Γράφει η Παυλίνα Παπάνια
Η Κύπρος αποτελούσε ανέκαθεν ένα βασικό σημείο ενδιαφέροντος όχι μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία αλλά και για χώρες όπως η Μ. Βρετανία. Πράγματι η Μεγαλόνησος αποτελεί ένα από τα πιο απτά παραδείγματα γεωστρατηγικής σημασίας καθώς συνιστά όχι μόνο έναν βασικό ναυτικό δίαυλο επικοινωνίας στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, αλλά πολύ περισσότερο διότι περιλαμβάνει άφθονο φυσικό αέριο στα ύδατα της. Αν και η αρχική διχοτόμηση του νησιού μεταξύ Αγγλίας και Τουρκίας θεωρούταν ως κάτι θετικό για τους κατοίκους του και το έβλεπαν ως μία ευκαιρία για μελλοντική ένωση με την Ελλάδα, εντούτοις, γρήγορα αποδείχτηκε ότι το μέλλον της ενοποίησης ήταν δυσοίωνο[1]. Μετά την Συνθήκη της Λωζάννης και την ουσιαστική ανακήρυξη της Κύπρου ως Αποικία του Βρετανικού Στέμματος το 1925, εξασθενεί η προοπτική της ένωσης με την Ελλάδα, η οποία κατέστησε το κυπριακό ως ένα διεθνές ζήτημα προσφεύγοντας επ’ αυτού το 1954 στον ΟΗΕ.
Η στιγμή της ανακήρυξης του κυπριακού θέματος ως ένα ζήτημα διεθνούς ενδιαφέροντος και η κίνηση του Αλέξανδρου Παπάγου να προσφύγει στον ΟΗΕ σχετικά με αυτό έφερε στο προσκήνιο έναν ακόμη παράγοντα, του οποίου το ενδιαφέρον για την Κύπρο δεν είχε σβήσει ποτέ. Ο λόγος γίνεται για την Τουρκία όπου η ενεργοποίηση της παρουσίας της στο κυπριακό λειτούργησε ως τροχοπέδη στις ελληνοβρετανικές σχέσεις. Η τριβή στην σχέση των οποίων θα αποκορυφωθεί τον Απρίλιο του 1955 με την έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ. Συγχρόνως, η απόφαση της Μ. Βρετανίας να συγκαλέσει επ’ αυτού του θέματος διάσκεψη μεταξύ αυτής και της Ελλάδας και κατ’ επέκταση και της Τουρκίας ως νόμιμα ισοδύναμου ενδιαφερομένου προκάλεσε ένα επιπρόσθετο ρήγμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο σταδιακός όλεθρος στις σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας επιταχύνθηκε με τις τουρκικές βίαιες επιθέσεις σε βάρος της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολη.
Από το ενδεχόμενο της αρχής της αυτοδιάθεσης του σερ Τζον Χάρντινγκ, στο σύστημα περιορισμένης αυτοκυβέρνησης του σχεδίου Ράντκλιφ και εν τέλη στο σχέδιο της τριπλής συγκυριαρχίας του σχεδίου Μακμίλλαν, η ρήξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν αναπόφευκτη. Πιο συγκεκριμένα, αν και το σχέδιο Μακμίλλαν απορρίφθηκε σχεδόν αμέσως από την Αθήνα, η Άγκυρα χωρίς χρονοτριβές προχώρησε στον άμεσο διορισμό Τούρκου κυβερνητικού αντιπροσώπου, επισημοποιώντας την μερική τουρκική κυριαρχία στη Μεγαλόνησο. Η Συμφωνία της Ζυρίχης το 1959 θα μπορούσε να καταλαγιάσει το τεταμένο σκηνικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων καθώς προέβλεπε τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Κύπρου με Ελληνοκύπριο Πρόεδρο και Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο αποκλείοντας τα ενδεχόμενα της ένωσης με την Ελλάδα και της διχοτόμησης του ίδιου του νησιού. Επομένως συνιστούσε τη μέση λύση των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων συμπεριλαμβανομένης της βρετανικής συγκατάθεσης.
Δυστυχώς η προαναφερθείσα συμφωνία δεν έμελλε να εφαρμοσθεί για καιρό καθώς το 1963 επήλθε η de facto κατάρρευση του καθεστώτος ως απόρροια της κατάληψης του 5% του κυπριακού εδάφους από την τουρκική μειονότητα κατόπιν της διακήρυξης των δεκατριών σημείων του Αρχιεπισκόπου Μακάριου. Η διακήρυξη αφορούσε την συρρίκνωση των παραγνωρισμένων δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων. Στην εξομάλυνση των εντάσεων στην Κύπρο και στην εξεύρεση μέσης λύσης μεταξύ Ελλάδας- Τουρκίας τα σχέδια του Ντην Άτσεσον θα αποδειχθούν ανεπιτυχή και θα συνοδευτούν από τη διεξαγωγή ελληνοκυπριακών επιχειρήσεων στον θύλακα Κοκκίνων-Μανσούρας το 1964, προς απάντηση των οποίων η Τουρκία θα απειλήσει με εισβολή.
