Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

O δημοκρατικός εκτροχιασμός της Κίνας: γεωστρατηγική και ιστορική συγκυρία ή κάτι βαθύτερο;

Γράφει ο Ιωάννης Κουτζόυμης

Αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την επίσημη λήξη του Ψυχρού Πολέμου το 1991, οι μελετητές των Διεθνών Σχέσεων εκτιμούσαν πως η μετάβαση από το διπολικό στο σύγχρονο μονοπολικό σύστημα, θα σηματοδοτούσε την ολοκληρωτική επικράτηση τόσο του καπιταλισμού, όσο και της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι εκτιμήσεις αυτές αντικατοπτρίζονταν εύληπτα μέσω του σημαντικού συγγράμματος “Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος” του Φράνσις Φουκουγιάμα. Αν και οι εκ των υστέρων ενστάσεις επί διατυπωμένων θέσεων δεν διαθέτουν κάποιο ουσιώδες επιστημονικό αντίκρισμα, εντούτοις, η εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία της Κίνας σε σχέση με τις εικασίες περί οικουμενικής κυριαρχίας των αξιών της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως αυτές διατυπώνονταν κατά την δεκαετία του ’90, χρήζει διερευνητικής ματιάς. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, οι πρόσφατες εικόνες από την εμπλοκή των κινεζικών δυνάμεων στην βίαιη κατάπαυση των επεισοδίων στο Χονγκ Κονγκ, υπενθύμισε στους απανταχού δημοκρατικούς θιασώτες ανά τον κόσμο, ότι η Κίνα πρέπει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και πως μελλοντικά πρέπει να εκδημοκρατιστεί. Αυτό φυσικά όσο ευκταίο και αν συλλογίζεται, τόσο πιο δύσκολα τείνει να πραγματοποιηθεί. Το παρόν κείμενο εξετάζει τους λόγους για τους οποίους η Κίνα δεν έχει ή δεν επιθυμεί να έχει δημοκρατικές παραστάσεις και ως εκ τούτου, το σενάριο εκδημοκρατισμού της στο άμεσο μέλλον φαντάζει ιδιαιτέρως αμφίβολο. Η δημοκρατική αποποίηση της Κίνας εξετάζεται συναρτήσει της ιστορικής της διαδρομής, του εξωτερικού περιβάλλοντος της, και της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης.   

