική γλώσσα ήταν δυνατές δύο ερμηνείες, ενώ η γαλλική επέτρεπε μόνο μία. Όσον αφορά το ζήτημα της κράτησης, το οποίο υπήρξε και το σπουδαιότερο, ήταν σαφώς αδιανόητο το Δικαστήριο να είχε την πρόθεση να επιτρέψει στις αρμόδιες αρχές, να παρατείνουν τη διαδικασία πέραν του ευλόγου χρόνου προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος. Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονηθεί το γεγονός ότι η Επιτροπή, επινόησε μια προσέγγιση η οποία συνίσταται στον καθορισμό ενός συνόλου επτά κριτηρίων, η εφαρμογή των οποίων θεωρείται απαραίτητη για την εκτίμηση της διάρκειας της επιβληθείσας κράτησης. Συνεπώς, η απόφαση του Δικαστηρίου δικαίωσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ενώ η υπόθεση Wemhoff υπήρξε αδιαμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες υποθέσεις που απασχόλησαν τη δικαιοσύνη.
Πηγές:
Πρωτογενείς πηγές-Νομοθεσία
Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Άρθρο 5. Διαθέσιμο σε: https://www.echr.coe.int/documents/d/echr/Convention_ELL
Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Άρθρο 6. Διαθέσιμο σε: https://www.echr.coe.int/documents/d/echr/Convention_ELL
EuropeanCourtofHumanRights, (2021) Το ΕΔΔΑ σε 50 ερωτήσεις. Διαθέσιμο σε: Το ΕΔΔΑ σε 50 ερωτήσεις (coe.int)
Νομολογία
European Court of Human Rights (1968) Case of Wemhoff v. Germany. 27 Ιουνίου. Διαθέσιμοσε: CASE OF WEMHOFF v. GERMANY (3).pdf
Πηγή εικόνας:
Police Test Info (2024) Pass the California Correctional Officer Test. Διαθέσιμο σε: How to Pass the California Correctional Officer Test (policetest.info)