Γράφει ο Αντώνιος Παράσογλου
Το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, το τελευταίο διάστημα, έχει στραμμένο το βλέμμα της στον πόλεμο στην Ουκρανία και στις συνέπειες από την ενεργειακή κρίση, που επηρεάζουν ιδιαίτερα τα ευρωπαϊκά κράτη. Παρ’όλα αυτά για τις Η.Π.Α. και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής η ρωσική επεκτατικότητα δεν περιορίζεται μόνο σε όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία. Ήδη, από τις αρχές του έτους η αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει ξεκινήσει μια συντονισμένη προσπάθεια για να περιορίσει την οικονομική επέκταση της Ρωσίας και της Κίνας στο μαλακό της «υπογάστριο».
Ξεκινώντας από το Δόγμα Monroe, στην κρίση της Κούβας και τις στρατιωτικές επεμβάσεις τη δεκαετία του 1990, οι Η.Π.Α., προσπάθησαν να εμποδίσουν την διείσδυση των στρατηγικών τους αντιπάλων σε έναν γεωγραφικό χώρο που έχει χαρακτηριστεί ως «Η Πίσω Αυλή των ΗΠΑ» (The Βackyard). Λαμβάνοντας υπόψιν τις κατά καιρούς παραφωνίες, οι αμερικανικές κυβερνήσεις επιδιώκουν τη διατήρηση του υπό αμφισβήτηση status quo. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η κοινή κατάθεση και υπερψήφιση του «Western Hemisphere Security Strategy Act» από τις δύο παρατάξεις του Κογκρέσο. Με τη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία επιδιώκεται να εγκαινιαστεί μια νέα εποχή για τις πολιτικές που αφορούν τη Λατινική Αμερική.
Στην περίπτωση της Ρωσίας, η εμπλοκή στη Λατινική Αμερική έχει αρκετά διακριτικό χαρακτήρα σε χώρες συμμάχους των ΗΠΑ και είναι αρκετά πιο έντονη σε ιστορικούς συμμάχους του Κρεμλίνου όπως η Κούβα και η Νικαράγουα, αλλά και η Βενεζουέλα μετά τον Hugo Chavez. Οι προσπάθειες ενίσχυσης των σχέσεων με την περιοχή αυτή ίσως λειτουργεί ως απάντηση στις προσπάθειες των ΗΠΑ να εμπλέκονται συνεχώς στους γείτονες της Ρωσίας.
Για παράδειγμα, η παρουσία αμερικανικών στρατιωτικών πλοίων στη διάρκεια του πολέμου στη Γεωργία το 2008 οδήγησε σε μια σειρά ασκήσεων και παρουσίας ρωσικών δυνάμεων σε συμμαχικά κράτη στην Καραϊβική. Σε κάθε περίπτωση, έχουν συστηματικοποιηθεί, ήδη, από το 2008 οι πωλήσεις όπλων και οι εμπορικές συμφωνίες με κράτη της Λατινικής Αμερικής, με οικονομικά κυρίως οφέλη, τα οποία μακροπρόθεσμα φαίνεται να λειτουργούν υπέρ της γεωπολιτικής δυναμικής της Ρωσίας. Σημαντικό, επίσης, βήμα αποτέλεσε η δημιουργία του γκρουπ των BRICS (Brazil, Russia,India, China, and South Africa).
Αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας ήταν η ενδυνάμωση των σχέσεων με την Βραζιλία, μιας χώρας με σημαντική οικονομική δύναμη και μεγάλες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Επίσης, η Ρωσία έχει συστηματικά επιδιώξει την εμπλοκή της στην Bolivarian Alliance for the Peoples of Our America (ALBA). Πρόκειται για μια πρωτοβουλία μεταξύ των κρατών της Κούβας, Βενεζουέλας, Κολομβίας, Εκουαδόρ και Νικαράγουας με στόχο την οικονομική και ενεργειακή συνεργασία, αλλά και την απεξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Την περίοδο της προεδρίας Trump, το Κρεμλίνο εκμεταλλεύτηκε διπλωματικά τις εντάσεις που δημιουργηθήκαν με το Μεξικό και άλλες χώρες της περιοχής, όσον αφορά τη μετανάστευση στις ΗΠΑ, αναπτύσσοντας μαζί τους στενές επαφές. Επιπλέον, η μεγάλη κρίση του 2017 στη Βενεζουέλα, με απειλές του αμερικάνου πρόεδρου για στρατιωτική επέμβαση, έδωσαν χώρο στη Ρωσία να λειτουργήσει ως διαπραγματευτής μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στο εσωτερικό της χώρας.
