Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

H σχέση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς με τον Πούτιν πριν και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία: Οι περιπτώσεις των Λε Πεν και Σαλβίνι

Γράφει ο Νεκτάριος Δατσέρης

Η πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει επιφέρει αλλαγές στο πώς εκλαμβάνει πλέον η Δύση τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι δεν είναι η πρώτη φορά που οι Ρώσοι εισβάλλουν σε γειτονική τους χώρα στα πρόσφατα χρόνια. Ενδεικτικά, το 2008 οι Ρώσοι εισέβαλαν στην ημιαυτόνομη περιοχή της Νότιας Οσσετίας στη Γεωργία ισχυριζόμενοι ότι ήθελαν να προστατεύσουν τους κατοίκους της περιοχής από γενοκτονία. Επίσης, το 2014 επιτέθηκαν για πρώτη φορά στην Κριμαία και πάλι υποστηρίζοντας ότι ήθελαν να προστατεύσουν το ρωσικό στοιχείο, φτάνοντας τελικά στο σημείο να προσαρτήσουν παράνομα τη χερσόννησο. Γενικά, η ρωσική επιθετικότητα απέναντι σε γειτονικές χώρες δε φαίνεται να είναι κάτι το τόσο ασυνήθιστο, ώστε οι δυτικοί ηγέτες να εκπλήσσονται για τη σημερινή τραγωδία, η οποία λαμβάνει χώρα στην Ουκρανία.

Ένα στοιχείο που δείχνει ότι τα πράγματα έχουν, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο η σημερινή Δύση αντιμετωπίζει τη νέα ρωσική εισβολή είναι η μεταβολή στη στάση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς απέναντι στη Ρωσία. Ακροδεξιά και Ρωσία είχαν αναπτύξει μία σχέση αλληλοϋποστήριξης κατά τα προηγούμενα χρόνια, η οποία αφενός μεν βασιζόταν σε κοινές αξίες, που μοιράζονταν οι δύο πλευρές, αφετέρου δε σε κοινά συμφέροντα, τα οποία προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν. Πιο συγκεκριμένα, από τη μία πλευρά η ευρωπαϊκή ακροδεξιά έβλεπε στο πρόσωπο του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν έναν ένθερμο υποστηρικτή της κρατικής κυριαρχίας και του συντηρητισμού, ο οποίος μπορούσε να αποτελέσει αντίποδα στην επιρροή των Αμερικανών. Οι δύο πλευρές δηλαδή είχαν κοινούς εχθρούς, ήτοι τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις ηθικές αξίες του φιλελευθερισμού και τη «χαλαρή συναίνεση» με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Ρωσία ανέπτυξε σχέσεις με την ακροδεξιά, διότι εκεί κατάφερε τελικά να βρει ανταπόκριση κατά την επιδίωξή της να ηγηθεί στον ευρωπαϊκό συντηρητισμό. Ταυτόχρονα, τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα έδραξαν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τη στήριξη της Ρωσίας για να «κανονικοποιήσουν» την παρουσία τους στην πολιτική σκηνή. Έτσι, όντας πλέον ενταγμένα στο «συμβατικό» πολιτικό χώρο η Ρωσία μπορούσε να τα χρησιμοποιεί για να επηρεάζει το ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι.

Η «ειδική επιχείρηση» που εξαπέλυσαν οι Ρώσοι κατά της Ουκρανίας στις 26 Φεβρουαρίου οδήγησε πολλά από τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα να αλλάξουν τη ρητορική τους σχετικά με τη Ρωσία. Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο η ευρωπαϊκή ακροδεξιά να προσπαθεί να «πατήσει σε δύο βάρκες», καθώς από τη μία καταδικάζει τη ρωσική εισβολή, από την άλλη όμως δεν υποστηρίζει τα μέτρα εναντίον της Ρωσίας. Θα πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι όταν γίνεται λόγος για ευρωπαϊκή ακροδεξιά δεν εννοούνται φυσικά όλα τα ευρωπαϊκά ακρδοεξιά κόμματα, καθώς υπάρχουν και εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, σύμφωνα με μελέτη του ουγγρικού Political Capital Institute το 2014, ο εθνικισμός σε χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία όπως η Φινλανδία ή η Λετονία έχει πολλές φορές αντιρωσικό χαρακτήρα. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ακροδεξιών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης, η γαλλική «Εθνική Συσπείρωση» με Πρόεδρο τη Μαρίν Λε Πεν και η ιταλική «Λέγκα του Βορρά» με Ομοσπονδιακό Γραμματέα το Ματέο Σαλβίνι.

