Γράφει η Σοφία Ηλιοπούλου
Η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί πλέον μια αφηρημένη μελλοντική απειλή, αλλά μια παρούσα και διαρκώς επιδεινούμενη πραγματικότητα με πολυδιάστατες συνέπειες, όχι μόνο για τα οικοσυστήματα, αλλά και για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Αν και η επίδρασή της αγγίζει όλες τις κοινωνίες, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη ούτε κατανεμημένη ισότιμα: πλήττει κυρίως τις πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες και οι ιθαγενείς λαοί. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (OHCHR) τονίζει ότι «οι κλιματικές επιπτώσεις επιβαρύνουν δυσανάλογα εκείνους που έχουν συμβάλει λιγότερο στην πρόκλησή τους, ιδίως κοινότητες που υφίστανται ήδη κοινωνικό αποκλεισμό» (OHCHR, 2021). Οι πληθυσμοί αυτοί εξαρτώνται συχνά από φυσικούς πόρους, τη γη και το περιβάλλον για την πολιτισμική τους συνέχεια, την οικονομική τους επιβίωση και την πνευματική τους ταυτότητα. Οι μεταβολές αυτές δεν αποτελούν μόνο περιβαλλοντικούς κινδύνους, αλλά και απειλές απέναντι στο δικαίωμα στην υγεία, τη στέγαση, την αυτοδιάθεση, ακόμη και στην ύπαρξή τους ως διακριτές κοινότητες.
Η διεθνής κοινότητα έχει αρχίσει να αναγνωρίζει αυτή την κρίσιμη σύνδεση μεταξύ κλιματικής κρίσης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν και σε μεγάλο βαθμό αποσπασματικά και ανεπαρκώς. Η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ιθαγενών Λαών (UNDRIP, 2007) προβλέπει ρητά το δικαίωμα των ιθαγενών «να διατηρούν και να ενισχύουν την ιδιαίτερη σχέση τους με τα εδάφη, τα ύδατα και άλλους πόρους που παραδοσιακά κατείχαν ή χρησιμοποίησαν» (άρθρο 25), αναγνωρίζοντας έτσι την άρρηκτη σύνδεση μεταξύ περιβάλλοντος και ταυτότητας. Επίσης, η Συμφωνία του Παρισιού (2015) προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πλαίσιο της κλιματικής δράσης, με ρητή αναφορά στους ιθαγενείς πληθυσμούς και τις τοπικές κοινότητες (Προοίμιο). Ωστόσο, παρά τα βήματα προόδου σε επίπεδο διακηρυκτικής πολιτικής, τα νομικά και θεσμικά εργαλεία προστασίας παραμένουν ανεπαρκή, αδύναμα ή μη δεσμευτικά, με αποτέλεσμα οι μειονότητες και οι ιθαγενείς να συνεχίζουν να υφίστανται εξαναγκαστικούς εκτοπισμούς, απώλεια πολιτισμικών αγαθών και παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους χωρίς ουσιαστική αποκατάσταση. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναλύσει την πολύπλευρη ευαλωτότητα αυτών των πληθυσμών απέναντι στην κλιματική κρίση, να αποτιμήσει το ισχύον νομικό πλαίσιο διεθνούς προστασίας και να αναδείξει τις προκλήσεις που εγείρονται στην εφαρμογή και εξέλιξή του.
