του Εμμανουήλ Καρακόλιου
Με αφορμή τα επανειλημμένα γεγονότα παραβίασης του Ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου στη περιοχή του Αιγαίου, θεώρησα σκόπιμο να κάνω μια μικρή ανασκόπηση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, στο πρόσφατο παρελθόν.
Οι εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, χρονολογούνται σχεδόν από την επαύριο της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού κράτους, που κατοχυρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου του 1830. Παρά τις κατά καιρούς συμφωνίες μεταξύ των δύο κρατών, καθώς κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν πολλές περιστασιακές κρίσεις (1974, 1987, 1996, 1999), οι σχέσεις τους παραμένουν ανεπίλυτες μέχρι και σήμερα. Αυτό σηματοδοτεί την αναγκαιότητα οικοδόμησης μέτρων εμπιστοσύνης και σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των δυο κρατών.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, διαπιστώνει κανείς ότι οι δύο χώρες εντάχθηκαν μαζί στο ΝΑΤΟ το 1952, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου (1945 – 1991) υπό το φόβο της Σοβιετικής απειλής. Στη συνέχεια, η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΟΚ[1]το 1958, προδρόμου της Ε.Ε. και η Τουρκία επεδίωξε να αυξήσει την επιρροή της, στις μετά – Σοβιετικές Δημοκρατίες του Καύκασου και της Κεντρική Ασίας.
Λόγω της ανακάλυψης των αποθεμάτων φυσικού αερίου στην Κυπριακή ΑΟΖ[2], τα ενεργειακά ζητήματα εισέρχονται στις σχέσεις των δύο χωρών. Η Ελλάδα σύναψε προσφάτως τριμερή οικονομική, πολιτική και αμυντική συμμαχία με την Κύπρο και το Ισραήλ, με την σιωπηρή στήριξη της Ρωσίας, για την εκμετάλλευση των υπέρογκων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή.
Από την δεκαετία του 1990, αποφασίζεται η στήριξη της Ελλάδας προς την γείτονα χώρα, ως προς την ενταξιακή της πορεία στην Ε.Ε. Ορόσημο αυτού αποτελεί η Σύνοδος Κορυφής του Ελσίνκι (1999), η οποία είχε ως απόρροια την ομαλοποίηση των σχέσεων και τη μείωση των εντάσεων της «κούρσας των εξοπλισμών», αφού μόλις 3 χρόνια πριν είχε προηγηθεί η κρίση των Ιμίων.
Την ίδια δεκαετία παρατηρείται αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας προς την Τουρκία, λόγω της εκλογής του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΠΑΣΟΚ), με πρόεδρο τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη (Ιανουάριος 1996), ο οποίος πέτυχε να προωθήσει τα Ελληνικά συμφέροντα, πιέζοντας την Τουρκία να προβεί σε υποχωρήσεις, έτσι ώστε να μην σταθεί η Ελλάδα εμπόδιο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Το ίδιο χρονικό διάστημα υπήρξε μια βελτίωση και πρόοδος συνεργασίας στα ζητήματα χαμηλής πολιτικής. Ειδικότερα, αναθερμάνθηκαν οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις στον τομέα της οικονομικής διπλωματίας, όπου εφαρμόστηκε αποτελεσματικά μετά το 1999, η εισροή σημαντικών ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) στη γείτονα χώρα. Η χρηματοοικονομική απελευθέρωση όμως, σήμαινε και αυξανόμενο δανεισμό, με συνέπεια τη μεγιστοποίηση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Τουρκίας. Μετά την οικονομική κρίση του 2001 και την επαγωγή της Τουρκίας σε καθεστώς εποπτείας στο ΔΝΤ[3]από το 2000, οι Τουρκικές επιχειρήσεις είχαν πληγεί, με αποτέλεσμα η πολιτική ηγεσία να ψηφίσει νόμο για τη μείωσης της γραφειοκρατίας, προκειμένου να συνεχιστεί ομαλά η ενταξιακή πορεία της χώρας στην Ε.Ε. Το 2008, αποτέλεσε έτος ακμής των οικονομικών σχέσεων, αφού πάνω από 80 Ελληνικές εταιρίες, είχαν πολυπληθή παρουσία στην Τουρκική αγορά, με σημαντικότερη την εξαγορά της Τουρκικής τράπεζας “Finansbank”, της 5ηςμεγαλύτερης τράπεζας, από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (NBG), σε ποσοστό 94%.