Με την έκρηξη της πανδημίας του Covid-19 τόσο η Ρωσία, όσο και η Κίνα ανταποκρίθηκαν άμεσα στο αίτημα πολλών λατινοαμερικανικών κρατών για ιατροφαρμακευτική βοήθεια και αργότερα για παροχή εμβολίων. Είναι χαρακτηριστικό πως σε πολλά κράτη, το ρωσικό Sputnik έχει καλύψει μεγάλο μέρος των εμβολιασμών. Στον διεθνή ανταγωνισμό για την προώθηση των εμβολίων, οι ΗΠΑ μόλις το Μάρτιο του 2021 ανέλαβαν πρωτοβουλία για στήριξη τρίτων χωρών με εμβόλια και φαρμακευτικό υλικό. Την ίδια στιγμή, ρωσικές και κινεζικές φαρμακευτικές εταιρίες έχουν, ήδη, χρηματοδοτήσει εργοστάσια παραγωγής εμβολίων και ερευνητικά κέντρα σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή.
Στην περίπτωση της Κίνας, η σχέση με τη Λατινική Αμερική ήταν ιστορικά προβληματικές καθώς 9 κράτη της περιοχής αναγνώριζαν την Ταϊβάν και όχι την κυβέρνηση του Πεκίνου. Παρόλα αυτά την προηγούμενη τετραετία η Δομινικανή Δημοκρατία, το Ελ Σαλβαδόρ και ο Παναμάς[1] αναγνώρισαν την κυβέρνηση του Πεκίνου μετά τις σημαντικές επενδύσεις που έγιναν από εταιρίες κινεζικών συμφερόντων. Από την πλευρά της η Κίνα κέρδισε την υποστήριξη των χωρών αυτών στον ΟΗΕ, ενώ παράλληλα επετράπη σε κινεζικές εταιρίες τεχνολογίας όπως η Huawei, να εγκαταστήσει μέρος των εργοστασίων της στην περιοχή και έτσι να αντιμετωπίσει τους εμπορικούς περιορισμούς των ΗΠΑ.
Αυτό αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα, των 19 λατινοαμερικανικών κυβερνήσεων που συνυπέγραψαν τη συμμετοχή τους στο νέο «Δρόμο του Μεταξιού» (Belt and Road Initiative) του κινέζου προέδρου Xi Jinping. Η παρουσία αριστερών κυβερνήσεων σε πολλά κράτη ενίσχυσε την επιθυμία για συνεργασία με την Κίνα, ιδιαίτερα μετά από μια μακρά περίοδο αδράνειας των ΗΠΑ.
Σημαντικό ρόλο στην κινεζική παρουσία στην περιοχή έχει διαδραματίσει το Forum China-Community of Latin American and Caribbean States (CELAC), το οποίο έχει διαμορφώσει τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο μέρος της στρατηγικής για την περιοχή. Στόχος της Κίνας είναι η αύξηση των σχέσεων μεταξύ Νοτιοανατολικής Ασίας και Λατινικής Αμερικής και η δημιουργία ενός οικονομικού χώρου του Ειρηνικού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει δείξει η Κίνα τόσο για τις αγροτικές εξαγωγές, όσο και για τον ορυκτό πλούτο της περιοχής, όπως τα πολύτιμα για τις βιομηχανίες τεχνολογίας κοιτάσματα Λιθίου στη Χιλή, την Αργεντινή, τη Βολιβία και το Μεξικό. Κινεζικών συμφερόντων εταιρίες συμμετέχουν στον εκσυγχρονισμό των υποδομών και έχουν επενδύσει στην τεχνολογική ανάπτυξη, ενώ έχουν εγκαταστήσει ραντάρ και μονάδες παρατήρησης του διαστήματος, σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία κ.α.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η επαναπροσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ προς τη Λατινική Αμερική κρίθηκε αναγκαία. Πρόσφατο παράδειγμα, η ψήφιση του «Western Hemisphere Security Strategy Act», από το Κογκρέσο κατόπιν διακομματικής πρότασης. Η ψήφισης του εν λόγω κειμένου επιδιώκει να δομήσει μια νέα σχέση με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονταν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Εστιάζει σε μεγάλο βαθμό στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας, στερείται βέβαια περιεχομένου σε ζητήματα που αφορούν την οικονομία, την προώθηση της δημοκρατίας και εν γένει κοινωνικά ζητήματα που ταλανίζουν πολλά κράτη της περιοχής.