Οι απαρχές της ανάπτυξης του κινεζικού πολιτισμού συναντώνται από το 2200 π.Χ, στη μεγάλη πεδιάδα του κάτω Κίτρινου ποταμού στη Βορειανατολική Κίνα. Από εκεί οι Χαν (οι καθεαυτό Κινέζοι που αποτελούν το 92% του σημερινού πληθυσμού της Κίνας) επεκτάθηκαν νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της σημερινής νοτιανατολικής και νοτιοδυτικής Κίνας, εκτοπίζοντας τους γηγενείς πληθυσμούς προς το Βιετνάμ, το Λάος, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη και την Μαλαισία. Ο κινεζικός πολιτισμός των Χαν που αναπτύχθηκε στις συγκεκριμένες περιοχές (2/5 της σημερινής κινεζικής εδαφικής επικράτειας) ενώθηκε πολιτικά το 221 π.Χ, εκκινώντας την περίοδο της Κινεζικής αυτοκρατορίας με πρώτο αυτοκράτορα τον Τσιν Σιχουάν-ντι. Η αυτοκρατορία της Κίνας διατηρήθηκε μέχρι το 1911 και τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την διοίκηση και τον έλεγχο της αχανούς έκτασης της κατά την εξέλιξη της μακραίωνης ιστορίας της, δεν ήταν ούτε η θρησκεία, ούτε η οικονομία ούτε η ωμή στρατιωτική ισχύς, αλλά ο πολιτισμός και η πολιτική. Ο συνεκτικός ιστός που επέτρεψε στους κινέζους αυτοκράτορες να διατηρήσουν διαχρονικά τον έλεγχο των τεράστιων περιοχών ήταν ένα αλληλένδετο μείγμα πολιτικών θεσμών και πρακτικών, πολιτικής ιδεολογίας και κοινού πολιτισμού.[1] Η ιδεολογία στην οποία θεμελιώθηκε η αυτοκρατορία της Κίνας ήταν αναμφίβολα ο κομφουκιανισμός, μία ιδεολογική φιλοσοφία η οποία βασιζόταν στον στόχο του ενάρετου βίου μέσω της παιδείας και της ηθικής. Οι αντιλήψεις του κομφουκιανισμού στον δρόμο προς τον αυτοσκοπό της ορθής κοινωνικής συμπεριφοράς ήταν ιεραρχικές και πατερναλιστικές, κατά το πρότυπο της παραδοσιακής οικογένειας. Ο πατέρας (δηλαδή ο αυτοκράτορας και μετέπειτα το κράτος) οφείλει να προστατέψει και να φροντίσει για την ευημερία των παιδιών του (πολίτες) τα οποία ανταποδίδουν με σεβασμό και υπακοή. Στον αντίποδα της κοσμοθεωρίας του κομφουκιανισμού βρισκόταν ο νομικισμός, μία εγγενώς αντίθετη φιλοσοφική οπτική που τηρήθηκε κατά την περίοδο του πρώτου αυτοκράτορα. Ο νομικισμός θεωρούσε τον άνθρωπο εγγενώς εγωιστικό και ως εκ τούτου, μόνο το κράτος μπορούσε να τον ωθήσει προς την καλή κοινωνική συμπεριφορά μέσω της χορήγησης ισχυρών κινήτρων και αυστηρών τιμωριών. Οι νομικιστές υποστήριζαν την απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα ως το πλέον απαράμιλλο μέσο ενότητας και σταθερής διακυβέρνησης της Κίνας, απορρίπτοντας την εκχώρηση εξουσιών σε περιφερειακούς-τοπικούς αξιωματούχους υπό τον φόβο της διαμόρφωσης ανταγωνιστικών κέντρων εξουσίας προς την αυτοκρατορική ηγεσία.[2] Η γέννηση λοιπόν της οργανωμένης κινεζικής διακυβέρνησης σμιλεύθηκε στην εναπόθεση του κοινού καλού, στον εκάστοτε κεντρικό διοικητικό φορέα. Μέχρι και τις τελευταίες ημέρες της δυναστείας των Τσινγκ, η αυτοκρατορική αρχή (κεντρική εξουσία) αποτελούσε το κυριότερο συγκολλητικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού.  

