Γράφει η Ναταλία Ηλιάδη
Η υπόθεση Χ κατά Ελλάδας, η οποία εκδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) και δημοσιεύτηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2024, αφορά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας η οποία είναι βρετανικής υπηκοότητας, περί μη διενέργειας αποτελεσματικής έρευνας και εν γένει παροχής προστασίας στην ίδια ως θύμα έμφυλης βίας εκ μέρους των αρμοδίων ελληνικών αρχών, κατόπιν υποβληθείσας καταγγελίας για βιασμό. Ειδικότερα, έγινε λόγος περί παραβίασης των άρθρων 3 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ), τα οποία αφορούν την απαγόρευση των βασανιστηρίων, της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του θύματος αντίστοιχα (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 1), ενώ η επίμαχη απόφαση, θέτει στο επίκεντρο τα ζητήματα προστασίας θυμάτων όπως η προσφεύγουσα και ιδίως τον τρόπο διαχείρισης τέτοιων καταστάσεων από το ελληνικό κράτος.
Ξεκινώντας, στις 22 Σεπτεμβρίου 2019, η δεκαοχτάχρονη τότε προσφεύγουσα έφτασε στην Πάργα για διακοπές μαζί με τη μητέρα της. Στις 25 του ίδιου μήνα, οι δύο γυναίκες επισκέφθηκαν για πρώτη φορά το μπαρ ενός ξενοδοχείου το οποίο βρισκόταν κοντά στο κατάλυμα όπου διέμεναν, και συνάντησαν τον κατηγορούμενο (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 6). Την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 26 Σεπτεμβρίου, οι δύο γυναίκες, επισκέφθηκαν για δεύτερη φορά, το μέρος όπου εργάζονταν αυτός. Λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ, η μητέρα επιστρέφοντας στο δωμάτιό της, άφησε την προσφεύγουσα μόνη της στο μπαρ με τον δράστη, χωρίς την παρουσία κανενός άλλου. Στις 2.50 τα ξημερώματα, η προσφεύγουσα έστειλε στη μητέρα της γραπτό μήνυμα στο οποίο ανέφερε ότι «όλα είναι εντάξει». Εντούτοις, αργότερα η αιτούσα επέστρεψε τρομαγμένη στο δωμάτιό της, εκμυστηρεύοντας στη μητέρα της ότι είχε εξαναγκαστεί από τον κατηγορούμενο σε σεξουαλική επαφή με χρήση σωματικής βίας. Στις 4 π. μ., η μητέρα της κάλεσε την αστυνομία καταγγέλλοντας τον βιασμό που υπέστη η κόρη της από τον δράστη (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 6).
Το ίδιο βράδυ, δύο άνδρες αστυνομικοί κατέφθασαν στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν οι 2 γυναίκες, αναφέροντας πως δεν μπορούσαν να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια μέχρι τις 9 π.μ (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 6). Έπειτα από τις αλλεπάλληλες προσπάθειες της μητέρας, τις οδήγησαν με το περιπολικό πρώτα στο ξενοδοχείο όπου έλαβε χώρα το περιστατικό και στη συνέχεια στο αστυνομικό τμήμα Πάργας (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 6). Όμως, σύμφωνα με την προσφεύγουσα εκεί ήταν παρόντες έξι ακόμη άνδρες αστυνομικοί και η πρώτη ερώτηση που της απηύθυναν, αφορούσε τυχόν επιθυμία της να επικοινωνήσει με τον κατηγορούμενο, ο οποίος βρισκόταν σε διαφορετικό δωμάτιο εντός του αστυνομικού τμήματος. Παρά την αρνητική απάντηση της ίδιας, η μητέρα της θέλησε να του μιλήσει ενώ οι αστυνομικοί στέκονταν με την πλάτη στραμμένη προς τον δράστη χωρίς να αναμειχθούν ουδόλως στην εν λόγω κατάσταση (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 6). Ακολούθως, ζητήθηκε από την προσφεύγουσα να αναγνωρίσει τον δράστη, όπως και έπραξε, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 7 π. μ. έως 11 π. μ. που αυτή βρισκόταν στο αστυνομικό τμήμα, δεν είχε τη δυνατότητα να φάει ή να πιει οτιδήποτε (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 6).
