Γράφει η Ελισάβετ Χατζηπροδρόμου
Η Ελλάδα, με την προσχώρησή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης στις 9 Αυγούστου 1949, δεσμεύτηκε, όπως και όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη, να προάγει και να προστατεύει με κάθε τρόπο τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών (Statute of Council of Europe, 1949, art. 3). Προς επίτευξη του εν λόγω στόχου, υπεγράφη η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ) ενώ βασικό όργανο για τον έλεγχο της εφαρμογής και τήρησής της είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ), ενώπιον του οποίου υποβάλλονται είτε διακρατικές προσφυγές, δηλαδή από ένα κράτος κατά άλλου, είτε προσφυγές από άτομα, ομάδες ατόμων, ή μη κυβερνητικές οργανώσεις εναντίον ενός κράτους (Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, 1950, art. 33, 34). Τα κράτη-μέλη υποχρεούνται φυσικά να σεβαστούν τις αποφάσεις του δικαστηρίου και δεσμεύονται νομικά να συμμορφώνονται με αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 46 ΕΣΔΑ ενώ η Επιτροπή των Υπουργών λαμβάνει μέτρα στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις δεν γίνονται σεβαστές από το κράτος – μέλος το οποίο αφορούν (Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, 1950, art. 46).
Η παρούσα ανάλυση θα εστιάσει σε μία συγκεκριμένη απόφαση, η οποία αφορά στην παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, δηλαδή το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται για την απόφαση επί της υποθέσεως Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος, η οποία δημοσιεύτηκε στις 4 Ιουνίου 2024 και κρίνεται εξέχουσας σημασίας, δεδομένου ότι έθεσε για μία ακόμα φορά στο επίκεντρο το ζήτημα της τήρησης των αρχών του κράτους δικαίου και της νομιμότητας. Η εκδίκαση της υπόθεσης πραγματοποιήθηκε από το τρίτο τμήμα του ΕΔΔΑ, και τα διάδικα μέρη ήταν ο κ. Ιωάννης Ζουμπουλίδης και η Ελληνική Δημοκρατία. Ο προσφεύγων αναφέρθηκε σε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, αφότου μία αγωγή του, που ασκήθηκε αρχικά ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, για αποζημίωση λόγω ζημίας που προκλήθηκε από (προγενέστερη) απόφαση του Αρείου Πάγου, απορρίφθηκε τελικά, παρά το γεγονός ότι η σχετική έφεση και αναίρεση είχαν γίνει εν μέρει δεκτές. Ο κ. Ζουμπουλίδης, κάτοικος του Ντίσελντορφ της Γερμανίας, εργαζόταν ως μέλος του βοηθητικού προσωπικού της ελληνικής πρεσβείας και η υπόθεσή του «ξεκινά» στην πραγματικότητα ήδη από το 1999 (European Court of Human Rights, 2024, par. 1) οπότε άσκησε αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών για ένα ζήτημα μισθοδοσίας. Ειδικότερα, αιτήθηκε την αύξηση και την επακόλουθη αποπληρωμή του επιδόματος αποδημίας που φερόταν να δικαιούται, αναφέροντας ότι το ποσό θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο, λόγω των δύο εξαρτώμενων από τον ίδιο τέκνων του. Η αγωγή του απορρίφθηκε και ο κ. Ζουμπουλίδης άσκησε έφεση, η οποία έγινε μόνο εν μέρει δεκτή, καθώς το Εφετείο θεώρησε ότι έπρεπε να του καταβληθεί μόνο ένα μέρος του αιτούμενου ποσού, που αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένη περίοδο. Ο ενάγων υπέβαλε στη συνέχεια αίτηση αναιρέσεως, όμως ο Άρειος Πάγος, το 2001 αναίρεσε μερικώς την εφετειακή απόφαση, αναφορικά με την καταβολή των τόκων επί του επιδικασθέντος ποσού από το Εφετείο. Ο κ. Ζουμπουλίδης τότε άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ, υποστηρίζοντας ότι ο τρόπος με τον οποίο είχε ληφθεί η απόφαση του Αρείου Πάγου συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ περί του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη· πράγματι, ο Άρειος Πάγος είχε εξετάσει την αίτηση αναιρέσεως με «υπερβολική τυπολατρία» κατά την κρίση του ΕΔΔΑ, το οποίο και καταδίκασε τη χώρα και επιδίκασε αποζημίωση στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη, υποχρεώνοντας σε ταυτόχρονη καταβολή των δικαστικών εξόδων του (European Court of Human Rights, 2024, par. 5 – 9). Η καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ εκδόθηκε το 2006 και τον επόμενο χρόνο ο κ. Ζουμπουλίδης άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών βάσει του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (εφεξής ΕισΝΑΚ), αναφορικά με την υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση και τους απαιτούμενους τόκους, κατόπιν της αποφάσεως του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη προβλέπεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών» (Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα, άρθρο 105, 1946).