Το δεύτερο στοιχείο της δημοκρατικής άγνοιας συναρτήσει της ενδοκρατικής πορείας της Κίνας, συναντάται από την περίοδο της σύστασης του κινεζικού εθνικού κράτους και μετά. Τον ρόλο του συγκολλητικού στοιχείου  ανέλαβε αυτή την φορά η ιδεολογία του κομμουνισμού (ή του Μαοϊσμού), η οποία και αντικατέστησε τον κομφουκιανισμό. Η κατάκτηση της εξουσίας από τους κομμουνιστές μετά τον κινεζικό εμφύλιο, σηματοδότησε το τέλος του Αιώνα της Ταπείνωσης, την περίοδο δηλαδή που η Κίνα είχε μετατραπεί σε ημι-αποικία των ξένων δυνάμεων. Έκτοτε το CCP (Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας) αντλεί την νομιμοποίηση του, καθώς πιστώνεται την απελευθέρωση της εθνικής κυριαρχίας από την εκμετάλλευση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Από την κήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και έπειτα, το CCP είναι ο κυριότερος βραχίονας της κινεζικής διακυβέρνησης, διατηρώντας οργανωτικές παράλληλες με όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης, όντας επιφορτισμένο για την χάραξη της πολιτικής της ΛΔΚ. Οι άλλοι δύο πυλώνες είναι το κινεζικό κράτος, το οποίο είναι υπεύθυνο για την διαχείριση και την εφαρμογή πολιτικών και μετά ο στρατός, ο οποίος δεν συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα αλλά υπάγεται εξολοκλήρου στην κομματική Επιτροπή Στρατιωτικών Υποθέσεων, δηλαδή στο CCP.[3] Από τον Mao Zedong μέχρι τον Xi Jinping, η προεδρική φιγούρα είναι επικεφαλής και στους τρεις πυλώνες, γεγονός που υποδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο του κόμματος και του προέδρου στον πυρήνα της εσωτερικής διακυβέρνησης. Για την περίπτωση της Κίνας ισχύει η sui generis εξίσωση: CCP=έθνος=κράτος. Από την στιγμή που το μονοκομματικό κράτος διαφύλαξε τα κληροδοτούμενα εδάφη της αυτοκρατορικής Κίνας αυτούσια (εν’ αντιθέσει με προγενέστερες αυτοκρατορίες των οποίων η κατάρρευση σήμανε την εδαφική συρρίκνωση των μετέπειτα εθνών-κρατών, π.χ Οθωμανική αυτοκρατορία και Τουρκία), φρόντισε στη συνέχεια να αυτοπροβληθεί ως το ενοποιητικό στοιχείο που θα διατηρούσε την εδαφική ακεραιότητα. Αυτό απαιτεί στενό κομματικό και κρατικό έλεγχο επί του κοινωνικού ιστού και σε ορισμένες περιπτώσεις, την χρήση βίας.[4]

H δημοκρατική αποποίηση της Κίνας δεν έγκειται μόνο στην επί 70ετίας συγκεντρωτική διακυβέρνηση του CPP, αλλά καθορίζεται και από το εξωτερικό της περιβάλλον. Η κομματική ελίτ της ΛΔΚ εκλαμβάνει την δημοκρατία ως αποσταθεροποιητικό μέσο το οποίο χρησιμοποιείται διακριτικά από τις ΗΠΑ προκειμένου να προκαλέσουν ζητήματα τριγμών και αστάθειας στο εσωτερικό της. Από την στιγμή μάλιστα που στην απέραντη κινέζικη έκταση (περίπου όσο ολόκληρη η Ευρώπη) συμπεριλαμβάνεται η μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων της επαρχίας Σιντζιάνγκ καθώς και το Θιβέτ, μία πιθανή δημοκρατική αναζωπύρωση θα σήμαινε την απόσχιση τους από την Κίνα έτσι ώστε να επικυρώσουν την εθνική τους ταυτότητα. Η πολλαπλάσια χρήση βίας και η έγκαιρη κατάπνιξη των δημοκρατικών απαιτήσεων ως προπομποί αποσχιστικών τάσεων σε αυτές τις περιοχές, είναι ενδεικτική. Το CCP θεωρεί τα δημοκρατικά προγράμματα του Θιβέτ και του Χονγκ Κονγκ ως τεχνάσματα αμερικανικής διανόησης τα οποία επιδιώκουν να διεισδύσουν στην ηπειρωτική Κίνα από τις συγκεκριμένες πύλες εισόδου. Η κινέζικη καχυποψία εντάθηκε μετά την αμερικανική εμπλοκή στην “Πορτοκαλί Επανάσταση” της Ουκρανίας το 2004, όταν οι ΗΠΑ εκταμίευσαν συνολικά 94 εκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση των δίμηνων διαμαρτυριών κατά του τότε ρωσόφιλου προέδρου.[5] Από εκείνο το σημείο και μετά, το Πεκίνο ελέγχει αυστηρά όλα τα προγράμματα που προωθούν την δημοκρατία στην Κίνα.[6] Συνεπώς, η στρατηγική απόρριψη της δημοκρατίας πηγάζει από την αντίληψη περί “κακόβουλης χειραγώγησης” της από την Ουάσινγκτον και γενικά από το εξωτερικό περιβάλλον, ως δυνητική απειλή η οποία αρχικά θα διαμέλιζε εδαφικά την Κίνα. Ένας χωρικός ακρωτηριασμός θα οδηγούσε νομοτελειακά την εξαιρετικά αποδυναμωμένη Κίνα στην οριστική στρατηγική περικύκλωση της από τα κράτη συμμάχους των ΗΠΑ, δηλαδή την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα, την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και την Αυστραλία στο πεδίο του Ειρηνικού Ωκεανού, όταν στην ίδια περιοχή δραστηριοποιούνται πάνω από 70.000 αμερικανικά στρατεύματα.[7] Αυτό το σενάριο, προφανώς θα διαστρέβλωνε την πολιτική ισχύ του CCP και κατ’ επέκταση την νομιμοποίηση του. Ωστόσο, το σενάριο αυτό έχει εξετασθεί από τα κλιμάκια του CCP βάσει του ιστορικού προηγουμένου της ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάρρευση της τελευταίας προήλθε από τις αξιώσεις για ανθρώπινα δικαιώματα και την δημοκρατία. Ως εκ τούτου, οι “ειρηνικές επαναστάσεις” αποτελούν προπομπό αστάθειας για το Πεκίνο και από την στιγμή που αυτές υποκινούνται από εξωτερικές δυνάμεις, κηρύττουν ότι η μετατροπή της Κίνας σε νέα Γιουγκοσλαβία, θα αποτραπεί “ανεξαρτήτως κόστους”.[8] Για αυτόν τον λόγο, το μονοκομματικό κράτος υιοθετεί σκληρή στάση στα ζητήματα της δημοκρατίας και μάλιστα τα εξισώνει με έξωθεν απειλές προς τα εθνικά ζητήματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εναλλακτική οπτική του ιστορικού Zi Shu σχετικά με την Πολιτιστική Επανάσταση στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ισχυριζόμενος ότι η πολιτική εκστρατεία του Mao αποτέλεσε την κινέζικη αυτοάμυνα απέναντι στην -διατυπωμένη από τον John Dulles το 1959- στρατηγική των ΗΠΑ ως υποκινήτρια δύναμη των ειρηνικών μεταβάσεων, από μονοκομματικά και αυταρχικά καθεστώτα σε πλουραλιστικά μοντέλα ανά τον κόσμο.[9] Είναι λοιπόν εμφανής η επί μακρόν ταύτιση της δημοκρατίας με ένα εξωγενές εργαλείο κομματικής και κρατικής υπονόμευσης.