Η περίπτωση της «Εθνικής Συσπείρωσης» (Μαρίν Λε Πεν)

Η ρωσική εισβολή στην Κριμαία το 2014, η «πρώτη πράξη» του σημερινού ουκρανικού δράματος, καταδικάστηκε από τους κεντρώους Ευρωπαίους πολιτικούς της εποχής. Σε αντίθεση με αυτούς όμως, η επικεφαλής του τότε «Εθνικού Μετώπου» της Γαλλίας, Μαρίν Λε Πεν, δεν προχώρησε σε κάποια τέτοια ενέργεια. Αντιθέτως μάλιστα, αναγνώρισε ως νόμιμο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που διεξήχθη στην Κριμαία για την προσάρτησή της στη Ρωσία δημιουργώντας έτσι θετικές εντυπώσεις στους Ρώσους. Ο Πούτιν ανταπέδωσε συγχαίροντας τη Λε Πεν μετά την επιτυχία του κόμματός της στις γαλλικές Ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 2014, όπου κατάφερε να αποσπάσει τις περισσότερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο με ποσοστό 24,86%.

Τα γεγονότα αυτά είναι ενδεικτικά της θερμής σχέσης ανάμεσα σε Λε Πεν και Πούτιν εκείνη την εποχή. Η Λε Πεν έχει δείξει αρκετές φορές την εκτίμησή της προς το πρόσωπο του Πούτιν. Τον έχει χαρακτηρίσει, για παράδειγμα, υπερασπιστή της «Χριστιανικής κληρονομιάς του Ευρωπαϊκού πολιτισμού». Σε συνέντευξή της στο Spiegel την εποχή των γεγονότων της Κριμαίας παραδέχτηκε το θαυμασμό της για τον Πούτιν, λόγω του ότι «δεν επιτρέπει να επιβάλλονται αποφάσεις πάνω του από άλλες χώρες» και «εστιάζει καταρχάς στο τι είναι καλό για τη Ρωσία και τους Ρώσους». Επίσης, το 2017 δήλωνε ότι ασπάζεται τις ίδιες αξίες με το Ρώσο Πρόεδρο και ότι θα αναδυόταν μία «νέα τάξη πραγμάτων» με αυτόν, τον τότε Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ και την ίδια.

Γενικά, η αναγνώριση του δημοψηφίσματος στην Κριμαία είχε ουσιαστικά και ένα συμβολικό σκοπό για τη Λε Πεν. Με τον τρόπο αυτό επεδίωκε να δείξει την αντίθεσή της στην ολοένα αυξανόμενη επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εθνικές πολιτικές των κρατών-μελών. Μάλιστα, είχε αναφερθεί στην Ένωση ως «αντιδημοκρατικό τέρας». Ταυτόχρονα, καταδίκαζε τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας ως ανάμειξη των Αμερικανών στα ευρωπαϊκά ζητήματα. Έτσι, ευθυγραμμιζόταν ουσιαστικά με τη ρωσική θέση ότι η Ένωση εκπροσωπεί στην πραγματικότητα αμερικανικά συμφέροντα μη έχοντας το θάρρος να εφαρμόσει τις δικές της πολιτικές. Οι Ρώσοι παρουσίαζαν την ουκρανική επανάσταση, η οποία έδιωξε τον ρωσόφιλο Πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς ως υποκινούμενη από την αμερικανική πλευρά.