Συνεπώς, το 2007 αποτελεί το σημείο αφετηρίας της εδώ εξεταζόμενης υπόθεσης, οπότε ο προσφεύγων κατέθεσε την προαναφερόμενη αγωγή, υποστηρίζοντας πως αν ο Άρειος Πάγος είχε εξετάσει επί της ουσίας τις αξιώσεις του και δεν είχε απορρίψει δύο από αυτές ως απαράδεκτες, η υπόθεση θα είχε παραπεμφθεί και ως προς αυτό το τμήμα της στο Εφετείο και θα του είχε καταβληθεί το αιτούμενο ποσό από το επίδομα αποδημίας. Εξάλλου, το ίδιο το ΕΔΔΑ έκρινε ότι εξαιτίας των ενεργειών του Αρείου Πάγου, είχε παραβιαστεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη (European Court of Human Rights, 2024, par. 10).
Η εκδίκαση της αγωγής έλαβε χώρα το 2015 από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών το οποίο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας πως ο Άρειος Πάγος με την ανωτέρω απόφασή του δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα. Η έφεση δε, επίσης απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους (European Court of Human Rights, 2024, par. 13) ενώ ευθύς αμέσως ο κ. Ζουμπουλίδης, υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) η οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια το 2017 και εκδικάστηκε το 2021. Επί της τελευταίας δε, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 800/2021 απόφαση, κατόπιν της οποίας ασκήθηκε η εδώ αναλυόμενη προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μία αναφορά στην υπ’ αριθ. 1501/2014 απόφαση του ΣτΕ, με την οποία κρίθηκε ότι κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, το κράτος είναι υπεύθυνο για τις ενέργειες των οργάνων του σε περίπτωση πρόκλησης σοβαρής ζημίας. Εντούτοις, πρέπει να προβλέπονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις προκειμένου να καταβληθεί οιαδήποτε αποζημίωση οι οποίες σχετίζονται με τη φύση και τον ρόλο του εκάστοτε αρμοδίου οργάνου. Παράλληλα, έγινε δεκτό πως το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ εφαρμόζεται άμεσα στα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Αντιθέτως, δεν αναφέρεται ρητά στις πράξεις των δικαστικών οργάνων, διότι η ευθύνη του Δημοσίου για καταβολή αποζημίωσης λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή εκτίμησης των γεγονότων, δεν είναι συμβατή με τη φύση και τον ρόλο των δικαστικών οργάνων, η δε απαίτηση περί ανεξαρτησίας των τελευταίων διασφαλίζεται και βάσει της σχετικής συνταγματικής διάταξης (European Court of Human Rights, 2024, par. 11). Έτσι, το ΣτΕ κατέληξε πως, αφενός (στη συγκεκριμένη περίπτωση) το Δημόσιο υποχρεούνταν σε καταβολή αποζημίωσης μόνο για ζημία από πρόδηλο σφάλμα των αρμόδιων δικαστικών οργάνων, αφετέρου ότι το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ θα πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε υποθέσεις που η προκληθείσα ζημία είναι συνέπεια τέτοιου σφάλματος το οποίο καθορίζεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε υπόθεσης (European Court of Human Rights, 2024, par. 11).
Η σχετική νομολογία συμπληρώνεται με την απόφαση επί της υποθέσεως Gerhard Köbler v. Republik Österreich του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ) το 2003, βάσει της οποίας κρίθηκε πως τα κράτη ευθύνονται για παραβιάσεις του ευρωπαϊκού δικαίου εκ μέρους των δικαστικών οργάνων λόγω προδήλου σφάλματος, ενώ η απόφαση 799/2021 του ΣτΕ επιβεβαιώνει το παραπάνω. Συγκεκριμένα, επισημάνθηκε πρώτον, πως η ευθύνη του Δημοσίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω έλλειψης αρμόδιου δικαστικού οργάνου, δεύτερον, πως μέχρι να υπάρξει πρόβλεψη για τη σχετική διαδικασία, θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και τρίτον, πως στο παρελθόν τα πολιτικά δικαστήρια θεώρησαν εαυτό αρμόδιο να αξιολογήσει τυχόν παραβιάσεις σχετικά τόσο με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ όσο και με τις συναφείς διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου και συνεπώς πλέον παρά τις προβλέψεις του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1406/1983, δεν υφίσταται αρμοδιότητα εκδίκασης τέτοιων υποθέσεων από τα διοικητικά δικαστήρια (European Court of Human Rights, 2024, par. 30, 32).
Όσον αφορά το περιεχόμενο της υπ’ αριθ. 800/2021 αποφάσεως του ΣτΕ -κατόπιν της οποίας ασκήθηκε η εδώ εξεταζόμενη προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ-, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι βάσει αυτής κρίθηκε πως το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά και στην περίπτωση των δικαστικών οργάνων. Λαμβάνοντας υπόψη δε, ότι δεν προβλέπεται κατά τρόπο συγκεκριμένο το ύψος των αποζημιώσεων, αλλά και η αρμοδιότητα των δικαστηρίων για εκδίκαση υποθέσεων όπως η παρούσα, οι σχετικές αξιώσεις θεωρήθηκαν απαράδεκτες. Παράλληλα το ΣτΕ έκρινε και την αγωγή του 2007 ως απαράδεκτη, με το επιχείρημα πως το Πρωτοδικείο εξαρχής δεν είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση, εφόσον το παρόν δεν προβλέπεται νομοθετικά. (European Court of Human Rights, 2024, par. 15-16, 18).
Κατόπιν τούτων, το ΕΔΔΑ κλήθηκε να αποφασίσει αν όντως ο κ. Ζουμπουλίδης στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο λόγω της ανωτέρω αναφερόμενης υπ’ αριθ. 800/2021 απόφασης. Η κρίση του βασίστηκε στο άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (Ρούκουνας, 1995), αλλά και στο γεγονός ότι το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να είναι «πρακτικό και αποτελεσματικό και όχι θεωρητικό», ότι τυχόν περιορισμός αυτού πρέπει τουλάχιστον να αποσκοπεί σε νόμιμο και θεμιτό στόχο και ότι, αντίστοιχα, τα χρησιμοποιούμενα μέσα είναι απαραίτητο να διέπονται από την αρχή της αναλογικότητας (European Court of Human Rights, 2024, par. 64 – 66). Όπως ήδη προαναφέρθηκε, το γεγονός τόσο ότι ανετράπη το νομολογιακό προηγούμενο όσο και ότι εφαρμόστηκε σε πρώτο, αλλά και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, αλλά το παρόν δεν ελήφθη υπόψη από το ΣτΕ, οδήγησε το ΕΔΔΑ στο συμπέρασμα ότι όντως περιορίστηκε το δικαίωμα πρόσβασης του ενάγοντος σε δικαστήριο (European Court of Human Rights, 2024, par. 71). Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης πως το ΣτΕ δεν επιθυμούσε αφενός να εμπλακεί σε ένα καθαρά νομοθετικό ζήτημα -αναφορικά με την ευθύνη του κράτους για τις ενέργειες των δικαστικών οργάνων- και αφετέρου μετά την απόφαση 1501/2014, υπήρξαν υπερβολικά πολλές -κατά το ΣτΕ- προσφυγές για διεκδίκηση αποζημιώσεων από το Δημόσιο και συνεπώς, έπρεπε με κάποιο τρόπο να διασφαλιστεί η χρηστή απονομή δικαιοσύνης και εν γένει η προστασία των αρχών του κράτους δικαίου (European Court of Human Rights, 2024, par. 72 – 74).
Το παράδοξο σε σχέση με την υπ’ αριθ. 800/2021 απόφαση του ΣτΕ, δεν ήταν απλώς η διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ -που εφαρμόστηκε αναλογικά σε πολλές προηγούμενες υποθέσεις- και η απόκλιση από την προγενέστερη νομολογία του δικαστηρίου, αλλά το γεγονός ότι αυτή η διαφορετική ερμηνεία ερχόταν σε αντίθεση με όσα είχαν γίνει προηγουμένως δεκτά σε σχέση με την επίμαχη υπόθεση. Ο προσφεύγων, απώλεσε αναιτιολόγητα το νόμιμο δικαίωμά του, όπως αυτό απορρέει και από το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ να δικαιωθεί δικαστικά ως προς την αξίωσή του, διότι αφ’ ης στιγμής ουσιαστικά δεν υφίστατο η απαιτούμενη νομοθετική διάταξη βάσει της οποίας θα μπορούσε να προσφύγει ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, διεκδικώντας την αποζημίωση και τους τόκους που εδικαιούτο. Ως προς τη θέσπιση νέου νομοθετικού πλαισίου, η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε πως δεν είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την -πολύ πρόσφατη- απόρριψη της αγωγής του κ. Ζουμπουλίδη, και συνεπώς ήταν λογικό να μην έχει παρουσιάσει ακόμα κάποιο σχέδιο νόμου. Εντούτοις, το εν λόγω επιχείρημα απερρίφθη, διότι η έλλειψη σχετικής νομοθετικής διάταξης είχε διαπιστωθεί ήδη από το 2014 (European Court of Human Rights, 2024, par. 75-81, 83). Τελικώς, το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα πως ο προσφεύγων στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης (European Court of Human Rights, 2024, par. 83). Το ελληνικό κράτος δε, υποχρεώθηκε να καταβάλλει στον προσφεύγοντα αποζημίωση ύψους 5.000 ευρώ, για ηθική βλάβη, και 1.860 ευρώ για τα δικαστικά έξοδά του (European Court of Human Rights, 2024).
Κλείνοντας, η παρούσα υπόθεση ανέδειξε για μία ακόμα φορά το πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης στο ελληνικό κράτος και τις χρονοβόρες σχετικές γραφειοκρατικές διαδικασίες που είχαν για μία ακόμα φορά ως συνέπεια την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο αρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Ασφαλώς, μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό ότι «οι αρχές της ευθύνης του Δημοσίου και της νομιμότητας είναι οι δύο πυλώνες του συστήματος εγγυήσεων των διοικουμένων» (Αργυρός, 2024). Εντούτοις, περιπτώσεις όπως η παρούσα που δεν είναι ασφαλώς μεμονωμένη, υπενθυμίζουν την αναγκαιότητα διασφάλισης εμπράκτως και όχι απλώς σε θεωρητικό επίπεδο, της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και της συμμόρφωσης του εκάστοτε –και εν προκειμένω- του ελληνικού κράτους με τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τις σχετικές διατάξεις της ΕΣΔΑ.
Πηγές:
Βιβλιογραφία
Ρούκουνας, Ε. (1995). Διεθνής Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εστία, σελ. 156 – 157, σελ. 160 – 164.
Αρθρογραφία
Αργυρός, Α. (2024). «Υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας»: Απόφαση εξέχουσας σημασίας από το ΕΔΔΑ. NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily. 6 June. Διαθέσιμο σε: https://daily.nb.org/arthrografia/ypothesi-zouboulidis-kata-elladas-apofasi-exechousas-simasias-apo-to-edda/
Πρωτογενείς Πηγές – Νομοθεσία
Council of Europe. (1949). Statute of the Council of Europe. Διαθέσιμο σε: https://rm.coe.int/1680935bd0
Council of Europe. (1950). Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms. European Treaty Series – No. 5. Διαθέσιμο σε: https://www.echr.coe.int/documents/convention_eng.pdf
Ελληνική Δημοκρατία. (1946). Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα. ΦΕΚ Α΄ 164 19841024. Διαθέσιμο σε: https://ministryofjustice.gr/wp-content/uploads/2019/10/%CE%95%CE%B9%CF%83%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%9D%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%91%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%9A%CF%8E%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1.pdf
Νομολογία
European Court of Human Rights. (2024). CASE OF ZOUBOULIDIS V. GREECE (No. 3) (Application No. 57246/21). 4 June. Διαθέσιμο σε: https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-233990
Πηγή εικόνας: Pixabay. (2017). Lady justice, legal, law, justice. Διαθέσιμη στο: https://pixabay.com/photos/lady-justice-legal-law-justice-2388500/