Τέλος, σε ότι αφορά την πρόσφατη υγειονομική κρίση, η Κίνα φαίνεται να εκμεταλλεύεται την περίσταση για να προωθήσει τα συμφέροντα της, τόσο στο Χονγκ Κόνγκ όσο και στην Ταιβάν χρησιμοποιώντας αντιδημοκρατικές μεθόδους. Η κρίση του Covid-19 κατάφερε ότι δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει το κινεζικό καθεστώς μετά από μήνες εκφοβισμού στο Χονγκ Κονγκ, δηλαδή να περιορίσει τις μαζικές διαδηλώσεις των πολιτών στην προσπάθεια να υπερασπιστούν την (κατά το ήμισυ) εθνική κυριαρχία της χώρας τους από την ολοκληρωτική παρέμβαση του Πεκίνου. Με τα έτερα κράτη να είναι απασχολημένα στα ζητήματα χαλιναγώγησης της πανδημίας στο εσωτερικό τους, η Κίνα άδραξε την ευκαιρία και προφυλάκισε κατά τα μέσα Απριλίου, 15 εξέχουσες προσωπικότητες του δημοκρατικού κινήματος στο Χονγκ Κονγκ. Συν τοις άλλοις, η συγκυρία ήταν κατάλληλη για την προώθηση της νομοθεσίας εθνικής ασφάλειας υπό το άρθρο 23 στο ισχύων εθνικό Σύνταγμα του Χονγκ Κονγκ. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο προβλέπονται νόμοι που καταδικάζουν τις “ενέργειες προδοσίας, απόσχισης, υπονόμευσης και ανταρσίας” κατά της κεντρικής αρχής της ΛΔΚ και του CCP. H Κίνα διαχρονικά παρεμβάλλεται στο δικαστικό σύστημα του Χονγκ Κονγκ και ψαλιδίζει τις ελευθερίες των πολιτών του και με το βλέμμα της παγκόσμιας κοινότητας στραμμένο πλέον αλλού, έσπευσε να ισχυροποιήσει το αποτύπωμα της μέσω της προώθησης του άρθρου 23 και της αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με το Χονγκ Κονγκ ως “αντεπαναστατικούς κυματοθραύστες”. Η συγκεκριμένη εξέλιξη που αναζωπυρώθηκε από την έξαρση της πανδημίας στην πόλη Wuhan και έπειτα, ισχυροποίησε τον έλεγχο του CCP στον Χονγκ Κονγκ και ταυτόχρονα αρχίζει να θέτει σε επισφάλεια το θεσμικό στάτους “ένα κράτος, δύο συστήματα” του τελευταίου.[10] Στο ίδιο “καθεστώς ομηρίας” βρίσκεται και η Ταιβάν. Η επανεκλογή της προέδρου Tsai Ing-wen στις αρχές του 2020 αποτέλεσε ηχηρό χαστούκι για την ηπειρωτική Κίνα και αυτό επειδή απορρίπτει την ρύθμιση “ένα κράτος-δύο συστήματα” αλά Χονγκ-Κονγκ και Μακάο, και εξαιτίας της στάσης απόρριψης της απέναντι στην επικυριαρχία του Πεκίνου στην νησιωτική χώρα. Ως απάντηση η ΛΔΚ, προέβη σε ναυτική επίδειξη ισχύος στη Νότια Σινική θάλασσα με αποδέκτη την Ταιβάν, απειλώντας εν πρώτοις πλοίο του Ναυτικού των Φιλιππικών και εν δευτέροις, βυθίζοντας ένα αλιευτικό από το Βιετνάμ. Στη συνέχεια, οι ένοπλες της ΛΔΚ προσέγγισαν και έπειτα ξεπέρασαν την μέση γραμμή των στενών της Ταιβάν με τα πολεμικά αεροσκάφη να παραβιάζουν τον εθνικό εναέριο χώρο της. Η επιμονή του κινεζικού εξαναγκασμού στην Ταιβάν συνεχίστηκε με απειλές για διακοπή των οικονομικών σχέσεων των συμμάχων της Κίνας με αυτήν, ενώ δεν δίστασε να την αποκόψει από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (που σημειωτέον ελέγχεται από την Κίνα) ως μοχλό έμμεσης πίεσης.[11] Σημειώνεται ότι μετά από το κομματικό ψήφισμα του 2007, η Ταιβάν υιοθέτησε την δική της εθνική ταυτότητα που είναι ξεχωριστή από την κινεζική. Η Κίνα ωστόσο θεωρεί την Ταιβάν εθνικό της έδαφος και οποιαδήποτε απόπειρα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της, είτε με δημοψήφισμα, είτε με τροποποίηση του Συντάγματος είναι casus belli.[12] Η Κίνα εκλαμβάνει τις ΗΠΑ ως τον ιθύνων νου των δεύτερων σκέψεων της Ταιβάν για τα πιθανά σενάρια της ανεξαρτησίας της και για αυτόν τον λόγο, έχει δώσει έμφαση στην ανάπτυξη του ναυτικού και της αεροπορίας της. Η αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεων της αποσκοπούν να αποτρέψουν την αμερικανική εμπλοκή στο ενδεχόμενο που η ΛΔΚ θα επιδιώξει να ενώσει την Ταιβάν με την ηπειρωτική χώρα, χρησιμοποιώντας στρατιωτικά μέσα.