Η πιθανή στήριξη ανελεύθερων καθεστώτων από τις ΗΠΑ, με στόχο την πιστή υποστήριξη τους θεωρείτε από πολλούς αναλυτές πιθανή. Ωστόσο, η περίπτωση της Βραζιλίας είναι ξεχωριστή καθώς οι στενές σχέσεις της κυβέρνησης Trump διακόπηκαν από την εκλογή Biden. Η άρνηση συνάντησης και επικοινωνίας, καθώς και η συστηματική κριτική οδήγησε σε μεγάλη κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών.
Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης αποτέλεσε η πρόσκληση Bolsonaro στο Κρεμλίνο και η υποστήριξη προς τη Ρωσία στο θέμα της Ουκρανίας. Παρατηρείται, δηλαδή, μια εν γένει προβληματική σχέση των ΗΠΑ με μια σημαντική χώρα της Λατινικής Αμερικής. Την ίδια στιγμή εξοπλίζονται η Κούβα, η Νικαράγουα και η Βενεζουέλα με νέα ρωσικά οπλικά συστήματα. Αμερικάνοι αναλυτές εκτιμούν πως η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποίει αυτές τις χώρες ως πιθανά ορμητήρια για παράνομες δραστηριότητες και ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Από την άλλη, η αμερικανική κυβέρνηση εκτιμά πως η ρωσική εμπλοκή στην περιοχή στοχεύει κυρίως σε διπλωματικά οφέλη. Παρ’όλα αυτά υπάρχουν εύλογοι προβληματισμοί για τις όποιες εξελίξεις.
Ο επανακαθορισμός της πολιτικής των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική ενδεχομένως να αναθερμάνει τις σχέσεις με πολλά κράτη. Κρίνεται, όμως, απαραίτητη η συστηματική προσέγγιση και η παροχή εγγυήσεων και βοήθειας προς τα κράτη και όχι ένας νέος «Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών», όπως στη δεκαετία του 1980. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναλάβουν πραγματικές ευθύνες προς τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, με επενδύσεις για έργα υποδομής, παροχή τεχνογνωσίας σε ζητήματα δημόσιας διοίκησης και ευρύτερα κρατικής οργάνωσης. Με την Διάσκεψη των Αμερικανικών Κρατών να λαμβάνει χώρα το φετινό Ιούνιο στο Λος Άντζελες δίνεται η ευκαιρία να ξεκινήσει μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης και συνεργασίας. Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά, ακόμα και για την παρουσία ορισμένων κρατών στη Διάσκεψη. Παρ’όλα αυτά περιμένουμε με πολύ ενδιαφέρον τις εξελίξεις.
Βιβλιογραφικές Πηγές
- Castañeda, J. G. (2022, Φεβρουάριος 19). CNN. Ανάκτηση Απρίλιος 6, 2022, από https://edition.cnn.com/2022/02/18/opinions/castaeda-latin-americas-new-pink-tide-op-ed/index.html
- CIARA NUGENT, CHARLIE CAMPELL. (2021, Φεβρουάριος 4). TIMES. Ανάκτηση Απρίλιος 6, 2022, από https://time.com/5936037/us-china-latin-america-influence/
- Guevara, C. (n.d.). Journal of International Affairs. Ανάκτηση Απρίλιος 6, 2022, από https://jia.sipa.columbia.edu/online-articles/russia-and-china-have-become-critical-allies-latin-america-and-caribbean-during
- Gurganus, J. (2018, Μαϊος 3). Carnegie Endowment for International Peace. Ανάκτηση Απρίλιος 6, 2022, από https://carnegieendowment.org/2018/05/03/russia-playing-geopolitical-game-in-latin-america-pub-76228
- Jack Nicas, Anton Troianovski. (2022, Φεβρουάριος 15). The New York Times. Ανάκτηση Απρίλιος 6, 2022, από https://www.nytimes.com/2022/02/15/world/americas/russia-putin-latin-america-bolsonaro.html
- Kuo, M. A. (2022, Μάρτιος 1). The Diplomat . Ανάκτηση Απρίλιος 6, 2022, από https://thediplomat.com/2022/03/china-in-latin-america-western-hemisphere-security-strategy-act/
- R. Evan Ellis, Leland Lazarus. (2022, Ιανουάριος 12). The Diplomat . Ανάκτηση Απρίλιος 6, 2022, από https://thediplomat.com/2022/01/chinas-new-year-ambitions-for-latin-america-and-the-caribbean/
- (2022). S.3589 – Western Hemisphere Security Strategy Act of 2022. Congress .
Πηγή Φωτογραφίας
NEWAMERICA, Ανάκτηση από: https://www.newamerica.org/cybersecurity-initiative/reports/russia-china-cyber-offensive-latam-caribbean/
[1] Το 40% περίπου τον ετήσιων μεταφορών μέσω της διώρυγας του Παναμά αφορά κινεζικά προϊόντα.