Γράφει η Καραθανάση Λυδία
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ένας sui generis διεθνής οργανισμός που έχει διαμορφωθεί και συνεχίζει να διαμορφώνεται μέσω της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία περιλαμβάνει τομείς όπως η οικονομική και πολιτική ενοποίηση μεταξύ των κρατών-μελών της. Κατά την διαδικασία αυτή, η ΕΕ έχει συχνά έρθει αντιμέτωπη με ζητήματα ασφάλειας και άμυνας, όπως κρίσεις στη Μέση Ανατολή, από τα οποία προκύπτει ότι η φύση της ΕΕ προσεγγίζεται καλύτερα με τον όρο ήπια ισχύς (soft power) και όχι με τον όρο σκληρή ισχύς (hard power) (Κοππά, 2016, σ. 147). Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι φορές που μέλη της Ένωσης έχουν εκφράσει την επιθυμία οι ΗΠΑ να αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων διαχείρισης κρίσεων. Έτσι, το βασικό ερώτημα διαμορφώνεται ως εξής: Η ΕΕ διέπεται από στρατιωτική εξάρτηση ή από στρατιωτική αυτονομία;
Η προσπάθεια της ΕΕ να αναπτύξει στρατιωτική ικανότητα ξεκινάει σχετικά δειλά το 1950 με την Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, το σχέδιο της οποίας εγκαταλείφθηκε έπειτα από άρνηση της Γαλλίας. Έπειτα, το όραμα για έναν κοινό ευρωπαϊκό στρατό, το οποίο μέχρι και σήμερα δεν έχει επιτευχθεί, καταδεικνύει τον δισταγμό των κρατών αναφορικά με την παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2025). Δύο δεκαετίες αργότερα, και συγκεκριμένα το 1970, η τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) (Γαλλία, Ιταλία, Δυτική Γερμανία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ολλανδία) υιοθέτησε την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία (ΕΠΣ), η οποία έπειτα από τη θεσμοθέτησή της το 1986 με την Ενιαία ευρωπαϊκή Πράξη και τη διεύρυνση της ΕΟΚ, μετεξελίχθηκε στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) το 1991 (Κοππά, 2016, σ. 47).
Ένα σημαντικό βήμα γίνεται το 1992 με τη Δήλωση Πέτερσμπεργκ που περιγράφει το περιεχόμενο των στρατιωτικών αποστολών της ΕΕ, καθώς επίσης και το 1998 με τη διακήρυξη του Σαιν Μαλό, η οποία αποτελεί σημείο εκκίνησης για την Ευρωπαϊκή Άμυνα. Συγκεκριμένα, στο Σαιν Μαλό οι ηγέτες της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου συμφώνησαν ότι η Ένωση πρέπει να διαθέτει αυτόνομη ικανότητα στρατιωτικής δράσης, υποστηριζόμενη από αξιόπιστες ένοπλες δυνάμεις και θεσμικές δομές (Centre Virtuel de la Connaissance sur l’Europe, 2015). Η κοινή αυτή θέση έθεσε τέλος στο δίλημμα «ΝΑΤΟ ή ΕΕ» και άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΚΠΑΑ). Με την έναρξη της δεύτερης χιλιετίας και συγκεκριμένα το 2002, ολοκληρώνονται τρία χρόνια διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία Berlin Plus, μια δέσμη ρυθμίσεων μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ που επιτρέπει στην ΕΕ να χρησιμοποιεί στρατιωτικά μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ για την εκτέλεση επιχειρήσεων διατήρησης της ειρήνης (Κοππά, 2016, σ. 152). Δύο χρόνια αργότερα, το 2004, πραγματοποιείται η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (EDA), καθώς επίσης και των Μάχιμων Μονάδων (Battle-groups). Επιπλέον, στο διάστημα 2003-2016 ανακοινώνονται διάφορες στρατηγικές με σκοπό την ενίσχυση της ασφάλειας στην ΕΕ, με αξιοσημείωτες την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας που παρουσίασε ο J. Solana το 2003, και την Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ (EU Global Strategy), το 2016 (Κοππά, 2016, σ. 85, 114).