Εν κατακλείδι, η απόρριψη του πολυκομματικού μοντέλου, του καθολικού δικαιώματος ψήφου και της διαχώρισης των τριών εξουσιών, δηλαδή η απόρριψη της δυτικής δημοκρατίας από την Κίνα, δεν έγκειται μόνο στην ιστορική διαδρομή της στρατηγικής της κουλτούρας, στην πολιτική της ταλάντευση ανάμεσα στον κομφουκιανισμό και στον κομμουνισμό, ή στο εγγενώς πολύπλοκο γεωστρατηγικό της περιβάλλον. Ο λόγος για τον οποίο η ΛΔΚ ποτέ της δεν βρέθηκε στο διεθνές δημοκρατικό στρατόπεδο είναι το άθροισμα ή η ταυτόχρονη αλληλεπίδραση όλων των παραπάνω παραμέτρων. Προφανώς, η συγκυρία της υγειονομικής κρίσης δεν έκανε ξαφνικά το CCP περισσότερο αυταρχικό ή λιγότερο δημοκρατικό. Απλούστατα, το αναδυόμενο πολιτικό κενό επέτρεψε την ενίσχυση της παρουσίας του σε τοποθεσίες ζωτικής σημασίας, χρησιμοποιώντας φυσικά τις δικές του σκληρές τακτικές. Έχοντας ως δεδομένα, αφενός την πάγια τοποθέτηση της κεντρικής αρχής στον πυρήνα της κινεζικής οντολογίας, και αφετέρου την εξίσωση CCP=κράτος=έθνος, ο μόνος τρόπος ίσως που θα διαρρήγνυε την σχέση κράτους και κοινωνικής αποδοχής, θα ήταν η πορεία της Κίνας στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος. Με άλλα λόγια, ο γράφων υποστηρίζει ότι o δρόμος της Κίνας προς τον εκδημοκρατισμό της, (=αμφισβήτηση της διακυβέρνησης CCP), θα εξαρτηθεί περισσότερο από την μελλοντική επιτυχία ή αποτυχία της σχετικά (1) με την περιφερειακή ηγεμονία και (2) με την επικείμενη(;) σύγκρουση με τις ΗΠΑ για την παγκόσμια ηγεμονία. 


