Γράφει η Κωνσταντίνα Τογκαρίδου
Στα τέλη του εικοστού αιώνα υπήρξε μια μετάβαση στην εφαρμογή της Ευρωπαϊκής πολιτικής από την “κυβέρνηση” με επίκεντρο το κράτος και του μέσου «διοίκησης και ελέγχου» αυτού -της νομοθεσίας- στη «διακυβέρνηση» που βασίζεται στις οριζόντιες μορφές κοινωνικού αυτο-συντονισμού.
Η ανάπτυξη νέων μέσων περιβαλλοντικής πολιτικής αποτελεί μετατόπιση από την περιβαλλοντική κυβέρνηση στην περιβαλλοντική διακυβέρνηση και την καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση της ρύπανσης ή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Τα νέα περιβαλλοντικά μέσα δεν είναι ρυθμιστικά αλλά είναι μέσα βασισμένα στην αγορά που επηρεάζουν τις εκτιμήσεις κόστους εναλλακτικών δράσεων ανοικτές σε οικονομικούς παράγοντες. Περιλαμβάνουν οικονομικά κίνητρα όπως περιβαλλοντικοί φόροι, επιδοτήσεις, εθελοντικές συμφωνίες και άλλα εργαλεία της αγοράς που εμφανίστηκαν τόσο για να μειώσουν το κόστος για τις επιχειρήσεις και να προσφέρουν ένα μέσο για την επίλυση των αυξανόμενων προβλημάτων εφαρμογής της πολιτικής της ΕΕ που είχαν αρχίσει να δημιουργούν έντονες τριβές μεταξύ ορισμένων κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Αν και βασίζονται στις αρχές της αγοράς, τα νέα μέσα θεωρούνται πιο αποτελεσματικά σε σύγκριση με τη διοίκηση και τον έλεγχο που εφαρμόζεται από το κράτος. Αυτά τα νέα μέσα αλληλοεπιδρούν με τον παραδοσιακό κανονιστικό πλαίσιο με λεπτές και αινιγματικές μεθόδους: μερικές φορές συνυπάρχουν, μερικές φορές συνδυάζονται και μερικές φορές τα αντικαθιστούν πλήρως, δημιουργώντας σε ορισμένες περιπτώσεις ένα «υβριδικό» τρόπο διακυβέρνησης, όπου η ιεραρχική διακυβέρνηση παραμένει ο κυρίαρχος τρόπος διακυβέρνησης στην περιβαλλοντική πολιτική.
Τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν αντιμετωπίσει εμπόδια στην εισαγωγή νέων μέσων περιβαλλοντικής πολιτικής. Πρωτίστως, το επίπεδο διαφθοράς της δημόσιας διοίκησης που ποικίλλει μεταξύ των χωρών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Η εφαρμογή των νέων μέσων περιβαλλοντικής πολιτικής σε κοινωνίες με διεφθαρμένα συστήματα αυξάνει τον κίνδυνο δημιουργίας πιο διεφθαρμένων συμπεριφορών, επειδή το αυξημένο κόστος συμμόρφωσης αυξάνει τα κίνητρα για ενέργειες που οδηγούν στη διαφθορά και ένα σύστημα φορολογίας ή επιδοτήσεων θα λειτουργήσει μόνο με σκληρή παρακολούθηση και έλεγχο. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή των νέων μέσων περιβαλλοντικής πολιτικής σε διεφθαρμένα πλαίσια είναι αναποτελεσματική.
Το κράτος δεν θα είναι σε θέση να παράγει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αντ’ αυτού, οι πολιτικές αυτές θα προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη διαφθορά. Ως εκ τούτου, σε χώρες με υψηλότερα επίπεδα διαφθοράς, οι άνθρωποι είναι λιγότερο πιθανό να αντιληφθούν τα νέα μέσα ως μια αποτελεσματική επιλογή πολιτικής. Διαπιστώνεται ότι οι πολίτες της Βόρειας Ευρώπης και τις χώρες της Μπενελούξ είναι πιθανότερο να αντιληφθούν ότι τα νέα μέσα είναι αποτελεσματικά, ενώ οι πολίτες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης έχουν λιγότερη τάση να το πράξουν και καθώς το επίπεδο της διαφθοράς αυξάνεται, οι πολίτες είναι λιγότερο πιθανό να αντιληφθούν ότι τα νέα μέσα είναι εξίσου αποτελεσματικά, αντιθέτως αντιλαμβάνονται ότι άλλα είδη φιλοπεριβαλλοντικών πολιτικών είναι αποτελεσματικά. Ακόμη και αν πρόκειται για κοινωνικές ομάδες, όπως οι πολιτικές ελίτ που προωθούν την χρήση των νέων μέσων, τα εργαλεία αυτά δεν θα είναι αποτελεσματικά σε ένα πλαίσιο όπου δεν θα υποστηρίζονται από το ευρύ κοινό.