Η έννοια της ευαλωτότητας στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναφέρεται στον βαθμό έκθεσης ενός πληθυσμού σε κινδύνους που σχετίζονται με το περιβάλλον και στην περιορισμένη ικανότητά του να αντιδράσει, να προσαρμοστεί ή να ανακάμψει από τις επιπτώσεις αυτές (IPCC, 2022). Ειδικότερα, οι μειονοτικές και ιθαγενείς κοινότητες συχνά στερούνται επαρκούς πολιτικής εκπροσώπησης, κοινωνικής προστασίας και πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες, γεγονός που ενισχύει την τρωτότητά τους. Η διάκριση μεταξύ εθνοτικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων από τη μία και ιθαγενών πληθυσμών από την άλλη έχει σημασία τόσο νομικά όσο και πολιτισμικά. Οι μειονότητες μπορεί να αποτελούν τμήμα του γενικού πληθυσμού ενός κράτους με κοινά δικαιώματα, ενώ οι ιθαγενείς συνδέονται με συγκεκριμένα εδάφη, διατηρούν διακριτές κοσμοθεωρίες και διεκδικούν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση (UNDRIP, 2007· ILO Convention No. 169, 1989). Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της κλιματικής δικαιοσύνης αναδεικνύει την ανάγκη δίκαιης κατανομής των συνεπειών της κλιματικής κρίσης, αναγνωρίζοντας ότι οι κοινότητες που συμβάλλουν λιγότερο στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι εκείνες που πλήττονται περισσότερο (OHCHR, 2021). Η κλιματική δικαιοσύνη δεν αφορά μόνο την αναδιανομή κινδύνων και ευθυνών, αλλά και την εξασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθώς και τη διαφύλαξη θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η πολιτισμική ταυτότητα, η αυτοδιάθεση και η πρόσβαση στη γη.
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν είναι μόνο περιβαλλοντικές, αλλά και οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές, πλήττοντας δυσανάλογα τις ήδη περιθωριοποιημένες κοινότητες. Πολλές ιθαγενείς και μειονοτικές ομάδες βασίζονται άμεσα στο φυσικό περιβάλλον για την επιβίωσή τους, είτε μέσω της γεωργίας, της αλιείας, της βόσκησης είτε μέσα από πνευματικές και πολιτισμικές πρακτικές που συνδέονται με τον τόπο τους (Ford et al., 2020, σ. 682). Η απώλεια βιοποικιλότητας, η ερημοποίηση και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας μετατρέπουν παραδοσιακούς τόπους σε μη βιώσιμους και αναγκάζουν τις κοινότητες αυτές να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, συχνά χωρίς επαρκή νομική προστασία (UNHCR, 2020).
Η κλιματική μετανάστευση αποτελεί μια αυξανόμενη πραγματικότητα. Ωστόσο, δεν υφίσταται ακόμη νομική αναγνώριση του όρου «κλιματικός πρόσφυγας» στο διεθνές δίκαιο, γεγονός που αφήνει αυτούς τους πληθυσμούς ευάλωτους στη μη αναγνώριση, τον αποκλεισμό και την αποστέρηση βασικών δικαιωμάτων (McAdam, 2012, σ. 89). Ταυτόχρονα, πολλές κοινότητες αντιμετωπίζουν πολιτισμικές και πνευματικές απώλειες, καθώς ο εκτοπισμός τους σημαίνει και διακοπή της σχέσης τους με ιερούς τόπους, γλώσσα, και πρακτικές που βασίζονται στη φυσική εγγύτητα με συγκεκριμένα οικοσυστήματα (UNPFII, 2023).