Η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, επιδεικνύει την καλύτερη διάθεση για συνεργασία και σταθερότητα, στη σχέση της με την Τουρκία, αλλά δυστυχώς αυτή η στάση εκλαμβάνεται ως αδυναμία από την στρατιωτική και πολιτική “ελίτ”.Επιπλέον, επιφέρει προβληματικές καταστάσεις, όπως καθημερινές παραβιάσεις εναέριων και θαλάσσιων συνόρων, πράγμα το οποίο δεν συνάδει με την αγαστή συνεργασία και συμφιλίωση των δύο χωρών.
Μέχρι το 1999 και τη Σύνοδο κορυφής της Ε.Ε., οι δύο χώρες, είχαν τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη και συγκεκριμένα η Ελλάδα δαπανούσε το 3,6% του ΑΕΠ[4]της και η Τουρκία το 3,5%. Λόγω όμως του ασταθούς περιβάλλοντος στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, οι δύο χώρες συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα της πολιτικής συνεργασίας.
Παρά τα αναφερόμενα προβλήματα, το Υπουργείου Εξωτερικών σημείωσε από την πλευρά του, ότι όλοι πρέπει να σέβονται την Συνθήκη της Λωζάνης[5], σημειώνοντας ότι είναι μία πραγματικότητα στον πολιτισμένο κόσμο, που κανείς, συμπεριλαμβανομένης και της Άγκυρας, δεν μπορεί να αγνοήσει.
Ανεπίλυτα ζητήματα, παραμένουν επίσης το πλάτος των χωρικών υδάτων και του εθνικού εναέριου χώρου, η οριοθέτηση της ζώνης της υφαλοκρηπίδας στα διεθνή τμήματα του Αιγαίου, τα οποία θα δώσουν στα μέλη, αποκλειστικά δικαιώματα οικονομικής εκμετάλλευσης στην ζώνη αυτή.
Ένα φλέγον κομμάτι στο οποίο πρέπει να επενδύσουν και τα δύο κράτη, ιδιαίτερα σήμερα, είναι η διασφάλιση της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης, αλλά και η συνεργασία τους σε θέματα χαμηλής πολιτικής, της μετανάστευσης, αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων, ώστε να μπορέσουν στο μέλλον να επιλύσουν θέματα υψηλής πολιτικής (Κυπριακό).
Τα κυριότερα συμπεράσματα, οδηγούν στο ότι η Ελλάδα, πρέπει να επενδύσει πλέον σε μια σταθερή Ελληνοτουρκική σχέση. Να συνεχίσει την αναβάθμιση του επιπέδου των δυο λαών, που ξεκίνησε με Ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης, και τα οποία σημείωσαν επιτυχία στο έργο τους, ακόμη δε και εάν μπορεί η χώρα μας, να ανανεώσει το ενδιαφέρον της Ευρώπης, για μία νέα σχέση με την Τουρκία, ώστε να καταφέρει να αποτελέσει σημαντικό πυλώνα ασφάλειας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας μας, θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες για την αναθέρμανση των σχέσεων, στα πλαίσια της καλής γειτονίας και της ευημερίας των λαών της περιοχής. Αλλά και η Τουρκία από την πλευρά της, θα πρέπει να επιδείξει τη δέουσα κατανόηση και σεβασμό προς τον Ελληνικό λαό, ο οποίος υφίσταται τις δυσκολίες μιας οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια και να βοηθήσει στην επαναλειτουργία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία έκλεισε από τις Τουρκικές αρχές το 1971, πράγμα το οποίο θα αποτελούσε μήνυμα προς τους Ευρωπαίους, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για να επιλυθούν πολλά πολιτικά προβλήματα, που δεσπόζουν στην περιοχή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· ALKAN, U. (2015). LEGALANDPOLITICALASPECTSOFTHEAEGEANDISPUTEANDITSIMPLICATIONSFOR TURKEY’S RELATIONS WITH GREECE AND THE EUROPEAN UNION. İKTISADI VE İDARI BILIMLER DERGISI. 29 (4), 691-719.
· CHOUSEIN, S. (2014). TURKISH-GREEK RELATIONS: 1999-2010. BALKAN ARAŞTIRMA ENSTITÜSÜ DERGISI, CILT. 3 (1), 1-23.
· CHRYSSOGELOS, Α. (2015). FOREIGN POLICY CHANGE IN A POLARIZED TWO-PARTY SYSTEM: GREECE AND TURKEY’S EU CANDIDACY. SOUTHEAST EUROPEAN AND BLACK SEA STUDIES. 15 (1), 19–36.
· DIMITRIOS, G. (2013). REPHRASING NATIONALISM: ELITE REPRESENTATIONS OF GREEK–TURKISH RELATIONS IN A GREEK BORDER REGION. SOUTHEAST EUROPEAN AND BLACK SEA STUDIES. 13 (3), 455–468.