Η κ. Χ., ισχυρίστηκε ότι αιτήθηκε την παροχή επίσημου μεταφραστή, αλλά οι υπεύθυνοι αστυνομικοί την ενημέρωσαν ότι δεν υπήρχε κάποιος διαθέσιμος και για αυτό τη συνέδραμε ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου όπου διέμενε (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 7). Εντούτοις, ο τελευταίος δεν διέθετε επαρκή γνώση της αγγλικής γλώσσας ενώ η κατάθεσή της είχε γραφτεί στην ελληνική γλώσσα, και εφόσον δεν της διαβάστηκε, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει το περιεχόμενό της. Η κυβέρνηση από την πλευρά της δε, υποστήριξε ότι το συγκεκριμένο άτομο το οποίο ορίστηκε ως μεταφραστής, ήταν εκπρόσωπος της ταξιδιωτικής εταιρείας η οποία είχε διοργανώσει το ταξίδι της προσφεύγουσας (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 7).
Στο πλαίσιο της προκαταρτικής έρευνας της αστυνομίας, η κατάθεση της προσφεύγουσας δόθηκε σε άνδρα ανακριτή και γυναίκα αστυνομικό. Σύμφωνα με την ίδια, αφού ήπιε δύο αλκοολούχα κοκτέιλ και ένα ποτό που της πρόσφερε ο κατηγορούμενος, εκείνος την πλησίασε, την οδήγησε στο υπόγειο του ξενοδοχείου όπου βρίσκονταν αποχωρητήρια και ντους και εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη κατάστασή της λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ, αφαίρεσε τα ρούχα αμφοτέρων (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 8). Η αιτούσα του ζήτησε να σταματήσει, όμως εκείνος ήρθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της παρά τη θέλησή της. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι, δεν γνώριζε εάν ο κατηγορούμενος έλαβε τις απαραίτητες προφυλάξεις ενώ παράλληλα παρατήρησε αίμα πάνω της το οποίο ξέπλυνε ευθύς αμέσως στο ντους και εν συνεχεία, ο κατηγορούμενος της πρότεινε να τη συνοδεύσει στο ξενοδοχείο της, όπως και έγινε διότι η κ. Χ. φοβήθηκε να προβάλλει οποιαδήποτε αντίρρηση (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 8) .
Ακολούθως, η προσφεύγουσα και η μητέρα της μεταφέρθηκαν με αστυνομικό όχημα στο κέντρο υγείας της Πάργας, όπου, σύμφωνα με την πρώτη, ελήφθησαν δείγματα αίματος χωρίς παρόλα αυτά να ενημερωθεί σχετικά με το σκοπό και το είδος των εξετάσεων που θα πραγματοποιούνταν (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 10) ενώ στη συνέχεια, οι δύο γυναίκες μεταφέρθηκαν στο Τμήμα Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Η κ. Χ. ισχυρίστηκε μάλιστα ότι σε κάποια σημεία της διαδρομής το όχημα του δράστη βρισκόταν άλλοτε μπροστά και άλλοτε δίπλα τους ενώ κατά την άφιξή της στο νοσοκομείο ήρθε αντιμέτωπη μαζί του (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 10). Εκεί διενεργήθηκε σωματική εξέταση από άνδρα ιατρό, ο οποίος ανέφερε ότι υπήρχαν μώλωπες στους μηρούς σε στάδιο υποχώρησης και στην κνήμη και μία προσφάτως προκληθείσα εκδορά στο γόνατο. Βάσει της εξέτασης στα γεννητικά όργανα δε, διαπιστώθηκε ότι υπήρξε διάτρηση του παρθενικού υμένα και κυρίως 2 ρήξεις συνοδευόμενες από οίδημα και ερυθρότητα. Μάλιστα, επρόκειτο για κακώσεις που είχαν προκληθεί επίσης πρόσφατα ενώ τα προαναφερόμενα ευρήματα «συνηγορούσαν υπέρ της «διείσδυσης με αμβλύ αντικείμενο στον κόλπο» και ταυτόχρονα δεν ήταν δυνατός τόσο ο αποκλεισμός όσο και η επιβεβαίωση έτερων ασελγών πράξεων» (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 11). Επίσης, σύμφωνα με την κ. Χ. κατά τη διάρκεια των εξετάσεων ή κατόπιν αυτών, ουδεμία εξήγηση δόθηκε σχετικά με αυτές στην ίδια παρά τα αιτήματα της μητέρα της ενώ δεν της παρασχέθηκε οιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή. Κατόπιν των προαναφερομένων δε, οδηγήθηκε από την αστυνομία πίσω στο ξενοδοχείο της (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 12).