Σε πολλά μέρη του κόσμου, η κλιματική αλλαγή έχει επιτείνει υφιστάμενες μορφές διακρίσεων και ανισοτήτων. Οι Σαάμι της Βόρειας Ευρώπης, παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι ταράνδων, βλέπουν τις χιονοπτώσεις και τα πρότυπα παγετού να αλλάζουν δραματικά, γεγονός που επηρεάζει την επιβίωση των κοπαδιών τους και, κατ’ επέκταση, την κουλτούρα και την οικονομία τους (Huntington et al., 2019, σ. 1356). Στον Ειρηνικό Ωκεανό, νησιωτικά κράτη όπως οι Νήσοι Κιριμπάτι και οι Νήσοι Μάρσαλ απειλούνται άμεσα με εδαφική εξαφάνιση, γεγονός που δημιουργεί υπαρξιακές προκλήσεις για τη νομική και πολιτική τους υπόσταση (Burkett, 2011, σ. 349). Στην Ανατολική Αφρική, οι Μασάι έχουν επανειλημμένα αναφέρει παραβιάσεις δικαιωμάτων και εξαναγκαστικούς εκτοπισμούς από προγράμματα διατήρησης του περιβάλλοντος και οικοτουρισμού, που δεν λαμβάνουν υπόψη τις δικές τους παραδοσιακές γνώσεις και μορφές διαχείρισης γης (Colchester, 2010, σ. 7). Αναμφίβολα, η κλιματική αλλαγή λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής κινδύνου για τις ήδη υφιστάμενες ανισότητες, φέρνοντας στην επιφάνεια την ανάγκη για διατομεακή προσέγγιση στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων – προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη τη φυλή, το φύλο, την κοινωνική τάξη και την περιβαλλοντική ευαλωτότητα ταυτόχρονα (Kaijser & Kronsell, 2014, σ. 418).
Το διεθνές νομικό πλαίσιο για την προστασία των μειονοτήτων και των ιθαγενών πληθυσμών έναντι της κλιματικής αλλαγής αποτελεί ένα μωσαϊκό μη δεσμευτικών διακηρύξεων, περιβαλλοντικών συνθηκών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς ακόμη να υπάρχει ένα ενιαίο, υποχρεωτικό νομικό εργαλείο που να διασφαλίζει ουσιαστική και αποτελεσματική προστασία.
Η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ιθαγενών Λαών (UNDRIP, 2007) αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρισμένα διεθνή κείμενα, το οποίο προστατεύει τη σχέση των ιθαγενών με τα εδάφη, τους φυσικούς πόρους και την πολιτισμική τους ταυτότητα (άρθρο 25), αναγνωρίζοντας παράλληλα το δικαίωμά τους στην ελεύθερη, πρότερη και ενημερωμένη συναίνεση (FPIC) για οποιαδήποτε δράση που επηρεάζει τη γη ή τους πόρους τους (άρθρο 32) (UNDRIP, 2007, σ. 12–13). Ωστόσο, η Διακήρυξη δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και η εφαρμογή της εξαρτάται από την εθνική βούληση των κρατών (Anaya, 2009, σ. 45).
Η Συμφωνία του Παρισιού (2015) αποτέλεσε σταθμό για τη σύνδεση περιβαλλοντικής πολιτικής και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς στο προοίμιό της αναγνωρίζει «τη σημασία της διασφάλισης, προώθησης και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» κατά την κλιματική δράση, με ειδική αναφορά στους ιθαγενείς πληθυσμούς (UNFCCC, 2015, σ. 2). Ωστόσο, η διατύπωση αυτή βρίσκεται μόνο στο προοίμιο και δεν έχει νομική δεσμευτικότητα, γεγονός που υπονομεύει τη δυνατότητα νομικής επίκλησης ή επιβολής (Knox, 2017, σ. 799).
Σημαντική είναι επίσης η Σύμβαση 169 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO, 1989), η οποία αναγνωρίζει τα δικαιώματα των ιθαγενών και φυλετικών πληθυσμών επί των παραδοσιακών εδαφών τους, καθώς και τη συμμετοχή τους στις αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή και το περιβάλλον τους (άρθρα 14–15) (ILO, 1989, σ. 5–6). Ωστόσο, η κύρωση της Σύμβασης είναι περιορισμένη: μέχρι σήμερα την έχουν υπογράψει μόνο 24 κράτη, περιορίζοντας τη διεθνή της εφαρμογή (Swepston, 1990, σ. 688).
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, με βάση το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, έχει ερμηνεύσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση (άρθρο 1) και στην πολιτισμική ταυτότητα (άρθρο 27) ως συμπεριλαμβανόμενο και στην περιβαλλοντική προστασία των κοινοτήτων (HRC, 2018, σ. 4). Η υπόθεση Teitiota v. New Zealand (2020) αποτέλεσε ένα ορόσημο, καθώς για πρώτη φορά εξετάστηκε η πιθανότητα αναγνώρισης κλιματικού εκτοπισμού ως παραβίασης του δικαιώματος στη ζωή – αν και το αίτημα τελικά απορρίφθηκε, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η κλιματική κρίση ενδέχεται στο μέλλον να δημιουργεί υποχρεώσεις μη-επαναπροώθησης (non-refoulement) (UN Human Rights Committee, 2020, σ. 7).
Τέλος, σημαντικές είναι και οι ειδικευμένες διατάξεις του διεθνούς προσφυγικού και ανθρωπιστικού δικαίου, όπως η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και τα Πρωτόκολλα του 1967, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνουν ρητά την κλιματική αλλαγή ως αιτία καταδίωξης ή ανάγκης προστασίας (Goodwin-Gill & McAdam, 2007, σ. 69). Αυτό δημιουργεί ένα κενό προστασίας, γνωστό ως legal protection gap, που αφήνει εκατομμύρια ανθρώπους εκτεθειμένους στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών κρατών.
Παρά τις σημαντικές διακηρύξεις και πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί σε διεθνές επίπεδο, η νομική προστασία των μειονοτήτων και των ιθαγενών πληθυσμών έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής παραμένει ελλιπής και κατακερματισμένη. Τα περισσότερα κείμενα είτε είναι μη δεσμευτικά, όπως η UNDRIP, είτε περιλαμβάνουν αόριστες διατυπώσεις, όπως το προοίμιο της Συμφωνίας των Παρισίων, χωρίς νομική ισχύ (Knox, 2017, σ. 800). Το γεγονός αυτό περιορίζει τη δυνατότητα λογοδοσίας των κρατών και αφήνει ανοιχτό το πεδίο για παραβιάσεις χωρίς συνέπειες, όπως εξαναγκαστικοί εκτοπισμοί, απώλεια γης ή περιθωριοποίηση χωρίς αποκατάσταση (Anaya, 2009, σ. 58).
Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι το υφιστάμενο διεθνές προσφυγικό δίκαιο δεν καλύπτει τους “κλιματικούς εκτοπισμένους”, καθώς η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 δεν αναγνωρίζει την περιβαλλοντική καταστροφή ως μορφή δίωξης (Goodwin-Gill & McAdam, 2007, σ. 70). Αυτό δημιουργεί ένα νομικό κενό (protection gap), με αποτέλεσμα κοινότητες που χάνουν τα εδάφη τους ή αναγκάζονται να εγκαταλείψουν παραδοσιακές περιοχές λόγω πλημμυρών, ξηρασιών ή ανόδου της στάθμης της θάλασσας να μην δικαιούνται διεθνή προστασία (UN Human Rights Committee, 2020, σ. 5–6). Επιπλέον, ακόμα και όπου υπάρχουν νομικά εργαλεία, παρατηρείται σοβαρή υστέρηση στην εφαρμογή τους. Η Σύμβαση 169 της ILO έχει κυρωθεί από ελάχιστα κράτη, και πολλές φορές αγνοείται πλήρως η υποχρέωση πρότερης και ενημερωμένης συναίνεσης των κοινοτήτων πριν από έργα που επηρεάζουν τη γη ή το περιβάλλον τους (Swepston, 1990, σ. 685).