· ESRA, C – ORKUN, G – ANDREAS, K. (2015). A GREEK–TURKISH PEACE PROJECT: ASSESSING THE EFFECTIVENESS OF INTERACTIVE CONFLICT RESOLUTION. SOUTHEAST EUROPEAN & BLACK SEA STUDIES. 15 (4), 563–583.
· KOUKOUDAKIS, G. (2015). EXPLAINING THE ENDURANCE OF GREEK-TURKISH RAPPROCHEMENT PROCESS. ULUSLARARASIİLİŞKİLER / INTERNATIONALRELATIONS. 11 (44), 81-100.
· NORA, F – OTHON, A. (2013). SUSTAINING ENGAGEMENT? ON SYMMETRIES AND ASYMMETRIES IN GREEK–TURKISH RELATIONS. SOUTHEAST EUROPEAN AND BLACK SEA STUDIES. 13 (3), 401–406.
· STEPHEN, L. (2012). GREEK–TURKISH RELATIONS IN AN ERA OF REGIONAL AND GLOBAL CHANGE. SOUTHEAST EUROPEAN AND BLACK SEA STUDIES. 12 (4), 471–479.
· STERGIOU, A. (2016). THE REFUGEE CRISIS AND ITS EFFECTS ON GREECE’S EUROPEAN INTEGRATION AND RELATIONS WITH TURKEY.REVIEW OF INTERNATIONAL LAW & POLITICS. 12 (2), 75-99.
· TSAROUHAS, D. (2009). THE POLITICAL ECONOMY OF GREEK–TURKISH RELATIONS. SOUTHEAST EUROPEAN AND BLACK SEA STUDIES. 9 (1-2), 39–57.
[1]Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) υπήρξε η σημαντικότερη και γνωστότερη από τις τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (την ΕΚΑΧ και την EURAΤΟΜ). Ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1958. Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1993, ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΟΚ μετονομάστηκε ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία αποτέλεσε το σπουδαιότερο τμήμα του πρώτου από τους τρεις πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. HΣυνθήκη της Λισαβόνας ενοποίησε τους τρεις πυλώνες αλλάζοντας δραστικά της δομή και τη λειτουργία της Ένωσης, όπως τη γνωρίζουμε με τη σημερινή της μορφή.
[2]Σύμφωνα με τη Διεθνή Συνθήκη του ΟΗΕ περί Δικαίου της Θάλασσας (1982), η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) θεωρείται η θαλάσσια έκταση, εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο. Εκτείνεται πέραν των χωρικών υδάτων μιας χώρας (12 ναυτικά μίλια) στα 200 ναυτικά μίλια από την ακτογραμμή. Η χρήση του όρου μπορεί να περιλαμβάνει την υφαλοκρηπίδα, ονομαστικά και μόνο. Σε επίπεδο ουσίας Δικαίου και συνεπαγόμενων δικαιωμάτων είναι δύο διαφορετικές ζώνες. Η ΑΟΖ δεν συμπεριλαμβάνει τα χωρικά ύδατα, ούτε και την υφαλοκρηπίδα πέραν των 200 ν.μ.
[3] Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) είναι ένας διεθνής οργανισμός ο οποίος επιβλέπει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, παρακολουθώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα ισοζύγια πληρωμών και προσφέροντας οικονομική και τεχνική βοήθεια όταν του ζητηθεί. Το ΔΝΤ ιδρύθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1945, όπως κυρώθηκε στο Φεκ 315 στην Ουάσιγκτον, την πρωτεύουσα των ΗΠΑ, κατόπιν συνομολόγησης 29 Χωρών που είχαν συμβάλει στο 80% του κεφαλαίου. Η ίδρυση του Οργανισμού είχε προετοιμαστεί κατά τη Διεθνή Νομισματική και Χρηματοδοτική Συνδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Μπρέτον Γουντς, του Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ, ενάμισι χρόνο πριν, από την 1η Ιουλίου μέχρι την 22α Ιουλίου του 1944. Έδρα του Οργανισμού ορίσθηκε η Ουάσιγκτον, ως πρωτεύουσα της χώρας με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής.
[4]Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν – Α.Ε.Π. (ή GrossNationalProduct– GNP) είναι το Προϊόν ή Εισόδημα που αποκτούν οι πολίτες μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Με άλλα λόγια είναι η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που αποκτούν οι πολίτες μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Διαφέρει από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κατά το ότι συμπεριλαμβάνει και το Εισόδημα που απέκτησαν οι πολίτες μιας χώρας οι οποίοι κατοικούν στο εξωτερικό.
[5]Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν Συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη). Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα της σχετικής διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών.