Γράφει ο Παναγιώτης Μόσχος
Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, ιδίως από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα, κινείται ανάμεσα σε δύο πολιτικές κατευθύνσεις, τελείως αντιφατικές μεταξύ τους: αφενός την προάσπιση του διεθνούς δικαίου και της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και αφετέρου τη διαφύλαξη των εθνικών συμφερόντων με γνώμονα την ισχύ (Ikenberry, 2020, σ. 15-20). Ο Ντόναλντ Τραμπ, ως ένθερμος υποστηρικτής του δόγματος America First, ενσάρκωσε αυτήν ακριβώς την αντίφαση, δίνοντας έμφαση σε μία ωμή ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, κατά την οποία το «δίκαιο του ισχυρού» υπερέχει έναντι των θεσμών του διεθνούς δικαίου και των κανόνων που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις.
Η συγκεκριμένη ρητορική χαρακτήρισε και την πρώτη θητεία (2017-2021) του Αμερικανού Προέδρου. Ωστόσο, στη δεύτερη θητεία του (2025–2026) επαναφέρει με μεγαλύτερη οξύτητα το ερώτημα για το αν μπορεί το διεθνές δίκαιο να υπερισχύσει και να σταθεί απέναντι σε μια υπερδύναμη που αλλάζει/ απορρίπτει τους κανόνες του ή επανέρχεται η ισχύς ως πρωτεύουσα αρχή στις διεθνείς σχέσεις.
Αξίζει, πάντως, να τονίσουμε πως το America First δεν αποτελεί απλώς ένα εκλογικό σύνθημα, αλλά μία στρατηγική που καθορίζει τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ουάσιγκτον στα άμεσα εθνικά συμφέροντα. Με απλά λόγια, αντί να προάγει τη διακρατική συνεργασία και το σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, ο Τραμπ προτιμά τη μονομερή δράση, εστιάζει σε διμερείς συμφωνίες που εξυπηρετούν την ισχύ των ΗΠΑ, και προχωρά στην απόρριψη θεσμών που ανακόπτουν τα σχέδιά του για αμερικανική κυριαρχία.
Το δίκαιο του ισχυρού (might makes right) παραπέμπει στη ρεαλιστική σχολή των διεθνών σχέσεων, σύμφωνα με την οποία το διεθνές δίκαιο είναι αποτέλεσμα ισορροπιών ισχύος, αλλά όχι κάτι παραπάνω από αυτές. Για τον ίδιο τον Τραμπ, η συμμόρφωση με τους διεθνείς κανόνες μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν αυτοί ικανοποιούν τα αμερικανικά συμφέροντα. Σε αντίθετη περίπτωση, αγνοούνται ή αμφισβητούνται ανοιχτά (με δηλώσεις, αναρτήσεις στα social media ή διατάγματα).
Μιλώντας με παραδείγματα, είναι χαρακτηριστική η αντιμετώπιση του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ από τον Τραμπ και το ρεπουμπλικανικό κόμμα. Ο Τραμπ επανειλημμένα έχει χαρακτηρίσει τον ΟΗΕ ως «υπερβολικά δαπανηρό» και «αναποτελεσματικό». Στη διάρκεια της πρώτης του θητείας (2017–2021) αποφάσισε να αποσυρθεί από οργανισμούς και συνθήκες (π.χ. UNESCO, Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, JCPOA με το Ιράν). Στη δεύτερη θητεία του, η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας του ΟΗΕ να αντιμετωπίσει κρίσεις (Ουκρανία, Γάζα), ενισχύει την εικόνα ότι οι διεθνείς ισορροπίες εξαρτώνται από την καλή θέληση των μεγάλων δυνάμεων και όχι από την έννοια του «δικαίου» (Weiss, 2020, σ. 340).
Όσον αφορά στο ΝΑΤΟ, Ο Τραμπ ενεργεί βασισμένος σε οικονομικούς όρους, απαιτώντας αυξημένες αμυντικές δαπάνες από τους Ευρωπαίους συμμάχους. Υποστηρίζει πως η Αμερική ξοδεύει πολλά χρήματα για να υπηρετήσει τους σκοπούς του Οργανισμού, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα μέλη. Η στρατηγική αυτή υπονομεύει την αλληλεγγύη και τη συνεργασία που θεμελιώνουν τη Συμμαχία και ενισχύει την άποψη ότι ακόμα και οι δεσμεύσεις συλλογικής άμυνας (NATO, 1949/2021, Άρθρο 5) υπόκεινται στην ισχύ και την πολιτική βούληση της πρώτης δύναμης
Άκρως εχθρικός είναι και απέναντι στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (WTO) αλλά και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC). Ο Τραμπ, συγκεκριμένα, θεωρεί τον WTO ως «εχθρό» των αμερικανικών συμφερόντων. Η συνέχιση των κυρώσεων στη Ρωσία, οι εμπορικοί πόλεμοι με την Κίνα και οι μονομερείς δασμοί που επιβλήθηκαν σε ευρωπαϊκά προϊόντα έθεσαν υπό έντονη αμφισβήτηση την αρχή της πολυμερούς οικονομικής συνεργασίας (WTO, 2022, σ. 47). Η δεύτερη θητεία του Τραμπ ουσιαστικά επαναφέρει το δίλημμα ύπαρξης ενός διεθνούς εμπορικού δικαίου ή ενός αμερικανικού οικονομικού εθνικισμού.
Ακόμα κι αν οι ΗΠΑ παραδοσιακά δεν αναγνωρίζουν το ICC, ο Τραμπ το αντιμετώπισε με ιδιαίτερη εχθρότητα, επιβάλλοντας, μάλιστα, κυρώσεις σε αξιωματούχους του. Η στάση του αυτή συμβολίζει το «δίκαιο του ισχυρού», όταν δηλαδή οι ισχυρές δυνάμεις δεν λειτουργούν με βάση τους διεθνούς θεσμούς, καθώς αυτοί μπορεί να περιορίσουν την κυριαρχία τους (Krasner, 2020, σ. 52).
Το αποτέλεσμα αυτού είναι η ολοένα και μεγαλύτερη αμφισβήτηση των διεθνών οργανισμών και η αβεβαιότητα για τη διεθνή τάξη. Αυτά τα δύο στοιχεία, αν και προϋπήρχαν, έχουν ενταθεί με την επάνοδο του Τραμπ στην εξουσία.
Το δίλημμα «ισχύς του δικαίου ή δίκαιο της ισχύος» γίνεται εντονότερο για την Ευρώπη, καθώς η αποδυνάμωση της αμερικανικής δέσμευσης σε θεσμούς, όπως το ΝΑΤΟ και το WTO, δημιουργεί ένα μεγάλο κενό ισχύος που ενδέχεται να εκμεταλλευτούν η Ρωσία και η Κίνα. Επηρεάζεται, όμως, και η δικαιοσύνη, αφού η εχθρική αντιμετώπιση του ICC από τις ΗΠΑ δεν ευνοεί την παγκόσμια νομιμοποίηση του θεσμού. Τέλος, ως προς το διεθνές δίκαιο, η στάση του Τραμπ ενισχύει την πεποίθηση πως το δίκαιο εφαρμόζεται μόνο όταν συμβαδίζει με τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και δεν εμποδίζει τα σχέδιά τους για παγκόσμια κυριαρχία (Allison, 2020, σ. 110· Nye, 2021).
Αυτό που προκύπτει από τη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ είναι το γεγονός ότι καθίσταται επίκαιρο το διαχρονικό ερώτημα της διεθνούς πολιτικής, αν υπάρχει πράγματι «ισχύς του δικαίου» ή τελικά υπερισχύει το «δίκαιο του ισχυρού»; Το δόγμα America First σίγουρα αποδυναμώνει τη διεθνή νομιμότητα, δίνοντας στο διεθνές σύστημα την εικόνα ενός ρεαλιστικά ισχυρού αμερικανικού κόσμου.
Η απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι πως το διεθνές δίκαιο εξακολουθεί να έχει πρωτεύοντα ρόλο, αλλά η επιβολή του συνδέεται άμεσα από την ισχύ των κρατών και τις συμμαχίες τους. Η περίπτωση Τραμπ τονίζει ότι οι διεθνείς θεσμοί δεν είναι αυτόνομοι, αλλά προϊόν συσχετισμών ισχύος. Τόσο η Ευρώπη όσο και οι υπόλοιποι δρώντες καλούνται να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο, εάν επιθυμούν η «ισχύς του δικαίου» να μην καταλήξει σε ιδεώδες χωρίς εφαρμογή.
Βιβλιογραφία
Allison, G. (2020). Destined for War: Can America and China Escape Thucydides’s Trap? Mariner Books.
Ikenberry, G. J. (2020). A World Safe for Democracy: Liberal Internationalism and the Crises of Global Order. Yale University Press. file:///C:/Users/Win%2010/Downloads/a-world-safe-for-democracy-liberal-internationalism-and-the-crises-of-global-order-0300230982-9780300230987_compress.pdf
Krasner, S. D. (2020). Sovereignty and the Trump Era. Journal of International Affairs, 73(2), 45–60.
NATO. (1949/2021). The North Atlantic Treaty (Washington Treaty). Brussels: North Atlantic Treaty Organization. Διαθέσιμο σε: https://www.nato.int/cps/en/natohq/official_texts_17120.htm
Nye, J. S. (2021). Power and Interdependence in the Trump Era. Foreign Affairs. Διαθέσιμο σε: https://www.project-syndicate.org/commentary/global-power-and-interdependence-in-trump-era-by-joseph-s-nye-2019-07
United Nations. (2023). Report on the state of multilateralism and the rule of law. New York: UN Publications. Διαθέσιμο σε: https://www.un.org/osaa/sites/www.un.org.osaa/files/files/documents/2024/publications/duarte_globalization_multilateralism.pdf
WTO. (2022). World Trade Report 2022. Geneva: World Trade Organization. Διαθέσιμο σε: https://www.wto.org/english/res_e/publications_e/wtr23_e.htm
Weiss, T. G. (2020). Would the United Nations Exist Without the United States? Global Governance, 26(3), 337–352.