Παρά τα σημαντικά βήματα της ΕΕ για διαμόρφωση στρατιωτικής ικανότητας καθώς επίσης και αυτονομίας, η πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με τους δύο αυτούς όρους. Συγκεκριμένα, οι σχέσεις ΕΕ και ΝΑΤΟ αντικατοπτρίζουν την ιδιόμορφη σχέση της ΕΕ με τις ΗΠΑ, καθώς το ΝΑΤΟ παραμένει ένας οργανισμός όπου οι ΗΠΑ αποτελούν την κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη. Το ΝΑΤΟ σχετίζεται άμεσα με την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας (ΚΠΑΑ), καθώς και τα δύο αποτελούν εργαλεία της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εξάρτησης της ΕΕ από το ΝΑΤΟ αποτελεί το άρθρο 42 (παρ. 7) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) το οποίο αναφέρεται στο ΝΑΤΟ ως τον οργανισμό που «παραμένει, όσον αφορά τα κράτη που είναι μέλη του, το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας και το όργανο της εφαρμογής της» (LAWSPOT, 2009). Επιπλέον, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου σημειώνεται ότι: «Η ΚΠΑΑ δεν θίγει την ιδιαιτερότητα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας των κρατών-μελών και σέβεται τις υποχρεώσεις που απορρέουν για ορισμένα κράτη-μέλη, τα οποία θεωρούν ότι η κοινή τους άμυνα υλοποιείται στο πλαίσιο του οργανισμού του Βορείου Ατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), δυνάμει της ιδρυτικής Συνθήκης του Οργανισμού , και συμβιβάζεται με την ΚΠΑΑ που διαμορφώνεται μέσα στο πλαίσιο αυτό» (LAWSPOT, 2009). Μέσω αυτού του άρθρου διαφαίνεται ότι η ΕΕ προσεγγίζει το θέμα με ουδετερότητα και χωρίς αυστηρότητα ως προς τη δέσμευση των κρατών-μελών στο εγχείρημα, καταλήγοντας η Κοινή Ευρωπαϊκή Άμυνα, να μην αποτελεί για όλους τους εταίρους μία κρίσιμη επιλογή, καθώς η ασφάλειά τους διασφαλίζεται από το ΝΑΤΟ.
Συνεχίζοντας, η βαλκανική κρίση της δεκαετίας του 1990 αποτέλεσε καθοριστική πρόκληση για την ΕΕ, φέρνοντας στο προσκήνιο τις δομικές της αδυναμίες στον τομέα της ασφάλειας. Κατά την κρίση του Κοσόβου, οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να παρέμβουν, σε μία συγκυρία που η ΕΕ θα έπρεπε να έχει τον πρωτεύοντα ρόλο και να έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη στη δική της περιφέρεια. Ακόμη, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι ΗΠΑ διακατέχονταν από επιφυλάξεις και ανησυχίες αναφορικά με την ΚΠΑΑ, στη δημιουργία της οποίας εν τέλει συμφώνησαν, εφόσον η ΕΕ δεν θα αντέγραφε τις υποδομές του ΝΑΤΟ, δεν θα έκανε διακρίσεις σε βάρος εκείνων των κρατών που δεν ήταν μέλη της ΕΕ, αλλά ανήκαν στο ΝΑΤΟ, και δεν θα απέκοπτε την ΕΕ από το ΝΑΤΟ (non duplication, non discrimination, non decoupling, αντίστοιχα), (Κοππά, 2016, σ. 152). Το συγκεκριμένο γεγονός αποκαλύπτει τόσο τη δέσμευση της ΕΕ προς τις ΗΠΑ, αφού τέθηκαν όροι από τη δεύτερη μεριά αναφορικά με την προθυμία της πρώτης να διαμορφώσει στρατιωτική ικανότητα, όσο και ότι η στρατιωτική αυτονομία της ΕΕ παραμένει περιορισμένη και εξαρτημένη από το ΝΑΤΟ, καθώς επίσης και από την έγκριση και τους κανόνες που θέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 2003 συνάφθηκε η συμφωνία Berlin Plus, μία δέσμη ρυθμίσεων, μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, που επιτρέπει στην ΕΕ να χρησιμοποιεί στρατιωτικά μέσα και δυνατότητες του ΝΑΤΟ για την εκτέλεση επιχειρήσεων διατήρησης της ειρήνης. Παρά τη δυναμική της συμφωνίας, φαίνεται πως η στρατιωτική εξάρτηση της ΕΕ από το ΝΑΤΟ είναι γεγονός και σε αυτό το συμφωνημένο πλαίσιο, καθώς απαιτείται ομοφωνία από τα μέλη του ΝΑΤΟ, προκειμένου η ΕΕ να χρησιμοποιήσει τις διαθέσιμες υποδομές του για επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων (NATO, 2004). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα που ανέδειξε την έλλειψη στρατιωτικών υποδομών και κοινής στρατηγικής της ΕΕ ήταν η εκστρατεία στην Λιβύη το 2011. Παρά το γεγονός ότι η αποστολή πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να διεξαχθεί στο πλαίσιο της ΚΠΑΑ, η ΕΕ εμφανίστηκε διχασμένη και αδυνατούσε να διαμορφώσει μία ενιαία θέση. Ως αποτέλεσμα την αποστολή ανέλαβαν δύο μόνο ευρωπαϊκές χώρες, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία, ενώ εν τέλει η επιχείρηση στηρίχθηκε σε αμερικανικές υποδομές, (Κοππά, 2016, σ. 106, 156).