Δεύτερον, το επίπεδο της οικονομικής ανισότητας και της ανάπτυξης στην κοινωνία είναι κρίσιμης σημασίας. Υποστηρίζεται ότι, σε σχετικά πιο οικονομικά άνισες κοινωνίες, οι άνθρωποι είναι λιγότερο πιθανό να αντιληφθούν ότι τα νέα μέσα είναι μια αποτελεσματική επιλογή πολιτικής, επειδή ορισμένα κοινωνικά σύνολα, συνήθως άτομα με υψηλά εισοδήματα, δεν επηρεάζονται από την πολιτική. Έτσι, τα διανεμητικά αποτελέσματα θεωρούνται άδικα, καθώς άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα επηρεά-ζονται περισσότερο από τα νέα μέσα, όπως οι οικολογικοί φόροι. Από την άλλη πλευρά, οι φόροι κλίμακας δεν έχουν αυτό το άδικα διανεμητικό αποτέλεσμα και οι πολίτες τους θεωρούν αποτελεσματικότερους από την εφαρμογή των νέων μέσων. Όσο το επίπεδο της οικονομικής ανισότητας μειώνεται, οι άνθρωποι είναι πιθανότερο να αντιληφθούν ότι τα νέα μέσα είναι εξίσου αποτελεσματικά.
Τρίτον, η πολιτική θέση των ατόμων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Το αν ένα άτομο τοποθετεί τον εαυτό του στα δεξιά ή στα αριστερά φαίνεται να επηρεάζει την αποδοχή των νέων μέσων ως εργαλεία προσανατολισμένα στην αγορά. Οι φόροι και οι επιδοτήσεις εκτιμώνται γενικά περισσότερο από εκείνους που τοποθετούν τον εαυτό τους στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Παρά τα εμπόδια, υπάρχουν προοπτικές για την εφαρμογή των νέων μέσων. Πρώτον, υπάρχει η κυβερνητική στήριξη καθώς υπάρχουν κράτη της ΕΕ, όπου η κυβέρνηση υποστηρίζει τα εργαλεία που βασίζονται στην αγορά, όπως τα συστήματα οικολογικού σήματος στη Γερμανία. Επιπλέον, υπάρχουν χώρες που έχουν αναπτύξει τα δικά τους εθνικά σχέδια για το σύστημα εκπομπών αερίων σε σύγκριση με τα συστήματα εκπομπών αερίων της ΕΕ και οι χώρες αυτές αποτελούν πρότυπο για τις άλλες χώρες και την ΕΕ. Η επαρκής εθνική ικανότητα και η επαρκής ζήτηση για τα μέσα αυτά αποτελούν σημαντικές προϋποθέσεις για την επιτυχή υλοποίηση των μέσων πολιτικής. Εξίσου σημαντικός είναι ο αντίκτυπος των διεθνών φόρουμ που βασίζεται στην ύπαρξη διακρατικής επιχειρηματικότητας και την αξιοποίηση των στρατηγικών των πρωτοποριακών επιχειρήσεων.
Δεύτερον, η ΕΕ είναι κορυφαίος παράγοντας στη διεθνή περιβαλλοντική πολιτική. Η ΕΕ είναι πλήρες συμβαλλόμενο μέρος σε όλες τις μεγάλες πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες και συμμετέχει πλήρως στις διεθνείς περιβαλλοντικές διαπραγματεύσεις. Έτσι, όπως και άλλα κράτη, η ΕΕ αποτελεί αντικείμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διεθνών συμφωνιών και διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην υλοποίηση των νέων μέσων. Στην πραγματικότητα, η προώθηση των νέων μέσων από την ΕΕ μπορεί να βοηθήσει στην παροχή στην εθνική ηγεσία μιας εξαιρετικής πηγής νομιμότητας για την εφαρμογή των νέων μέσων. Η επακόλουθη διαδικασία νομιμο-ποίησης των κρατών μελών της ΕΕ αποτελεί βασικό σημείο, καθώς η κύρια μέριμνα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής είναι ο τρόπος με τον οποίο θα υποστηρίξουν τα νέα μέσα ως θεμιτά και ορθολογικά.
Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, οι «συναφείς παράγοντες» έχουν πρωταρχική σημασία. Ο όρος “συναφείς παράγοντες” περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν όλες τις πτυχές της διαδικασίας της πολιτικής: τις περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις στα νέα κράτη μέλη της ΕΕ, τα θεσμικά όργανα και η πολιτική δύναμη της βιομηχανίας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες και η ΕΕ μπορούν να συμμετάσχουν σε μία αμοιβαία επωφελούσα θεωρία δραστηριοτήτων ανάπτυξης και δοκιμών που αποτελούν τον νέο τρόπο διακυβέρνησης.· Τα ¨νέα μέσα περιβαλλοντικής πολιτικής θεωρούνται μέρος αυτού του νέου τρόπου διακυβέρνησης και σημαντικά υποσχόμενα εργαλεία για την Ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Harring, N. (2014). “Corruption, inequalities and the perceived effectiveness of economic pro-environmental policy instruments: A European cross-national study.” Environmental Science & Policy 39: 119-128.
Jordan, Andrew, Rüdiger KW Wurzel, and Anthony R. Zito. (2013). “Still the century of ‘new’environmental policy instruments? Exploring patterns of innovation and continuity.” Environmental Politics 22.1: 155-173.
Jordan, Andrew & Camilla Adelle (eds.) (2013). Environmental policy in the EU: Actors, institutions and processes, 3rd Edition. London: Routledge
Photo taken by https://dontmesswithtaxes.typepad.com/dont_mess_with_taxes/2007/10/blog-action-day.html