Στις 28 Σεπτέμβριου 2019, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι η αστυνομία θα την παραλάμβανε με σκοπό τη μεταφορά της σε άλλο νοσοκομείο, χωρίς να της δοθεί οιαδήποτε εξήγηση για την αναγκαιότητα πραγματοποίησης των συγκεκριμένων ενεργειών. Αντ’ αυτού μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα της Πρέβεζας, όπου της ζητήθηκε να υπογράψει έγγραφα στην ελληνική γλώσσα τα οποία δεν είχαν μεταφραστεί από επίσημο μεταφραστή. Η προσφεύγουσα τελικώς υπέγραψε, όντας αφενός φοβισμένη και αφετέρου λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα εν λόγω έγγραφα αποτελούσαν αποδεικτικά στοιχεία, όπως τη διαβεβαίωσε σχετικά μία εργαζόμενη στο αστυνομικό τμήμα (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 13). Την ίδια ημέρα, ασκήθηκε ποινική δίωξη για βιασμό κατά του κατηγορουμένου, ο οποίος απολογήθηκε δυο μέρες μετά και παρά το γεγονός ότι του απαγορεύθηκε η έξοδος από τη χώρα, αφέθηκε ελεύθερος εν αναμονή της δίκης (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 14).
Η εισαγγελέας, επικαλουμένη το άρθρο 336 παρ. 1 του Ποινικού κώδικα, έκρινε ότι για τη στοιχειοθέτηση βιασμού απαιτείται υποκειμενικώς πρόθεση ενώ αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος και ότι δεν απαιτείται ενεργή αντίσταση του θύματος για την ύπαρξη του στοιχείου της βίας, αλλά αρκεί η ασελγής πράξη να τελέστηκε παρά τη θέλησή του που εκφράστηκε ή πάντως κατέστη εμφανής με κάποιο τρόπο στον δράστη (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 15). Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψιν την ιατροδικαστική έκθεση και τις καταθέσεις των μαρτύρων, προέκυψε ότι η προσφεύγουσα είχε συναινέσει στη σεξουαλική επαφή και ότι δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για τη διεξαγωγή δίκης κατά του κατηγορουμένου και συνεπώς, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πρέβεζας με βούλευμά του έκρινε ότι οι σχετικές κατηγορίες έπρεπε να αποσυρθούν (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 16-17).
Ένα χρόνο αργότερα, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας επικοινώνησε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον πρόξενο της βρετανικής πρεσβείας στης Αθήνα, επιδιώκοντας να ενημερωθεί σχετικά με την υπόθεση, διότι η οικογένειά της αντιμετώπιζε δυσκολίες στην προσπάθειά της να λάβει πληροφορίες για αυτή. Ο πρόξενος ανταποκρίθηκε άμεσα, αναφέροντας ότι σύμφωνα με την αστυνομία της Πρέβεζας, η εισαγγελία χειριζόταν μεν τον φάκελο της υπόθεσης, δεν δέχτηκε να ενημερώσει λεπτομερώς την πρεσβεία δε (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 18). Στις 13 Ιανουαρίου 2021, ο πρόξενος ενημέρωσε τον εκπρόσωπο της οικογενείας πως σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ο κατηγορούμενος είχε αθωωθεί, γεγονός το οποίο επαληθεύτηκε την επόμενη ημέρα από τον ίδιο. Στις 25 Ιανουαρίου 2021, η προσφεύγουσα απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην εισαγγελία αιτούμενη να λάβει πρόσβαση στα σχετικά αστυνομικά και νοσοκομειακά αρχεία ενώ λίγες ημέρες αργότερα, ενημερώθηκε ότι δεν εδύνατο να λάβει αντίγραφο της δικογραφίας διότι δεν είχε δηλώσει προς υποστήριξη της κατηγορίας στην κατάθεσή της και δεν είχε καταβάλει το σχετικό παράβολο, όπως προβλέπεται βάσει του κώδικα ποινικής δικονομίας και πλέον η σχετική προθεσμία είχε παρέλθει. Αυτός δε, ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν ενημερώθηκε για την έκδοση της υπ’ αριθ. 59/2020 απόφασης του Δικαστικό Συμβουλίου Πρέβεζας με την οποία απορρίφθηκε η υπόθεση επί της ουσίας (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 18-19)
Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα, επικαλούμενη τα δικαιώματα των άρθρων 3 και 8 ΕΣΔΑ (ΕΣΔΑ, 1950), αναφορικά με την απαγόρευση των βασανιστηρίων, της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής αντιστοίχως, άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 34). Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε πως η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα και δεν είχε συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία προς υποστήριξη της κατηγορίας (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 35). Επιπλέον, υποστήριξε ότι η αιτούσα δεν είχε αναφερθεί στη φερόμενη παραβίαση των άρθρων 3 και 8 ΕΣΔΑ επί της ουσίας σε εθνικό επίπεδο, αλλά αντιθέτως απευθύνθηκε στο ΕΔΔΑ, καταγγέλλοντας τις παραλείψεις των αρμοδίων αρχών που έλαβαν χώρα κατά τη διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσης (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 37).