Εντούτοις, η ΕΕ έχει αναγνωρίσει τη στρατιωτική της εξάρτηση ως αδυναμία, η οποία περιορίζει τόσο την επιχειρησιακή της ικανότητα όσο και την αποτελεσματική λειτουργία των ήδη υπαρχόντων δομών, όπως η ΚΠΑΑ. Για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης, η ΕΕ έχει προχωρήσει σε δύο σημαντικές πρωτοβουλίες: τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) και τη Στρατηγική Πυξίδα. Τον Δεκέμβριο του 2017, το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση για τη θέσπιση της PESCO, προσφέροντας ένα μόνιμο και οργανωμένο πλαίσιο για τη σταδιακή εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας. Στόχος της είναι η ανάπτυξη των αναγκαίων στρατιωτικών δυνατοτήτων για τις πιο απαιτητικές αποστολές και, κατ’ επέκταση, η ενίσχυση της ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2025). Η βασική διαφορά μεταξύ της PESCO και άλλων μορφών συνεργασίας είναι ο νομικά δεσμευτικός χαρακτήρας των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχουσες χώρες δεσμεύονται να ενισχύσουν τις αμυντικές δαπάνες και επενδύσεις τους, να αυξήσουν τα κοινά και συνεργατικά έργα στρατηγικών αμυντικών δυνατοτήτων και να ενισχύσουν τη διαθεσιμότητα, την ικανότητα ανάπτυξης και τη διαλειτουργικότητα των δυνάμεών τους, συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών σε επιχειρήσεις και αποστολές ΚΠΑΑ (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2025).
Στις 22 Μαρτίου 2022, λίγες εβδομάδες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το Συμβούλιο ενέκρινε τη Στρατηγική Πυξίδα της ΕΕ. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης που καθορίζει κοινό στρατηγικό όραμα και συγκεκριμένους στόχους, με ορίζοντα την ενίσχυση της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της Ένωσης έως το 2030 (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2025). Η Πυξίδα αντιμετωπίζει σύγχρονες απειλές, όπως γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, οικονομικές τριβές, τεχνολογικές προκλήσεις, παραπληροφόρηση και την κλιματική κρίση, προωθώντας μια πολυδιάστατη προσέγγιση που συνδυάζει διπλωματία, ανθρωπιστική και αναπτυξιακή βοήθεια, δράση για το κλίμα, υπεράσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οικονομική στήριξη και εμπορική πολιτική. Η στρατηγική οργανώνεται γύρω από τέσσερις βασικούς πυλώνες: Δράση, Ασφάλεια, Επενδύσεις και Εταιρικές Σχέσεις (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2025).
Εντούτοις, η προσπάθεια της ΕΕ για διαμόρφωση στρατιωτικής ικανότητας συνεχίζεται, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το πρόγραμμα ReArm Europe και το συνδεδεμένο σε αυτό, SAFE. Toν Μάρτιο του 2025 παρουσιάστηκε το πρόγραμμα «ReArm Europe», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε «Readiness 2030». Η Πρόεδρος φον ντερ Λάιεν τόνισε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρές και πρωτοφανείς απειλές ασφάλειας, καθώς επίσης και ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για την ΕΕ να αναλάβει δράση, έτσι ώστε να διαμορφώσει γρήγορα και αποτελεσματικά την προστασία, αλλά και την ασφάλειά της (European Parliament, 2025). Το πρόγραμμα «ReArm Europe» βασίζεται σε πέντε κύριους άξονες, έτσι ώστε να ενισχύσει την άμυνα της ΕΕ: α) Δράση ασφάλειας για την Ευρώπη (SAFE)-Ένα νέο χρηματοδοτικό εργαλείο, β) Ενίσχυση της εθνικής χρηματοδοτικής άμυνας, γ) Τα ευρωπαϊκά εργαλεία να γίνουν πιο ευέλικτα ώστε να επιτρέπουν μεγαλύτερες αμυντικές επενδύσεις, δ) Συνεισφορές από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και ε) Ενεργοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων (Santopinto, 2025). Επιπρόσθετα, το πρόγραμμα SAFE (Security Action for Europe) θεσπίστηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «ReArm Europe» και αποτελεί χρηματοδοτικό εργαλείο που αναπτύχθηκε για την παροχή οικονομικής στήριξης στα κράτη-μέλη για επιταχυνόμενη διαμόρφωση αμυντικής ετοιμότητας (EU Defence Industry, 2025). Συγκεκριμένα, το SAFE στοχεύει να κινητοποιήσει πάνω από 800 δισεκατομμύρια ευρώ σε αμυντικές δαπάνες, για να στηρίξει την προσπάθεια της ΕΕ να αποκτήσει αμυντική ικανότητα, επιτρέποντας επείγουσες και σημαντικές επενδύσεις, με έμφαση στην κάλυψη ελλείψεων στρατιωτικών-αμυντικών ικανοτήτων κατά μήκος της ΕΕ.