Πριν να πραγματοποιηθεί η νέα ρωσική εισβολή το Φεβρουάριο του 2022 η Λε Πεν φαινόταν να μην πιστεύει ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούσε ότι οι Ρώσοι δεν είχαν κάποιο συμφέρον να προχωρήσουν σε μία τέτοια ενέργεια. Είχε δηλώσει μάλιστα χαρακτηριστικά «Εάν ήμουν πρόεδρος αυτή τη στιγμή δε θα είχα τις ψυχρές σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Εμμάνουελ Μακρόν».

Η ρωσική επίθεση έκανε τη Λε Πεν να αλλάξει τη στάση της απέναντι στον Πούτιν. Το κόμμα της αναγκάστηκε να προβεί σε καταστροφή μεγάλου όγκου φυλλαδίων της καμπάνιας της, στα οποία υπήρχε φωτογραφία της με τον Ρώσο Πρόεδρο. Επίσης, η ίδια προχώρησε στη δήλωση ότι η εισβολή του στην Ουκρανία ήταν «ξεκάθαρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου και απολύτως αδικαιολόγητη», ενώ κάλεσε στον άμεσο τερματισμό της.

Παρ’ όλα αυτά, η Λε Πεν δεν ευθυγραμμίστηκε απολύτως με την ευρωπαϊκή απάντηση απέναντι στον Πούτιν. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάστηκε επικριτική απέναντι στις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά τη Ρωσίας ισχυριζόμενη ότι θα «πλήξουν την αγοραστική δύναμη του Γαλλικού λαού». «Δε θέλω οι Γάλλοι να κάνουν hara-kiri» είπε σε ένα προεδρικό debate, προειδοποιώντας ότι οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου μπορεί να είναι κατά πολύ χειρότερες από την πανδημία. Σε μία εποχή όπου οι τιμές της βενζίνης, του φυσικού αερίου, του ηλεκτρικού ρεύματος αλλά και άλλων αγαθών βρίσκονται σε άνοδο, αυτή της η στάση ότι η οικονομία είναι πάνω από όλα βρήκε απήχηση προς τους υποστηρικτές της. Αυτό εν μέρει μπορεί να εξηγηθεί, διότι δε θα πρέπει να λησμονείται ότι το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» το 2018 ξέσπασε όταν η τιμή της βενζίνης είχε φτάσει στο 1,53€ το λίτρο, όταν σήμερα αυτή έχει ξεπεράσει τα 2€ στη Γαλλία.

Η στήριξη της Λε Πεν στον Πούτιν κατά το παρελθόν και η οικονομική στήριξη από τη Ρωσία λειτούργησαν αρνητικά για αυτήν. Χαρακτηριστική ήταν, για παράδειγμα, η αποστροφή του ηγέτη του κεντροαριστερού «Δημοκρατικού Κόμματος» της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα απέναντι στη Λε Πεν «Οι φίλοι σας ήταν ο Τραμπ και ο Πούτιν, ο ένας επιτέθηκε στο Καπιτώλιο, ο άλλος βομβάρδισε την Ουκρανία». Όσον αφορά τις φήμες για οικονομική υποστήριξη, η Λε Πεν φαίνεται να δανείστηκε 9.400.000€ το 2014, εποχή των γεγονότων της Κριμαίας, από την «First Czech Russian Bank», τράπεζα με δεσμούς με τη Ρωσία. Ένας λόγος ήταν ότι οι γαλλικές τράπεζες αρνούνταν να της χορηγήσουν δάνειο λόγω του ρατσιστικού παρελθόντος του κόμματός της.