Η εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967 λειτούργησε κατασταλτικά σε οποιαδήποτε πιθανότητα ενοποίησης με τη Κύπρο ενώ ταυτόχρονα επιβάρυνε τη δυνατότητα επαναπροσέγγισης με την Τουρκία, με αφορμή την προσβολή του θύλακα του Κοφίνου εκ μέρους της Ελλάδας και της αντίστοιχης τουρκικής απειλής περί εισβολής το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Το αποκορύφωμα των ελληνοτουρκικών δυσμενών σχέσεων θα επέλθει το καλοκαίρι του 1974 με το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου και την τουρκική κατάληψη κυπριακού εδάφους που άγγιζε το 37% της συνολικής επιφάνειας της Μεγαλονήσου. Μάλιστα, η τουρκική πολιτική μετακίνησης εποίκων στο νησί με στόχο την αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας και η προσπάθεια επιβολής των στρατιωτικών τετελεσμένων οδήγησε και στην οριστική ρήξη των σχέσεων των δυο γειτονικών χωρών.
Υπό το πρίσμα της ανελαστικής τουρκικής πολιτικής, η Ελλάδα προσπάθησε να βρει εναλλακτικές οδούς επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος καθώς τόσο τα καταδικαστικά ψηφίσματα περί της παράνομης εισβολής που εξέδιδε ο ΟΗΕ όπως επίσης και οι συμφωνίες Μακάριου- Ντενκτάς και Κυπριανού- Ντενκτάς δεν βρήκαν καμία απολύτως ανταπόκριση. Μετά την τουρκική μονομερή ανακήρυξη των κατεχόμενων ως “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” η Ελλάδα συνειδητοποίησε ότι η επόμενη της ευκαιρία θα επέλθει μέσω της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς η σημερινή πραγματικότητα απέδειξε φρούδες τις ελληνικές ελπίδες. Επίσης, η ήττα που υπέστη η χώρα μας με την διχοτόμηση της Κύπρου προκάλεσε σημαντικό πλήγμα στην αξιοπιστία της ελληνικής δυναμικής. Από την άλλη πλευρά, η κίνηση αυτή αναδείχθηκε νικηφόρα για τη Τουρκία η οποία αποβάλλοντας το εσωστρεφές δόγμα της κεμαλικής περιόδου μετέβη στην πολιτική της ενεργοποίηση και στην ανάληψη ενός περιφερειακού ρυθμιστικού ρόλου. Συνεπώς, γεμάτη αυτοπεποίθηση η Τουρκία προχωρά στην ισχυροποίηση της επιρροής της στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο προκαλώντας συχνά την κυριαρχία του ελληνικού κράτους[2].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξανδράκης , Μ., Θεοδωρόπουλος, Β. & Λαγάκος, Ε., 1987. Το Κυπριακό (1950-1974): μία ενδοσκόπηση. Β’ Έκδοση επιμ. Αθήνα: Ελληνική Ευροεκδοτική.
Ευάγγελος, Α.-Τ., 1982. Ιστορία χαμένων ευκαιριών: Κυπριακό (1950-1963). Β’ Έκδοση επιμ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”.
Ευάνθης, Χ., 1998. Το Κυπριακό ζήτημα (1878-1960): Η συνταγματική πτυχή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Θάνος, Β., 2013. Ιστορία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων (1453-2005). ΣΤ’ Έκδοση επιμ. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
Κωνσταντίνος, Σ., 2001. Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1945-1981). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”.
Λεόντιος, Ι., 1975. Το Κυπριακό Πρόβλημα: Πορεία προς μία χρεωκοπία. Αθήναι: Παπαζήσης.
Ν., Κ. Γ., 1984. Το Κυπριακό Πρόβλημα (1960-1974). Αθήνα: Θεμέλιο.
Π., Π. Γ., 1980. Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό. Αθήνα: Φιλιππότης.
[1] Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ιδανικότερη ίσως στιγμή για την πραγματοποίηση της πολυπόθητης ενοποίησης ήταν ο Οκτώβριος του 1915, όταν οι Άγγλοι στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν την εισδοχή της Ελλάδας στο πλευρό της Ατάντ έπαιξαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το χαρτί της Κύπρου ως αντάλλαγμα. Δυστυχώς, η ουδετερόφιλη κυβέρνηση Ζαΐμη το απέρριψε. Βερέμης, Θ., 2013, Ιστορία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων (1453-2005), ΣΤ’ Έκδοση, επιμ. Αθήνα: Ι. Σιδέρης
[2]Η τουρκική επιθετική πολιτική αντικατοπτρίζεται, μεταξύ άλλων, στο FIRτου Αιγαίου, στην αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών, στις συχνές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου καθώς και στη δημιουργία των λεγόμενων «γκρίζων ζωνών».