Απέναντι σε αυτές τις αδυναμίες, η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να κινηθεί προς μια ενίσχυση της δεσμευτικότητας των υφιστάμενων μηχανισμών, ή ακόμα και προς την καθιέρωση νέων, εξειδικευμένων διεθνών νομικών εργαλείων που να κατοχυρώνουν ρητά την προστασία των μειονοτήτων και των ιθαγενών σε περιβάλλον κλιματικής κρίσης. Επιπλέον, θα πρέπει να αναγνωριστεί διεθνώς η έννοια του “κλιματικού εκτοπισμένου” και να ενταχθεί στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε να αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο φαινόμενο της κλιματικής μετανάστευσης με όρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων (McAdam, 2012, σ. 103). Προτείνεται, επίσης, η συστηματική ενσωμάτωση της συμμετοχής των κοινοτήτων αυτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθώς και η παροχή τεχνικής και οικονομικής στήριξης για την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους στις περιβαλλοντικές αλλαγές, με σεβασμό στην πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα (UNFCCC, 2015, σ. 6). Μόνο μέσω μιας συνδυαστικής προσέγγισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και συμμετοχικής διακυβέρνησης, μπορεί να διασφαλιστεί ότι οι πλέον ευάλωτες φωνές δεν θα συνεχίσουν να αποσιωπώνται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anaya, J. (2009). International human rights and indigenous peoples. Aspen Publishers.
Burkett, M. (2011). The nation ex-situ: On climate change, deterritorialized nationhood and the post-climate era. Climate Law, 2(3), 345–374. https://environmentalmigration.iom.int/sites/g/files/tmzbdl1411/files/documents/2023-10/ssrn-id2372457.pdf
Ford, J. D., King, D., Galappaththi, E. K., Fawcett, D., Pearce, T., & Lampard, A. M. (2020). The resilience of Indigenous Peoples to climate change. Nature Climate Change, 10(7), 680–689.
Goodwin-Gill, G. S., & McAdam, J. (2007). The refugee in international law (3rd ed.). Oxford University Press.
Huntington, H. P., Suydam, R., & Rosenberg, D. H. (2019). Climate change in context: Putting people first. Regional Environmental Change, 19, 1355–1360.
International Labour Organization. (1989). ILO Convention No. 169 concerning Indigenous and Tribal Peoples in Independent Countries. https://normlex.ilo.org/dyn/nrmlx_en/f?p=NORMLEXPUB:12100:0::NO::P12100_ILO_CODE:C169
IPCC. (2022). Climate change 2022: Impacts, adaptation and vulnerability. Intergovernmental Panel on Climate Change. https://www.ipcc.ch/report/ar6/wg2/
Kaijser, A., & Kronsell, A. (2014). Climate change through the lens of intersectionality. Environmental Politics, 23(3), 417–433. https://doi.org/10.1080/09644016.2013.835203
Knox, J. H. (2017). Human rights principles and climate change. In S. Jodoin & S. C. Duyck (Eds.), Climate change and human rights: An international and comparative law perspective (pp. 793–811). Routledge.
Knox, J. H. (2018). Framework principles on human rights and the environment. United Nations Human Rights Council. https://www.ohchr.org/sites/default/files/FrameworkPrinciplesUserFriendlyVersion.pdf
McAdam, J. (2012). Climate change, forced migration, and international law. Oxford University Press.
OHCHR. (2021). Report on the human rights impacts of climate change. https://www.ohchr.org/en/climate-change/reports-human-rights-and-climate-change
UNFCCC. (2015). Paris Agreement. https://unfccc.int/sites/default/files/english_paris_agreement.pdf
United Nations. (2007). United Nations Declaration on the Rights of Indigenous Peoples (UNDRIP). https://www.un.org/development/desa/indigenouspeoples/declaration-on-the-rights-of-indigenous-peoples.html
UN Human Rights Committee. (2018). General comment No. 36 – Article 6: Right to life. CCPR/C/GC/36.
UN Human Rights Committee. (2020). Teitiota v. New Zealand, CCPR/C/127/D/2728/2016.
United Nations Permanent Forum on Indigenous Issues (UNPFII). (2023). Indigenous peoples and climate change: United Nations Permanent Forum on Indigenous Issues report. https://www.un.org/development/desa/indigenouspeoples