Αποτιμώντας τη στάση της Λε Πεν απέναντι στη ρωσική εισβολή, αυτή φαίνεται να είναι αντιφατική. Από τη μία πλευρά, η Λε Πεν υποχρέωσε τους Ευρωβουλευτές του κόμματός της να ταχθούν υπέρ του ψηφίσματος που καταδίκαζε τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Από την άλλη πλευρά όμως, η ίδια προέβη στη δήλωση ότι μόλις τελειώσει ο πόλεμος, θα υποστηρίξει μία στρατηγική επαναπροσέγγιση ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Είναι, κατά τη γνώμη της, προς το συμφέρον της Γαλλίας, της Ευρώπης και των Αμερικανών να προσεγγίσουν τη Ρωσία για να μην προλάβει να την προσεταιριστεί η Κίνα.

Η περίπτωση της «Λέγκας» (Ματέο Σαλβίνι)

Το 2014 η «Λέγκα του Βορρά», κόμμα που ήταν σε κρίση για χρόνια, κατάφερε να ανακάμψει χάρη στην ηγεσία του Ματέο Σαλβίνι χρησιμοποιώντας αντιμεταναστευτική ρητορική και υποστηρίζοντας τη Ρωσία. Πιο συγκεκριμένα, την εποχή όπου λάμβαναν χώρα τα γεγονότα της Κριμαίας, ο Σαλβίνι συναντούσε τους ηγέτες της τοπικής κυβέρνησης, ενώ είχε συναντήσει και τον ίδιο τον Πούτιν. Μιλώντας στο ρωσικό πρακτορέιο ειδήσεων Itar-TASS ο Σαλβίνι είχε διαβεβαιώσει ότι θα επεδίωκε την άρση των ευρωπαϊκών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί κατά της Ρωσίας. Στόχος του ήταν να εμφανιστεί ως προστάτης των ιταλικών επιχειρηματικών συμφερόντων, καθώς οι κυρώσεις θα έπλητταν τις οικονομικές σχέσεις της χώρας του με τη Ρωσία.

Χαρακτηριστικό σημείο όπου αποτυπώνεται η στροφή της «Λέγκας» προς μία πιο φιλορωσική στάση ήταν μία μαζική διαδήλωση κατά των μεταναστών στο Μιλάνο τον Οκτώβριο του 2014. Στη διαδήλωση, πέρα από το κόμμα της «Λέγκας», συμμετείχαν και άλλες νεοφασιστικές οργανώσεις. Κατά τη συγκέντρωση το πλήθος κρατούσε αφίσες που χαιρέτιζαν τον Πούτιν, καθώς και σημαίες της «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντόνετσκ».

Ο Ματέο Σαλβίνι έχει χαρακτηριστεί ως «ο άνθρωπος του Πούτιν στην Ευρώπη» λόγω των σχέσεων που διατηρούσε με το Ρώσο Πρόεδρο. Ενδεικτικά, το 2017 υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με το κόμμα του Πούτιν «Ενωμένη Ρωσία». Το 2018 μέλη της «Λέγκας» εξετάστηκαν ως φερόμενοι ότι υπέγραψαν μία μυστική συμφωνία για πετρέλαιο με τους Ρώσους, ενώ το 2019 ο Σαλβίνι είχε χαρακτηρίσει τον Πούτιν ως «έναν από τους καλύτερους άνδρες στη διακυβέρνηση του κόσμου».

Μετά την πρόσφατη ρωσική εισβολή ο Σαλβίνι καταδίκασε τη ρωσική επιθετικότητα χωρίς όμως να προβαίνει σε οποιοδήποτε χαρακτηρισμό όσον αφορά τον ίδιο τον Πούτιν. Ερωτώμενος αν καταδικάζει το Ρώσο Πρόεδρο είπε «Σίγουρα, είναι φανερό, καταδικάζουμε τον πόλεμο, οποιοσδήποτε θα καταδίκαζε τον πόλεμο και την επιθετικότητα». Επίσης, σε ανάρτησή του στο Twitter κάλεσε σε «κοινή απάντηση από τους συμμάχους», ενώ ανέβασε και ένα βίντεο στο οποίο πήγαινε λουλούδια στην ουκρανική πρεσβεία στη Ρώμη. Παρ’ όλα αυτά, όπως και η Λε Πεν, τάχθηκε εναντίον των ευρωπαϊκών κυρώσεων, επαναλαμβάνοντας το παλαιότερο επιχείρημά του ότι αυτές θα βλάψουν τις ιταλικές επιχειρήσεις.