Παρόλα αυτά, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 1 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, 2011), προβλέπεται ότι «η διερεύνηση ή η δίωξη του βιασμού δεν εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την αναφορά ή την καταγγελία που υποβάλλεται από το θύμα» (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 40). Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε πως η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί πλήρως όσον αφορά τα δικαιώματά της και τα διαθέσιμα νομικά μέσα ενώ δεν επείσθη ότι υφίστατο δυνατότητα συμμετοχής αυτής στη διαδικασία με δήλωση προς υποστήριξη της κατηγορίας. Συγχρόνως, φαίνεται πως η προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε επαρκώς και για τις επιπτώσεις της προαναφερόμενης παράλειψης (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 41-42). Ακόμη, απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων, καθώς η προσφεύγουσα είχε ήδη εκφράσει τις αιτιάσεις της ενώπιον των αρμόδιων αρχών και είχε ζητήσει τη δίωξη του δράστη, χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, να έχει ενημερωθεί για τη δυνατότητα υποβολής δήλωσης προς υποστήριξη της κατηγορίας (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 45). Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος της αιτούσας βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα, η οικογένειά της δυσκολευόταν να λάβει πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης, όπως επίσης αναφέρθηκε και ανωτέρω (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 49). Επιπρόσθετα, η ελλιπής ενημέρωσή της είχε ως συνέπεια την αποστέρηση της δυνατότητας πρόσβασης στα στοιχεία της δικογραφίας και εν γένει της ενεργούς συμμετοχής της στις σχετικές διαδικασίες (ΕΔΔΑ, 2024, παρ.71-85). Τέλος, το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι οι αρμόδιες ανακριτικές και δικαστικές αρχές παρέλειψαν να απαντήσουν επαρκώς στους ισχυρισμούς της κ. Χ. περί βιασμού, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι «δεν υπέβαλαν την υπόθεση στον προσεκτικό έλεγχο που απαιτείται για να εκπληρώσουν σωστά τις θετικές τους υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση» και συνεπώς, βάσει των προαναφερομένων, διαπιστώθηκε ότι έλαβε χώρα παραβίαση των άρθρων 3 και 8 ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 86-90). Ωστόσο, το αίτημα της προσφεύγουσας για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, απερρίφθη, διότι δεν υποβλήθηκαν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (ΕΔΔΑ, 2024, παρ. 95).
Κλείνοντας, η απόφαση του ΕΔΔΑ στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, αναδεικνύει τις σοβαρές παραλείψεις των αρμοδίων αρχών όσον αφορά τη διερεύνηση της υπόθεσης κατά τρόπο επαρκή, αλλά και την προστασία της προσφεύγουσας ως θύματος έμφυλης βίας. Η ελλιπής ενημέρωση της τελευταίας αναφορικά με τα δικονομικά της δικαιώματα και η αδυναμία παροχής της απαραίτητης στήριξης και προστασίας, θέτουν στο επίκεντρο την αναγκαιότητα λήψης των απαιτούμενων μέτρων, προκειμένου να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό τα ζητήματα έμφυλης βίας και εν γένει να αποφευχθούν στο μέλλον έτερες καταστάσεις που θα συνιστούν παραβίαση των πλέον θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
Πηγές:
Πρωτογενείς πήγες- Νομοθεσία:
ΕΣΔΑ. (1950). Άρθρο 3. Διαθέσιμο σε: https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/esda/arthro-3-eyropaiki-symvasi-dikaiomaton-toy-anthropoy-apagoreysi
ΕΣΔΑ. (1950). Άρθρο 8. Διαθέσιμο σε: https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/esda/arthro-8-eyropaiki-symvasi-dikaiomaton-toy-anthropoy-dikaioma
Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. (2011). Άρθρο 55. Διαθέσιμο σε: https://isotita.gr/wp-content/uploads/2017/04/Convention_violence-against-women_2011_el_edited.pdf
Νομολογία:
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. (2024). Υπόθεση Χ κατά Ελλάδος (Προσφυγή υπ’ αριθμόν 38588/21). 13 Φεβρουαρίου. Διαθέσιμο σε: https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-230857%22]}
Πηγή εικόνας:
Lefkada News. (2021). Municipality of Lefkada: Invitation to an open scientific event on Gender-Based Violence. Διαθέσιμη σε:
http://www.kolivas.de/wp-content/uploads/2021/09/afisa-1.jpg