[1] (Παπασωτηρίου 2013, 20)

[2] (Παπασωτηρίου 2013, 20-22)

[3] (Ke Ping 2016)

[4] (He 2003, 83-84)

[5] (Shapovalova, 3)

[6] (B. He 2013, 39)

[7] (Congressional Research Service)

[8] (He 2003, 80)

[9] Αναφέρεται στο (B. He 2013, 38)

[10] (Ghitis 2020)

[11] (Detsch 2020)

[12] (Παπασωτηρίου 2013, 360)

Πηγές και Βιβλιογραφία

Congressional Research Service. The Asia Pacific: Challenges and Opportunities for U.S. Policy. crs.gov, 14 Δεκεμβρίου 2018.

Detsch, Jack. foreignpolicy.com. 12 Μάιος 2020. https://foreignpolicy.com/2020/05/12/china-coronavirus-military-pressure-taiwan/.

Ghitis, Frida. World Politics Review. 23 Απρίλιος 2020. https://www.worldpoliticsreview.com/articles/28706/china-seizes-on-covid-19-to-try-and-crush-hong-kong-s-pro-democracy-movement.

He, Baogang. «Why is Establishing Democracy so Difficult in China?» Contemporary Chinese Thought, Vol.35, no.1, Οκτώβριος 2003: 71-92.

He, Baohang. «Working with China to Promote Democracy.» The Washington Quarterly, 36:1, 2013: 37-53.

Ke Ping, Yu. Democracy In China: Challenge or Opportunity? https://ash.harvard.edu/files/ash/files/democracyinchina_0.pdf, 2016.

Shapovalova, Natalia. Assesing Democracy Assistance: Ukraine. FRIDE, Μάιος 2010.

Παπασωτηρίου, Χαράλαμπος. Η Κίνα από την Ουράνια Αυτοκρατορία στην Ανερχόμενη Υπερδύναμη του 21ου αιώνα. Ποιότητα, 2013.