Σε μία προσπάθεια να βελτιώσει την εικόνα του η οποία έχει φθαρεί λόγω των σχέσεων με το Ρώσο Πρόεδρο, ο Σαλβίνι πραγματοποίησε επίσκεψη στην πολωνική πόλη Przemyśl για να δείξει τη στήριξή του προς τους Ουκρανούς πρόσφυγες που βρίσκονταν εκεί. Η επίσκεψη χαρακτηρίστηκε από την αντίδραση του δημάρχου της πόλης, Wojciech Bakun, ο οποίος του είπε ότι έχει ένα δώρο για αυτόν. «Θα θέλαμε να πάμε μαζί σας στα σύνορα και σε ένα κέντρο υποδοχής προσφύγων για να δούμε τι έχει κάνει ο φίλος σας ο Πούτιν, τι ο άνθρωπος τον οποίο περιγράφατε ως φίλο σας, έχει κάνει σε αυτούς τους ανθρώπους», του είπε. Έπειτα, έβγαλε ένα μπλουζάκι το οποίο είχε μία ασπρόμαυρη φωτογραφία του Πούτιν μπροστά και τις λέξεις «Στρατός του Πούτιν» από κάτω. Το μπλουζάκι ήταν ίδιο με αυτό που ο Σαλβίνι είχε φωτογραφηθεί το 2014 στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Το ίδιο μπλουζάκι επίσης έχει φορέσει ο Σαλβίνι και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ένας λόγος για τον οποίον ο Σαλβίνι φαίνεται να άλλαξε τη στάση του απέναντι στα νέα προσφυγικά κύματα από την Ουκρανία είναι η επιδίωξή του να συσχετιστεί με τον καθημερινό Ιταλό ψηφοφόρο. Σημαντικός αριθμός Ιταλών έχουν προσωπικούς δεσμούς με ανθρώπους από την Ουκρανία που εργάζονται στην Ιταλία ως φροντιστές ή ως νταντάδες. Έτσι, ο Σαλβίνι επιχειρεί να επανεφεύρει την εικόνα του ως υπερασπιστή των Ουκρανών προσφύγων με φόντο την άνοιξη του 2023, όταν και θα διεξαχθούν οι ιταλικές εκλογές.

Καταληκτικά, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά φαίνεται να βρέθηκε αμήχανη μετά τη νέα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Σε μία προσπάθεια οι ηγέτες της να συμπορευτούν με το λαϊκό αίσθημα καταδίκης της ρωσικής επιθετικότητας και των πρωτοβουλιών του Προέδρου Πούτιν, εμφανίζονται να καταδικάζουν το γεγονός. Ταυτόχρονα, όμως, δε συντάσσονται με την ευρωπαϊκή γραμμή της επιβολής κυρώσεων αλλά διατηρούν μία πιο μεσοβέζικη στάση, επιχειρηματολογώντας ότι αυτό θα έβλαπτε τις εθνικές τους οικονομίες. Μελετώντας ενδεικτικά τις περιπτώσεις Λε Πεν και Σαλβίνι παρατηρείται μία τάση της ακροδεξιάς, η οποία υποστήριζε τον Πούτιν να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο επιδιώξεις. Από τη μία μεριά, συντάσσεται με τη λαϊκή οργή απέναντι στις ρωσικές ενέργειες, ενώ από την άλλη δε θέλει να τιμωρήσει τον άλλοτε ιδεολογικό της σύμμαχο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πηγή φωτογραφίας: il Dolomiti (https://www.ildolomiti.it/politica/2022/il-sindaco-gli-porge-la-maglia-di-putin-e-lo-invita-a-entrare-nel-campo-profughi-con-quella-la-clamorosa-figuraccia-di-salvini-in-polonia-il-video