Συνοπτικά, η ΕΕ, μέσα από πρωτοβουλίες όπως η PESCO και το πρόγραμμα «ReArm Europe», φαίνεται να διαμορφώνει σταδιακά την ταυτότητά της ως στρατηγική και αμυντική οντότητα. Καταβάλλονται ουσιαστικές προσπάθειες για την επίτευξη τόσο στρατιωτικής αυτονομίας όσο και ενισχυμένης αμυντικής ικανότητας, ενώ για πρώτη φορά τα κράτη-μέλη εμφανίζονται να ενεργούν με κοινό στόχο, παρά τις θεσμικές και δομικές δυσκολίες. Από αυτήν τη διαδικασία προκύπτουν κρίσιμα ερωτήματα: κατά πόσο θα στεφθεί με επιτυχία το εγχείρημα αυτό, ποια θα είναι η χρονική του εξέλιξη σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους, καθώς επίσης και με ποιον τρόπο ενδέχεται να επηρεαστούν οι σχέσεις της Ένωσης με το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κλείνοντας, σημαντική επισήμανση είναι ότι η ΕΕ δεν εξαρτιόταν στρατιωτικά από το ΝΑΤΟ από την ίδρυσή της. Η αρχική της αποστολή ήταν οικονομική και πολιτική. Η στρατιωτική εξάρτηση εμφανίστηκε καθώς η ΕΕ επιχείρησε να αποκτήσει στρατιωτικές δυνατότητες, αλλά οι περιορισμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις οδήγησαν στην ανάγκη συνεργασίας με το ΝΑΤΟ. Ακόμη, αξιοσημείωτη είναι η αναγνώριση του εμποδίου αυτού από την ΕΕ για την πρόθεσή της να αναπτύξει στρατιωτική ικανότητα και δυνατότητα, καθώς επίσης και η προσπάθεια της να μετατρέψει την αχίλλειο φτέρνα της, σε ένα δυνατό εργαλείο, ικανό να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ.
Βιβλιογραφία/Πηγές
Βιβλία:
Κοππά Μ. (2016). Η Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, Η ιστορία, οι θεσμοί, οι στρατηγικές. Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.
Διαδικτυακές Πηγές:
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. (2025). Οι ιδρυτικές Συνθήκες. Διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/factsheets/el/sheet/1/the-first-treaties
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (2025). Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO). Διαθέσιμο σε: https://www.consilium.europa.eu/el/policies/pesco/
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (2025). Στρατηγική Πυξίδα για την ασφάλεια και την άμυνα. Διαθέσιμο σε: https://www.consilium.europa.eu/el/policies/strategic-compass/
CVCE (Centre Virtuel de la Connaissance sur l’Europe). (2015). Franco–British St. Malo Declaration (4 December 1998). Διαθέσιμο σε: https://www.cvce.eu/content/publication/2008/3/31/f3cd16fb-fc37-4d52-936f-c8e9bc80f24f/publishable_en.pdf
EU Defence Industry. (2025). SAFE-Security Action for Europe. Διαθέσιμο σε: https://defence-industry-space.ec.europa.eu/eu-defence-industry/safe-security-action-europe_en
European Parliament. (2025). ReArm Europe Plan/ Readiness 2030. Διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/BRIE/2025/769566/EPRS_BRI(2025)769566_EN.pdf
North Atlantic Treaty Organization. (2025). Relations with the European Union. Διαθέσιμο σε: https://www.nato.int/cps/en/natohq/topics_49217.htm
NATO. (2004). The NATO-EU Strategic Partnership. Διαθέσιμο σε: https://www.nato.int/docu/comm/2004/06-istanbul/press-kit/006.pdf
LAWSPOT. (2009). Άρθρο 42-Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διαθέσιμο σε: https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/see/arthro-42-synthiki-gia-tin-eyropaiki-enosi
Santopinto, F. (2025). (The ReArm Europe Plan: Squaring the Circle Between Integration and National Sovereignty). (iRiS). Διαθέσιμο σε: https://www.iris-france.org/en/the-rearm-europe-plan-squaring-the-circle-between-integration-and-national-sovereignty/
Πηγή Εικόνας:
iRiS. (2025). United States – Europe: Our Paths Are Splitting. Διαθέσιμο σε: https://www.iris-france.org/en/united-states-europe-our-paths-are-splitting/
